Σ΄αυτό το ιστολόγιο θα διαβάσετε εκτός των άλλων και την ιστορία του χωριού Αραχναίο που βρίσκεται στο Νομό Αργολίδας.



Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΑΡΤΩΝ ΣΤΟ ΧΕΛΙ

91. Η Επίθεση των ανταρτών του Ε.ΛΑ.Σ. κατά του Χελιού


Οι Χελιώτες περνούν δραματικές ημέρες και ζούνε με το φόβο κάποιας επίθεσης των ανταρτών και έχουν αρχίσει να οργανώνουν την άμυνα τους.
Κάθε βράδυ τοποθετούν σκοπούς σε επίκαιρες θέσεις γύρω από το χωριό, για να αντιμετωπίσουν κάθε επίθεση των ανταρτών που περίμεναν να εκδηλωθεί ημέρα με την ημέρα.
Από το άλλο μέρος οι αντάρτες του ΕΛΑΣ έχουν αποφασίσει τη σκληρή τιμωρία των Χελιωτών και προετοιμάζουν τη γενική τους επίθεση, κατά του χωριού για να εκδικηθούν τους δύο θανάτους, του υπευθύνου του χωριού Σαίνη και του ένοπλου αντάρτη του ΕΛΑΣ, που οι Χελιώτες είχαν πιάσει αιχμάλωτο, στη σύγκρουση τους με τους αντάρτες στην Τραπεζώνα.
Οι ένοπλοι του χωριού υπολογίζονταν σε 40-50 άντρες με όπλα παλαιά και άγνωστο αν τα πυρομαχικά που διέθεταν ήσαν αρκετά για μια καλή άμυνα του χωριού, σε κάποια επίθεση των ανταρτών που ήταν δυνατόν να γίνει και οι οποίοι οπωσδήποτε θα ήσαν περισσότεροι και καλύτερα εξοπλισμένοι. Και όπως περίμεναν δεν άργησε να έρθει η αποφράδα εκείνη ημέρα για το Χέλι.
Ξημέρωνε 29 Ιουλίου 1944 ημέρα Κυριακή, δύο ημέρες μετά την τοπική γιορτή του Αγίου Παντελεήμονα και αρκετός κόσμος, λόγω της Κυριακής προετοιμαζόταν για την εκκλησία, ενώ οι φύλακες βρισκόντουσαν όλη τη νύχτα στις σκοπιές τους. Δεν είχαν περάσει καλά-καλά δυο μήνες από τότε που οι Γερμανοί πέρασαν από το Χέλι και είχαν αφήσει πίσω τους είκοσι εννιά νεκρούς και καινούργια δεινά προοιωνίζονταν για το χωριό με απρόβλεπτες συνέπειες.
Τετρακόσιοι περίπου αντάρτες, οι περισσότεροι νεοφώτιστοι κομμουνιστές από τα χωριά Γκέρμπεση (Μηδέα) και Λίμνες, καθοδηγούμενοι από παλαιούς κομμουνιστές και έμπειρους αντάρτες, καλά οπλισμένοι όλοι τους, τα χαράματα της Κυριακής 29-7-1944, επιτέθηκαν κατά του Χελιού, δίνοντας το σύνθημα με φωτοβολίδες που διέσχιζαν τον ουρανό, ουρλιάζοντας και πυροβολώντας μέσα στο μισοσκόταδο και σε λίγα μόνο λεπτά κατόρθωσαν να εξουδετερώσουν την άμυνα του χωριού από τα γύρω φυλάκια και μπήκαν μέσα στο χωριό από διάφορα σημεία σχεδόν από όλες τις προσβάσεις. 
Στα πρώτα σπίτια των σημείων εισβολής έβαλαν αμέσως φωτιά και αυτά λαμπάδιασαν αμέσως έτσι που οι φλόγες τους φώτιζαν καλά όλο το χωριό. Οι φωτιές, οι καπνοί από τα καιγόμενα σπίτια, οι πυροβολισμοί των επιτιθεμένων και οι αλαλαγμοί τους, δημιούργησαν τον πανικό μεταξύ των κατοίκων του χωριού οι οποίοι έντρομοι και αλλόφρονες έτρεχαν από εδώ και από εκεί, για να προφυλαχθούν από τις σφαίρες και τη φονική μανία των επιδρομέων. 
287
 Οι λίγοι ένοπλοί του χωριού, πανικόβλητοι και αυτοί μαζί με ένα κομμάτι άμαχου πλήθους, κατοίκων του χωριού, συγκεντρώθηκαν στο ανατολικό μέρος του χωριού, προσπαθώντας να φύγουν προς τα Φρακια. αλλά ένα πολυβόλο των ανταρτών στημένο στο Αλώνι του Μπιμπή, καθήλωνε όλους όσους προσπαθούσαν να διαφύγουν από το βορειοανατολικό, ανατολικό και νοτιοανατολικό μέρος του χωριού.
Κάποιος όμως ένοπλος Χελιώτης πιθανότατα ο Περικλής Οικονόμου (Μούρτος) επεσήμανε τον πολυβολητή και κατόρθωσε με αλλεπάλληλους πυροβολισμούς να εξουδετερώσει το πολυβόλο, σκοτώνοντας η τραυματίζοντας σοβαρά τον πολυβολητή και έτσι όλοι ο\ ένοπλοι και αρκετοί άλλοι κάτοικοι του χωριού, μπόρεσαν να βγουν από το χωριό και να τραπούν σε φυγή προς τα Φράκια, αφού αρκετοί από αυτούς πέταξαν και τα όπλα τους για να γλιτώσουν μόνο το κεφάλι τους, αδιαφορώντας για τους άλλους κατοίκους που τους άφηναν πίσω τους στο έλεος των ανταρτών.
Η φωτιά και οι σφαίρες δημιουργούν και τα πρώτα θύματα του χωριού, τώρα όχι από τους κατακτητές, αλλά από αυτούς που θέλουν να λέγονται Έλληνες και οι οποίοι αντί να εκπληρώσουν το χρέος των, να ελευθερώσουν την πατρίδα μας από τον βάρβαρο κατακτητή, έρχονται να ολοκληρώσουν το καταστροφικό τους έργο που άρχισαν οι Γερμανικές ορδές πριν δυο μήνες στο άμοιρο αυτό χωριό. Το πρώτο σπίτι που κάηκε, ήταν μοναχικό λίγο έξω από το χωριό προς το νότιο μέρος στο δρόμο που οδηγούσε από το χωριό προς το Ναύπλιο και το Αργός.
Το σπίτι αυτό ανήκε στον Δημήτριο Αναστασίου Ζαφείρη, ο οποίος στην προσπάθεια του να γλιτώσει το σπίτι από τη φωτιά που έβαλαν οι αντάρτες, μαζί με την γυναίκα του Αλεξάνδρα, εκτελέστηκαν επί τόπου από τους αντάρτες. Είναι τα δυο πρώτα θύματα των εισβολέων ανταρτών που δυστυχώς δεν ήσαν και τα μόνα. Η άτυχη ομογένεια Ζαφείρη, θύμα της στυγνής τυραννίας των κομμουνιστών, άφησε πίσω της εκτός από τα αποκαΐδια του σπιτιού τους με όλα τα υπάρχοντα μέσα και δύο μωρά παιδιά.
Η ίδια ομάδα Ανταρτών προχώρησε προς τα επάνω και φθάνοντας στα πρώτα σπίτια του χωριού, αναζήτησε το σπίτι του Ιωάννη Δεδεμπίλη που ήταν το πρώτο στην αρχή του χωριού από εκείνη την πλευρά. Μόλις οι αντάρτες έφθασαν έξω από το σπίτι, ρώτησαν κάποια γειτόνισσα ττου συνάντησαν εκεί, αν το σπίτι εκείνο ήταν του Ιωάννη Δεδεμπίλη και αυτή για να μην το καταδώσει απάντησε αρνητικά όχι, οπότε οι αντάρτες έβαλαν αμέσως φωτιά στο σπίτι που ήταν μπροστά τους, αφού είχαν βεβαιωθεί από την γυναίκα που ρώτησαν, ότι το σπίτι αυτό δεν ήταν του Ιωάννη Δεδεμπίλη.
Αργότερα δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι οι αντάρτες, που ήσαν κυρίως Λιμνιάτες, είχαν εντολή να προστατέψουν το σπίτι του Ιωάννη Δεδεμπίλη, ίσως γιατί η στάνη του Δεδεμπίλη συνορεύει με την περιοχή των Λιμνών και πιθανόν ο Δεδεμπίλης να είχε γνωριμίες και διασυνδέσεις με αυτούς και γι' αυτό το λόγο οι αντάρτες ρώτησαν, αν το σπίτι αυτό που ήταν μπροστά τους ήταν του Δεδεμπίλη, με πρόθεση να το προστατεύσουν και αφού βεβαιώθηκαν ότι δεν ήταν, έβαλαν φωτιά αμέσως και το έκαψαν.

288
Τι τραγική όμως ειρωνεία για την οικογένεια Δεδεμπίλη, άλλη ήταν η μοίρα γι  αυτούς, γιατί με την εισβολή των ανταρτών όλη ή άμαχη οικογένεια του Δεδεμπίλη που βρισκόταν μέσα στο σπίτι εκείνη τη στιγμή  κατέβηκε και κρύφτηκε στο υπόγειο του σπιτιού, ελπίζοντας έτσι ότι θα μπορούσε να προστατευθεί από τη μανία των Ανταρτών. Μα εκεί μέσα όμως κρυμμένοι βρήκαν όλοι τους φρικτό θάνατο από τη φωτιά, κάηκαν όλοι ζωντανοί και καταπλακώθηκαν ύστερα από τα αποκαΐδια του σπιτιού. Οκτώ συνολικά άνθρωποι άνδρες, γυναίκες και μικρά παιδιά, θάφτηκαν κυριολεκτικά μέσα στο σπίτι τους και σε αυτά τα θύματα πρέπει να προστεθεί και ένα έμβρυο αρκετών μηνών, γιατί μία από τις γυναίκες που κάηκαν εκεί μέσα ήταν έγκυος. Τα οκτώ θύματα της οικογένειας Δεδεμπίλη είναι τα παρακάτω:
1.   Δεδεμπίλης Αναστάσιος Ιωάννου
2.          Δεδεμπίλη Χριστίνα Ιωάννου, μητέρα του Αναστασίου
3.          Δεδεμπίλη Μαριγώ Αναστασίου, σύζυγος του Αναστασίου
4.          Δεδεμπίλης Ιωάννης Αναστασίου, βρέφος του Αναστασίου
5.   Δεδεμπίλη Παγώνα Δημητρίου, νύφη του Ιωάννη. Δεδεμπίλη
6.    Δεδεμπίλη Μαρίνα Ιωάννου, κόρη Ι. Δεδεμπίλη 14 ετών
 7     Δεδεμπίλη Σοφία Ιωάννου, κόρη Ι. Δεδεμπίλη 9 ετών
 8.    Δεδεμπίλη Ελένη Ιωάννου
Οι αντάρτες ανενόχλητοι πια μπήκαν μέσα στο χωριό από όλα τα σημεία και επιδόθηκαν στο καταστροφικό τους έργο, καίγοντας σπίτια και σκοτώνοντας ανθρώπους που συναντούσαν μπροστά τους. Περισσότερα από πενήντα σπίτια έγιναν παρανάλωμα του πυρός.
Μέσα στο χωριό τραυματίσθηκε θανάσιμα από σφαίρα και πέθανε μετά από λίγο σπίτι του τελείως αβοήθητος ο Ζαφείρης Ιωάννης του Κωνσταντίνου, ο οποίος λίγες ημέρες πριν είχε φθάσει στο χωριό, αφού τελείωσε το Γυμνάσιο Ναυπλίου και προετοιμαζόταν να φύγει για την Αθήνα για ανώτερες σπουδές.
Στη θέση Άγιος Παντελεήμονας πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε ο Ηλίας Γεώργιος του Ιωάννου στην προσπάθεια του να φύγει από το χωριό για να γλιτώσει το μαχαίρι των Ανταρτών. Μέσα στο χωριό από τους πυροβολισμούς των ανταρτών σκοτώθηκαν οι Μάρκος Δημήτριος Αθανασίου, Μάρκου Σοφία Αθανασίου και Μπέλεσης Ιωάννης Αναστασίου.
Επίσης μέσα στα σπίτια τους και στην προσπάθεια τους να σβήσουν τις φωτιές που είχαν ανάψει οι αντάρτες και να γλιτώσουν τα σπίτια τους, πυροβολήθηκαν και σκοτώθηκαν οι παρακάτω:
1.                    Οικονόμου Δημήτριος Σωτηρίου
2.         Οικονόμου Σοφία Μιχαήλ
3.         Σοφού ζωή Ιωάννου
4.         Χρήστου Γεωργία Ιωάννου
Στη συνέχεια όλοι οι κάτοικοι του χωριού, όσοι βέβαια είχαν μείνει και φυσικά είχαν παραμείνει στο χωριό όλοι οι φιλήσυχοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά, μαζεύτηκαν βίαια μέσα στο προαύλιο του Σχολείου, στο ίδιο ακριβώς μέρος που και πριν δύο μήνες τους είχαν μαζέψει οι Γερμανοί
 289
 κατακτητές και εκεί μπροστά στους έντρομους κατοίκους του χωριού, ξεχώρισαν τον Τζαρίμα Σωτήριο του Αναστασίου τον οποίον κατάσφαξαν βυθίζοντας το μαχαίρι στο λαιμό, όπως ακριβώς έσφαζαν στο χωριό τα αρνιά και τα κατσίκια γιατί ο άμοιρος είχε διαπράξει ένα τερατούργημα, όταν οι αντάρτες μπήκαν στο χωριό, από το δυτικό μέρος, συνάντησαν πρώτα το σπίτι του και έβαλαν αμέσως φωτιά και αυτός προσπάθησε να την σβήσει και στην προσπάθεια του αυτή τραυμάτισε ελαφρά έναν αντάρτη που βρισκόταν μπροστά του με κάποιο αιχμηρό όργανο (Δικράνι) που κρατούσε στα χέρια του.
Η σκηνή της σφαγής του Σωτηρίου Τζαρίμα έχει μείνει ανεξίτηλη σε όσους βρίσκονταν εκείνη την ώρα μπροστά και γλίτωσαν έπειτα το μαχαίρι των ανταρτών.
Ένα μικρό παιδί οκτάχρονο τότε που βρισκόταν εκεί, αφηγείται σήμερα άνδρας πια 60 χρόνων. "Τον είχαν πιάσει δυο αντάρτες και τον κτυπούσαν ο ένας από το ένα μέρος και ο άλλος από το άλλο. Και οι δυο τους κρατούσαν στο ένα τους χέρι από ένα μεγάλο μαχαίρι, μυτερό και κοφτερό και την ώρα που τον κτυπούσαν, όπως έγειρε το πρόσωπο του ο Τζαρίμας για να προφυλαχθεί από τον έναν που τον κτυπούσε, τότε ο άλλος με πραγματική μανία του βύθισε το μαχαίρι στο λαιμό, έτσι που μου φάνηκε ότι ολόκληρο το χέρι του αντάρτη χώθηκε μέσα στο λαιμό του θύματος. Ένας ρόγχος ακούστηκε και ο άνθρωπος σωριάστηκε στο έδαφος σφαδάζοντας μέχρι που ξεψύχησε ".
Μετά τη σφαγή του Σωτηρίου Τζαρίμα κάποιος επικεφαλής των ανταρτών ανέβηκε στη μικρή βεράντα του Σχολείου και είπε προς τους συγκεντρωμένους εκεί Χελιώτες, πως αν μας φέρετε εδώ τους πρωταίτιους του χωρίου θα σας αφήσουμε όλους ελεύθερους, αλλιώς θα την πληρώσετε όλοι εσείς και αμέσως διάβασε τη λίστα των καταζητούμενων.
1         .                                   Παπαγιώργης
2.                                   Πασπαλιάρης Χρήστος , Πρόεδρος
3.                 Λυκίδης Παναγιώτης
4.                                          Ζαφείρης Ιωάννης Παν.
5        .                                        Καπετανάκης Κων/νος Ιωάννη,
δ.   Ζαφείρη Ελένη σύζυγος Ι. Ζαφείρη
7.   Καπετανάκη Βασιλική συζ.  Κ. Καπετ. 
8.   Τόσκα Ελένη κόρη του Ι. Τόσκα 
Όλοι όμως αυτοί οι καταζητούμενοι άνδρες ήσαν οπλισμένοι και είχαν ήδη φύγει από το χωριό και ήταν αδύνατο να βρεθεί έστω και ένας από αυτούς  οπότε  οι  αντάρτες έβαλαν  μπροστά το  σχέδιο  τους  για  να εξοντώσουν τους Χελιώτες.

Κυριακή 20 Μαρτίου 2011

90. Οι Χελιώτες σε ανοικτή ρήξη με τους Αντάρτες.


Οι Αντάρτες που στο διάστημα των επιχειρήσεων των Γερμανών είχαν καταφύγει άλλοι προς τη δυτική ορεινή Αργολίδα και άλλοι προς την Κορινθία και που δεν τόλμησαν ποτέ να αντιμετωπίσουν τους Γερμανούς, μόλις οι Γερμανοί αποχώρησαν από την περιοχή αυτή, άρχισαν δειλά-δειλά να κάνουν την εμφάνιση τους και πάλι στην ορεινή περιοχή γύρω από το Χέλι και κυρίως προς την περιοχή της Επιδαύρου, χωρίς να τολμήσουν να μπουν μέσα στο χωριό, μια και είχαν πληροφορηθεί την τύχη του Σαΐνι και το γεγονός ότι οι Χελιώτες ήσαν οργισμένοι εναντίον τους, θεωρώντας τους σαν υπαίτιους των εκτελέσεων από τους Γερμανούς, ακόμα δε είχαν πληροφορηθεί πως οι Χελιώτες είχαν οπλιστεί από τα Τάγματα Ασφαλείας, οι αντάρτες συχνά μετακινούνταν από Επίδαυρο προς Γκούρα και αντίστροφα και χρησιμοποιούσαν τη διαδρομή Νέα Επίδαυρος - Φράκια - Τραπεζώνα - Κορινθία παρακάμπτοντας έτσι το Χέλι, επειδή πάντα φοβόντουσαν την αντεκδίκηση των Χελιωτών. Την Επίδαυρο θεωρούσαν πάντότε σαν ασφαλέστερο τόπο παραμονής και από εκεί με ασφάλεια μετακινούνταν προς την Ερμιονίδα και προς την Κορινθία.
Οι κάτοικοι του Χελιού ύστερα από τα γεγονότα με τον Σαίνη και έπειτα από την απόφαση που είχαν πάρει οι ιθύνοντες τότε του χωριού να αμυνθούν σε περίπτωση που οι αντάρτες επιχειρούσαν να μπούνε μέσα στο χωριό, περνούσαν στιγμές αγωνίας και φόβου μαζί για το τι μπορούσε να επακολουθήσει όταν οι αντάρτες θα έκαναν επίθεση εναντίον του χωριού.
Μετά την εκτέλεση του Σαίνη με τον φρικιαστικό τρόπο του λιθοβολισμού, τα πνεύματα στο χωριό βρίσκονταν σε αναβρασμό και οι κάτοικοι βρέθηκαν διχασμένοι, στους λίγους και αδιάλλακτους αντιεαμικούς, με ηγέτες τον Πρόεδρο, τον Παπά και άλλους, οι οποίοι είχαν κηρύξει ανοικτό πόλεμο εναντίον του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και στους πολλούς τους συντηρητικούς του χωριού που σαν στόχο είχαν την συμφιλίωση και την ειρήνευση μεταξύ όλων των κατοίκων του χωριού, γιατί σε διαφορετική περίπτωση πίστευαν, πως καινούργια τραγωδία έπρεπε να περιμένουν όλοι τους με άλλα θύματα, έτσι όπως το χωριό βρισκόταν σε απομόνωση, μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα Αργούς και Ναυπλίου, αλλά και με εχθρικά τα πλησιέστερα προς αυτό χωριά Λίμνες και Γκέρμπεση.
Δυστυχώς η άποψη των λίγων, των δυνατών, γιατί αυτοί κρατούσαν στα χέρια τους τα όπλα, επικράτησε και αμέσως οι αυτοανακηρυχθέντες ηγέτες της ομάδας αυτής, αποφάσισαν ανοικτή σύγκρουση με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, αδιαφορώντας για τις συνέπειες αυτής της αναμέτρησης.
Αμέσως λοιπόν σχημάτισαν ομάδες των ενόπλων και τοποθέτησαν φρουρές γύρω από το χωριό, τις οποίες ενίσχυαν τη νύχτα, αποφασισμένοι να μην επιτρέψουν πια σε αντάρτη του ΕΛΑΣ να μπει μέσα στο χωριό και να τους αντιμετωπίσουν δυναμικά με τα όπλα, στην περίπτωση που θα επιχειρούσαν κάτι τέτοιο, χωρίς φυσικά να σκεφθούν ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα της σύγκρουσης και τι συνέπειες θα είχε η απόφαση τους έπειτα από μια τέτοια σύγκρουση με δυνάμεις πιθανόν μεγαλύτερες από αυτές που διέθεταν εκείνοι.
Κάποια μέρα φθάνει στο χωριό ο Σπύρος Κουταβάκης και πληροφορεί τους κατοίκους ότι από τα Φράκια πέρασε μια μικρή ομάδα από αντάρτες, οι οποίοι αφού σταμάτησαν για λίγο να ξεκουραστούν και να εφοδιαστούν με νερό από τα πηγάδια που υπήρχαν εκεί, αναχώρησαν έπειτα με κατεύθυνση προς την Τραπεζώνα και από εκεί θα συνέχιζαν το δρόμο τους

283
προς την Γκούρα της Κορινθίας. Αμέσως τότε οι κυβερνώντες το χωριό, Πρόεδρος, Παπάς και άλλοι γύρω από αυτούς, πήραν αμέσως την απόφαση να κινηθεί ένα ένοπλο τμήμα προς την Τραπεζώνα και εκεί να στήσουν ενέδρα στους αντάρτες και την κατάλληλη στιγμή να τους επιτεθούν και να τους εξοντώσουν όλους.
Οι πιο συντηρητικοί του χωριού προσπάθησαν να τους αποτρέψουν από του να πραγματοποιήσουν μια τέτοια απόφαση και να αφήσουν τους αντάρτες να περάσουν ανενόχλητοι από την Τραπεζώνα και να πάνε προς τις Λίμνες ή όπου αλλού ήθελαν, μια και δεν ενοχλούσαν κανέναν από το Χέλι, για να μην έχουν τραγικά επακόλουθα από την ενέργεια τους αυτή.
Μα οι αυτοανακηρυχθέντες ηγέτες του χωριού ήσαν αμετάπειστοι στην απόφαση τους αυτή και έτσι μαζί με μια ομάδα ενόπλων Χελιωτών ξεκίνησαν από το χωριό με προορισμό την Τραπεζώνα.
Όταν έφθασαν έξω από το χωριό και πριν πάρουν τον ανήφορο για την Τραπεζώνα συνάντησαν στο δρόμο τους τον γέρο Γαλάνη (Αναστάσιο Μανώλη) που ερχόταν από τα Φράκια και είχε ιδεί και αυτός τους αντάρτες, τους ρώτησε για που πάνε και όταν του είπαν ότι πάνε για να κτυπήσουν τους αντάρτες, τότε τους σταμάτησε και τους είπε: "Βρε παιδιά που πηγαίνετε; αφήστε τους ήσυχους να πάνε στην ευχή του θεού, γιατί αλλιώς θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα " Και τότε ο Παπαγιώργης βγάζει το πιστόλι του το προτείνει στο Γαλάνη και του λέει: "Βρε Γαλάνη τι είναι αυτά που μας λες τώρα; θα σε καθαρίσω και εσένα", ενώ ο Γαλάνης συνέχιζε να τους λέει: "Οι αντάρτες πέρασαν και πήγαν στο διάβολο, άστε τους και μην τους ενοχλείτε".
Αυτοί όμως είχαν πάρει την απόφαση τους, κανένας δεν μπορούσε να τους σταματήσει και προχώρησαν προς την Τραπεζώνα. Στο μεταξύ οι αντάρτες είχαν ανέβει στις κμπλούλες και επειδή η ζέστη ήταν αφόρητη σταμάτησαν εκεί και ξάπλωσαν κάτω από ένα μεγάλο πουρνάρι για να ξεκουραστούν. Στην κατάλληλη στιγμή οι Χελιώτες τους επιτέθηκαν και οι αντάρτες ξαφνιασμένοι από αυτό το αναπάντεχο το έβαλαν στα πόδια.
Στη σύγκρουση που ακολούθησε σκοτώθηκε ένας αντάρτης, τον οποίον όμως στη φυγή τους οι αντάρτες τον πήρανε μαζί τους, αλλά δύο από αυτούς δεν μπόρεσαν να γλιτώσουν και πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους Χελιώτες.
Ο ένας λεγόταν Παναγής και ήταν από την Κοκκινιά του Πειραιά και ο άλλος Κώστας Μυλωνάς και ήταν από το Γκέρμπεση (Μηδέα) ήταν ένα παιδί δέκα οχτώ χρονών τότε. Όταν τέλειωσαν οι επιχειρήσεις και αφού οι υπόλοιποι αντάρτες ξέφυγαν, οι Χελιώτες επέστρεψαν στο χωριό φέρνοντας μαζί τους και τους δύο αιχμαλώτους, τους οποίους παρουσίασαν στο χωριό και εκεί ο Παπαγιώργης με το περίστροφο στο χέρι παρότρυνε τους Χελιώτες να τους σκοτώσουν και τους δύο. Κανένας όμως από τους κατοίκους του χωριού δεν προχώρησε στην ενέργεια αυτή, γιατί οι περισσότεροι ήθελαν να αποφύγουν τις ακρότητες, επειδή φοβόντουσαν τις ενδεχόμενες θλιβερές συνέπειες για όλο το χωριό και δυστυχώς είχαν απόλυτο δίκαιο, όπως εξελίχθηκαν αργότερα τα γεγονότα.

284
Στο σημείο αυτό μάλιστα μεσολάβησε από το χωριό ο Σττύρος Ταμττάκης, ειδικά για τον Μυλωνά να μην τον σκοτώσουν, γιατί όπως έλεγε ήταν πολύ φίλος με τον πατέρα του, ο οποίος ήταν ένας καλός και φιλήσυχος άνθρωπος. Και πάλι στο σημείο αυτό ο Παπαγιώργης απείλησε τον Σπύρο Ταμπάκη που ενδιαφερόταν για έναν αντάρτη να μην τον σκοτώσουν.
Στη συνέχεια πήραν τον Παναγή και τον οδήγησαν στο ίδιο μέρος που είχαν θάψει τον Σαίνη και εκεί τον εκτέλεσαν χωρίς να γίνει γνωστό ποιος ήταν ο εκτελεστής του και ποιος του έδωσε την χαριστική βολή και στη συνέχεια τον σκέπασαν και αυτόν εκεί με πέτρες και χώματα, πριν καλά-καλά ξεψυχήσει. Τον Μυλωνά τελικά δεν τον σκότωσαν, αλλά τον μεταφέρανε δεμένο στο Κοινοτικό Γραφείο, τον έβαλαν εκεί να καθίσει σε μια καρέκλα και υποχρέωσαν όλο το χωριό να περάσει από μπροστά του και άλλοι μεν τον χαστούκιζαν, άλλοι δε απλώς τον έφτυναν.
Τέλος αφού έτσι στο χωριό προπηλακίστηκε ο Μυλωνάς, οδηγήθηκε έπειτα στο Ναύπλιο και παραδόθηκε στους τσολιάδες, οι οποίοι τον έκλεισαν μέσα στη φυλακή, αλλά μετά από λίγες ημέρες κατόρθωσε να δραπετεύσει και να ξαναβγεί πάλι στο βουνό, όπου βρήκε τους παλιούς συντρόφους του και τους διηγήθηκε όλα όσα είχαν συμβεί κατά την αιχμαλωσία του και με λεπτομέρειες περιέγραψε τη συμπεριφορά των Χελιωτών σε αυτόν και την εκτέλεση του συντρόφου του Παναγή.
Μέχρι αυτή τη στιγμή κατ' αυτόν τον τρόπο είχαν εξελιχθεί τα γεγονότα και οι σχέσεις ενόπλων κατοίκων του χωριού και ανταρτών του ΕΛΑΣ είχαν φθάσει σε οξύτητα, σε σημείο που η ένοπλη αναμέτρηση ήταν πια αναπόφευκτη και δεν άργησε να έλθει εκείνη η στιγμή που είχαν προβλέψει οι περισσότεροι φιλήσυχοι Χελιώτες με συνέπειες κάτι παραπάνω από τραγικές. Οι αντάρτες από τότε έβαλαν σκοπό τους να πιάσουν ζωντανό τον Παπαγιώργη και αποπειράθηκαν δύο φορές για να πραγματοποιήσουν το σχέδιο τους αυτό.
Την πρώτη φορά δεν κατάφεραν να μπουν καθόλου μέσα στο χωριό, την δεύτερη όμως φορά, μπήκαν και έφθασαν μέχρι τον σπίτι του Παπαγιώργη, μα δεν βρήκαν ψυχή μέσα, γιατί ο Παπαγιώργης είχε πάντα το φόβο των ανταρτών και είχε λάβει τα μέτρα του και μαζί με όλη την οικογένεια του άλλαζε σπίτι κάθε βράδυ. Οι αντάρτες λοιπόν αφού δεν τον βρήκαν μέσα στο σπίτι του αρκέστηκαν μόνο να βάλουν φωτιά και να το κάψουν.
Στο μεταξύ στο Αρχηγείο των ανταρτών στη Γκούρα είχαν γίνει γνωστά όλα τα γεγονότα που είχαν λάβει χώρα στο Χέλι, η εκτέλεση του Σαίνη και ο τρόπος που πραγματοποιήθηκε αυτή, η σύγκρουση των Χελιωτών με τους αντάρτες στην Τραπεζώνα, η σύλληψη των δύο αιχμαλώτων, η εκτέλεση του Παναγή, η διαπόμπευση του Μυλωνά στο Χέλι και έπειτα από όλα αυτά, το θέμα Χέλι παραπέμφθηκε στο Λαϊκό Δικαστήριο στη Γκούρα και μετά από σύντομη διαδικασία, πάρθηκε η τρομερή απόφαση, το Χέλι να καταστραφεί ολοκληρωτικά, να καούν όλα τα σπίτια και να σφαχτούν όλοι οι κάτοικοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά και να μη μείνει τίποτα που να θυμίζει ότι εκεί επάνω υπήρχε κάποιο χωριό Χέλι.

285
Αλλά όπως αφηγούνται αντάρτες της εποχής εκείνης, στο σημείο ακριβώς της ανάγνωσης της πάρα πάνω απόφασης του Λαϊκού Δικαστηρίου, επενέβη ο Χελιώτης Κωνσταντίνος Μάρας και απέτρεψε την απόφαση αυτή που τελικά περιορίστηκε στο να καούν τα σπίτια όλων των υπευθύνων και να περιορισθεί η ποινή του θανάτου μόνο για τους υπεύθυνους των γεγονότων που είχαν λάβει χώρα στο χωριό.