Στις αρχές Ιουλίου 1827 ο Κολοκοτρώνης με 500 μόνο άνδρες, συνοδευόμενος από τον Γκολφίνο Πετμεζα έφθασε στο χωριό Πασάκους, κοντά στο μεγάλο Σπήλαιο και από εκεί έγραψε στους προσκυνημένους οπλαρχηγούς των γειτονικών περιοχών να ενωθούν μαζί του.
Χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος: Έστειλα στα προσκυνημένα χωριά να μου στείλουν τα προσκυνοχάρτια των Τούρκων και να τους δώσω του Εθνους". Και παρατηρώντας με πίκρα ότι στον ασταμάτητο αυτόν αγώνα, δεν είχε παρά ελάχιστη βοήθεια από τους συμπατριώτες του, αναφέρει, όταν παρακινούσε να τον συνδράμουν ο Μπενιζέλος Ρούφος, ο Λεχουρίτς. ο Λόντος και άλλοι, εκείνοι του απάντησαν: "Τράβα εμπρός και ερχόμαστε"
Λίγοι μόνο ήσαν οι πιστοί όπως ο Βασίλειος Πετμεζάς, ο οποίες ενώ βρισκόταν στον Άγιο Βλάση με εντολές του Κολοκοτρώνη, υπέστη επίθεση από 6.000 Τούρκους υπό τον Ντελή-Αχμέτ και 2.000 προσκυνημένους υπό τον Νενέκο στις αρχές Ιουλίου.
Μπροστά στις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού τα σώματα του Πετμεζά που είχαν στο μεταξύ ενισχυθεί από 500 Αργείους στρατιώτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν χωρίς να υποστούν απώλειες.
Λίγες όμως ημέρες αργότερα στις 17 Ιουλίου σε μάχη που έγινε γύρω από το Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη στο χωριό Τσετσεβά της Βοστίτσας, οι Έλληνες με Αρχηγούς τον Φεϊζόπουλο και τοχΚαπετάν Γεωργακη Χελιώτη κατόρθωσαν έπειτα από πεισματώδη μάχη στοίχισε τη ζωή σε 200 Τούρκους και αρκετούς Έλληνες, να διώξουν τους εχθρούς και τους προσκυνημένους συμπατριώτες τους από την Περιοχή.
Για λίγο διάστημα οι συμπλοκές ανάμεσα στους δυο αντιπάλους κόπασαν. Οι Τούρκοι ενδιαφέροντο περισσότερο για τη συγκομιδή της Σταφίδας. Ήδη είχαν επιδοθεί στο έργο αυτό σε πολλές περιοχές, όπου τα σταφύλια βρίσκονταν από καιρό απλωμένα στα αλώνια. Για να κρατάνε μάλιστα τους Έλληνες μακριά, είχαν τοποθετήσει σε κατάλληλες θέσεις το ιππικό τους, έτσι ώστε η μεταφορά του προϊόντος να γίνεται ανενόχλητα.
98