Σ΄αυτό το ιστολόγιο θα διαβάσετε εκτός των άλλων και την ιστορία του χωριού Αραχναίο που βρίσκεται στο Νομό Αργολίδας.



Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

9. Ύδρευση του Χελιού

Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι του χωριού ήταν η ύδρευση, τόσο για της ατομικές ανάγκες όσον και για τα ζώα τους μικρά και μεγάλα που ιδιαιτέρα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες νερού.


Στην περιφέρεια του χωριού η ύδρευση γινόταν από έξι κοινόχρηστα πηγάδια που υπήρχαν κοντά στο χωριό, από τα οποία τα πέντε βρίσκονται ακόμα και σήμερα, κατά μήκος του δρόμου από το μέσον του χωριού προς Νότο και το έκτο βρίσκεται ανατολικότερα και έχει ειδική ονομασία, λέγεται πηγάδι του Ποταμιάνου: γιατί είχε ανοιχτεί από τον Ευεργέτη Ποταμιάνο.

Τα τρία από τα πηγάδια αυτά χρησιμοποιούντο αποκλειστικά για το πότισμα των μεγάλων ζώων (κυρίως μουλάρια) που υπήρχαν στο χωριό και ήσαν αυτά αρκετά, πάνω από πεντακόσια, τα δε υπόλοιπα τρία χρησίμευαν για την ύδρευση των κατοίκων, από τα οποία κάθε σπίτι μπορούσε να πάρει 1-2 βαρέλια νερό από 20-25 οκάδες το καθένα και αυτά για μια μέρα. Αυτό το καθόριζε ειδικός υδρονομέας που ήταν διορισμένος από το Κοινοτικό Συμβούλιο του χωριού και ήταν υπεύθυνος για την πιστή τήρηση των αποφάσεων του Κοινοτικού Συμβουλίου νια το πόσο νερό θα πάρει την ημέρα η κάθε οικογένεια.

24

Όλα τα πηγάδια ήταν σφραγισμένα στο στόμιο και κάθε μέρα ήταν ένα ανοικτό για την ύδρευση στο οποίο επιτηρούσε συνέχεια ο υδρονομέας και ένα δεύτερο για το πότισμα των μεγάλων ζώων που δεν χρειάζοταν επιτήρηση γιατί σε αυτό μόνο τα ζώα ποτίζονταν και η ποσότητα δεν ήταν καθορισμένη.

Τα πηγάδια αυτά ήσαν μικρής απόδοσης. Το χειμώνα βέβαια γέμιζαν μέχρι επάνω σε σημείο που το νερό ξεχείλιζε από το στόμιο. Το νερό αυτό χρησιμοποιείτο το καλοκαίρι, γινόταν όμως και κάποια μικρή αναπλήρωση από αδύνατες πηγές που υπήρχαν στο πυθμένα του πηγαδιού, αλλά οργά ή γρήγορα προς το τέλος του καλοκαιριού όλα αυτά τα πηγάδια στέρευαν τελείως και τότε οι κάτοικοι για να πιουν νερό κατέφευγαν στον Πηλιαρό, μια ώρα περίπου μακριά, όπου υπήρχε κοινόχρηστο πηγάδι για να ποτίσουν τα μουλάρια τους και να γεμίσουν και δύο βαρέλια νερό που το φόρτωναν στα μουλάρια και το έφερναν στο χωριό. Αυτό γινόταν μια φορά την ημέρα.

Επειδή όμως πάντοτε παρουσιαζόταν η έλλειψη αυτή του νερού, οι πιο εύποροι κάτοικοι του χωριού, οι οποίοι διατηρούσαν και χωράφια εκεί κοντά στο χωριό, τα λεγόμενα γιούρτια είχαν αρχίσει από τα παλαιά χρόνια να ανοίγουν δικά τους πηγάδια για τις ανάγκες τους σε νερό, αλλά και πολλοί άνοιγαν τα πηγάδια αυτά για εκμετάλλευση, αφού στην περίοδο της λειψυδρίας πουλούσαν το νερό σε αυτούς που δεν είχαν δικά τους πηγάδια. Η τιμή είχε καθορισθεί σε μία δραχμή το βαρέλι.

Τα πηγάδια αυτά που αριθμούσαν μερικές δεκάδες ήσαν διάσπαρτα έξω από το χωριό, υπήρχαν όμως και μερικά μέσα στο χωριό που ανήκαν στους πιο εύπορους και τα είχαν μέσα στις αυλές τους. το νερό όμως αυτών των πηγαδιών δεν ήταν καλής ποιότητας. Ήταν γλυφό και ακατάλληλο για το βράσιμο των οσπρίων.

Ιδιωτικά πηγάδια ανοίγονταν πάντοτε δύο με τρία κάθε χρόνο και έτσι αυτά πλήθαιναν αρκετά με αποτέλεσμα το πόσιμο νερό να ήταν αρκετό για τους κατοίκους έστω και με πληρωμή.

Το άνοιγμα όμως ενός πηγαδιού δεν ήταν απλή υπόθεση, ήταν έργο κοπιαστικό και πολυδάπανο και για το λόγο αυτό μόνον οι εύποροι του χωριού μπορούσαν να το κάνουν. Λίγοι ήσαν οι τυχεροί που ανακάλυπταν με την έναρξη της εκσκαφής, παλαιό πηγάδι καταπλακωμένο, οπότε η δαπάνη περιοριζόταν αρκετά γιατί η μόνη εργασία που είχαν να κάνουν ήταν ο καθαρισμός του πηγαδιού από τα στερεά υλικά που ήταν γεμάτο.

Οι εργασίες για ένα πηγάδι ξεκινούσαν από την προμήθεια της πέτρας που θα χρησίμευε για το χτίσιμο του πηγαδιού που ήταν μια εργασία επίπονη και δαπανηρή. Οι πέτρες για το χτίσιμο εσωτερικά του πηγαδιού έπρεπε να ήσαν από νταμάρι ασβεστολιθικό, γερές και με μορφή και διαστάσεις καθορισμένες, μεγάλες μακρουλές με μήκος πάνω από πενήντα εκατοστά και όσο το δυνατόν ομοιόμορφες, γεγονός που καθιστούσε ακόμα πιο δύσκολη και δαπανηρή τη συγκέντρωση αυτών Αυτό ήταν το πρώτο στάδιο των εργασιών για το άνοιγμα του πηγαδιού.

25

Ακολουθούσε έπειτα το σκάψιμο του πηγαδιού που και η εργασία

αυτή ήταν επίπονη και δαπανηρή. Το πηγάδι είχε σχήμα πάντοτε κυλινδρικό με διάμετρο τρία έως τέσσερα μέτρα.

Για την εκσκαφή χρησιμοποιείτο συνεργείο πάνω από ένδεκα άτομα άνδρες και γυναίκες. Γύρω στα έξι άτομα βρίσκονταν μέσα στο πηγάδι από τους οποίους οι τέσσερις έσκαβαν με κασμάδες τοποθετούμενοι ανά δύο ακτινοειδώς και αγτιδιαμετρικά και άλλοι δύο με τα φτυάρια τους γέμιζαν τα ζεμπίλια με χώμα τα οποία στη συνέχεια αυτά ανασύρονταν ένα-ένα με χοντρό σκοινί (Παλαμάρι) που περνούσε από τροχαλία κρεμασμένη περίπου ενάμιση μέτρο επάνω από το στόμιο του πηγαδιού και σε ειδικό πατάρι που ήταν. κατασκευασμένο, εκεί βρισκόταν ένας άνδρας ο οποίος καθοδηγούσε το Ζεμπίλι που ήταν γεμάτο χώμα και το υποδεχόταν επάνω στο πατάρι. Το Παλαμάρι το τραβούσαν πάντοτε δύο γυναίκες μετακινούμενες οριζόντια επάνω στο έδαφος, το δε Ζεμπίλι γεμάτο-χώμα το έπαιρναν αμέσως άλλες δύο γυναίκες και το πήγαιναν σε καθορισμένο σημείο όπου το άδειαζαν και σιγά-σιγά σχηματιζόταν εκεί μικρός λοφίσκος. Το σκάψιμο απαιτούσε πολύ προσοχή γιατί πολλές φορές συνέβαιναν και ατυχήματα τα οποία μπορούσαν να είναι και θανατηφόρα, γιατί πολλές φορές έπεφταν από τα τοιχώματα μεγάλοι όγκοι χωμάτων και μπορούσαν να καταπλακώσουν τους εργαζομένους μέσα στο πηγάδι. Τέτοιο ατύχημα είχε συμβεί στο χωριό.

Αφού τελείωνε η εκσκαφή σε βάθος δέκα περίπου οργιές (15-18 μέτρα) άρχιζε μετά το δεύτερο στάδιο, το χτίσιμο του πηγαδιού εσωτερικά. Το χτίσιμο γινόταν με ξηρολιθοδομή κατά αριστοτεχνικό τρόπο. Οι τεχνίτες άρχιζαν το χτίσιμο κυκλικά και όταν έφθανε σε βάθος 3-4 μέτρα από το άνω μέρος και προχωρούσε το χτίσιμο στένευε η λιθοδομή και κατέληγε στο επάνω μέρος σε μικρό κυκλικό στόμιο με διάμετρο 60-80 εκατοστά του μέτρου και σε ύψος από την επιφάνεια του εδάφους 80 περίπου εκατοστά Ολόκληρος δε ο χώρος μεταξύ της λιθοδομής και του τοιχώματος του πηγαδιού γεμιζόταν με μεγάλες πέτρες.

Επίσης κυκλικά του στομίου του πηγαδιού και συνέχεια από τα τοιχώματα αυτού δημιουργείτο τοίχος σε ύψος περίπου 60-70 εκατοστά και το κενό αυτό γεμιζόταν επίσης με πέτρες κατά τέτοιο τρόπο που η επιφάνεια του αλωνιού, έτσι λεγόταν το επάνω μέρος του πηγαδιού, ήταν μία κυκλική επιφάνεια με κλίση από το στόμιο προς τα έξω και συνήθως ολόκληρη η επιφάνεια του αλωνιού καλυπτόταν με σκυρόδεμα, το δε στόμιο το διαμόρφωναν κυκλικό ή τετράγωνο υπερυψωμένου του αλωνιού κατά 10-15 εκατοστά και όλα αυτά για δύο λόγους, πρώτον για να συγκρατηθούν οι πέτρες του αλωνιού και να διαμορφωθεί και το στόμιο του πηγαδιού και δεύτερον για να δημιουργηθεί στεγανότητα στο αλώνι και να μην πέφτουν τα ακάθαρτα νερά μέσα στο πηγάδι.

Στο  μικρό πλέον στόμιο του πηγαδιού τοποθετείτο και κάλυμμα ξύλινο η σιδερένιο με μεντεσέδες που μπορούσε να ανοιγοκλείνει και έμπαινε και λουκέτο για να μη συμβεί κανένα ατύχημα και πέσει κανένας απρόσεχτος μέσα στο πηγάδι.

Από την παραπάνω περιγραφή γίνεται
 26

φανερό ότι το άνοιγμα ενός πηγαδιού ήταν μια εργασία επίπονη και δαπανηρή. Στο χωριό το άνοιγμα ενός πηγαδιού είχε κόστος όσο το χτίσιμο ενός σπιτιού, γι' αυτό και ο κόσμος έλεγε στο χωριό, ότι τρία ήταν τα δύσκολα προβλήματα του χωρικού. Να χτίσει σπίτι, να ανοίξει πηγάδι και να παντρέψει κορίτσι.

Μέχρι τώρα έγινε λόγος για τον αγώνα των κατοίκων του Χελιού, να εξασφαλίσουν νερό πόσιμο για τους κατοίκους του χωριού και για τα μεγάλα τους ζώα, μα οι ανάγκες του χωριού σε νερό δεν ήταν μόνο αυτές. Μεγάλο πρόβλημα στο χωριό ήταν και το πότισμα των μικρών ζώων που αριθμούσαν αρκετές δεκάδες χιλιάδες γιδοπρόβατα και το πρόβλημα αυτό ήταν εντονότερο το καλοκαίρι.

Από τα κοινόχρηστα πηγάδια του χωριού για το πότισμα των μικρών ζώων χρησιμοποιείτο ο Πηλιαρός που είχε αρκετό νερό για να ποτιστούν αρκετές χιλιάδες γιδοπρόβατα όλο το καλοκαίρι και ένα πηγάδι στα Φράκια που όμως αυτό τελείωνε πολύ γρήγορα οπότε πολλοί τσοπάνηδες κατέφευγαν στα ιδιωτικά πηγάδια και άλλοι μεν είχαν δικά τους άλλοι όμως αγόραζαν νερό από τους ιδιώτες που δεν είχαν δικά τους γιδοπρόβατα.

Αλλά και αυτό το νερό δεν ήταν αρκετό για να ποτιστούν τα ζώα τους όλο το καλοκαίρι και για το λόγο αυτό το νερό του χωριού το χρησιμοποιούσαν μόνο για τα πρόβατα που το καλοκαίρι λόγω της μεγάλης ζέστης δεν μπορούσαν να περπατήσουν μεγάλες αποστάσεις, ενώ τα γίδια που είχαν μεγαλύτερη αντοχή τα οδηγούσαν για πότισμα στις υπώρειες του ορεινού συγκροτήματος του Αραχναίου, κυρίως δε στον Αμαριανό όπου υπήρχαν τότε άφθονα τρεχούμενα νερά.

Από τις πρωινές ώρες κοπάδια από γίδια ξεκινούσαν από την περιοχή του Αραχναίου και κατηφόριζαν προς τον Αμαριανό σε μια πορεία δέκα περίπου χιλιομέτρων και έφθαναν στις ρεματιές και τα ρουμάνια του Αμαριανού όπου εύρισκαν άφθονο τρεχούμενο νερό. Εκεί περνούσαν αρκετές ώρες βόσκοντας, σταλίζοντας και πίνοντας νερό κατά βούληση.

Τις απογευματινές ώρες αργά έπαιρναν τον ανήφορο και σιγά-σιγά, βόσκοντας ακόμα πριν νυχτώσει βρίσκονταν στις πλαγιές του Αραχναίου και έφθαναν στις κορυφές του πριν από τα μεσάνυχτα, όπου διανυκτέρευαν και την άλλη μέρα έβοσκαν στο οροπέδιο του Αραχναίου για να οδηγηθούν την επόμενη μέρα πάλι στον Αμαριανό. Το πότισμα δεν γινόταν κάθε μέρα γιατί η απόσταση ήταν μεγάλη και η μετάβαση κουραστική και για το λόγο αυτό τα γίδια στον Αμαριανό πήγαιναν για πότισμα μέρα παρά μέρα.

Εκτός όμως από τις ανάγκες σε νερό για πότισμα, ανάγκες επίσης για πολύ νερό είχαν οι Χελιώτισες για να πλύνουν τα ρούχα τους και τα μαλλιά των προβάτων που θα χρησιμοποιούσαν για τις δικές τους ανάγκες. Και αυτές τότε κατέφευγαν τουλάχιστον μια φορά το μήνα στον Αμαριανό, στα τρεχούμενα εκεί νερά και έκαναν την μπουγάδα τους που συγχρόνως την στέγνωναν και το βράδυ γύριζαν στο χωριό με τα ρούχα έτοιμα. Αυτό βέβαια γινόταν στους καλοκαιρινούς μήνες γιατί το χειμώνα υπήρχε νερό στα πηγάδια του χωριού, αλλά πιο συχνά μάζευαν και βροχόνερο που ήταν και καταλληλότερο για τη μπουγάδα τους.

27

Αυτή ήταν δυστυχώς η κατάσταση στο χωριό σχετικά με την ύδρευση μέχρι τη λήξη του δευτέρου παγκόσμιου πολέμου. Για άρδευση ποτέ δεν έγινε λόγος εκεί επάνω στο χωριό γιατί αυτό εθεωρείτο πολυτέλεια και προνόμιο μόνο των κατοίκων του Αργολικού Κάμπου.

Μετά τον πόλεμο και από το 1945 έγιναν συνεχείς προσπάθειες στο χωριό για να βρεθεί νερό αρκετό για τις κύριες ανάγκες των κατοίκων. Το Κοινοτικό Συμβούλιο του χωριού αποφάσισε να ανοίξει ακόμα δυο Κοινοτικά πηγάδια, κοντά στο Κοινοτικό πηγάδι του Ποταμιάνο που είχε άφθονο νερό, αφού πρώτα καθάρισε αυτό που με τα χρόνια αδέσποτο όπως ήταν είχε μπαζωθεί για αρκετά μέτρα. Έτσι στα υπάρχοντα έξι Κοινοτικά πηγάδια προστέθηκαν ακόμα δύο, χωρίς όμως και αυτά να λύσουν το πρόβλημα ύδρευσης του χωριού.

Έγινε σκέψη τότε από το Κοινοτικό Συμβούλιο να εκμεταλλευθεί το νερό του Πηλιαρού και σε αυτό συμφώνησαν και οι ειδικές υπηρεσίας της Νομαρχίας Αργολίδας.

Η πρώτη ενέργεια ήταν να ανοίξουν ένα καινούργιο πηγάδι στο Πηλιαρό, κοντά σε εκείνο που υπήρχε και στο πυθμένα αυτού άνοιξαν οριζόντιες γαλαρίες προς διάφορες κατευθύνσεις, έπειτα συνέδεσαν το παλαιό πηγάδι με το καινούργιο για να συγκεντρώσουν έτσι όσο μπορούσαν περισσότερο νερό. Στη συνέχεια από τον πυθμένα του νέου πηγαδιού άνοιξαν μια οριζόντια Γαλαρία προς τα κάτω που λόγω της μεγάλης κλίσης του εδάφους η γαλαρία αυτή σε απόσταση 40-50 μέτρων βγήκε στην επιφάνεια του εδάφους, οπότε το νερό του πηγαδιού άρχισε να τρέχει στην επιφάνεια του εδάφους.

Από το σημείο εκροής κατασκευάστηκε μέχρι το χωριό υπόγειο υδραγωγείο και στο μέρος που τερμάτιζε ο αγωγός αυτός κοντά στο σημείο που είχαν ανοιχτεί τα δύο καινούργια πηγάδια στο χωριό, τοποθετήθηκε βρύση και έτσι το νερό του συστήματος των δύο πηγαδιών του Πηλιαρού με τις γαλαρίες έφθασε στο χωριό και από μια μοναδική βρύση έτρεχε συνεχώς σε σημαντική ποσότητα που κάλυπτε την ημέρα τις ανάγκες του χωριού σε πόσιμο νερό, την δε νύχτα οι τσοπάνηδες γέμιζαν από εκεί τα βυτία για να ποτίζουν τα γιδοπρόβατά τους που αυτή την εποχή είχαν μειωθεί σημαντικά.

Το Κοινοτικό συμβούλιο κατασκεύασε τότε, ακριβώς επάνω από το χωριό στη θέση Σπηλιά και υδρο δεξαμενή και συνέχεια δίκτυο διανομής του νερού, τοποθέτησε δε ακόμα και βρύσες στις γειτονιές, χωρίς βέβαια να κατασκευάσει αγωγό που να συνδέει τον αγωγό του Πηλιαρού με την δεξαμενή. Έτσι το υδραγωγείο αυτό μέσα στο χωριό δεν λειτούργησε ποτέ και με το χρόνο αχρηστεύθηκε τελείως, και έτσι το πρόβλημα ύδρευσης του χωριού έμεινε άλυτο. Μια μόνο βρύση δεν μπορούσε να καλύψει όλες τις ανάγκες του χωριού, εκτός του ότι ο αγωγός που έφερνε το νερό από τον Πηλιαρό ήταν τόσο πρόχειρα κατασκευασμένος που συχνά χαλούσε και μέχρι να επισκευασθεί το χωριό έμενε χωρίς νερό για πολλές ημέρες.

Οι Χελιώτες για να αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά την έλλειψη αυτή του νερού, άρχισαν να κατασκευάζουν στα σπίτια τους δεξαμενές που

28

το χειμώνα τις γέμιζαν με βρόχινο νερό και όταν το νερό αυτό τελείωνε κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, τότε φέρνανε νερό με βυτιοφόρο αυτοκίνητα από τα πηγάδια του Αργολικού κάμπου και ξαναγέμιζαν τις δεξαμενές τους. Πάντοτε όμως οι αρχές του χωριού αναζητούσαν άλλες πηγές για την προμήθεια του νερού. Φέρανε στο χωριό Κρατικό Γεωτρύπανο και έκανε δυο-τρεις Γεωτρήσεις σε βάθος 250 και πλέον μέτρων, χωρίς κανένα θετικό αποτέλεσμα για εύρεση νερού, μέχρι που οι υπηρεσίες βεβαιώθηκαν ότι στο υπέδαφος του Αραχναίου αντί για νερό; υπάρχουν σπήλαια που καθιστούν αδύνατη τη συγκέντρωση νερού και έτσι οι προσπάθειες των Γεωτρήσεων σταμάτησαν οριστικά επάνω στο οροπέδιο του Αραχναίου.

Μετά το 1980 γεννήθηκε η σκέψη να ψάξουν για νερό κάτω στον Αμαριανο. Έγιναν εκεί δύο-τρεις Γεωτρήσεις και βρέθηκε νερό. Το δίκτυο όμως μεταφοράς του νερού από τον Αμαριανο στο Χέλι ήταν πολυδάπανο. αλλά το έργο αυτό χρηματοδοτήθηκε από τα κρατικά κονδύλια και κατασκευάστηκε στη δεκαετία του 1980, μέχρι δε και το 1989 είχε κατασκευαστεί και το δίκτυο διανομής του νερού μέσα στο χωριό και δεν έμενε παρά να αρχίσει η άντληση του νερού και η προώθηση αυτού προς το χωριό,.

Κατασκευάστηκαν δύο αντλιοστάσια στη διαδρομή λόγω του μεγάλου υψομέτρου που έπρεπε να ανέβει το νερό για να φθάσει στο χωριό. Έτσι το νερό έφθασε στην τοποθεσία Άρεζε- Γκίλεζα, όπου κατασκευάστηκε μικρή δεξαμενή και από εκεί πλέον με φυσική ροή έφθασε μέχρι τη δεξαμενή που βρίσκεται στο επάνω μέρος του χωριού για να γίνει από εκεί η διανομή στο χωριό. Η δεξαμενή αυτή είχε κατασκευαστεί τη δεκαετία του 1940 όπως έχει αναφερθεί προηγούμενα.

Αλλά και πάλι το πρόβλημα του νερού παραμένει για το χωριό, γιατί η Γεώτρηση του Αμαριανού αφού χρησιμοποιήθηκε για μερικούς μήνες έπαψε να δίνει νερό και το χωριό έμεινε πάλι χωρίς νερό για αρκετό διάστημα μέχρις ότου γίνει καινούργια Γεώτρηση και να συνδεθεί αυτή με το υπάρχον υδραγωγείο. Στο διάστημα αυτό οι οικιακές δεξαμενές και πάλι ήλθαν να θεραπεύσουν για αρκετό καιρό το πρόβλημα, μέχρις ότου η υδροδότηση αποκατασταθεί από τη νέα Γεώτρηση του Αμαριανού. Αλλά το πρόβλημα όμως δεν έχει λυθεί οριστικά για το χωριό.

Οι πολυήμερες διακοπές συνεχίζονται πότε από έλλειψη νερού στη Γεώτρηση, πότε από βλάβη του αντλητικού συγκροτήματος και του δικτύου μεταφοράς και πότε από διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος. Ας ελπίσουμε ότι κάποτε θα λυθεί οριστικά το πρόβλημα της ύδρευσης του χωριού.