Σ΄αυτό το ιστολόγιο θα διαβάσετε εκτός των άλλων και την ιστορία του χωριού Αραχναίο που βρίσκεται στο Νομό Αργολίδας.



Κυριακή 20 Μαρτίου 2011

90. Οι Χελιώτες σε ανοικτή ρήξη με τους Αντάρτες.


Οι Αντάρτες που στο διάστημα των επιχειρήσεων των Γερμανών είχαν καταφύγει άλλοι προς τη δυτική ορεινή Αργολίδα και άλλοι προς την Κορινθία και που δεν τόλμησαν ποτέ να αντιμετωπίσουν τους Γερμανούς, μόλις οι Γερμανοί αποχώρησαν από την περιοχή αυτή, άρχισαν δειλά-δειλά να κάνουν την εμφάνιση τους και πάλι στην ορεινή περιοχή γύρω από το Χέλι και κυρίως προς την περιοχή της Επιδαύρου, χωρίς να τολμήσουν να μπουν μέσα στο χωριό, μια και είχαν πληροφορηθεί την τύχη του Σαΐνι και το γεγονός ότι οι Χελιώτες ήσαν οργισμένοι εναντίον τους, θεωρώντας τους σαν υπαίτιους των εκτελέσεων από τους Γερμανούς, ακόμα δε είχαν πληροφορηθεί πως οι Χελιώτες είχαν οπλιστεί από τα Τάγματα Ασφαλείας, οι αντάρτες συχνά μετακινούνταν από Επίδαυρο προς Γκούρα και αντίστροφα και χρησιμοποιούσαν τη διαδρομή Νέα Επίδαυρος - Φράκια - Τραπεζώνα - Κορινθία παρακάμπτοντας έτσι το Χέλι, επειδή πάντα φοβόντουσαν την αντεκδίκηση των Χελιωτών. Την Επίδαυρο θεωρούσαν πάντότε σαν ασφαλέστερο τόπο παραμονής και από εκεί με ασφάλεια μετακινούνταν προς την Ερμιονίδα και προς την Κορινθία.
Οι κάτοικοι του Χελιού ύστερα από τα γεγονότα με τον Σαίνη και έπειτα από την απόφαση που είχαν πάρει οι ιθύνοντες τότε του χωριού να αμυνθούν σε περίπτωση που οι αντάρτες επιχειρούσαν να μπούνε μέσα στο χωριό, περνούσαν στιγμές αγωνίας και φόβου μαζί για το τι μπορούσε να επακολουθήσει όταν οι αντάρτες θα έκαναν επίθεση εναντίον του χωριού.
Μετά την εκτέλεση του Σαίνη με τον φρικιαστικό τρόπο του λιθοβολισμού, τα πνεύματα στο χωριό βρίσκονταν σε αναβρασμό και οι κάτοικοι βρέθηκαν διχασμένοι, στους λίγους και αδιάλλακτους αντιεαμικούς, με ηγέτες τον Πρόεδρο, τον Παπά και άλλους, οι οποίοι είχαν κηρύξει ανοικτό πόλεμο εναντίον του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και στους πολλούς τους συντηρητικούς του χωριού που σαν στόχο είχαν την συμφιλίωση και την ειρήνευση μεταξύ όλων των κατοίκων του χωριού, γιατί σε διαφορετική περίπτωση πίστευαν, πως καινούργια τραγωδία έπρεπε να περιμένουν όλοι τους με άλλα θύματα, έτσι όπως το χωριό βρισκόταν σε απομόνωση, μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα Αργούς και Ναυπλίου, αλλά και με εχθρικά τα πλησιέστερα προς αυτό χωριά Λίμνες και Γκέρμπεση.
Δυστυχώς η άποψη των λίγων, των δυνατών, γιατί αυτοί κρατούσαν στα χέρια τους τα όπλα, επικράτησε και αμέσως οι αυτοανακηρυχθέντες ηγέτες της ομάδας αυτής, αποφάσισαν ανοικτή σύγκρουση με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, αδιαφορώντας για τις συνέπειες αυτής της αναμέτρησης.
Αμέσως λοιπόν σχημάτισαν ομάδες των ενόπλων και τοποθέτησαν φρουρές γύρω από το χωριό, τις οποίες ενίσχυαν τη νύχτα, αποφασισμένοι να μην επιτρέψουν πια σε αντάρτη του ΕΛΑΣ να μπει μέσα στο χωριό και να τους αντιμετωπίσουν δυναμικά με τα όπλα, στην περίπτωση που θα επιχειρούσαν κάτι τέτοιο, χωρίς φυσικά να σκεφθούν ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα της σύγκρουσης και τι συνέπειες θα είχε η απόφαση τους έπειτα από μια τέτοια σύγκρουση με δυνάμεις πιθανόν μεγαλύτερες από αυτές που διέθεταν εκείνοι.
Κάποια μέρα φθάνει στο χωριό ο Σπύρος Κουταβάκης και πληροφορεί τους κατοίκους ότι από τα Φράκια πέρασε μια μικρή ομάδα από αντάρτες, οι οποίοι αφού σταμάτησαν για λίγο να ξεκουραστούν και να εφοδιαστούν με νερό από τα πηγάδια που υπήρχαν εκεί, αναχώρησαν έπειτα με κατεύθυνση προς την Τραπεζώνα και από εκεί θα συνέχιζαν το δρόμο τους

283
προς την Γκούρα της Κορινθίας. Αμέσως τότε οι κυβερνώντες το χωριό, Πρόεδρος, Παπάς και άλλοι γύρω από αυτούς, πήραν αμέσως την απόφαση να κινηθεί ένα ένοπλο τμήμα προς την Τραπεζώνα και εκεί να στήσουν ενέδρα στους αντάρτες και την κατάλληλη στιγμή να τους επιτεθούν και να τους εξοντώσουν όλους.
Οι πιο συντηρητικοί του χωριού προσπάθησαν να τους αποτρέψουν από του να πραγματοποιήσουν μια τέτοια απόφαση και να αφήσουν τους αντάρτες να περάσουν ανενόχλητοι από την Τραπεζώνα και να πάνε προς τις Λίμνες ή όπου αλλού ήθελαν, μια και δεν ενοχλούσαν κανέναν από το Χέλι, για να μην έχουν τραγικά επακόλουθα από την ενέργεια τους αυτή.
Μα οι αυτοανακηρυχθέντες ηγέτες του χωριού ήσαν αμετάπειστοι στην απόφαση τους αυτή και έτσι μαζί με μια ομάδα ενόπλων Χελιωτών ξεκίνησαν από το χωριό με προορισμό την Τραπεζώνα.
Όταν έφθασαν έξω από το χωριό και πριν πάρουν τον ανήφορο για την Τραπεζώνα συνάντησαν στο δρόμο τους τον γέρο Γαλάνη (Αναστάσιο Μανώλη) που ερχόταν από τα Φράκια και είχε ιδεί και αυτός τους αντάρτες, τους ρώτησε για που πάνε και όταν του είπαν ότι πάνε για να κτυπήσουν τους αντάρτες, τότε τους σταμάτησε και τους είπε: "Βρε παιδιά που πηγαίνετε; αφήστε τους ήσυχους να πάνε στην ευχή του θεού, γιατί αλλιώς θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα " Και τότε ο Παπαγιώργης βγάζει το πιστόλι του το προτείνει στο Γαλάνη και του λέει: "Βρε Γαλάνη τι είναι αυτά που μας λες τώρα; θα σε καθαρίσω και εσένα", ενώ ο Γαλάνης συνέχιζε να τους λέει: "Οι αντάρτες πέρασαν και πήγαν στο διάβολο, άστε τους και μην τους ενοχλείτε".
Αυτοί όμως είχαν πάρει την απόφαση τους, κανένας δεν μπορούσε να τους σταματήσει και προχώρησαν προς την Τραπεζώνα. Στο μεταξύ οι αντάρτες είχαν ανέβει στις κμπλούλες και επειδή η ζέστη ήταν αφόρητη σταμάτησαν εκεί και ξάπλωσαν κάτω από ένα μεγάλο πουρνάρι για να ξεκουραστούν. Στην κατάλληλη στιγμή οι Χελιώτες τους επιτέθηκαν και οι αντάρτες ξαφνιασμένοι από αυτό το αναπάντεχο το έβαλαν στα πόδια.
Στη σύγκρουση που ακολούθησε σκοτώθηκε ένας αντάρτης, τον οποίον όμως στη φυγή τους οι αντάρτες τον πήρανε μαζί τους, αλλά δύο από αυτούς δεν μπόρεσαν να γλιτώσουν και πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους Χελιώτες.
Ο ένας λεγόταν Παναγής και ήταν από την Κοκκινιά του Πειραιά και ο άλλος Κώστας Μυλωνάς και ήταν από το Γκέρμπεση (Μηδέα) ήταν ένα παιδί δέκα οχτώ χρονών τότε. Όταν τέλειωσαν οι επιχειρήσεις και αφού οι υπόλοιποι αντάρτες ξέφυγαν, οι Χελιώτες επέστρεψαν στο χωριό φέρνοντας μαζί τους και τους δύο αιχμαλώτους, τους οποίους παρουσίασαν στο χωριό και εκεί ο Παπαγιώργης με το περίστροφο στο χέρι παρότρυνε τους Χελιώτες να τους σκοτώσουν και τους δύο. Κανένας όμως από τους κατοίκους του χωριού δεν προχώρησε στην ενέργεια αυτή, γιατί οι περισσότεροι ήθελαν να αποφύγουν τις ακρότητες, επειδή φοβόντουσαν τις ενδεχόμενες θλιβερές συνέπειες για όλο το χωριό και δυστυχώς είχαν απόλυτο δίκαιο, όπως εξελίχθηκαν αργότερα τα γεγονότα.

284
Στο σημείο αυτό μάλιστα μεσολάβησε από το χωριό ο Σττύρος Ταμττάκης, ειδικά για τον Μυλωνά να μην τον σκοτώσουν, γιατί όπως έλεγε ήταν πολύ φίλος με τον πατέρα του, ο οποίος ήταν ένας καλός και φιλήσυχος άνθρωπος. Και πάλι στο σημείο αυτό ο Παπαγιώργης απείλησε τον Σπύρο Ταμπάκη που ενδιαφερόταν για έναν αντάρτη να μην τον σκοτώσουν.
Στη συνέχεια πήραν τον Παναγή και τον οδήγησαν στο ίδιο μέρος που είχαν θάψει τον Σαίνη και εκεί τον εκτέλεσαν χωρίς να γίνει γνωστό ποιος ήταν ο εκτελεστής του και ποιος του έδωσε την χαριστική βολή και στη συνέχεια τον σκέπασαν και αυτόν εκεί με πέτρες και χώματα, πριν καλά-καλά ξεψυχήσει. Τον Μυλωνά τελικά δεν τον σκότωσαν, αλλά τον μεταφέρανε δεμένο στο Κοινοτικό Γραφείο, τον έβαλαν εκεί να καθίσει σε μια καρέκλα και υποχρέωσαν όλο το χωριό να περάσει από μπροστά του και άλλοι μεν τον χαστούκιζαν, άλλοι δε απλώς τον έφτυναν.
Τέλος αφού έτσι στο χωριό προπηλακίστηκε ο Μυλωνάς, οδηγήθηκε έπειτα στο Ναύπλιο και παραδόθηκε στους τσολιάδες, οι οποίοι τον έκλεισαν μέσα στη φυλακή, αλλά μετά από λίγες ημέρες κατόρθωσε να δραπετεύσει και να ξαναβγεί πάλι στο βουνό, όπου βρήκε τους παλιούς συντρόφους του και τους διηγήθηκε όλα όσα είχαν συμβεί κατά την αιχμαλωσία του και με λεπτομέρειες περιέγραψε τη συμπεριφορά των Χελιωτών σε αυτόν και την εκτέλεση του συντρόφου του Παναγή.
Μέχρι αυτή τη στιγμή κατ' αυτόν τον τρόπο είχαν εξελιχθεί τα γεγονότα και οι σχέσεις ενόπλων κατοίκων του χωριού και ανταρτών του ΕΛΑΣ είχαν φθάσει σε οξύτητα, σε σημείο που η ένοπλη αναμέτρηση ήταν πια αναπόφευκτη και δεν άργησε να έλθει εκείνη η στιγμή που είχαν προβλέψει οι περισσότεροι φιλήσυχοι Χελιώτες με συνέπειες κάτι παραπάνω από τραγικές. Οι αντάρτες από τότε έβαλαν σκοπό τους να πιάσουν ζωντανό τον Παπαγιώργη και αποπειράθηκαν δύο φορές για να πραγματοποιήσουν το σχέδιο τους αυτό.
Την πρώτη φορά δεν κατάφεραν να μπουν καθόλου μέσα στο χωριό, την δεύτερη όμως φορά, μπήκαν και έφθασαν μέχρι τον σπίτι του Παπαγιώργη, μα δεν βρήκαν ψυχή μέσα, γιατί ο Παπαγιώργης είχε πάντα το φόβο των ανταρτών και είχε λάβει τα μέτρα του και μαζί με όλη την οικογένεια του άλλαζε σπίτι κάθε βράδυ. Οι αντάρτες λοιπόν αφού δεν τον βρήκαν μέσα στο σπίτι του αρκέστηκαν μόνο να βάλουν φωτιά και να το κάψουν.
Στο μεταξύ στο Αρχηγείο των ανταρτών στη Γκούρα είχαν γίνει γνωστά όλα τα γεγονότα που είχαν λάβει χώρα στο Χέλι, η εκτέλεση του Σαίνη και ο τρόπος που πραγματοποιήθηκε αυτή, η σύγκρουση των Χελιωτών με τους αντάρτες στην Τραπεζώνα, η σύλληψη των δύο αιχμαλώτων, η εκτέλεση του Παναγή, η διαπόμπευση του Μυλωνά στο Χέλι και έπειτα από όλα αυτά, το θέμα Χέλι παραπέμφθηκε στο Λαϊκό Δικαστήριο στη Γκούρα και μετά από σύντομη διαδικασία, πάρθηκε η τρομερή απόφαση, το Χέλι να καταστραφεί ολοκληρωτικά, να καούν όλα τα σπίτια και να σφαχτούν όλοι οι κάτοικοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά και να μη μείνει τίποτα που να θυμίζει ότι εκεί επάνω υπήρχε κάποιο χωριό Χέλι.

285
Αλλά όπως αφηγούνται αντάρτες της εποχής εκείνης, στο σημείο ακριβώς της ανάγνωσης της πάρα πάνω απόφασης του Λαϊκού Δικαστηρίου, επενέβη ο Χελιώτης Κωνσταντίνος Μάρας και απέτρεψε την απόφαση αυτή που τελικά περιορίστηκε στο να καούν τα σπίτια όλων των υπευθύνων και να περιορισθεί η ποινή του θανάτου μόνο για τους υπεύθυνους των γεγονότων που είχαν λάβει χώρα στο χωριό.