Το καλοκαίρι του 1943 στα βουνά της Ελλάδας βρίσκονται πολλά ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ. Οι Γερμανοί έχουν δραστηριοποιηθεί και προσπαθούσαν με εφόδους των χερσαίων στρατευμάτων, αλλά και με την αεροπορία τους, να επιτηρήσουν ολόκληρη την Ελληνική ύπαιθρο. Κάθε ημέρα σχεδόν πάνω από την ορεινή περιοχή του Αραχναίου πετούσαν τα Γερμανικά αεροπλάνα και με χαμηλές πτήσεις χτένιζαν ολόκληρη την περιοχή για να ανακαλύψουν αντάρτες, παρά το γεγονός ότι στην περιοχή του Αραχναίου δεν έχουν κάνει την εμφάνιση τους ακόμα οι αντάρτες του ΕΛΑΣ.
Ήταν μήνας Ιούλιος του 1943 και κάποια μέρα πρωί-πρωί έκαναν την εμφάνιση τους τρία Γερμανικά αεροπλάνα " ΣΤΟΥΚΑΣ " που για αρκετή ώρα έψαχναν ολόκληρη την περιοχή. Πετούσαν πολύ χαμηλά και έμπαιναν ακόμα και μέσα στις χαράδρες. Κάποια στιγμή ία αεροπλάνα αυτά έφθασαν και στην περιοχή άριζε-Γκίλεζα όπου βρισκόμουν μαζί με τον αδερφό μου Χρήστο εκεί κοντά στα πρόβατα. Πετούσαν πολύ χαμηλά και έκαναν βόλτες γύρω στην περιοχή αυτή, οπότε κάποια στιγμή πέρασαν επάνω από τα κεφάλια μας και εμείς
244
τρομαγμένοι, πέσαμε κάτω, ανάμεσα σε βράχους για να προφυλαχθούμε γιατί ήταν πιθανόν να μας περνούσαν για αντάρτες και να μας κτυπούσαν με τα πολυβόλα τους. Κάτι τέτοιο δεν έγινε και δεν γνωρίζουμε αν οι πιλότοι μας είδαν ή όχι.
Αφού έκαναν μερικές στροφές πάνω από την περιοχή αυτή, πήραν ύστερα κατεύθυνση προς το Μοναστήρι (Μονή Ταλαντίου) που βρισκόταν πολύ χαμηλότερα από το σημείο που βρισκόμασταν εμείς και το πρώτο αεροπλάνο μπήκε μέσα στην χαράδρα της Χούνης για να βγει στον Αμαριανό και από εκεί να πετάξει προς το Κουτσοπόδι όπου ήταν το πρόχειρο αεροδρόμιο των Γερμανών. Την ίδια πορεία ακολούθησε και το δεύτερο αεροπλάνο με τον ίδιο προορισμό.
Το τρίτο αεροπλάνο ακολούθησε την ίδια σχεδόν πορεία, αλλά ακριβώς κάτω από το Μοναστήρι όπου αρχίζει η χαράδρα της χούνης, φαίνεται πως ο πιλότος δεν υπολόγισε καλά τους μαιάνδρους του ρέματος και χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει το αριστερό φτερό του αεροπλάνου κτύπησε σε ένα μικρό αντέρεισμα της πλαγιάς με αποτέλεσμα ο πιλότος να χάσει τον έλεγχο του σκάφους και το αεροπλάνο έπειτα από μια σφοδρή έκρηξη να βρεθεί στο έδαφος μετά από λίγα μέτρα.
Στο σημείο της πτώσης υπήρχε ένα μεγάλο δένδρο, αγριοφυστίκια (Κοκορέτσια) όπου στον κορμό του διπλώθηκαν τα φτερά του αεροπλάνου και όλη η άτρακτος σταμάτησε εκεί, με αποτέλεσμα ο κινητήρας του αεροπλάνου, το οποίον στο μεταξύ καιγότανε, εξεσφενδονίστηκε και σταμάτησε στην απέναντι όχθη σε απόσταση πενήντα περίπου μέτρων, το δε σώμα του πιλότου έφυγε από την καμπίνα του αεροπλάνου μισοκαμένο και έπεσε άψυχο μπρούμυτα σε ένα χωράφι σε απόσταση δέκα περίπου μέτρων.
Με τον αδερφό μου Χρήστο παρακολουθούσαμε όλη την πορεία των αεροπλάνων και είδαμε καθαρά την πτώση του τρίτου αεροπλάνου, ακούγοντας συγχρόνως και την έκρηξη αυτού, αμέσως δε είδαμε και τον μαύρο καπνό από το σημείο εκείνο. Ένα από τα προπορευόμενα αεροπλάνα πήρε ύψος μέσα από την Χαράδρα που πετούσε, έκανε στροφή και γύρισε πίσω, όπου διαπίστωσε φαίνεται τη πτώση του αεροπλάνου, προσδιόρισε και το σημείο της πτώσης και στη συνέχεια πήρε στροφή και χάθηκε προς τον Αργολικό Κάμπο.
Αμέσως με τον αδερφό μου Χρήστο, τρέξαμε προς το μέρος που είχε πέσει το αεροπλάνο, μήπως ο πιλότος ήταν ζωντανός για να του προσφέρουμε βοήθεια. Μέσα σε είκοσι περιττού λεπτά είχαμε φθάσει στο σημείο του ατυχήματος και ενώ ετοιμαζόμασταν να πλησιάσουμε στο σημείο που βρισκόταν το αεροπλάνο, την ίδια στιγμή ακούσαμε διαδοχικές εκρήξεις από την γύρω περιοχή, γεγονός που μας φόβισε και αμέσως απομακρυνθήκαμε από εκεί για να μη συμβεί κανένα ατύχημα.
Φαίνεται πως με την έκρηξη του αεροπλάνου είχαν σκορπιστεί στη γύρω περιοχή πολλά πυρομαχικά μέσα στους θάμνους και επειδή συγχρόνως είχε εκραγεί και πυρκαγιά, για το λόγο αυτό άρχισαν οι εκρήξεις των πυρομαχικών από την θερμότητα που αναπτύχθηκε στους θάμνους που καίγονταν. Εμείς ανηφορήσαμε προς την πλαγιά του
245
Μαρσιάρη και περιμέναμε να σβήσει η φωτιά, για να για να πλησιάσουμε και πάλι.
Ενώ εκεί περιμέναμε εμείς, ξαφνικά βλέπουμε από το μέρος της Σκάλας να κάνει την εμφάνιση του ένα τανκ με Γερμανούς, το οποίον κατέβαινε σιγά-σιγά επειδή το έδαφος ήταν ανώμαλο και έφθασε μέχρι το σημείο του ατυχήματος. Μόλις οι Γερμανοί έφθασαν εκεί, αμέσως περιεργάστηκαν το πτώμα του πιλότου και στη συνέχεια το σκέπασαν με ένα, χοντρό αδιάβροχο στο οποίον γύρω-γύρω τοποθέτησαν μεγάλες πέτρες για να το προστατεύσουν έτσι από τα όρνια και τα αγρίμια της περιοχής.
Δεν ξέρω τι άλλο έκαναν εκεί, πάντως πολύ γρήγορα ανέβηκαν στο άρμα τους και έφυγαν ακολουθώντας την αντίστροφη ακριβώς πορεία, κατευθυνόμενοι στη βάση τους προφανώς στο Άργος. Μετά την αναχώρηση των Γερμανών με τον αδερφό μου τρέξαμε και πάλι και φθάσαμε στο σημείο που είχε πέσει το αεροπλάνο, αφού και η φωτιά είχε σβήσει τελείως και οι εκρήξεις είχαν επίσης σταματήσει. Πριν όμως από εμάς είχαν πάει στον τόπο του δυστυχήματος τσοπάνηδες από την περιοχή του Μοναστηριού, που βρισκόντουσαν πιο κοντά και είχαν πάρει το αλεξίπτωτο που βρισκόταν άθικτο εκεί κοντά και το ρόλοι του πιλότου, που και αυτό βρισκόταν εκεί κοντά επίσης άθικτο.
Εμείς με την ησυχία μας τότε περιεργαστήκαμε τα συντρίμμια του αεροπλάνου, είδαμε το πτώμα του πιλότου σκεπασμένο όπως ήταν με το αντίσκηνο, για να το προφυλάξουν, γιατί εκεί έμεινε για μερικές ημέρες, μέχρις ότου ξανάρθουν οι Γερμανοί να το πάρουν. Αφού για αρκετή ώρα το περιεργαστήκαμε και περιπλανηθήκαμε στην γύρω περιοχή και από περιέργεια βέβαια, αλλά περισσότερο προσπαθώντας να βρούμε κάτι πολύτιμο και να το πάρουμε μαζί μας, κυρίως κάτι από τον οπλισμό του αεροπλάνου, αλλά δυστυχώς όλα είχαν γίνει συντρίμμια.
Ένα πολυβόλο βρισκόταν εκεί κοντά, αλλά από την πτώση και τη φωτιά είχε στραβώσει και αχρηστευθεί τελείως. Έτσι αναγκαστήκαμε να φύγουμε από εκεί και να πάμε βέβαια στη δουλειά μας. Μετά από μερικές ημέρες ήρθαν και πάλι οι Γερμανοί, με τον ίδιο τρόπο και αφού πήραν 3-4 Χελιώτες που βρήκαν εκεί στην περιοχή, πήγαν στον τόπο του δυστυχήματος, πήραν το πτώμα που ήδη βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο σήψης και αφού το περιτύλιξαν με ένα αδιάβροχο, το έδεσαν καλά και το μεταφέρανε στο όχημα τους, το φόρτωσαν επάνω σε αυτό και το πήγαν στο Αργός, όπου φυσικά θα έγινε η ταφή του, άγνωστο βέβαια σε εμάς σε ποιο μέρος.
Μετά και την παραλαβή του πτώματος στον τόπο του δυστυχήματος πήγαιναν κάθε ημέρα επισκέπτες από το Χέλι, οι οποίοι στη συνέχεια προέβαιναν σε λεηλασίες, έτσι ώστε σε μικρό χρονικό διάστημα να μη μείνει εκεί τίποτα από το αεροπλάνο, παρά μόνο ο κορμός του κινητήρα που ήταν ογκώδης, αλλά και αυτός λεηλατημένος από τα εξαρτήματα του.
Κάθε σπίτι στο Χέλι είχε πάρει από το αεροπλάνο κάτι για ενθύμιο, ένα κομμάτι από τα φτερά, ένα κομμάτι από την άτρακτο, υπολείμματα από τον ηλεκτρικό εξοπλισμό και τα μέσα επικοινωνίας, πηνία διάφορα, μετασχηματιστές, βίδες διαφόρων μεγεθών κ.λ.π. Όλα αυτά βρίσκονταν
246
στα σπίτια των Χελιωτών και αργότερα τα μάζεψαν οι Γερμανοί, στη διάρκεια των επιχειρήσεων που έκαναν στο χωριό.
Σ΄αυτό το ιστολόγιο θα διαβάσετε εκτός των άλλων και την ιστορία του χωριού Αραχναίο που βρίσκεται στο Νομό Αργολίδας.
Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010
Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010
67. Μεταφορά του Πολυβόλου στο Χέλι
Έχουν περάσει δυο περίπου χρόνια από τότε που ο Γιώργος και ο Παναγιώτης είχαν μεταφέρει και είχαν κρύψει το βαρύ πολυβόλο στην όχθη του ξεροπόταμου που περνάει μέσα από το Κατσίγκρι και βρισκόταν ακόμα εκεί χωρίς να έχει χρησιμοποιηθεί. Ήταν άνοιξη του 1943 και τα σχολεία είχαν διακοπές λόγω των εορτών του Πάσχα. Για το λόγο αυτό βρισκόμουν στο χωριό και μάλιστα στα πρόβατα στην άριζε-Γκίλεζα οπότε μαζί με τον αδερφό μου Χρήστο, πήραμε την απόφαση να πάμε στο "Κατσίγκρι με σκοπό να πάρουμε το πολυβόλο και τα πυρομαχικά που βρίσκονταν εκεί κρυμμένα από το 1941 και να τα μεταφέρουμε στο χωριό, για μεγαλύτερη ασφάλεια, αλλά και για να τα χρησιμοποιήσουμε όταν θα έφθανε η κατάλληλη ώρα.
Ήταν ημέρα τετάρτη του Πάσχα όταν πήραμε αυτή την απόφαση με τον αδερφό μου και μόλις βράδιασε, πήραμε το δρόμο προς το Κατσίγκρι και αφού περπατήσαμε για τρεις περίπου ώρες, ακολουθώντας το μονοπάτι πάνω στη ράχη που σχημάτιζαν οι λόφοι οι οποίοι χωρίζουν την περιοχή του Αμαριανού σε δύο κοιλάδες, τη μία με άνοιγμα προς τον Αργολικό κάμπο και την άλλη με άνοιγμα προς το Κατσίγκρι, φθάσαμε έξω από το Κατσίγκρι.
Δεν μπήκαμε μέσα στο χωριό από το φόβο μήπως εκεί βρίσκονταν Γερμανοί ή και συνεργάτες τους ακόμα, γιατί δυστυχώς η περιοχή μας είχε πολλούς, και τότε αλίμονο μας αν πέφταμε στα χέρια τους, η κρεμάλα θα μας υποδεχόταν και τους δυο. Από εκεί αφήσαμε το δρόμο που ακολουθούσαν τα μουλάρια μέσα από το Κατσίγκρι και μπήκαμε μέσα στη ρεματιά, προχωρώντας δε μέσα στην κοίτη του ξεροπόταμου φθάσαμε στο σημείο που ήταν κρυμμένο το πολυβόλο. Δεν μας ήταν καθόλου δύσκολο να επισημάνουνε ακριβώς το μέρος, παρά το γεγονός ότι είχαν περάσει από τότε δύο χρόνια.
Πλησίαζαν μεσάνυχτα και το φεγγάρι μόλις είχε ξεπροβάλλει από την ανατολή και μας έστελνε ένα αμυδρό φως που μας βοηθούσε στην επικίνδυνη αυτή αποστολή μας. Με μεγάλη προσοχή βγάλαμε από την κρύπτη πρώτα το κιβώτιο με τα πυρομαχικά και έπειτα το πολυβόλο, τα ξεδιπλώσαμε όλα, πετάξαμε τα υλικά συσκευασίας και χωρίς καθυστέρηση καμιά, ο αδερφός μου πήρε στην πλάτη του το πολυβόλο, ενώ εγώ πήρα το κιβώτιο με τις σφαίρες και τις δύο εφεδρικές δεσμίδες και έτσι οι δυο μας πήραμε το δρόμο της επιστροφής, ενώ δίπλα μας απλωνόταν μια νεκρική σιγή και τίποτα δεν τάραζε το σκοτάδι, παρά μόνο τα βήματα μας που προσπαθούσαμε μάλιστα όσο μπορούσαμε να μην κάνουμε καθόλου θόρυβο.
Ο δρόμος της επιστροφής δεν ήταν και τόσο εύκολος, γιατί και ανήφορος ήταν και φορτωμένοι αρκετά ήμασταν, αφού το πολυβόλο θα ζύγιζε πάνω από είκοσι κιλά και το κιβώτιο με τις σφαίρες πάνω από δέκα κιλά, μα ο ενθουσιασμός για το πολύτιμο φορτίο και η λαχτάρα μας να φθάσουμε όσο μπορούσαμε πιο γρήγορα στο χωριό, μας έβαζαν φτερά στα πόδια μας και περπατούσαμε όσο μπορούσαμε πιο γρήγορα
243
ακολουθώντας ακριβώς την ίδια διαδρομή που ακολουθήσαμε ερχόμενοι από το χωριό. Μα όμως τταρά το γεγονός ότι μέσα μας κυριαρχούσαν ο ενθουσιασμός και η λαχτάρα, ο δρόμος της επιστροφής ήταν αρκετά δύσκολος και έτσι ήμασταν υποχρεωμένοι να κάνουμε στάσεις για να κατεβάζουμε κάτω το φορτίο μας και να ξεκουραζόμαστε κάπου- κάπου.
Την απόσταση Κατσίγκρι - Χέλι που όταν πηγαίναμε την είχαμε κάνει περίπου τρεις ώρες, την ίδια απόσταση στην επιστροφή φορτωμένοι όπως ήμασταν την κάναμε πέντε περίπου ώρες και φθάσαμε στο τέρμα στην αριζε-Γκίλεζα σχεδόν τα ξημερώματα. Όταν ξημέρωσε καλά, μαζί με τον τρίτο αδελφό μου Γιώργο κάναμε επιθεώρηση του όπλου με την ησυχία μας πια Δοκιμάσαμε αν όλα λειτουργούσανε καλά, το οπλίσαμε χωρίς βέβαια να τοποθετήσουμε σφαίρες και δοκιμάσαμε αν η σκανδάλη λειτουργούσε κανονικά, το καθαρίσαμε, το λαδώσαμε όπου έπρεπε και έτσι πια έτοιμο το διπλώσαμε πάλι με μεγαλύτερη τώρα επιμέλεια, αφού είχαμε το χρόνο στη διάθεση μας και έπειτα το τοποθετήσαμε εκεί κοντά στα μαντριά μας σε ασφαλέστερο μέρος, για να το προφυλάξουμε από τη ζέστη, από τη βροχή, και φυσικά από τη θέα για να μην το βρουν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί, που συχνά επισκέπτονταν εκείνη την περιοχή για να πλιατσικολογούν τους τσοπάνηδες.
ΣΤΟ μέρος αυτό το πολυβόλο έμεινε κρυμμένο και ασφαλισμένο για αρκετούς μήνες, μέχρι που το έμαθαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ που στο μεταξύ είχαν έλθει στο χωριό και έπειτα από πολλές πιέσεις αλλά και απειλές, αναγκάστηκαν τα αδέλφια μου να τους το παραδώσουν και από τότε δεν έγινε γνωστή η τύχη αυτού του όπλου.
Ήταν ημέρα τετάρτη του Πάσχα όταν πήραμε αυτή την απόφαση με τον αδερφό μου και μόλις βράδιασε, πήραμε το δρόμο προς το Κατσίγκρι και αφού περπατήσαμε για τρεις περίπου ώρες, ακολουθώντας το μονοπάτι πάνω στη ράχη που σχημάτιζαν οι λόφοι οι οποίοι χωρίζουν την περιοχή του Αμαριανού σε δύο κοιλάδες, τη μία με άνοιγμα προς τον Αργολικό κάμπο και την άλλη με άνοιγμα προς το Κατσίγκρι, φθάσαμε έξω από το Κατσίγκρι.
Δεν μπήκαμε μέσα στο χωριό από το φόβο μήπως εκεί βρίσκονταν Γερμανοί ή και συνεργάτες τους ακόμα, γιατί δυστυχώς η περιοχή μας είχε πολλούς, και τότε αλίμονο μας αν πέφταμε στα χέρια τους, η κρεμάλα θα μας υποδεχόταν και τους δυο. Από εκεί αφήσαμε το δρόμο που ακολουθούσαν τα μουλάρια μέσα από το Κατσίγκρι και μπήκαμε μέσα στη ρεματιά, προχωρώντας δε μέσα στην κοίτη του ξεροπόταμου φθάσαμε στο σημείο που ήταν κρυμμένο το πολυβόλο. Δεν μας ήταν καθόλου δύσκολο να επισημάνουνε ακριβώς το μέρος, παρά το γεγονός ότι είχαν περάσει από τότε δύο χρόνια.
Πλησίαζαν μεσάνυχτα και το φεγγάρι μόλις είχε ξεπροβάλλει από την ανατολή και μας έστελνε ένα αμυδρό φως που μας βοηθούσε στην επικίνδυνη αυτή αποστολή μας. Με μεγάλη προσοχή βγάλαμε από την κρύπτη πρώτα το κιβώτιο με τα πυρομαχικά και έπειτα το πολυβόλο, τα ξεδιπλώσαμε όλα, πετάξαμε τα υλικά συσκευασίας και χωρίς καθυστέρηση καμιά, ο αδερφός μου πήρε στην πλάτη του το πολυβόλο, ενώ εγώ πήρα το κιβώτιο με τις σφαίρες και τις δύο εφεδρικές δεσμίδες και έτσι οι δυο μας πήραμε το δρόμο της επιστροφής, ενώ δίπλα μας απλωνόταν μια νεκρική σιγή και τίποτα δεν τάραζε το σκοτάδι, παρά μόνο τα βήματα μας που προσπαθούσαμε μάλιστα όσο μπορούσαμε να μην κάνουμε καθόλου θόρυβο.
Ο δρόμος της επιστροφής δεν ήταν και τόσο εύκολος, γιατί και ανήφορος ήταν και φορτωμένοι αρκετά ήμασταν, αφού το πολυβόλο θα ζύγιζε πάνω από είκοσι κιλά και το κιβώτιο με τις σφαίρες πάνω από δέκα κιλά, μα ο ενθουσιασμός για το πολύτιμο φορτίο και η λαχτάρα μας να φθάσουμε όσο μπορούσαμε πιο γρήγορα στο χωριό, μας έβαζαν φτερά στα πόδια μας και περπατούσαμε όσο μπορούσαμε πιο γρήγορα
243
ακολουθώντας ακριβώς την ίδια διαδρομή που ακολουθήσαμε ερχόμενοι από το χωριό. Μα όμως τταρά το γεγονός ότι μέσα μας κυριαρχούσαν ο ενθουσιασμός και η λαχτάρα, ο δρόμος της επιστροφής ήταν αρκετά δύσκολος και έτσι ήμασταν υποχρεωμένοι να κάνουμε στάσεις για να κατεβάζουμε κάτω το φορτίο μας και να ξεκουραζόμαστε κάπου- κάπου.
Την απόσταση Κατσίγκρι - Χέλι που όταν πηγαίναμε την είχαμε κάνει περίπου τρεις ώρες, την ίδια απόσταση στην επιστροφή φορτωμένοι όπως ήμασταν την κάναμε πέντε περίπου ώρες και φθάσαμε στο τέρμα στην αριζε-Γκίλεζα σχεδόν τα ξημερώματα. Όταν ξημέρωσε καλά, μαζί με τον τρίτο αδελφό μου Γιώργο κάναμε επιθεώρηση του όπλου με την ησυχία μας πια Δοκιμάσαμε αν όλα λειτουργούσανε καλά, το οπλίσαμε χωρίς βέβαια να τοποθετήσουμε σφαίρες και δοκιμάσαμε αν η σκανδάλη λειτουργούσε κανονικά, το καθαρίσαμε, το λαδώσαμε όπου έπρεπε και έτσι πια έτοιμο το διπλώσαμε πάλι με μεγαλύτερη τώρα επιμέλεια, αφού είχαμε το χρόνο στη διάθεση μας και έπειτα το τοποθετήσαμε εκεί κοντά στα μαντριά μας σε ασφαλέστερο μέρος, για να το προφυλάξουμε από τη ζέστη, από τη βροχή, και φυσικά από τη θέα για να μην το βρουν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί, που συχνά επισκέπτονταν εκείνη την περιοχή για να πλιατσικολογούν τους τσοπάνηδες.
ΣΤΟ μέρος αυτό το πολυβόλο έμεινε κρυμμένο και ασφαλισμένο για αρκετούς μήνες, μέχρι που το έμαθαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ που στο μεταξύ είχαν έλθει στο χωριό και έπειτα από πολλές πιέσεις αλλά και απειλές, αναγκάστηκαν τα αδέλφια μου να τους το παραδώσουν και από τότε δεν έγινε γνωστή η τύχη αυτού του όπλου.
66. Οι πρώτες εκδηλώσεις Εθνικής Αντίστασης των Ελλήνων
Από τις αρχές του 1943 άρχισε σιγά-σιγά να εκδηλώνεται σε όλη την χώρα μια οργανωμένη Εθνική Αντίσταση ενάντια στους κατακτητές Γερμανούς και Ιταλούς, δυστυχώς όμως από την αρχή την καπηλεύθηκε η αριστερή παράταξη, για τον απλούστατο λόγο, γιατί αυτή βρισκόταν στην παρανομία από το 1936 και από τα πρώτα χρόνια της κατοχής αναζήτησε
241
διέξοδο για δράση και την βρήκε εκμεταλλευόμενη τον πατριωτισμό και το αδούλωτο πνεύμα όλων των Ελλήνων.
ΣΤΟ Χέλι πρωτεργάτης για το απελευθερωτικό κίνημα ήταν ένας παλαιός κομμουνιστής που καταγόταν από το Χέλι, αλλά ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών. Από το1936 όμως που κηρύχθηκε η δικτατορία του Μεταξά, ζούσε εξόριστος στο χωριό του το Χέλι.
Αυτός ήταν ο Κωνσταντίνος Μάρας ή Κουλός, ο οποίος είχε σπουδάσει Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργαζόταν σε κάποιο συμβολαιογραφείο στην Αθήνα. Από το Ι936 ζούσε στο Χέλι εξόριστος από το καθεστώς του Μεταξά και ήταν φιλοξενούμενος στο σπίτι του πρώτου του εξαδέλφου Γεωργίου Μάρα, όλο δε το διάστημα που έμενε εκεί περνούσε μια ήσυχη ζωή στο χωριό, χωρίς προβλήματα και πάντοτε σε συζητήσεις που έκανε στο χωριό, απόφευγε να εκδηλώνει τις αριστερές του ιδέες.
Κηρύχτηκε ο πόλεμος το 1940 και αυτός συνέχιζε να παραμένει στο χωριό, χωρίς κανένα πρόβλημα, μέχρι και την κατάρρευση του Αλβανικού Μετώπου, οπότε εξαφανίστηκε από το χωριό, χωρίς να γνωρίζει κανένας πού βρισκόταν. Το πιθανότερο ήταν να είχε πάει στην Αθήνα και εκεί παρέα με τους παλαιούς του συντρόφους, να εργαζόταν για το κόμμα του. Όταν η Ελλάδα βρέθηκε κάτω από την Ιταλική και Γερμανική κατοχή πρώτοι οι κομουνιστές εκμεταλλευόμενοι την άσβεστη φλόγα των Ελλήνων για ελεύθερη ζωή, άπλωσαν τα πλοκάμια τους παντού ιδρύοντας το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο ( Ε.Α.Μ. ) και πολύ γρήγορα πήραν στα χέρια τους όλες τις ηγετικές θέσεις στο απελευθερωτικό αγώνα όλων των Ελλήνων ενάντια στον κατακτητή.
Ο Κωνσταντίνος Μάρας πολύ γρήγορα αναδείχθηκε σε ένα από τα ηγετικά πολιτικά στελέχη του ΕΑΜ σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, αφού έφθασε να είναι ο πρώτος γραμματέας και πολιτικός καθοδηγητής της Πελοποννήσου μέχρι και την απελευθέρωση, όπως διαπιστώθηκε αργότερα.
Το ΕΑΜ από την ίδρυση του κατόρθωσε να παγιδεύσει όλους τους φιλήσυχους Έλληνες, που εμπνεόμενοι από ασυγκράτητη φιλοπατρία, είχαν τον πόθο να ιδούν την πατρίδα τους ελεύθερη το συντομότερο. Στα βουνά της Ελλάδας έχουν οργανωθεί τα πρώτα ένοπλα τμήματα του Εθνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (Ε.Λ.Α.Σ.), τα οποία άρχισαν σιγά-σιγά να παρενοχλούν το στρατό κατοχής, με φρικτά βέβαια αποτελέσματα, γιατί για κάθε Γερμανό νεκρό, το τίμημα για τους υπόδουλους Έλληνες ήταν οδυνηρό.
Κατά δεκάδες συλλαμβάνονται οι Έλληνες, αδιακρίτως φύλου και ηλικίας και άλλοι μεν στέλνονταν στο εκτελεστικό απόσπασμα, άλλους τους κρεμούσαν σε δενδροστοιχίες σε πάρκα και σε δρόμους και εκεί τους άφηναν να αιωρούνται ημέρες πολλές για παραδειγματισμό και άλλοι τέλος στέλνονταν στα Γερμανικά στρατόπεδα στη Γερμανία, από τους οποίους ελάχιστοι επέζησαν για να ξαναγυρίσουν στην πατρίδα τους, μετά τον τερματισμό του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου.
241
διέξοδο για δράση και την βρήκε εκμεταλλευόμενη τον πατριωτισμό και το αδούλωτο πνεύμα όλων των Ελλήνων.
ΣΤΟ Χέλι πρωτεργάτης για το απελευθερωτικό κίνημα ήταν ένας παλαιός κομμουνιστής που καταγόταν από το Χέλι, αλλά ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών. Από το1936 όμως που κηρύχθηκε η δικτατορία του Μεταξά, ζούσε εξόριστος στο χωριό του το Χέλι.
Αυτός ήταν ο Κωνσταντίνος Μάρας ή Κουλός, ο οποίος είχε σπουδάσει Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργαζόταν σε κάποιο συμβολαιογραφείο στην Αθήνα. Από το Ι936 ζούσε στο Χέλι εξόριστος από το καθεστώς του Μεταξά και ήταν φιλοξενούμενος στο σπίτι του πρώτου του εξαδέλφου Γεωργίου Μάρα, όλο δε το διάστημα που έμενε εκεί περνούσε μια ήσυχη ζωή στο χωριό, χωρίς προβλήματα και πάντοτε σε συζητήσεις που έκανε στο χωριό, απόφευγε να εκδηλώνει τις αριστερές του ιδέες.
Κηρύχτηκε ο πόλεμος το 1940 και αυτός συνέχιζε να παραμένει στο χωριό, χωρίς κανένα πρόβλημα, μέχρι και την κατάρρευση του Αλβανικού Μετώπου, οπότε εξαφανίστηκε από το χωριό, χωρίς να γνωρίζει κανένας πού βρισκόταν. Το πιθανότερο ήταν να είχε πάει στην Αθήνα και εκεί παρέα με τους παλαιούς του συντρόφους, να εργαζόταν για το κόμμα του. Όταν η Ελλάδα βρέθηκε κάτω από την Ιταλική και Γερμανική κατοχή πρώτοι οι κομουνιστές εκμεταλλευόμενοι την άσβεστη φλόγα των Ελλήνων για ελεύθερη ζωή, άπλωσαν τα πλοκάμια τους παντού ιδρύοντας το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο ( Ε.Α.Μ. ) και πολύ γρήγορα πήραν στα χέρια τους όλες τις ηγετικές θέσεις στο απελευθερωτικό αγώνα όλων των Ελλήνων ενάντια στον κατακτητή.
Ο Κωνσταντίνος Μάρας πολύ γρήγορα αναδείχθηκε σε ένα από τα ηγετικά πολιτικά στελέχη του ΕΑΜ σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, αφού έφθασε να είναι ο πρώτος γραμματέας και πολιτικός καθοδηγητής της Πελοποννήσου μέχρι και την απελευθέρωση, όπως διαπιστώθηκε αργότερα.
Το ΕΑΜ από την ίδρυση του κατόρθωσε να παγιδεύσει όλους τους φιλήσυχους Έλληνες, που εμπνεόμενοι από ασυγκράτητη φιλοπατρία, είχαν τον πόθο να ιδούν την πατρίδα τους ελεύθερη το συντομότερο. Στα βουνά της Ελλάδας έχουν οργανωθεί τα πρώτα ένοπλα τμήματα του Εθνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (Ε.Λ.Α.Σ.), τα οποία άρχισαν σιγά-σιγά να παρενοχλούν το στρατό κατοχής, με φρικτά βέβαια αποτελέσματα, γιατί για κάθε Γερμανό νεκρό, το τίμημα για τους υπόδουλους Έλληνες ήταν οδυνηρό.
Κατά δεκάδες συλλαμβάνονται οι Έλληνες, αδιακρίτως φύλου και ηλικίας και άλλοι μεν στέλνονταν στο εκτελεστικό απόσπασμα, άλλους τους κρεμούσαν σε δενδροστοιχίες σε πάρκα και σε δρόμους και εκεί τους άφηναν να αιωρούνται ημέρες πολλές για παραδειγματισμό και άλλοι τέλος στέλνονταν στα Γερμανικά στρατόπεδα στη Γερμανία, από τους οποίους ελάχιστοι επέζησαν για να ξαναγυρίσουν στην πατρίδα τους, μετά τον τερματισμό του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου.
65. Οι Ιταλοί στο Χέλι
Τα πρώτα χρόνια της κατοχής οι Γερμανοί και οι Ιταλοί αφού εδραιώθηκαν μέσα στις πόλεις, άρχισαν σίγα - σιγά να στέλνουν φυλάκια και στα περισσότερα χωριά, ιδιαίτερα στα πιο απομακρυσμένα και κυρίως στα ορεινά. Τα φυλάκια αυτά στα χωριά ήσαν επανδρωμένα πάντοτε από Ιταλούς, γιατί οι Γερμανοί είχαν περιοριστεί στις πόλεις και μονάχα για επιχειρήσεις έβγαιναν έξω από τις πόλεις Στο, Χέλι από τις πρώτες ημέρες της Κατοχής εγκαταστάθηκε μόνιμη Ιταλική φρουρά από μερικές δεκάδες στρατιώτες, οι οποίοι χρησιμοποίησαν για στρατώνα το σπίτι του Κωνσταντίνου Ζαφείρη (η Καραμαδούκη) αφού πρώτα έγινε επίταξη σε αυτό. Από τις πρώτες ημέρες που ήρθαν οι Ιταλοί στο χωριό, στο πλευρό τους συντάχθηκε ο Ιωάννης Γεωργίου Δροϋγκας (Πουλέντζης) ή Καφάσης, μόνιμος κάτοικος του χωριού Χέλι, ο οποίος είχε μπει στην υπηρεσία των Ιταλών και φορούσε μάλιστα την Ιταλική στολή με μαύρες ψηλές μπότες και στο χέρι του κρατούσε πάντα ένα μαστίγιο.
Έτσι υπηρετούσε τους Ιταλούς για αρκετό χρονικό διάστημα μέχρι την κατάρρευση των Ιταλών στο τέλος του έτους 1943, ΟΕ Ιταλοί έμειναν στο χωριό ολόκληρο το χρονικό διάστημα από το Μάη του 1941 μέχρι 8-9-1943,οπότε η Ιταλία συνθηκολόγησε και οι Ιταλοί στην Ελλάδα αφοπλίσθηκαν από τους Γερμανούς, οι οποίοι στη συνέχεια τους άφησαν ελεύθερους να πάνε όπου θέλουν, οπότε διασκορπίστηκαν και όσοι μπόρεσαν έφυγαν για την Ιταλία, άλλοι παρέμειναν στην Ελλάδα προσωρινά και δούλευαν κυρίως σε γεωργικές εργασίες, ελάχιστοι προσχώρησαν στις ανταρτικές ομάδες που δρούσαν τότε σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο και άλλοι τέλος έμειναν σε στρατόπεδα μέχρι την απελευθέρωση της χώρας μας από τους Γερμανούς κατακτητές.
Οι Ιταλοί στο χωριό μας, αλλά και σε όλα γενικά τα χωριά δεν συμπεριφέρθηκαν με αυστηρότητα και αγριότητα. Πέρα από το πλιατσικολόγημα που έκαναν παίρνοντας σφάγια, τυριά, λάδια, αυγά και ότι άλλο χρειαζόντουσαν για τη συντήρηση τους στο χωρίο κατά τα άλλα περνούσαν ήρεμα στο χωριό και δεν παρενοχλούσαν κανένα πολίτη, περιμένοντας να τελειώσει ο πόλεμος για να πάνε στα σπίτια τους και στις οικογένειες τους. Με τη διάλυση των Ιταλών ο Καφάσης έμεινε απροστάτευτος, έφυγε από το χωριό και πήγε στο Μετόχι (σημερινό Άγιο Δημήτριο ) όπου βρίσκονταν Οι δικοί του, αλλά και εκεί δεν είχε ασφάλεια, γιατί οι αντάρτες που είχαν ήδη εμφανισθεί στη περιοχή εκείνη τον αναζητούσαν, όχι βέβαια για το καλό του.
Για το λόγο αυτό έφυγε και από το Μετόχι και πήγε στην περιοχή των Ερήμων (Μττουλμέτι), νομίζοντας ότι εκεί θα είχε μεγαλύτερη ασφάλεια. Στη περιοχή αυτή έμεινε για λίγο καιρό ως που κάποτε τον ανακάλυψαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ τον έπιασαν και αποφάσισαν να τον στείλουν με συνοδεία στη Γκούρα, όπου βρισκόταν το στρατηγείο τους, εκεί δε λειτουργούσε τότε και λαϊκό δικαστήριο στο οποίον θα έπρεπε να λογοδοτήσει για τη συνεργασία του με τους Ιταλούς. Δεν έφθασε όμως
240
ποτέ εκεί για να δικαστεί, γιατί οι αντάρτες, ενώ τον πήγαιναν προς την Γκούρα, κάπου εκεί κοντά στη Νεμέα τον εκτέλεσαν χωρίς να περάσει καθόλου από δίκη.
Έτσι ο Καφάσης είναι το πρώτο θύμα του χωριού από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ που τον κατηγόρησαν για προδότη, επειδή συνεργάστηκε με τους Ιταλούς, παρά το γεγονός ότι από τη συνεργασία αυτή κανένας από το χωριό δεν βλάφτηκε.
Τα δυόμισι πρώτα χρόνια της κατοχής πέρασαν στο χωριό μας αναίμακτα και καμιά δραστηριότητα δεν παρατηρήθηκε ούτε από τους Έλληνες, μα ούτε και από τους Ιταλούς κατακτητές, πέρα από τα πλιατσικολογήματά τους.
Δύσκολος ήταν μόνο ο πρώτος χειμώνας της κατοχής 1941-1942 γιατί ο Ελληνικός λαός βρέθηκε απροετοίμαστος και δεν είχε εφόδια αρκετά για να περάσει το χειμώνα του. Τα λίγα προϊόντα που υπήρχαν τα λεηλατούσε κατά το μεγαλύτερο μέρος ο Κατακτητής. Ο τιμάριθμος κάλπαζε προς τα ύψη. Το χρήμα που κυκλοφορούσε δεν είχε καμιά αξία και η εκτύπωση νέου χαρτονομίσματος μεγαλύτερης αξίας δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τον τιμάριθμο γι αυτό το χρήμα είχε γίνει άχρηστο για τις συναλλαγές.
Έτσι λοιπόν στις συναλλαγές κανένας δεν έπαιρνε χρήματα όταν πωλούσε κάποιο είδος. Η προσφορά των λίγων αγαθών που περίσσευαν στα νοικοκυριά γινόταν μόνο με ανταλλαγή άλλων αγαθών. Αυτό όμως μπορούσε να γίνει μόνο στα χωριά όπου υπήρχαν από όλα τα αγαθά και οι τσοπάνηδες μπορούσαν να ανταλλάξουν τα προϊόντα τους γάλα, τυρί. βούτυρο, κρέας, κ.λ.π. με σιτάρι, καλαμπόκι κ.λ.π. με τους γεωργούς.
Αντίθετα ο αστικός πληθυσμός και κυρίως των μεγαλουπόλεων Αθήνα-Πειραιά που δεν είχε προϊόντα για να τα ανταλλάξει με τρόφιμα, υπέφερε πάρα πολύ από την πείνα και το κρύο, με αποτέλεσμα στις μεγαλουπόλεις αυτές ο κόσμος κατά εκατοντάδες να πεθαίνει στους δρόμους και οι νεκροί να μαζεύονται κάθε πρωί με τα αυτοκίνητα του Δήμου. Οι Αθηναίοι για να αντιμετωπίσουν την πείνα και να προμηθευτούν λίγο σιτάρι έδιναν τα πάντα από το σπίτι τους έπιπλα, φορέματα, κοσμήματα ακόμα και τα σπίτια τους.
Η πείνα, η δυστυχία από το ένα μέρος και η καταπίεση του κατακτητή από το άλλο μέρος ήσαν οι αιτίες που όπλιζαν τον Ελληνικό λαό με δύναμη και αισιοδοξία και που πάντα προσπαθούσε να βρει τρόπο για να αντισταθεί σε όλα αυτά τα δεινά.
Έτσι υπηρετούσε τους Ιταλούς για αρκετό χρονικό διάστημα μέχρι την κατάρρευση των Ιταλών στο τέλος του έτους 1943, ΟΕ Ιταλοί έμειναν στο χωριό ολόκληρο το χρονικό διάστημα από το Μάη του 1941 μέχρι 8-9-1943,οπότε η Ιταλία συνθηκολόγησε και οι Ιταλοί στην Ελλάδα αφοπλίσθηκαν από τους Γερμανούς, οι οποίοι στη συνέχεια τους άφησαν ελεύθερους να πάνε όπου θέλουν, οπότε διασκορπίστηκαν και όσοι μπόρεσαν έφυγαν για την Ιταλία, άλλοι παρέμειναν στην Ελλάδα προσωρινά και δούλευαν κυρίως σε γεωργικές εργασίες, ελάχιστοι προσχώρησαν στις ανταρτικές ομάδες που δρούσαν τότε σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο και άλλοι τέλος έμειναν σε στρατόπεδα μέχρι την απελευθέρωση της χώρας μας από τους Γερμανούς κατακτητές.
Οι Ιταλοί στο χωριό μας, αλλά και σε όλα γενικά τα χωριά δεν συμπεριφέρθηκαν με αυστηρότητα και αγριότητα. Πέρα από το πλιατσικολόγημα που έκαναν παίρνοντας σφάγια, τυριά, λάδια, αυγά και ότι άλλο χρειαζόντουσαν για τη συντήρηση τους στο χωρίο κατά τα άλλα περνούσαν ήρεμα στο χωριό και δεν παρενοχλούσαν κανένα πολίτη, περιμένοντας να τελειώσει ο πόλεμος για να πάνε στα σπίτια τους και στις οικογένειες τους. Με τη διάλυση των Ιταλών ο Καφάσης έμεινε απροστάτευτος, έφυγε από το χωριό και πήγε στο Μετόχι (σημερινό Άγιο Δημήτριο ) όπου βρίσκονταν Οι δικοί του, αλλά και εκεί δεν είχε ασφάλεια, γιατί οι αντάρτες που είχαν ήδη εμφανισθεί στη περιοχή εκείνη τον αναζητούσαν, όχι βέβαια για το καλό του.
Για το λόγο αυτό έφυγε και από το Μετόχι και πήγε στην περιοχή των Ερήμων (Μττουλμέτι), νομίζοντας ότι εκεί θα είχε μεγαλύτερη ασφάλεια. Στη περιοχή αυτή έμεινε για λίγο καιρό ως που κάποτε τον ανακάλυψαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ τον έπιασαν και αποφάσισαν να τον στείλουν με συνοδεία στη Γκούρα, όπου βρισκόταν το στρατηγείο τους, εκεί δε λειτουργούσε τότε και λαϊκό δικαστήριο στο οποίον θα έπρεπε να λογοδοτήσει για τη συνεργασία του με τους Ιταλούς. Δεν έφθασε όμως
240
ποτέ εκεί για να δικαστεί, γιατί οι αντάρτες, ενώ τον πήγαιναν προς την Γκούρα, κάπου εκεί κοντά στη Νεμέα τον εκτέλεσαν χωρίς να περάσει καθόλου από δίκη.
Έτσι ο Καφάσης είναι το πρώτο θύμα του χωριού από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ που τον κατηγόρησαν για προδότη, επειδή συνεργάστηκε με τους Ιταλούς, παρά το γεγονός ότι από τη συνεργασία αυτή κανένας από το χωριό δεν βλάφτηκε.
Τα δυόμισι πρώτα χρόνια της κατοχής πέρασαν στο χωριό μας αναίμακτα και καμιά δραστηριότητα δεν παρατηρήθηκε ούτε από τους Έλληνες, μα ούτε και από τους Ιταλούς κατακτητές, πέρα από τα πλιατσικολογήματά τους.
Δύσκολος ήταν μόνο ο πρώτος χειμώνας της κατοχής 1941-1942 γιατί ο Ελληνικός λαός βρέθηκε απροετοίμαστος και δεν είχε εφόδια αρκετά για να περάσει το χειμώνα του. Τα λίγα προϊόντα που υπήρχαν τα λεηλατούσε κατά το μεγαλύτερο μέρος ο Κατακτητής. Ο τιμάριθμος κάλπαζε προς τα ύψη. Το χρήμα που κυκλοφορούσε δεν είχε καμιά αξία και η εκτύπωση νέου χαρτονομίσματος μεγαλύτερης αξίας δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τον τιμάριθμο γι αυτό το χρήμα είχε γίνει άχρηστο για τις συναλλαγές.
Έτσι λοιπόν στις συναλλαγές κανένας δεν έπαιρνε χρήματα όταν πωλούσε κάποιο είδος. Η προσφορά των λίγων αγαθών που περίσσευαν στα νοικοκυριά γινόταν μόνο με ανταλλαγή άλλων αγαθών. Αυτό όμως μπορούσε να γίνει μόνο στα χωριά όπου υπήρχαν από όλα τα αγαθά και οι τσοπάνηδες μπορούσαν να ανταλλάξουν τα προϊόντα τους γάλα, τυρί. βούτυρο, κρέας, κ.λ.π. με σιτάρι, καλαμπόκι κ.λ.π. με τους γεωργούς.
Αντίθετα ο αστικός πληθυσμός και κυρίως των μεγαλουπόλεων Αθήνα-Πειραιά που δεν είχε προϊόντα για να τα ανταλλάξει με τρόφιμα, υπέφερε πάρα πολύ από την πείνα και το κρύο, με αποτέλεσμα στις μεγαλουπόλεις αυτές ο κόσμος κατά εκατοντάδες να πεθαίνει στους δρόμους και οι νεκροί να μαζεύονται κάθε πρωί με τα αυτοκίνητα του Δήμου. Οι Αθηναίοι για να αντιμετωπίσουν την πείνα και να προμηθευτούν λίγο σιτάρι έδιναν τα πάντα από το σπίτι τους έπιπλα, φορέματα, κοσμήματα ακόμα και τα σπίτια τους.
Η πείνα, η δυστυχία από το ένα μέρος και η καταπίεση του κατακτητή από το άλλο μέρος ήσαν οι αιτίες που όπλιζαν τον Ελληνικό λαό με δύναμη και αισιοδοξία και που πάντα προσπαθούσε να βρει τρόπο για να αντισταθεί σε όλα αυτά τα δεινά.
64. Η Εικόνα στην Ελληνική Ύπαιθρο
Τα πολεμικά μέτωπα έχουν όλα καταρρεύσει. Ο Στρατηγός Τσολάκογλου υπόγραψε ανακωχή άνευ όρων με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς και έδωσε εντολή στον Ελληνικό Στρατό να παραδώσει τα όπλα στον εχθρό, που πριν λίγο πολεμούσε στα Αλβανικά βουνά και τον είχε κατατροπώσει. Στο Αλβανικό Μέτωπο, ο Στρατός μας έπειτα από τις λαμπρές νίκες του διαλύθηκε.
Οι Έλληνες φαντάροι άοπλοι πλέον ξεκίνησαν από το Μέτωπο μια κοπιαστική πεζοπορία, κατευθυνόμενοι προς τα χωριά τους. Οι πιο πολλοί από αυτούς έπρεπε να περπατήσουν εκατοντάδες χιλιόμετρα για να φθάσουν στα σπίτια τους. Πολλοί στο δρόμο τους βρίσκανε κανένα αδέσποτο μουλάρι του Στρατού, το έπαιρναν μαζί τους για να ξεκουράσουν λίγο τα πόδια τους, αλλά και αυτό έπειτα από μερικά χιλιόμετρα, αφού τους είχε ξεκουράσει στην πορεία τους, εάν βρίσκανε
238
καμιά ευκαιρία το πούλαγαν για να εξοικονομήσουν λίγα χρήματα με τα οποία αγόραζαν τρόφιμα για να καλύψουν τις ανάγκες τους στο δρόμο.
Τα στρατεύματα κατοχής βρίσκονται ακόμα μόνο στις μεγάλες πόλεις Τα χωριά είναι ελεύθερα γι' αυτό και οι φαντάροι του μετώπου ταξιδεύοντας για την πατρίδα τους κινούνται από χωριό σε χωριό αποφεύγοντας τις πόλεις, γιατί έτσι ήσαν πιο ασφαλείς. Η ύπαιθρος της Αργολίδας είναι γεμάτη από φαντάρους που διασκορπίστηκαν από τα στρατόπεδα που τους ετοίμαζαν για να αναχωρήσουν στο μέτωπο, που όμως δεν πρόλαβαν να πάνε.
Στην επαρχία μας ο δρόμος που οδηγούσε στο Χέλι ήταν γεμάτος από στρατιώτες που βάδιζαν χωρισμένοι σε μικρές ομάδες για να αποφύγουν τα Γερμανικά Στούκας τα οποία περιπολούσαν ολόκληρο τον Ελληνικό χώρο σε χαμηλή πτήση και πολυβολούσαν τις ομάδες των στρατιωτών, οι οποίοι μόλις άκουγαν το βόμβο των αεροπλάνων, διέλυαν και τις μικρές ομάδες, εγκατέλειπαν το δρόμο και σκορπίζονταν στα χωράφια για να μπορέσουν έτσι να σωθούν.
Έχουν περάσει αρκετές ημέρες από την κατάρρευση του Μετώπου στη Αλβανία και οι Χελιώτες στρατιώτες δεν έχουν φθάσει ακόμα στο χωριό και η αγωνία των δικών τους κορυφώνεται περιμένοντας για να ιδούν τα παιδιά τους να γυρίσουν. Καμιά είδηση δεν υπάρχει αν ζουν η έχουν πεθάνει, αν βρίσκονται ελεύθεροι στο δρόμο και έρχονται ή είναι αιχμάλωτοι των κατακτητών και βρίσκονται σε κανένα στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Μετά από πολλές ημέρες άρχισαν επί τέλους να εμφανίζονται στο χωριό οι πρώτοι στρατιώτες από το μέτωπο και όλοι οι κάτοικοι του χωρίου τους περικύκλωναν και τους ρωτούσαν για τους δικούς των. Άλλοι έπαιρναν πληροφορίες, άλλοι όμως καμία είδηση δεν είχαν για τους δικούς των και η αγωνία τους κορυφώνεται ακόμα περισσότερο. Ένα πρωινό στη στάνη μας εκεί στην αρίζε-Γκίλεζα εμφανίστηκε ο αδερφός μου Τάσος με μερικούς συγχωριανούς παρέα. Ήρθαν πεζοπορώντας από την Αλβανία μέχρι το χωριό. Περπατούσαν αρκετές ημέρες και ήσαν κατάκοποι, αξύριστοι πεινασμένοι για πολλές ημέρες και γεμάτοι ψείρες.
Μετά από δύο-τρείς ημέρες έφθασε και ο άλλος μου αδερφός ο Γιώργος με άλλους μαζί και αυτοί όλοι στην ίδια κατάσταση. Από τη στάνη όλοι πήγαιναν στο χωριό και η πρώτη τους φροντίδα ήταν να γίνουν άνθρωποι, να ξυριστούν, να πλυθούν, να ξεψειριαστούν και αφού για μερικές ημέρες ξεκουράστηκαν ξαναγύρισαν όλοι στις δουλειές τους, άλλοι στα γιδοπρόβατά τους και άλλοι στα χωράφια τους, αφού είναι Μάης και οι δουλειές που τους περίμεναν ήσαν πολλές. Οι διηγήσεις τους από το μέτωπο ήσαν ατέλειωτες.
Για πολλές ημέρες διηγούνταν τα γενόμενα στο Αλβανικό μέτωπο και για τη κοπιαστική τους πορεία από την Αλβανία μέχρι το χωριό.
Οι Έλληνες φαντάροι άοπλοι πλέον ξεκίνησαν από το Μέτωπο μια κοπιαστική πεζοπορία, κατευθυνόμενοι προς τα χωριά τους. Οι πιο πολλοί από αυτούς έπρεπε να περπατήσουν εκατοντάδες χιλιόμετρα για να φθάσουν στα σπίτια τους. Πολλοί στο δρόμο τους βρίσκανε κανένα αδέσποτο μουλάρι του Στρατού, το έπαιρναν μαζί τους για να ξεκουράσουν λίγο τα πόδια τους, αλλά και αυτό έπειτα από μερικά χιλιόμετρα, αφού τους είχε ξεκουράσει στην πορεία τους, εάν βρίσκανε
238
καμιά ευκαιρία το πούλαγαν για να εξοικονομήσουν λίγα χρήματα με τα οποία αγόραζαν τρόφιμα για να καλύψουν τις ανάγκες τους στο δρόμο.
Τα στρατεύματα κατοχής βρίσκονται ακόμα μόνο στις μεγάλες πόλεις Τα χωριά είναι ελεύθερα γι' αυτό και οι φαντάροι του μετώπου ταξιδεύοντας για την πατρίδα τους κινούνται από χωριό σε χωριό αποφεύγοντας τις πόλεις, γιατί έτσι ήσαν πιο ασφαλείς. Η ύπαιθρος της Αργολίδας είναι γεμάτη από φαντάρους που διασκορπίστηκαν από τα στρατόπεδα που τους ετοίμαζαν για να αναχωρήσουν στο μέτωπο, που όμως δεν πρόλαβαν να πάνε.
Στην επαρχία μας ο δρόμος που οδηγούσε στο Χέλι ήταν γεμάτος από στρατιώτες που βάδιζαν χωρισμένοι σε μικρές ομάδες για να αποφύγουν τα Γερμανικά Στούκας τα οποία περιπολούσαν ολόκληρο τον Ελληνικό χώρο σε χαμηλή πτήση και πολυβολούσαν τις ομάδες των στρατιωτών, οι οποίοι μόλις άκουγαν το βόμβο των αεροπλάνων, διέλυαν και τις μικρές ομάδες, εγκατέλειπαν το δρόμο και σκορπίζονταν στα χωράφια για να μπορέσουν έτσι να σωθούν.
Έχουν περάσει αρκετές ημέρες από την κατάρρευση του Μετώπου στη Αλβανία και οι Χελιώτες στρατιώτες δεν έχουν φθάσει ακόμα στο χωριό και η αγωνία των δικών τους κορυφώνεται περιμένοντας για να ιδούν τα παιδιά τους να γυρίσουν. Καμιά είδηση δεν υπάρχει αν ζουν η έχουν πεθάνει, αν βρίσκονται ελεύθεροι στο δρόμο και έρχονται ή είναι αιχμάλωτοι των κατακτητών και βρίσκονται σε κανένα στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Μετά από πολλές ημέρες άρχισαν επί τέλους να εμφανίζονται στο χωριό οι πρώτοι στρατιώτες από το μέτωπο και όλοι οι κάτοικοι του χωρίου τους περικύκλωναν και τους ρωτούσαν για τους δικούς των. Άλλοι έπαιρναν πληροφορίες, άλλοι όμως καμία είδηση δεν είχαν για τους δικούς των και η αγωνία τους κορυφώνεται ακόμα περισσότερο. Ένα πρωινό στη στάνη μας εκεί στην αρίζε-Γκίλεζα εμφανίστηκε ο αδερφός μου Τάσος με μερικούς συγχωριανούς παρέα. Ήρθαν πεζοπορώντας από την Αλβανία μέχρι το χωριό. Περπατούσαν αρκετές ημέρες και ήσαν κατάκοποι, αξύριστοι πεινασμένοι για πολλές ημέρες και γεμάτοι ψείρες.
Μετά από δύο-τρείς ημέρες έφθασε και ο άλλος μου αδερφός ο Γιώργος με άλλους μαζί και αυτοί όλοι στην ίδια κατάσταση. Από τη στάνη όλοι πήγαιναν στο χωριό και η πρώτη τους φροντίδα ήταν να γίνουν άνθρωποι, να ξυριστούν, να πλυθούν, να ξεψειριαστούν και αφού για μερικές ημέρες ξεκουράστηκαν ξαναγύρισαν όλοι στις δουλειές τους, άλλοι στα γιδοπρόβατά τους και άλλοι στα χωράφια τους, αφού είναι Μάης και οι δουλειές που τους περίμεναν ήσαν πολλές. Οι διηγήσεις τους από το μέτωπο ήσαν ατέλειωτες.
Για πολλές ημέρες διηγούνταν τα γενόμενα στο Αλβανικό μέτωπο και για τη κοπιαστική τους πορεία από την Αλβανία μέχρι το χωριό.
Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010
63. Στα Λάφυρα και ένα βαρύ πολυβόλο.
Οι Γερμανοί δεν είχαν ακόμα εγκατασταθεί μόνιμα στο Ναύπλιο, αλλά πάνοπλοι γύριζαν στην Πόλη και απειλούσαν και με εκτέλεση ακόμα, όλους όσους γύριζαν και λεηλατούσαν τα εγκαταλειμμένα εφόδια των Άγγλων, μα οι χωρικοί όμως δεν είχαν συνειδητοποιήσει τους κινδύνους από την παρουσία των Γερμανών και δεν λογάριαζαν σχεδόν τίποτα και έκαναν τη δουλειά τους, παίζοντας κρυφτούλι με τους Γερμανούς και το
236
έβαζαν στα πόδια μόλις τους έβλεπαν, αλλά και πάλι άρχιζαν τα ίδια και συνέχιζαν τις λεηλασίες μόλις οι Γερμανοί απομακρύνονταν.
Το αίσθημα του φόβου δεν είχε κυριαρχήσει ακόμα μέσα στον Έλληνα Πολίτη και για αυτό δεν άφηνε καμιά ευκαιρία για να αρπάξει ότι έβλεπε γύρω του και το θεωρούσε χρήσιμο και στη συνέχεια έφευγε με χίλιες δυο προφυλάξεις, όχι για τη ζωή του, αλλά περισσότερο για να προστατεύσει τη λεία του που τη θεωρούσε χρήσιμη για το σπίτι του.
Σε αυτές τις στιγμές βρέθηκαν εκεί στο Ναύπλιο και δυο παιδιά, συμμαθητές στο Γυμνάσιο, ο Γιώργος και ο Παναγιώτης που παρακολουθούσαν όλα όσα γύρω τους συνέβαιναν. Ο Γιώργος και ο Παναγιώτης περιπλανώμενοι μέσα στο Ναύπλιο και στους δρόμους πρόσβασης σε αυτό, παρατηρούσαν έκπληκτοι ότι είχαν αφήσει οι Άγγλοι στην προσπάθεια τους να σώσουν τη ζωή τους, περισσότερα δε από όλα το πολεμικό υλικό, άρματα μάχης, τεθωρακισμένα αυτοκίνητα, φορτηγά γεμάτα πολεμικό υλικό, Τζιπ κ.λ.π.
Όλα ακινητοποιημένα στους δρόμους και τα περισσότερα ριγμένα μέσα στα χαντάκια και στα χωράφια έξω από την Πόλη, πολλά από αυτά χωρίς λάστιχα που ολόκληρα ή κομμάτια από αυτά τα είχαν αφαιρέσει οι Χελιώτες για τις δικές τους ανάγκες. Στο Γιώργο και σον Παναγιώτη όμως από όλα αυτά που βρίσκονταν σκόρπια στους δρόμους, μεγαλύτερη εντύπωση τους έκανε ένα μεγάλο άρμα μάχης με όλο τον εξοπλισμό του που ήταν αραγμένο μέσα στον ελαιώνα εκεί κοντά στην Ευαγγελίστρια.
Αμέσως πέρασε από το μυαλό τους αν θα μπορούσαν να το κινήσουν όπως ήταν και να το πάρουν να το κρύψουν επάνω στα βουνά, λάφυρο πολύτιμο, ένα άρμα στη κατοχή τους κρυμμένο στα βουνά, ίσως κάποτε να ήταν χρήσιμο, μα οι Άγγλοι είχαν φροντίσει και είχαν προκαλέσει σημαντικές ζημίες στη μηχανή του, έτσι που είχε καταστεί αδύνατη η μετακίνηση του.
Πάνω σε αυτό το άρμα διέκριναν όμως ένα βαρύ πολυβόλο με διάμετρο βλήματος 25-30 χιλιοστά και με την πρώτη γρήγορη ματιά που έριξαν διαπίστωσαν ότι ήταν εύκολη η αποκόλληση του από το άρμα, οπότε σκέφθηκαν να πάρουν τουλάχιστον αυτό, αφού ολόκληρο το άρμα ήταν αδύνατο να μετακινηθεί. Έτσι περίμεναν να νυχτώσει για να κάνουν την επιχείρηση αυτή.
Από νωρίς είχαν προμηθευθεί δύο-τρεις λινάτσες και μετά τη δύση του ηλίου οπότε οι Γερμανοί είχαν αποσυρθεί στους καταυλισμούς τους. θεώρησαν ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να πραγματοποιήσουν το σχέδιο τους.
Όταν πια νύχτωσε για τα καλά, πλησίασαν το άρμα και αφού διαπίστωσαν ότι εκεί κοντά δεν βρισκόταν κανένας, ούτε Γερμανός, ούτε Ιταλός μα ούτε και Έλληνας και με χίλιες δυο προφυλάξεις μη τους αντιληφθούν οι Γερμανοί, οπότε αλίμονο τους, θα τους έστελναν κατ' ευθείαν στο εκτελεστικό απόσπασμα και κατάφεραν έτσι πολύ γρήγορα να το αποκολλήσουν από το άρμα, να το διπλώσουν πρόχειρα με τις λινάτσες που είχαν μαζί τους και αφού πήραν ακόμα μαζί τους και ένα κιβώτιο με σφαίρες κατάλληλες γι' αυτό, που υπήρχε επάνω στο άρμα και ακόμα δύο δεσμίδες γεμάτες, φρόντισαν αμέσως να απομακρυνθούν όσο
237
το δυνατόν γρηγορότερα από τη θέση αυτή και όλα μαζί τα μεταφέρανε μετά από μια κοπιώδη πορεία αρκετά μακριά από την Πόλη του Ναυπλίου.
Μετά από πορεία μιας περίπου ώρας βρέθηκαν στην κοίτη του χειμάρρου που περνάει μέσα από τον Άγιο Αδριανό (το παλαιό Κατσίγκρι ) και εκεί με την ησυχία τους, ενώ βάδιζαν προς το χωριό Κατσίγκρι, αναζητούσαν κατάλληλο μέρος για να το κρύψουν με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια. Επειδή όμως ήταν νύχτα και αυτό ήταν αδύνατο να γίνει, τοποθέτησαν τα λάφυρα τους μέσα σε μια συστάδα θάμνων στην όχθη του Χείμαρρου και προσπάθησαν άσο μπορούσαν να τα καλύψουν καλύτερα .για να μη φαίνονται από περαστικούς που τυχόν θα περνούσαν από εκεί κοντά. Την άλλη ημέρα το πρωί τα δύο παιδιά πήγαν στην ίδια περιοχή και περπατώντας μέσα στην κοίτη του χειμάρρου ερευνούσαν τις όχθες για αρκετή ώρα και σε κάποιο σημείο της όχθης ανακάλυψαν μία μικρή τρύπα την οποίαν αφού πλησίασαν την σκάλισαν λίγο και διαπίστωσαν πως όσο προχωρούσαν στο βάθος ήταν πιο φαρδιά και πιο μεγάλη που έμοιαζε σαν μικρή σπηλιά.
Εκεί μέσα λοιπόν βρήκαν την πιο ασφαλή κρυψώνα και με μεγάλη προσοχή τοποθέτησαν το πολυβόλο αφού πρώτα φρόντισαν να το περιτυλίξουν πρώτα με αδιάβροχα χαρτιά και έπειτα με τις λινάτσες για να το προστατέψουν κυρίως από την υγρασία, Μαζί τοποθέτησαν και το κιβώτιο με τις σφαίρες, όπως επίσης και τις δύο δεσμίδες αφού και αυτά συσκευάστηκαν κατάλληλα. Έπειτα με όση επιμέλεια μπορούσαν έκλεισαν το στόμιο της μικρής σπηλιάς καμουφλάροντας την για να μη γίνει φανερή η ύπαρξη των πολύτιμων λαφύρων, περιμένοντας από τότε την κατάλληλη στιγμή που θα μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν όπου θα χρειαζόταν, οπότε εύκολα θα μπορούσε να γίνει από εκεί η μεταφορά του.
236
έβαζαν στα πόδια μόλις τους έβλεπαν, αλλά και πάλι άρχιζαν τα ίδια και συνέχιζαν τις λεηλασίες μόλις οι Γερμανοί απομακρύνονταν.
Το αίσθημα του φόβου δεν είχε κυριαρχήσει ακόμα μέσα στον Έλληνα Πολίτη και για αυτό δεν άφηνε καμιά ευκαιρία για να αρπάξει ότι έβλεπε γύρω του και το θεωρούσε χρήσιμο και στη συνέχεια έφευγε με χίλιες δυο προφυλάξεις, όχι για τη ζωή του, αλλά περισσότερο για να προστατεύσει τη λεία του που τη θεωρούσε χρήσιμη για το σπίτι του.
Σε αυτές τις στιγμές βρέθηκαν εκεί στο Ναύπλιο και δυο παιδιά, συμμαθητές στο Γυμνάσιο, ο Γιώργος και ο Παναγιώτης που παρακολουθούσαν όλα όσα γύρω τους συνέβαιναν. Ο Γιώργος και ο Παναγιώτης περιπλανώμενοι μέσα στο Ναύπλιο και στους δρόμους πρόσβασης σε αυτό, παρατηρούσαν έκπληκτοι ότι είχαν αφήσει οι Άγγλοι στην προσπάθεια τους να σώσουν τη ζωή τους, περισσότερα δε από όλα το πολεμικό υλικό, άρματα μάχης, τεθωρακισμένα αυτοκίνητα, φορτηγά γεμάτα πολεμικό υλικό, Τζιπ κ.λ.π.
Όλα ακινητοποιημένα στους δρόμους και τα περισσότερα ριγμένα μέσα στα χαντάκια και στα χωράφια έξω από την Πόλη, πολλά από αυτά χωρίς λάστιχα που ολόκληρα ή κομμάτια από αυτά τα είχαν αφαιρέσει οι Χελιώτες για τις δικές τους ανάγκες. Στο Γιώργο και σον Παναγιώτη όμως από όλα αυτά που βρίσκονταν σκόρπια στους δρόμους, μεγαλύτερη εντύπωση τους έκανε ένα μεγάλο άρμα μάχης με όλο τον εξοπλισμό του που ήταν αραγμένο μέσα στον ελαιώνα εκεί κοντά στην Ευαγγελίστρια.
Αμέσως πέρασε από το μυαλό τους αν θα μπορούσαν να το κινήσουν όπως ήταν και να το πάρουν να το κρύψουν επάνω στα βουνά, λάφυρο πολύτιμο, ένα άρμα στη κατοχή τους κρυμμένο στα βουνά, ίσως κάποτε να ήταν χρήσιμο, μα οι Άγγλοι είχαν φροντίσει και είχαν προκαλέσει σημαντικές ζημίες στη μηχανή του, έτσι που είχε καταστεί αδύνατη η μετακίνηση του.
Πάνω σε αυτό το άρμα διέκριναν όμως ένα βαρύ πολυβόλο με διάμετρο βλήματος 25-30 χιλιοστά και με την πρώτη γρήγορη ματιά που έριξαν διαπίστωσαν ότι ήταν εύκολη η αποκόλληση του από το άρμα, οπότε σκέφθηκαν να πάρουν τουλάχιστον αυτό, αφού ολόκληρο το άρμα ήταν αδύνατο να μετακινηθεί. Έτσι περίμεναν να νυχτώσει για να κάνουν την επιχείρηση αυτή.
Από νωρίς είχαν προμηθευθεί δύο-τρεις λινάτσες και μετά τη δύση του ηλίου οπότε οι Γερμανοί είχαν αποσυρθεί στους καταυλισμούς τους. θεώρησαν ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να πραγματοποιήσουν το σχέδιο τους.
Όταν πια νύχτωσε για τα καλά, πλησίασαν το άρμα και αφού διαπίστωσαν ότι εκεί κοντά δεν βρισκόταν κανένας, ούτε Γερμανός, ούτε Ιταλός μα ούτε και Έλληνας και με χίλιες δυο προφυλάξεις μη τους αντιληφθούν οι Γερμανοί, οπότε αλίμονο τους, θα τους έστελναν κατ' ευθείαν στο εκτελεστικό απόσπασμα και κατάφεραν έτσι πολύ γρήγορα να το αποκολλήσουν από το άρμα, να το διπλώσουν πρόχειρα με τις λινάτσες που είχαν μαζί τους και αφού πήραν ακόμα μαζί τους και ένα κιβώτιο με σφαίρες κατάλληλες γι' αυτό, που υπήρχε επάνω στο άρμα και ακόμα δύο δεσμίδες γεμάτες, φρόντισαν αμέσως να απομακρυνθούν όσο
237
το δυνατόν γρηγορότερα από τη θέση αυτή και όλα μαζί τα μεταφέρανε μετά από μια κοπιώδη πορεία αρκετά μακριά από την Πόλη του Ναυπλίου.
Μετά από πορεία μιας περίπου ώρας βρέθηκαν στην κοίτη του χειμάρρου που περνάει μέσα από τον Άγιο Αδριανό (το παλαιό Κατσίγκρι ) και εκεί με την ησυχία τους, ενώ βάδιζαν προς το χωριό Κατσίγκρι, αναζητούσαν κατάλληλο μέρος για να το κρύψουν με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια. Επειδή όμως ήταν νύχτα και αυτό ήταν αδύνατο να γίνει, τοποθέτησαν τα λάφυρα τους μέσα σε μια συστάδα θάμνων στην όχθη του Χείμαρρου και προσπάθησαν άσο μπορούσαν να τα καλύψουν καλύτερα .για να μη φαίνονται από περαστικούς που τυχόν θα περνούσαν από εκεί κοντά. Την άλλη ημέρα το πρωί τα δύο παιδιά πήγαν στην ίδια περιοχή και περπατώντας μέσα στην κοίτη του χειμάρρου ερευνούσαν τις όχθες για αρκετή ώρα και σε κάποιο σημείο της όχθης ανακάλυψαν μία μικρή τρύπα την οποίαν αφού πλησίασαν την σκάλισαν λίγο και διαπίστωσαν πως όσο προχωρούσαν στο βάθος ήταν πιο φαρδιά και πιο μεγάλη που έμοιαζε σαν μικρή σπηλιά.
Εκεί μέσα λοιπόν βρήκαν την πιο ασφαλή κρυψώνα και με μεγάλη προσοχή τοποθέτησαν το πολυβόλο αφού πρώτα φρόντισαν να το περιτυλίξουν πρώτα με αδιάβροχα χαρτιά και έπειτα με τις λινάτσες για να το προστατέψουν κυρίως από την υγρασία, Μαζί τοποθέτησαν και το κιβώτιο με τις σφαίρες, όπως επίσης και τις δύο δεσμίδες αφού και αυτά συσκευάστηκαν κατάλληλα. Έπειτα με όση επιμέλεια μπορούσαν έκλεισαν το στόμιο της μικρής σπηλιάς καμουφλάροντας την για να μη γίνει φανερή η ύπαρξη των πολύτιμων λαφύρων, περιμένοντας από τότε την κατάλληλη στιγμή που θα μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν όπου θα χρειαζόταν, οπότε εύκολα θα μπορούσε να γίνει από εκεί η μεταφορά του.
62 Οι τελευταίες ημέρες του πολέμου στην Αργολίδα
Μετά την επίθεση των Γερμανών εναντίον της Ελλάδας και τη ραγδαία προέλαση τους, φυσικό ήταν να καταρρεύσει και το Αλβανικό μέτωπο. Ο Ελληνικός Στρατός στο σύνολο του διαλύθηκε και μερικά μόνο υπολείμματα αυτού, μαζί με συμμαχικά τμήματα, υποχωρούν και προσπαθούν συντεταγμένα και μαχόμενα να φθάσουν στα λιμάνια της Νότιας Ελλάδας για να μπουν εκεί στα Καράβια που τους περίμεναν και να φύγουν για την Κρήτη.
Την Κυριακή του Θωμά 27-4-1941 στις πέντε το απόγευμα, φθάνει στην Πλατεία του Αγίου Πέτρου στο Αργός το πρώτο Γερμανικό αυτοκίνητο και μια ώρα αργότερα το Αργός γεμίζει από Γερμανούς. Το Ναύπλιο, το Τολό, οι Μύλοι και άλλες παραλίες του Αργολικού Κόλπου έχουν ορισθεί σαν τόποι επιβίβασης Αγγλικών και Ελληνικών Στρατευμάτων σε πλοία που βρίσκονταν εκεί, Ο Διοικητής του Βρετανικού εκστρατευτικού σώματος στην Ελλάδα φεύγει με υδροπλάνο από τους Μύλους και την ίδια ημέρα 27-4-1941 βρίσκεται στην Κρήτη.
Τα Γερμανικά Στούκας κατά σμήνη βομβαρδίζουν αδιάκοπα τα Αγγλικά Καράβια τα οποία βυθίζονται το ένα μετά το άλλο. Από το λιμάνι του Ναυπλίου τη νύχτα 24 προς 25 Απριλίου 1941 επιβιβάστηκαν στα Καράβια 6.685 άνδρες του Βρετανικού Στρατού και την επόμενη νύχτα 25 προς 26 Απριλίου 1941 από το λιμάνι του Τολού επιβιβάστηκαν άλλοι 4.527 Βρετανοί και όλοι κατευθύνθηκαν προς την Κρήτη όπου τελικά έφθασαν. Τα Γερμανικά Στούκας συνεχίζουν τον βομβαρδισμό τους στα λιμάνια του Αργολικού Κόλπου και δυσχεραίνουν την επιβίβαση των Άγγλων στα καράβια τους.
Έτσι 2.200 περίπου Άγγλοι παρέμειναν κοντά στα λιμάνια χωρίς να μπορούν να επιβιβαστούν στα Καράβια και να φύγουν για την Κρήτη. Από αυτούς 400 περίπου μπήκαν σε μια φορτηγίδα και ξεκίνησαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Δεν κατάφερε όμως η φορτηγίδα αυτή να απομακρυνθεί από το λιμάνι του Ναυπλίου, γιατί κτυπήθηκε από τα Γερμανικά Στούκας και βυθίστηκε, χωρίς να γίνει γνωστό πόσοι από τους 400 επιβάτες σώθηκαν και ποια η τύχη τους.
Ένας μικρός αριθμός στρατιωτών προσπάθησε με μικρά πλοιάρια να μετακινηθεί προς τα γειτονικά νησιά και λιμάνια του Αργολικού Κόλπου.
235
χωρίς αποτέλεσμα, 1300 Άγγλοι στρατιώτες πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους Γερμανούς και οι υπόλοιποι έφυγαν προς το εσωτερικό της Αργολικής Χερσονήσου, διασκορπίστηκαν σε όλη την Αργολίδα και ζήτησαν προστασία από τους Έλληνες στα διάφορα χωριά και κυρίως τα ορεινά. Πολλοί κατέφυγαν προς το Χέλι και για αρκετό διάστημα οι Χελιώτες τους έκρυβαν επάνω προς την Τραπεζώνα και το βαθύ ρέμα, από όπου αρκετοί από αυτούς σε ομάδες ή και ένας ένας έφυγαν προς τη Μέση Ανατολή και άλλοι προσχώρησαν αργότερα στις αντιστασιακές οργανώσεις.
Στην είσοδο του λιμανιού του Ναυπλίου προσάραξε το Α/Π ULS TER PRΙΝCΕ, ενώ μέσα στο λιμάνι βυθίστηκε και δεύτερο πλοίο. Πίσω στην Αρβανιτιά βρίσκονταν μίσοβυθισμένα άλλα δύο Αγγλικά Καράβια. Ο Αγγλικός Στρατός στη σύγχυση και την άγρια καταδίωξη από τους Γερμανούς εγκαταλείπει τα πάντα από Καράβια ακινητοποιημένα και κατάφορτα από πάσης φύσεως υλικά, αυτοκίνητα φορτωμένα με πολεμικό υλικό και προσπαθεί με κάθε τρόπο να φύγει προς την Κρήτη, όπου αργότερα δόθηκε η τελευταία μάχη με τους Γερμανούς μέσα σε Ελληνικό έδαφος.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση και από τη θέα του εγκαταλειμμένου Στρατιωτικού υλικού στο Ναύπλιο και στη γύρω περιοχή, οι χωρικοί της Αργολίδας και κυρίως οι Χελιώτες σε ομάδες ή και ενας ένας κατέβηκαν στο Ναύπλιο και επιδόθηκαν στη λεηλασία των εγκαταλειμμένων εφοδίων του Αγγλικού Στρατού. Από το Στρατόπεδο του Πολυγώνου φορτώνονται σε μουλάρια παντός είδους τρόφιμα (όσπρια, ζυμαρικά, ζάχαρη, καφές, πάσης φύσεως κονσέρβες, άλευρα κ.λ,π.) αλλά και άλλα υλικά χρήσιμα για οικοδομικές εργασίες, όπως ξυλεία από τη διάλυση των Στρατιωτικών Παραπηγμάτων που υπήρχαν εκεί και ακόμα λάστιχα αυτοκινήτων ολόκληρα αλλά και κομμάτια από αυτά τα οποία αργότερα χρησιμοποίησαν για σόλες στα παπούτσια τους.
Όλα δε αυτά τα υλικά τα μετέφεραν στο Χέλι είτε φορτωμένα στα μουλάρια τους είτε και στην πλάτη τους ακόμα, κάνοντας αρκετά δρομολόγια μέρα και νύχτα αφού η λεηλασία αυτή κράτησε 2-3 ημέρες.
Αργότερα από ένα μισοβουλιαγμένο Καράβι στην Αρβανιτιά, οι Χελιώτες με την βοήθεια Βαρκάρηδων από το Ναύπλιο και με μικρή σχετικά αμοιβή, ξεφόρτωναν από αυτό μουλάρια ζωντανά, τα οποία μετέφεραν και αυτά στο χωριό τους για τις γεωργικές τους ανάγκες.
Την Κυριακή του Θωμά 27-4-1941 στις πέντε το απόγευμα, φθάνει στην Πλατεία του Αγίου Πέτρου στο Αργός το πρώτο Γερμανικό αυτοκίνητο και μια ώρα αργότερα το Αργός γεμίζει από Γερμανούς. Το Ναύπλιο, το Τολό, οι Μύλοι και άλλες παραλίες του Αργολικού Κόλπου έχουν ορισθεί σαν τόποι επιβίβασης Αγγλικών και Ελληνικών Στρατευμάτων σε πλοία που βρίσκονταν εκεί, Ο Διοικητής του Βρετανικού εκστρατευτικού σώματος στην Ελλάδα φεύγει με υδροπλάνο από τους Μύλους και την ίδια ημέρα 27-4-1941 βρίσκεται στην Κρήτη.
Τα Γερμανικά Στούκας κατά σμήνη βομβαρδίζουν αδιάκοπα τα Αγγλικά Καράβια τα οποία βυθίζονται το ένα μετά το άλλο. Από το λιμάνι του Ναυπλίου τη νύχτα 24 προς 25 Απριλίου 1941 επιβιβάστηκαν στα Καράβια 6.685 άνδρες του Βρετανικού Στρατού και την επόμενη νύχτα 25 προς 26 Απριλίου 1941 από το λιμάνι του Τολού επιβιβάστηκαν άλλοι 4.527 Βρετανοί και όλοι κατευθύνθηκαν προς την Κρήτη όπου τελικά έφθασαν. Τα Γερμανικά Στούκας συνεχίζουν τον βομβαρδισμό τους στα λιμάνια του Αργολικού Κόλπου και δυσχεραίνουν την επιβίβαση των Άγγλων στα καράβια τους.
Έτσι 2.200 περίπου Άγγλοι παρέμειναν κοντά στα λιμάνια χωρίς να μπορούν να επιβιβαστούν στα Καράβια και να φύγουν για την Κρήτη. Από αυτούς 400 περίπου μπήκαν σε μια φορτηγίδα και ξεκίνησαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Δεν κατάφερε όμως η φορτηγίδα αυτή να απομακρυνθεί από το λιμάνι του Ναυπλίου, γιατί κτυπήθηκε από τα Γερμανικά Στούκας και βυθίστηκε, χωρίς να γίνει γνωστό πόσοι από τους 400 επιβάτες σώθηκαν και ποια η τύχη τους.
Ένας μικρός αριθμός στρατιωτών προσπάθησε με μικρά πλοιάρια να μετακινηθεί προς τα γειτονικά νησιά και λιμάνια του Αργολικού Κόλπου.
235
χωρίς αποτέλεσμα, 1300 Άγγλοι στρατιώτες πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους Γερμανούς και οι υπόλοιποι έφυγαν προς το εσωτερικό της Αργολικής Χερσονήσου, διασκορπίστηκαν σε όλη την Αργολίδα και ζήτησαν προστασία από τους Έλληνες στα διάφορα χωριά και κυρίως τα ορεινά. Πολλοί κατέφυγαν προς το Χέλι και για αρκετό διάστημα οι Χελιώτες τους έκρυβαν επάνω προς την Τραπεζώνα και το βαθύ ρέμα, από όπου αρκετοί από αυτούς σε ομάδες ή και ένας ένας έφυγαν προς τη Μέση Ανατολή και άλλοι προσχώρησαν αργότερα στις αντιστασιακές οργανώσεις.
Στην είσοδο του λιμανιού του Ναυπλίου προσάραξε το Α/Π ULS TER PRΙΝCΕ, ενώ μέσα στο λιμάνι βυθίστηκε και δεύτερο πλοίο. Πίσω στην Αρβανιτιά βρίσκονταν μίσοβυθισμένα άλλα δύο Αγγλικά Καράβια. Ο Αγγλικός Στρατός στη σύγχυση και την άγρια καταδίωξη από τους Γερμανούς εγκαταλείπει τα πάντα από Καράβια ακινητοποιημένα και κατάφορτα από πάσης φύσεως υλικά, αυτοκίνητα φορτωμένα με πολεμικό υλικό και προσπαθεί με κάθε τρόπο να φύγει προς την Κρήτη, όπου αργότερα δόθηκε η τελευταία μάχη με τους Γερμανούς μέσα σε Ελληνικό έδαφος.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση και από τη θέα του εγκαταλειμμένου Στρατιωτικού υλικού στο Ναύπλιο και στη γύρω περιοχή, οι χωρικοί της Αργολίδας και κυρίως οι Χελιώτες σε ομάδες ή και ενας ένας κατέβηκαν στο Ναύπλιο και επιδόθηκαν στη λεηλασία των εγκαταλειμμένων εφοδίων του Αγγλικού Στρατού. Από το Στρατόπεδο του Πολυγώνου φορτώνονται σε μουλάρια παντός είδους τρόφιμα (όσπρια, ζυμαρικά, ζάχαρη, καφές, πάσης φύσεως κονσέρβες, άλευρα κ.λ,π.) αλλά και άλλα υλικά χρήσιμα για οικοδομικές εργασίες, όπως ξυλεία από τη διάλυση των Στρατιωτικών Παραπηγμάτων που υπήρχαν εκεί και ακόμα λάστιχα αυτοκινήτων ολόκληρα αλλά και κομμάτια από αυτά τα οποία αργότερα χρησιμοποίησαν για σόλες στα παπούτσια τους.
Όλα δε αυτά τα υλικά τα μετέφεραν στο Χέλι είτε φορτωμένα στα μουλάρια τους είτε και στην πλάτη τους ακόμα, κάνοντας αρκετά δρομολόγια μέρα και νύχτα αφού η λεηλασία αυτή κράτησε 2-3 ημέρες.
Αργότερα από ένα μισοβουλιαγμένο Καράβι στην Αρβανιτιά, οι Χελιώτες με την βοήθεια Βαρκάρηδων από το Ναύπλιο και με μικρή σχετικά αμοιβή, ξεφόρτωναν από αυτό μουλάρια ζωντανά, τα οποία μετέφεραν και αυτά στο χωριό τους για τις γεωργικές τους ανάγκες.
61. Επίθεση των Γερμανών κατά της Ελλάδας
Η Γερμανία δυσαρεστημένη από την έκβαση του αγώνα Ελλήνων και Ιταλών στην Αλβανία και θέλοντας να δώσει γρήγορα τέλος στην καθυστέρηση των επιχειρήσεων στο Αλβανικό μέτωπο, αποφάσισε να δράσει η ίδια κατά της Ελλάδας. Έτσι τον Απρίλιο του 1941 εκδηλώνεται στα Βουλγαρικά σύνορα επίθεση των Γερμανικών στρατευμάτων κατά της Ελλάδας. Η προέλαση των Γερμανών μέσα στο Ελληνικό έδαφος ήταν ραγδαία. Τα λίγα Ελληνικά στρατεύματα που βρίσκονταν εκεί αμύνονται ηρωικά, αλλά ήταν αδύνατο να αναχαιτίσουν τις βαριά οπλισμένες Γερμανικές δυνάμεις που είχαν και την υποστήριξη από εκατοντάδες βομβαρδιστικά αεροπλάνα "καθέτου εφορμήσεως" των γνωστών "ΣΤΟΥΚΑΣ".
Η Ελληνική άμυνα στο βουλγαρικό μέτωπο εξουδετερώθηκε πολύ γρήγορα και σε μικρό χρονικό διάστημα, ολόκληρη σχεδόν η Ελλάδα βρίσκεται στην κατοχή των Γερμανών, με εξαίρεση την Κρήτη, στην οποία είχε καταφύγει η Ελληνική Κυβέρνηση με μερικά υπολείμματα Στρατού, αλλά και εκεί δεν άργησε να πατήσει το πόδι του ο Γερμανικός Στρατός, αφού βέβαια πλήρωσε ακριβά σε ανθρώπινο υλικό αυτό το τόλμημα του να κάνει απόβαση στη Κρήτη από αέρα και θάλασσα.
Οι επιχειρήσεις των Γερμανών στην Κρήτη κράτησαν περίπου ένα μήνα. Η αντίσταση των Ελλήνων ήταν ηρωική μα στο τέλος υπέκυψαν και αυτοί, αφού όμως και πάλι η Κυβέρνηση και αρκετός Στρατός κατόρθωσαν να φύγουν από την Κρήτη με προορισμό την Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή.
234
Οι ηρωικοί αγώνες των Ελλήνων ενάντια στον άξονα Γερμανίας Ιταλίας για επτά ολόκληρους μήνες από 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι 31 Μαΐου 1941, αποτελούν αναμφισβήτητα μια από τις ενδοξότερες σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας η οποία κατέχει έτσι μια περίβλεπτη θέση στη σύγχρονη Ιστορία του Κόσμου ολόκληρου και ειδικότερα στην Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Και στο Γερμανικό Μέτωπο βρέθηκαν αρκετοί Χελιώτες οι οποίοι πολέμησαν ηρωικά μέχρι την τελευταία στιγμή που τα Ελληνικά Στρατεύματα συνθηκολόγησαν με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς.
Η Ελληνική άμυνα στο βουλγαρικό μέτωπο εξουδετερώθηκε πολύ γρήγορα και σε μικρό χρονικό διάστημα, ολόκληρη σχεδόν η Ελλάδα βρίσκεται στην κατοχή των Γερμανών, με εξαίρεση την Κρήτη, στην οποία είχε καταφύγει η Ελληνική Κυβέρνηση με μερικά υπολείμματα Στρατού, αλλά και εκεί δεν άργησε να πατήσει το πόδι του ο Γερμανικός Στρατός, αφού βέβαια πλήρωσε ακριβά σε ανθρώπινο υλικό αυτό το τόλμημα του να κάνει απόβαση στη Κρήτη από αέρα και θάλασσα.
Οι επιχειρήσεις των Γερμανών στην Κρήτη κράτησαν περίπου ένα μήνα. Η αντίσταση των Ελλήνων ήταν ηρωική μα στο τέλος υπέκυψαν και αυτοί, αφού όμως και πάλι η Κυβέρνηση και αρκετός Στρατός κατόρθωσαν να φύγουν από την Κρήτη με προορισμό την Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή.
234
Οι ηρωικοί αγώνες των Ελλήνων ενάντια στον άξονα Γερμανίας Ιταλίας για επτά ολόκληρους μήνες από 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι 31 Μαΐου 1941, αποτελούν αναμφισβήτητα μια από τις ενδοξότερες σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας η οποία κατέχει έτσι μια περίβλεπτη θέση στη σύγχρονη Ιστορία του Κόσμου ολόκληρου και ειδικότερα στην Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Και στο Γερμανικό Μέτωπο βρέθηκαν αρκετοί Χελιώτες οι οποίοι πολέμησαν ηρωικά μέχρι την τελευταία στιγμή που τα Ελληνικά Στρατεύματα συνθηκολόγησαν με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς.
60. Η Εποποιία στα Αλβανικά Βουνά
Από το 1922 μέχρι και το 1939, η Ελλάδα, όπως και όλη η Ευρώπη περνούν μια ειρηνική περίοδο και κανένα αξιόλογο περιστατικό δεν συνέβη που να έχει σχέση με το Χέλι. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού περνούν μια ήρεμη ζωή, φτωχικά μεν, αλλά ήσυχα, οι τσοπάνηδες με τα ζώα τους και οι γεωργοί με τα κτήματα τους. Το 1939 ένας χωριανός μας ο Δημήτριος Γεωργίου Τριμπόνιας, ενώ υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία αρρώστησε και πέθανε στρατιώτης. Αυτό ήταν ένα θλιβερό γεγονός στο χωριό κατά την περίοδο εκείνη.
Δεν έχουν περάσει καλά-καλά δέκα οκτώ χρόνια ειρηνικά από τη θλιβερή εκείνη εποχή του 1822, όπου ο Ελληνικός Στρατός έπαθε τη γνωστή πανωλεθρία στη Μικρά Ασία και ενώ ακόμα οι ώριμοι άνδρες διατηρούν στη μνήμη τους ζωντανές τις φοβερές εκείνες ημέρες που έζησαν στη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής, να και πάλι τα μαύρα σύννεφα του πολέμου φάνηκαν απειλητικά στον ορίζοντα της Ευρώπης. Η Γερμανία του Χίτλερ με συμμάχους την Ιταλία του Μουσολίνι και την Ιαπωνία κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον όλης της Ευρώπης.
Στη λαίλαπα αυτή του πολέμου μοιραίο ήταν να εμπλακεί και η Ελλάδα, χωρίς βέβαια αυτή να το επιδιώξει. Δέκα οκτώ χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, στις 28 Οκτωβρίου 1940, τα Ιταλικά στρατεύματα που βρίσκονταν στην Αλβανία, χωρίς κανένα λόγο και καμιά αιτία επιτέθηκαν εναντίον της Ελλάδας και μπήκαν στο Ελληνικό έδαφος.
Οι Έλληνες καλούνται για μια ακόμα φορά να κάνουν το Εθνικό τους καθήκον και να υπερασπιστούν την Πατρίδα τους.
Αντιστέκονται στις μεγαλύτερες και πιο σύγχρονες σε υλικά μέσα δυνάμεις των Ιταλών. Το ίδιο πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940 η Ελλάδα κάνει γενική επιστράτευση για να αντιμετωπίσει την εχθρική εισβολή. Οι στρατεύσιμοι Χελιώτες κατά εκατοντάδες ξεκινούν από το χωριό τους από τις πρώτες πρωινές ώρες και πεζοπορώντας φθάνουν στα Στρατόπεδα του Ναυπλίου και την ίδια ημέρα φόρεσαν το χακί, πήραν τα όπλα στο χέρι και με κάθε πρόσφορο μέσο στέλνονται στο Αλβανικό Μέτωπο. Και εκεί ψηλά στα Αλβανικά βουνά από την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων γίνεται το μεγάλο θαύμα του 1940.
Η αντίσταση των Ελλήνων στις υπέρτερες Ιταλικές δυνάμεις προκάλεσε εκδηλώσεις θαυμασμού σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο ενθουσιασμός των Ελλήνων Στρατιωτών και η ασυγκράτητη ορμή τους, αναπληρώνουν τα πενιχρά πολεμικά μέσα που είχαν στη διάθεση τους. Η λόγχη του Έλληνα Τσολιά και η ιστορική κραυγή "ΑΕΡΑ" έγιναν ο φόβος και ο τρόμος των εισβολέων. Οι Ιταλοί φασίστες όχι μόνο εκδιώχθηκαν από τα Ελληνικά χώματα αλλά και αναγκάστηκαν άτακτα να υποχωρήσουν μέσα στο Αλβανικό έδαφος.
Οι Ελληνικές Πόλεις της βόρειας Ηπείρου πέφτουν στα χέρια των Ελλήνων η μία έπειτα από την άλλη. Κορυτσά, Αργυρόκαστρο, Αυλώνα, Άγιοι Σαράντα, Χιμάρα κ.λ.π. γίνονται και πάλι Ελληνικές. Οι Χελιώτες εντεταγμένοι οι περισσότεροι στο όγδοο Σύνταγμα της Τετάρτης
233
Μεραρχίας αλλά και οι υπόλοιποι που ήσαν εντεταγμένοι σε άλλες μονάδες, κάνουν όλοι μαζί το καθήκον τους. Στις υπέρτερες όμως δυνάμεις του εχθρού προστέθηκε ακόμα ένας εχθρός των Ελλήνων, το φοβερό κρύο που ήσαν υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουν το χειμώνα εκείνο.
Οι Έλληνες Τραυματίες που μεταφέρονται στα μετόπισθεν είναι οι περισσότεροι από κρυοπαγήματα και λιγότεροι από τις σφαίρες των Ιταλών. Από τα κρυοπαγήματα ακρωτηριάζονται πάρα πολλοί και μένουν ανάπηροι σε όλη τους τη ζωή. Ευτυχώς για το Χέλι που παρά τη γενναία αριθμητική συμμετοχή τους στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, που κράτησε έξι περίπου μήνες, το Χέλι δεν θρήνησε θύματα, παρά μόνο μερικούς τραυματίες και από αυτούς ένας από κρυοπαγήματα με αποτέλεσμα να υποστεί ακρωτηριασμό των δακτύλων των ποδιών του. Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο υπήρχε μόνον ένας αγνοούμενος ο Σπυρίδων Χρήστου Οικονόμου, που όμως μετά τη λήξη του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έδωσε σημεία ζωής. Βρισκόταν αιχμάλωτος των Ιταλών και γύρισε στο χωριό με το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, αμέσως μετά την υπογραφή της ειρήνης.
Έτσι παρά το γεγονός ότι εκατοντάδες Χελιώτες πολέμησαν στην Αλβανία, το χωριό δεν θρήνησε κανένα απολύτως θύμα.
Δεν έχουν περάσει καλά-καλά δέκα οκτώ χρόνια ειρηνικά από τη θλιβερή εκείνη εποχή του 1822, όπου ο Ελληνικός Στρατός έπαθε τη γνωστή πανωλεθρία στη Μικρά Ασία και ενώ ακόμα οι ώριμοι άνδρες διατηρούν στη μνήμη τους ζωντανές τις φοβερές εκείνες ημέρες που έζησαν στη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής, να και πάλι τα μαύρα σύννεφα του πολέμου φάνηκαν απειλητικά στον ορίζοντα της Ευρώπης. Η Γερμανία του Χίτλερ με συμμάχους την Ιταλία του Μουσολίνι και την Ιαπωνία κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον όλης της Ευρώπης.
Στη λαίλαπα αυτή του πολέμου μοιραίο ήταν να εμπλακεί και η Ελλάδα, χωρίς βέβαια αυτή να το επιδιώξει. Δέκα οκτώ χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, στις 28 Οκτωβρίου 1940, τα Ιταλικά στρατεύματα που βρίσκονταν στην Αλβανία, χωρίς κανένα λόγο και καμιά αιτία επιτέθηκαν εναντίον της Ελλάδας και μπήκαν στο Ελληνικό έδαφος.
Οι Έλληνες καλούνται για μια ακόμα φορά να κάνουν το Εθνικό τους καθήκον και να υπερασπιστούν την Πατρίδα τους.
Αντιστέκονται στις μεγαλύτερες και πιο σύγχρονες σε υλικά μέσα δυνάμεις των Ιταλών. Το ίδιο πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940 η Ελλάδα κάνει γενική επιστράτευση για να αντιμετωπίσει την εχθρική εισβολή. Οι στρατεύσιμοι Χελιώτες κατά εκατοντάδες ξεκινούν από το χωριό τους από τις πρώτες πρωινές ώρες και πεζοπορώντας φθάνουν στα Στρατόπεδα του Ναυπλίου και την ίδια ημέρα φόρεσαν το χακί, πήραν τα όπλα στο χέρι και με κάθε πρόσφορο μέσο στέλνονται στο Αλβανικό Μέτωπο. Και εκεί ψηλά στα Αλβανικά βουνά από την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων γίνεται το μεγάλο θαύμα του 1940.
Η αντίσταση των Ελλήνων στις υπέρτερες Ιταλικές δυνάμεις προκάλεσε εκδηλώσεις θαυμασμού σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο ενθουσιασμός των Ελλήνων Στρατιωτών και η ασυγκράτητη ορμή τους, αναπληρώνουν τα πενιχρά πολεμικά μέσα που είχαν στη διάθεση τους. Η λόγχη του Έλληνα Τσολιά και η ιστορική κραυγή "ΑΕΡΑ" έγιναν ο φόβος και ο τρόμος των εισβολέων. Οι Ιταλοί φασίστες όχι μόνο εκδιώχθηκαν από τα Ελληνικά χώματα αλλά και αναγκάστηκαν άτακτα να υποχωρήσουν μέσα στο Αλβανικό έδαφος.
Οι Ελληνικές Πόλεις της βόρειας Ηπείρου πέφτουν στα χέρια των Ελλήνων η μία έπειτα από την άλλη. Κορυτσά, Αργυρόκαστρο, Αυλώνα, Άγιοι Σαράντα, Χιμάρα κ.λ.π. γίνονται και πάλι Ελληνικές. Οι Χελιώτες εντεταγμένοι οι περισσότεροι στο όγδοο Σύνταγμα της Τετάρτης
233
Μεραρχίας αλλά και οι υπόλοιποι που ήσαν εντεταγμένοι σε άλλες μονάδες, κάνουν όλοι μαζί το καθήκον τους. Στις υπέρτερες όμως δυνάμεις του εχθρού προστέθηκε ακόμα ένας εχθρός των Ελλήνων, το φοβερό κρύο που ήσαν υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουν το χειμώνα εκείνο.
Οι Έλληνες Τραυματίες που μεταφέρονται στα μετόπισθεν είναι οι περισσότεροι από κρυοπαγήματα και λιγότεροι από τις σφαίρες των Ιταλών. Από τα κρυοπαγήματα ακρωτηριάζονται πάρα πολλοί και μένουν ανάπηροι σε όλη τους τη ζωή. Ευτυχώς για το Χέλι που παρά τη γενναία αριθμητική συμμετοχή τους στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, που κράτησε έξι περίπου μήνες, το Χέλι δεν θρήνησε θύματα, παρά μόνο μερικούς τραυματίες και από αυτούς ένας από κρυοπαγήματα με αποτέλεσμα να υποστεί ακρωτηριασμό των δακτύλων των ποδιών του. Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο υπήρχε μόνον ένας αγνοούμενος ο Σπυρίδων Χρήστου Οικονόμου, που όμως μετά τη λήξη του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έδωσε σημεία ζωής. Βρισκόταν αιχμάλωτος των Ιταλών και γύρισε στο χωριό με το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, αμέσως μετά την υπογραφή της ειρήνης.
Έτσι παρά το γεγονός ότι εκατοντάδες Χελιώτες πολέμησαν στην Αλβανία, το χωριό δεν θρήνησε κανένα απολύτως θύμα.
Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010
ΟΙ ΧΕΛΙΩΤΕΣ ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟ 1897 ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ 1943
59. Πόλεμοι από το 1897 μέχρι το 1922
Το 1829 τέλειωσε ο ένοπλος αγώνας των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων, οπότε υπογράφεται ανακωχή και η Ελλάδα ανακηρύσσεται ανεξάρτητο πλέον Κράτος το οποίον αναγνωρίζεται αμέσως από όλα τα Ευρωπαϊκά Κράτη.
Το νέο όμως Ελληνικό Κράτος δεν είναι ακόμα η μεγάλη Ελλάδα, είναι περιορισμένο και περιλαμβάνει την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες. Παραμένουν επομένως πολλές ακόμα αλύτρωτες περιοχές όπως η Θεσσαλία, η Ήπειρος, η Μακεδονία, η Θράκη, τα νησιά του Αιγαίου και Ιονίου Πελάγους κ.λ.π. Για το λόγο αυτό ενώ το ανεξάρτητο πλέον Ελληνικό Κράτος υπόγραψε συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία, οι αλύτρωτοι Έλληνες δεν έπαψαν ποτέ να πολεμάνε τους Τούρκους και πάντοτε βρίσκονταν σε διαρκή επανάσταση εναντίον των, αλλά και το ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος αργότερα έκανε αρκετούς πολέμους για την απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών μας.
α) Ελληνοτουρκικός Πόλεμος το 1897
Το 1897 κηρύχθηκε Ελληνοτουρκικός πόλεμος στον οποίο πήραν μέρος πολλοί Χελιώτες, αφού το όγδοο Σύνταγμα Πεζικού της τετάρτης Μεραρχίας που ήσαν εντεταγμένοι οι Χελιώτες κληρωτοί της περιόδου εκείνης, έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στον πόλεμο αυτό.
β) Βαλκανικοί πόλεμοι
Σημαντική επίσης ήταν η συμβολή των Χελιωτών στη νεώτερη Ελληνική Ιστορία από το 1912 που αρχίζουν οι Βαλκανικοί πόλεμοι. Εντεταγμένοι πάντα στο όγδοο Σύνταγμα Πεζικού, πήραν μέρος σε όλες τις μάχες για την απελευθέρωση της Ηπείρου και της Μακεδονίας.
Συγκεκριμένα στις 5-10-1912 η Τετάρτη Μεραρχία κινείται προς τα Σέρβια, όπου στις 4 το απόγευμα της 10-10-1912 καταλαμβάνει την Πόλη και ύστερα από δύο ημέρες καταλαμβάνει και τα στενά του Σαρανταπόρου, μοναδική τοποθεσία για την άμυνα των Τούρκων, έπειτα από σκληρή μάχη. Στη μάχη του Σαρανταπόρου οι Έλληνες σημείωσαν την πρώτη μεγάλη νίκη τους, στους αγώνες για την απελευθέρωση της βόρειας Ελλάδας. Η προέλαση των Ελληνικών Μεραρχιών, μεταξύ των
230
οποίων ,και η Τετάρτη, συνεχίζεται ακάθεκτα και στις 11 το πρωί της 20-10-1912 στα χέρια των Ελληνικών δυνάμεων βρίσκονται και τα Γιαννιτσά.
Η νίκη των Ελλήνων στα Γιαννιτσά συμπληρώνει τη νίκη του Σαρανταπόρου και αποτελεί για τον Ελληνικό Στρατό νέο τίτλο τιμής και δόξας. ΣΤΟ Σαραντάπορο και στα Γιαννιτσά οι Έλληνες είχαν 382 νεκρούς και 1.800 τραυματίες. Η προέλαση του Ελληνικού Στρατού συνεχίζεται ακάθεκτα προς τη Θεσσαλονίκη όπου στις 27-10-1912 ο Τούρκος Διοικητής ΤΑΞΙΜ-ΠΑΣΑΣ αναγκάζεται να παραδώσει την Πόλη και όλο το Στρατό από 25.000 άνδρες και 1.000 Αξιωματικούς μαζί με όλο το πολεμικό υλικό. 70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα, 70.000 τουφέκια, πολλά πυρομαχικά και άφθονο βοηθητικό υλικό βρίσκονται στα χέρια του Ελληνικού Στρατού.
Τις επόμενες δέκα ημέρες τα Ελληνικά στρατεύματα ελευθερώνουν όλη τη δυτική Μακεδονία και την Κορυτσά και οι Τούρκοι όλης της περιοχής μαζεύονται στα Γιάννενα.
Από 21-11-1912 τα Ελληνικά Στρατεύματα πολιορκούν τα Γιάννενα και στις 8-12-1912 ενισχύονται οι πολιορκητές με δύο ακόμα Μεραρχίες Στρατού την τετάρτη και την έκτη. Στις 20-2-1913 γίνεται η τελική επίθεση για την κατάληψη της Πόλης και στις 22-2-1913 τα Ελληνικά Στρατεύματα μπαίνουν μέσα στην Πόλη και μέσα σε δέκα ημέρες, έπειτα από σκληρές μάχες, απελευθερώνουν όλη την Ήπειρο. Στις 19-6-1913 η τετάρτη και η πέμπτη Μεραρχίες αρχίζουν επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της Κεντρικής Μακεδονίας. Δίνουν σκληρές μάχες στο Κιλκίς και στο Λαχανά όπου κατατροπώνουν τους Τούρκους. Οι μάχες όμως αυτές στοίχισαν στις δύο Μεραρχίες που έλαβαν μέρος 2.701 νεκρούς και τραυματίες.
γ) Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος
Το 1914 κηρύσσεται ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος όπου στην αρχή η Ελλάδα ήταν αμέτοχη. Από το Σεπτέμβρη όμως του 1916 μπήκε στον πόλεμο αυτόν εναντίον των Γερμανοβουλγάρων με μικρές στην αρχή δυνάμεις, για να κορυφωθεί η συμμετοχή της το Μάη του 1918 με δέκα συνολικά Μεραρχίες και στις 17 του Μάη 1918 οι συμμαχικές δυνάμεις μαζί με τις Ελληνικές Μεραρχίες, κατατρόπωσαν τους Γερμανοβουλγάρους στη μάχη του Σκρά. Οι δέκα Ελληνικές Μεραρχίες που πήραν μέρος στη μεγάλη αυτή επίθεση αντιπροσώπευαν το 34% της συνολικής συμμαχικής δύναμης του Μακεδόνικου Μετώπου, εναντίον των Γερμανοβουλγάρων.
Και σε αυτή τη μάχη πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε το όγδοο Σύνταγμα της τετάρτης Μεραρχίας, όπου υπηρετούσαν όλοι οι Χελιώτες. Οι απώλειες των Ελλήνων στη μάχη αυτή ήσαν τρομερές, 834 νεκροί, 3.790 τραυματίες και 671 αγνοούμενοι. Στις 28 Ιουλίου 1920 υπογράφεται Π συνθήκη των Σεβρών που παραχωρεί στην Ελλάδα την Ανατολική Θράκη, την Ίμβρο, την Τένεδο, τα Δωδεκάνησα εκτός από τη Ρόδο και μια εκτεταμένη περιοχή της Σμύρνης από τα Μοσχονησια προς Βορά μέχρι τπ Μαγνησία προς Νότο και μέχρι το Σαλιχλή προς Ανατολάς.
231
δ} Μικρασιατική Καταστροφή
Δεν πέρασαν καλά-καλά 4 μήνες από τότε που υπογράφτηκε η Συνθήκη των Σεβρών που δημιούργησε την Μεγάλη Ελλάδα και ο Ελευθέριος Βενιζέλος προκήρυξε εκλογές για το Νοέμβριο του 1920. Το αποτέλεσμα των εκλογών αυτών άλλαξε τελείως το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο θριαμβευτής των Βαλκανικών Πολέμων, αυτός που δημιούργησε την Μεγάλη Ελλάδα, χάνει την εξουσία, επανέρχεται στην Ελλάδα ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος και μετά από λίγο καιρό αρχίζουν και πάλι οι πολεμικές επιχειρήσεις της Ελλάδας εναντίον της Τουρκίας. Τα Ελληνικά Στρατεύματα προελαύνουν ακάθεκτα και φθάνουν έξω από την Άγκυρα.
Μέχρι εκεί έφθασε η αλαζονεία των Κυβερνώντων τότε που προχωρούσαν, χωρίς να σκεφθούν να εδραιώσουν την κατοχή των Τουρκικών εδαφών που κάθε ημέρα κυρίευαν, Η τελευταία μάχη δόθηκε τον Αύγουστο του 1922 η οποία κατέληξε σε οδυνηρή ήττα των Ελλήνων, για να ακολουθήσει έπειτα η Μικρασιατική Καταστροφή που ήταν η μεγαλύτερη συμφορά του Νεωτέρου Ελληνισμού, με συνέπειες τη διάλυση της Ελληνικής Στρατιάς στη Μικρά Ασία, την πυρπόληση της Σμύρνης από τους Τούρκους, τις σφαγές, τις λεηλασίες και τις άλλες φρικαλεότητες των Τούρκων και προπάντων το ξερίζωμα 1,500.000 Ελλήνων από τις προαιώνιες εστίες των στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.
Σε όλους αυτούς τους Αγώνες από το 1897 μέχρι και το 1822, το Χέλι έδωσε στο βωμό των θυσιών τουλάχιστον έντεκα νεκρούς, τόσους μπορέσαμε από τις έρευνες που κάναμε να εξακριβώσουμε. Ίσως να υπάρχουν και άλλοι νεκροί που να μη μπορέσαμε να τους βρούμε.
Παραθέτουμε Ονομαστικό Κατάλογο των πεσόντων Χελίωτών στους Πολέμους από το 1897 μέχρι το 1922.
Βλαχοκυριάκος Αθανάσιος φονευθείς
Γεώργας Γεώργιος Ιωάννου φονευθείς
Κόλλιας Κυριάκος Νικολάου φονευθείς
Μανώλης ή Ξυπολιάς Χρίστος φονευθείς
Οικονόμου Δημήτριος Αναστασίου φονευθείς
Οικονόμου Ευάγγελος Δημητρίου αποβιώσας
Πίτσας Θεόδωρος Αθανασίου εξαφανισθείς
Σωτηρίου Δημήτριος Χαραλάμπους αποβιώσας
Τόσκας Γεώργιος Δημητρίου φονευθείς
Τόσκας Χαράλαμπος φονευθείς
Τριμπόνιας Αθανάσιος Δημητρίου φονευθείς
Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010
58. Ληστές από το Χέλι
Μετά το 1833 ακολουθεί μια περίοδος που εκδηλώνεται συστηματικά η . ληστρική ζωή σε όλη την Ελλάδα. Στην αρχή βιοτικές ανάγκες ήσαν τα αίτια που ανάγκασαν πολλούς να επιδοθούν στο ληστρικό βίο. Οι βιοτικές όμως ανάγκες δεν ήσαν η μοναδική αιτία για να γίνει κανένας ληστής. Με την πάροδο του χρόνου η ληστρική ζωή έγινε μόδα και πάρα πολλοί για διάφορους λόγους επιδόθηκαν σε αυτή.
Από το 1850 όμως παρατηρείται μια έξαρση της ληστρικής ζωής σε όλη την Ελλάδα και οι ληστοσυμμορίες λυμαίνονται όλη τη χώρα. Το Χέλι δεν υστέρησε και στον τομέα αυτόν και σε αυτήν ειδικά την περίοδο ανέδειξε αρκετούς ληστές, που την πρώτη θέση κατέχουν οι Λύγκοι, πρώτος ο Αρχηλήσταρχος Γεώργιος Λύγκος, ο γέρος, ο επιλεγόμενος και παππούς και μετά από αυτόν ο ανιψιός, ο Λήσταρχος Αναστάσιος Λύγκος, ο επιλεγόμενος Λεβέντης.
Ο Γεώργιος Λύγκος ήταν ψηλός, ισχνός, με μακριά γενειάδα, με πυκνά μαύρα φρύδια, ήταν ο εξυπνότερος και ο πολιτικότερος από όλους τους ληστές της εποχής εκείνης. Ο Γέρο Λύγκος, ο παππούς, ποτέ δεν εγκλιμάτισε, δεν είχε σκοτώσει κανέναν και δεν φυγοδικούσε πριν γίνει ληστής. Το σκιάχτρο της Στρατιωτικής θητείας τον είχε κυνηγήσει από το χωριό και από τις πολιτείες και νεότατων ακόμα, λεβέντη, τον είχε σπρώξει στα απόκρημνα βουνά της Πελοποννήσου και στις χαράδρες μακριά από τα αποσπάσματα.
Τη δεκαετία του 1850 η Στρατιωτική θητεία ήταν δυσβάσταχτο φορτίο ιδιαίτερα από τους χωρικούς. Όταν επρόκειτο να γίνει η κλήρωση για το Στρατιωτικό, θρήνος και οδυρμός επικρατούσε σε όλο το χωριό. Οι μανάδες κλαίγανε τα παιδιά τους, τα οποία θα έφευγαν για τις Πόλεις, για την Πρωτεύουσα, για να υπηρετήσουν στις Καζάρμες και ο αποχωρισμός ήταν συγκινητικότατος, σαν να επρόκειτο να μη ξαναδούν ποτέ τον κληρωτό οι γονείς του, τα αδέρφια του και οι άλλοι συγγενείς.
Όταν κληρώθηκε ο Γεώργιος Λύγκος στο Χέλι και ήρθε η ώρα να παρουσιασθεί Στρατιώτης, αυτός δεν φάνηκε στη χώρα, στην Καζάρμα (Στρατώνας), αλλά πήρε το τουφέκι του και έγινε άφαντος από τα αποσπάσματα που τον κυνηγούσαν. Στην αρχή έπαιρνε ψωμί για να ζήσει, έπειτα άρχισε να κλέβει γιδοπρόβατα και μετά ήρθαν στο μυαλό του και τα λεφτά, γιατί κατάλαβε πως με τα λεφτά μπορούσε να αγοράσει οτιδήποτε. Έπειτα μάζεψε και. άλλους και έφτιαξε ολόκληρη ληστοσυμμορία που για αρκετά χρόνια δρούσε στην Πελοπόννησο, στην Αττική και στην Βοιωτία.
Ο Αναστάσιος Λύγκος ή Λεβέντης, ο ανιψιός του γέρου, επιδόθηκε στη ληστρική ζωή λίγο καιρό πριν από τη μεταπολίτευση του 1862 και δεν θα
228
το έκανε αυτό, αν τα αποσπάσματα δεν τον πίεζαν στο χωριό για να αποκαλύψει που βρισκόταν ο θείος του, Γεώργιος Λύγκος, και δεν τον απειλούσαν ότι θα κλείσουν αυτόν στη Φυλακή. Έτσι πήρε και αυτός το τουφέκι του και πήγε, βρήκε τον μπάρμπα του και εντάχθηκε στη συμμορία του για αρκετό καιρό, για να κάνει αργότερα δική του συμμορία. Εκτός από τους δύο παραπάνω Χελιώτες ληστές, είναι ακόμα γνωστοί και άλλοι δύο. Ο ληστής Κίτσος που το πραγματικό του όνομα ήταν Χρήστος Οικονόμου ή Νυφίτσας και ήταν και αυτός ανιψιός του Γέρο Λάγκου, ήταν ξανθός, νέος, καθαρός και ωραίος και το 1871 σχημάτισε δική του συμμορία από τους Καδή, Μάγερα και Κουρκούμπα.
Ο επόμενος ληστής από το Χέλι ήταν ο Κουλός ο οποίος τον περισσότερο καιρό ήταν μαζί με τον Λύγκο. Λεπτομέρειες για τη ζωή και τη δράση των ληστών που η καταγωγή τους ήταν από το Χέλι, αναφέρονται σε ειδικό βιβλίο με τίτλο "ΛΗΣΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΕΛΙ" που έχει κυκλοφορήσει σε ελάχιστα αντίτυπα (σε φωτοτυπίες από δακτυλογραφημένο κείμενο), το έτος 1995.
Από το 1850 όμως παρατηρείται μια έξαρση της ληστρικής ζωής σε όλη την Ελλάδα και οι ληστοσυμμορίες λυμαίνονται όλη τη χώρα. Το Χέλι δεν υστέρησε και στον τομέα αυτόν και σε αυτήν ειδικά την περίοδο ανέδειξε αρκετούς ληστές, που την πρώτη θέση κατέχουν οι Λύγκοι, πρώτος ο Αρχηλήσταρχος Γεώργιος Λύγκος, ο γέρος, ο επιλεγόμενος και παππούς και μετά από αυτόν ο ανιψιός, ο Λήσταρχος Αναστάσιος Λύγκος, ο επιλεγόμενος Λεβέντης.
Ο Γεώργιος Λύγκος ήταν ψηλός, ισχνός, με μακριά γενειάδα, με πυκνά μαύρα φρύδια, ήταν ο εξυπνότερος και ο πολιτικότερος από όλους τους ληστές της εποχής εκείνης. Ο Γέρο Λύγκος, ο παππούς, ποτέ δεν εγκλιμάτισε, δεν είχε σκοτώσει κανέναν και δεν φυγοδικούσε πριν γίνει ληστής. Το σκιάχτρο της Στρατιωτικής θητείας τον είχε κυνηγήσει από το χωριό και από τις πολιτείες και νεότατων ακόμα, λεβέντη, τον είχε σπρώξει στα απόκρημνα βουνά της Πελοποννήσου και στις χαράδρες μακριά από τα αποσπάσματα.
Τη δεκαετία του 1850 η Στρατιωτική θητεία ήταν δυσβάσταχτο φορτίο ιδιαίτερα από τους χωρικούς. Όταν επρόκειτο να γίνει η κλήρωση για το Στρατιωτικό, θρήνος και οδυρμός επικρατούσε σε όλο το χωριό. Οι μανάδες κλαίγανε τα παιδιά τους, τα οποία θα έφευγαν για τις Πόλεις, για την Πρωτεύουσα, για να υπηρετήσουν στις Καζάρμες και ο αποχωρισμός ήταν συγκινητικότατος, σαν να επρόκειτο να μη ξαναδούν ποτέ τον κληρωτό οι γονείς του, τα αδέρφια του και οι άλλοι συγγενείς.
Όταν κληρώθηκε ο Γεώργιος Λύγκος στο Χέλι και ήρθε η ώρα να παρουσιασθεί Στρατιώτης, αυτός δεν φάνηκε στη χώρα, στην Καζάρμα (Στρατώνας), αλλά πήρε το τουφέκι του και έγινε άφαντος από τα αποσπάσματα που τον κυνηγούσαν. Στην αρχή έπαιρνε ψωμί για να ζήσει, έπειτα άρχισε να κλέβει γιδοπρόβατα και μετά ήρθαν στο μυαλό του και τα λεφτά, γιατί κατάλαβε πως με τα λεφτά μπορούσε να αγοράσει οτιδήποτε. Έπειτα μάζεψε και. άλλους και έφτιαξε ολόκληρη ληστοσυμμορία που για αρκετά χρόνια δρούσε στην Πελοπόννησο, στην Αττική και στην Βοιωτία.
Ο Αναστάσιος Λύγκος ή Λεβέντης, ο ανιψιός του γέρου, επιδόθηκε στη ληστρική ζωή λίγο καιρό πριν από τη μεταπολίτευση του 1862 και δεν θα
228
το έκανε αυτό, αν τα αποσπάσματα δεν τον πίεζαν στο χωριό για να αποκαλύψει που βρισκόταν ο θείος του, Γεώργιος Λύγκος, και δεν τον απειλούσαν ότι θα κλείσουν αυτόν στη Φυλακή. Έτσι πήρε και αυτός το τουφέκι του και πήγε, βρήκε τον μπάρμπα του και εντάχθηκε στη συμμορία του για αρκετό καιρό, για να κάνει αργότερα δική του συμμορία. Εκτός από τους δύο παραπάνω Χελιώτες ληστές, είναι ακόμα γνωστοί και άλλοι δύο. Ο ληστής Κίτσος που το πραγματικό του όνομα ήταν Χρήστος Οικονόμου ή Νυφίτσας και ήταν και αυτός ανιψιός του Γέρο Λάγκου, ήταν ξανθός, νέος, καθαρός και ωραίος και το 1871 σχημάτισε δική του συμμορία από τους Καδή, Μάγερα και Κουρκούμπα.
Ο επόμενος ληστής από το Χέλι ήταν ο Κουλός ο οποίος τον περισσότερο καιρό ήταν μαζί με τον Λύγκο. Λεπτομέρειες για τη ζωή και τη δράση των ληστών που η καταγωγή τους ήταν από το Χέλι, αναφέρονται σε ειδικό βιβλίο με τίτλο "ΛΗΣΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΕΛΙ" που έχει κυκλοφορήσει σε ελάχιστα αντίτυπα (σε φωτοτυπίες από δακτυλογραφημένο κείμενο), το έτος 1995.
Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010
Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010
57. Το Χέλι μετά την επανάσταση του 1821
Το 1829 μετά την μάχη της Πέτρας της Βοιωτίας που είναι και η τελευταία του Αγώνα για την απελευθέρωση των Ελλήνων ύστερα από 350 και πλέον χρόνια σκληρής δουλείας, οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να] συνθηκολογήσουν με τους εξεγερθέντες Έλληνες και να τους αναγνωρίσουν το δικαίωμα ελεύθερης ζωής.
Το Σεπτέμβριο του 1829 η Ελλάδα και επίσημα πλέον ανακηρύσσεται ανεξάρτητο κράτος και αναγνωρίζεται από τις μεγάλες δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία. Το νέο Ελληνικό κράτος μικρό μεν αλλά ελεύθερο περιελάμβανε την Πελοπόννησο και το μεγαλύτερο μέρος της Στερεάς Ελλάδας. Οι Αγωνιστές γυρίζουν σπίτια τους και αρχίζει πλέον ο ελεύθερος και ειρηνικός βίος.
Πρώτη φροντίδα όλων των Αγωνιστών είναι η αναγνώριση από την Πολιτεία, των εκδουλεύσεών των προς την Πατρίδα και η αντάξια αμοιβή τους είτε υλικά με την απονομή σύνταξης ή η χορήγηση κάποιου βοηθήματος είτε ηθικά με την απονομή βαθμών και Εθνοσήμων (Παρασήμων ) κ.λ.π. Η Πολιτεία για το σκοπό αυτό συγκρότησε δεκαμελή επιτροπή με το ΦΕΚ 9/13-3-1833 Βασιλικό Διάταγμα για την εξέταση των εκδουλεύσεών όλων των Αξιωματικών των διαλυθέντων άτακτων στρατευμάτων και όλων των πολεμιστών του Αγώνα και είχε πρόεδρο τον Υπουργό Στρατιωτικών κ. Κων/νο Ζωγράφο.
Η πρώτη αυτή επιτροπή κλήθηκε να εξετάσει όλες τις αιτήσεις για την αναγνώριση των Αγώνων και Θυσιών των Αγωνιστών, χωρίς να καταλήξει σε κανένα αποτέλεσμα, εκτός βέβαια των οπλαρχηγών του Αγώνα που τους έγινε αποκατάσταση, με την παραχώρηση γης από τα εγκαταλειμμένα τσιφλίκια των Τούρκων, όπως επίσης και την απονομή παρασήμων και βαθμών στη Στρατιωτική Ιεραρχία με τους αντίστοιχους μισθούς.
Βέβαια η Πολιτεία δεν διατήρησε στους οπλαρχηγούς τους βαθμούς που είχαν πάρει στα πεδία των μαχών, που σχεδόν όλοι είχαν πάρει το βαθμό του Στρατηγού, αλλά τους κατάταξε σε κατώτερους βαθμούς, ανάλογα με την προσφορά και τις προσβάσεις που είχαν αυτοί στις κατά καιρούς Κυβερνήσεις. Έτσι τον βαθμό του Στρατηγού διατήρησαν ελάχιστοι από τους Αγωνιστές, οι δε υπόλοιποι κατατάγηκαν σε κατώτερες βαθμίδες.
Ο Καπετάν Γεωργάκης Χελιώτης που εθεωρείτο από τους ανδρειότερους συμπολεμιστές των Παπαρσένη Κρέατα, Νικηταρά κ.λ.π., υπηρέτησε πάντοτε σαν οπλαρχηγός του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη και έλαβε μέρος σε δεκάδες μάχες, είχε διακριθεί ιδιαίτερα στην εκστρατεία της Αττικής όπου είχε προαχθεί σε Αντιστράτηγο και σαν χιλίαρχος έμεινε στην προφυλακή μέχρι το 1829 που είναι το τέλος του Αγώνα και αυτόν η πρώτη
107
επιτροπή τον κατέταξε στη Βασιλική Φάλαγγα με τον βαθμό του Ταγματάρχη με μισθό 10.000 γρόσια το Μήνα.
Δίκαια δε η γυναίκα του αργότερα διαμαρτυρήθηκε προς την Επιτροπήν Αγώνα γι αυτήν την αδικία όπως την χαρακτήριζε. Ο Καπετάν Γεωργάκης Χελιώτης στον πίνακα των δεκάδων Οπλαρχηγών της Κορινθίας είχε καταταγεί τρίτος στη σειρά αυτών μετά από τον Γιαννάκη Νοταρά και τον Παναγιωτάκη Νοταρά. Η πλούσια δε δράση αυτού έχει αναφερθεί εκτενέστερα σε προηγούμενο κεφάλαιο.
Μετά την συγκρότηση της πρώτης Επιτροπής που δεν μπόρεσε να λύσει κανένα πρόβλημα ακολούθησε η συγκρότηση και άλλων επιτροπών που η κάθε μία παρέπεμπε τα προβλήματα στην επόμενη.
Έτσι με το Φεκ 28,29/18-11-1845 Β. Διάταγμα συγκροτήθηκε η δεύτερη Επιτροπή που είχε πενήντα επτά μέλη με πρόεδρο τον Ιωάννη Κωλέττη και γραμματείς τον Παναγιώτην Σπανόπουλον και Νικόλαον Κοσομούλην. Και αυτή όμως δεν έλυσε κανένα πρόβλημα στα δέκα έξι χρόνια της θητείας της.
Με το Φεκ 57/21-9-1861 Β. Διάταγμα συγκροτήθηκε η τρίτη κατά σειράν Επιτροπή που αποτελείτο από 25 μέλη και είχε πρόεδρο τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Μετά τρία χρόνια δηλαδή το 1864 ανασυγκροτήθηκε η τρίτη Επιτροπή, η οποία περιελάμβανε είκοσι έξι μέλη από τα οποία τα δέκα τρία ανήκαν και στην προηγούμενη Επιτροπή, Πρόεδρος δε αυτής ήταν ο Γενναίος Κολοκοτρώνης και γραμματέας αυτής ο Ιωάννης Φιλήμονας. Σκοπός της τέταρτης και τελευταίας αυτής Επιτροπής ήταν η εξέταση και εκκαθάριση όλων των από της αρχής μέχρι τέλους του υπέρ Εθνικής Αυτονομίας Ιερού Αγώνα απαιτήσεων. Τα περισσότερα μέλη της τελευταίας αυτής Επιτροπής είχαν λάβει μέρος στον Ιερό Αγώνα, μέλος δε της Επιτροπής αυτής ήταν και ο Δημήτριος Τσώκρης.
Οι Αγωνιστές του Ιερού Αγώνα καλούνται και πάλι από την τελευταία αυτή επιτροπή να υποβάλλουν τα δικαιολογητικά τους, οι περισσότεροι όμως από αυτούς έχουν πεθάνει και τα δικαιολογητικά υποβάλλουν οι χήρες γυναίκες τους ή οι απόγονοι αυτών. Τότε ακριβώς, δηλαδή το έτος 1865, δημιουργείται και το πρώτο αρχείο των Αγωνιστών του 1821, από τα δικαιολογητικά που είχαν υποβληθεί και μπήκαν μέσα σε ατομικούς φακέλους που υπάρχουν μέχρι σήμερα ακόμα στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
Το αρχείο φυσικά αυτό είναι ελλιπές, γιατί και τα δικαιολογητικά είναι ελάχιστα, αφού τα πρώτα που είχαν υποβληθεί στις προηγούμενες Επιτροπές είχαν χαθεί αλλά και για το λόγο ότι πολλοί Αγωνιστές είχαν πεθάνει και είτε δεν άφησαν απογόνους, είτε γιατί οι απόγονοι αυτών αδιαφόρησαν για τη συλλογή και υποβολή νέων δικαιολογητικών στην τελευταία αυτή Επιτροπή Αγώνων και θυσιών απογοητευμένοι από την παραμονή 32 ολόκληρων χρόνων και έτσι πολλοί από αυτούς έμειναν αφανείς ήρωες.
Από το γεγονός αυτό μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι οι αγωνιστές του 1821, πανελλήνια, αλλά και ειδικότερα οι Χελιώτες δεν είναι
108
μόνο αυτοί που είναι γραμμένοι στο Μητρώο των Αγωνιστών, αλλά πολλοί άλλοι που για διάφορους λόγους έμειναν αφανείς. Για τους πολλούς όμως Αγωνιστές φαίνεται πως δεν πάρθηκε καμιά απόφαση στα 32 χρόνια που λειτούργησαν αυτές οι Επιτροπές και δεν έγινε καμιά αναγνώριση σε όλο αυτό το διάστημα, γιατί οι Αγωνιστές ήσαν πολλοί, σχεδόν όλοι οι μάχιμοι Έλληνες του Ελεύθερου Ελληνικού Κράτους και το νεοσύστατο τότε κράτος, χωρίς πόρους και με πληγές αγιάτρευτες από τον εννεαετή πόλεμο εναντίων των Τούρκων δυναστών, αλλά και από τον διχασμό και το αλληλοφάγωμα των Ελλήνων που από το πρώτο χρόνο της Επανάστασης εκδηλώθηκε, με ολέθρια αποτελέσματα, αφού το Κράτος τότε ασχολείτο περισσότερο με τις δίκες και καταδίκες των Αγωνιστών και Πρωταγωνιστών της Ελευθερίας του Ελληνικού Έθνους και δεν είχε πλέον τη δύναμη και την θέληση να ασχοληθεί με την αναγνώριση των Αγώνων και Θυσιών αυτού του βασανισμένου και ηρωικά αγωνιζόμενου λαού.
Οι Επιτροπές αλλάζουν και η μία διαδέχεται την άλλη. Οι δεκαετίες περνούν και κάθε μία Επιτροπή παραπέμπει τις υποθέσεις στην επόμενη που έρχεται, αφού στο μεταξύ οι περισσότεροι αγωνιστές έχουν πεθάνει και για πολλούς από αυτούς έχουν χαθεί και τα δικαιολογητικά και είναι αδύνατο να ευρεθούν άλλα αφού και οι περισσότεροι από τους Οπλαρχηγούς που είχαν εκδώσει τα δικαιολογητικά είχαν πεθάνει και αυτοί.
Πόσοι όμως από τους Αγωνιστές που υπέβαλαν για τελευταία φορά τα δικαιολογητικά τους αυτοί οι ίδιοι ή οι απόγονοι τους δικαιώθηκαν, δεν μας είναι γνωστό γιατί στους ατομικούς φακέλους των αγωνιστών δεν υπάρχουν στοιχεία γι αυτό.
Το πιθανότερο όμως είναι, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές στο Ελληνικό Κράτος ότι όλες οι υποθέσεις αυτές να παραπέμφθηκαν για αργότερα, μέχρις ότου οι επόμενες γενεές να έπαψαν να ενδιαφέρονται, αρκέστηκαν δε μόνο να φυλάνε τα όπλα των προγόνων τους (Ντουφέκια, Μπιστόλες, Γιαταγάνια κ.λ.π.) σαν ιερά κειμήλια, μέχρις ότου ο χρόνος και αυτά να τα έφθειρε σιγά-σιγά, για να τους δώσουν την χαριστική βολή οι Γερμανοί κατακτητές το 1941-1944 όπου πολλά από αυτά τα άρπαξαν, ενώ όσα οι κάτοχοι τους πρόλαβαν να τα κρύψουν θάβοντας τα στη γη για να τα διασώσουν και άλλα μεν από αυτά καταστράφηκαν τελείως από το χώμα και την υγρασία και άλλα χάθηκαν αφού οι κτήτορές τους εκτελέσθηκαν από τους Γερμανούς και τους Αντάρτες στη διάρκεια της Κατοχής και έμειναν για πάντα κρυμμένα σε άγνωστα μέρη, με αποτέλεσμα ελάχιστα πλέον και από αυτά τα κειμήλια να υπάρχουν σήμερα στο χωριό τα οποία ακόμα και μέχρι σήμερα να θυμίζουν στους σύγχρονους κατοίκους τους αγώνες των προγόνων τους το 1821, οι οποίοι μας χάρισαν την ελευθερία μας από τον τον Τουρκικό ζυγό που σήμερα όλοι μας απολαμβάνουμε.
Στη συνέχεια παραθέτουμε αντίγραφα όλων εκείνων των στοιχείων που υπάρχουν στους ατομικούς φακέλους του καθενός αγωνιστή του 1821, τα οποία είναι:
109
α) Αιτήσεις ενδιαφερομένων για αναγνώριση των προς την Πατρίδα εκδουλεύσεων των Αγωνιστών και
β)Πιστοποιητικά διαφόρων αρχών και προσώπων (Δημάρχων. Οπλαρχηγών κ.λ.π.) για τη δράση των Αγωνιστών
Κατά την αντιγραφή των εγγράφων αυτών που βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη, δεν αλλοιώθηκε ούτε η διατύπωση, ούτε και η ορθογραφία αυτών, η μοναδική αλλοίωση έγινε στον τονισμό των λέξεων όπου εφαρμόστηκε το μονοτονικό σύστημα για πρακτικούς λόγους
Το Σεπτέμβριο του 1829 η Ελλάδα και επίσημα πλέον ανακηρύσσεται ανεξάρτητο κράτος και αναγνωρίζεται από τις μεγάλες δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία. Το νέο Ελληνικό κράτος μικρό μεν αλλά ελεύθερο περιελάμβανε την Πελοπόννησο και το μεγαλύτερο μέρος της Στερεάς Ελλάδας. Οι Αγωνιστές γυρίζουν σπίτια τους και αρχίζει πλέον ο ελεύθερος και ειρηνικός βίος.
Πρώτη φροντίδα όλων των Αγωνιστών είναι η αναγνώριση από την Πολιτεία, των εκδουλεύσεών των προς την Πατρίδα και η αντάξια αμοιβή τους είτε υλικά με την απονομή σύνταξης ή η χορήγηση κάποιου βοηθήματος είτε ηθικά με την απονομή βαθμών και Εθνοσήμων (Παρασήμων ) κ.λ.π. Η Πολιτεία για το σκοπό αυτό συγκρότησε δεκαμελή επιτροπή με το ΦΕΚ 9/13-3-1833 Βασιλικό Διάταγμα για την εξέταση των εκδουλεύσεών όλων των Αξιωματικών των διαλυθέντων άτακτων στρατευμάτων και όλων των πολεμιστών του Αγώνα και είχε πρόεδρο τον Υπουργό Στρατιωτικών κ. Κων/νο Ζωγράφο.
Η πρώτη αυτή επιτροπή κλήθηκε να εξετάσει όλες τις αιτήσεις για την αναγνώριση των Αγώνων και Θυσιών των Αγωνιστών, χωρίς να καταλήξει σε κανένα αποτέλεσμα, εκτός βέβαια των οπλαρχηγών του Αγώνα που τους έγινε αποκατάσταση, με την παραχώρηση γης από τα εγκαταλειμμένα τσιφλίκια των Τούρκων, όπως επίσης και την απονομή παρασήμων και βαθμών στη Στρατιωτική Ιεραρχία με τους αντίστοιχους μισθούς.
Βέβαια η Πολιτεία δεν διατήρησε στους οπλαρχηγούς τους βαθμούς που είχαν πάρει στα πεδία των μαχών, που σχεδόν όλοι είχαν πάρει το βαθμό του Στρατηγού, αλλά τους κατάταξε σε κατώτερους βαθμούς, ανάλογα με την προσφορά και τις προσβάσεις που είχαν αυτοί στις κατά καιρούς Κυβερνήσεις. Έτσι τον βαθμό του Στρατηγού διατήρησαν ελάχιστοι από τους Αγωνιστές, οι δε υπόλοιποι κατατάγηκαν σε κατώτερες βαθμίδες.
Ο Καπετάν Γεωργάκης Χελιώτης που εθεωρείτο από τους ανδρειότερους συμπολεμιστές των Παπαρσένη Κρέατα, Νικηταρά κ.λ.π., υπηρέτησε πάντοτε σαν οπλαρχηγός του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη και έλαβε μέρος σε δεκάδες μάχες, είχε διακριθεί ιδιαίτερα στην εκστρατεία της Αττικής όπου είχε προαχθεί σε Αντιστράτηγο και σαν χιλίαρχος έμεινε στην προφυλακή μέχρι το 1829 που είναι το τέλος του Αγώνα και αυτόν η πρώτη
107
επιτροπή τον κατέταξε στη Βασιλική Φάλαγγα με τον βαθμό του Ταγματάρχη με μισθό 10.000 γρόσια το Μήνα.
Δίκαια δε η γυναίκα του αργότερα διαμαρτυρήθηκε προς την Επιτροπήν Αγώνα γι αυτήν την αδικία όπως την χαρακτήριζε. Ο Καπετάν Γεωργάκης Χελιώτης στον πίνακα των δεκάδων Οπλαρχηγών της Κορινθίας είχε καταταγεί τρίτος στη σειρά αυτών μετά από τον Γιαννάκη Νοταρά και τον Παναγιωτάκη Νοταρά. Η πλούσια δε δράση αυτού έχει αναφερθεί εκτενέστερα σε προηγούμενο κεφάλαιο.
Μετά την συγκρότηση της πρώτης Επιτροπής που δεν μπόρεσε να λύσει κανένα πρόβλημα ακολούθησε η συγκρότηση και άλλων επιτροπών που η κάθε μία παρέπεμπε τα προβλήματα στην επόμενη.
Έτσι με το Φεκ 28,29/18-11-1845 Β. Διάταγμα συγκροτήθηκε η δεύτερη Επιτροπή που είχε πενήντα επτά μέλη με πρόεδρο τον Ιωάννη Κωλέττη και γραμματείς τον Παναγιώτην Σπανόπουλον και Νικόλαον Κοσομούλην. Και αυτή όμως δεν έλυσε κανένα πρόβλημα στα δέκα έξι χρόνια της θητείας της.
Με το Φεκ 57/21-9-1861 Β. Διάταγμα συγκροτήθηκε η τρίτη κατά σειράν Επιτροπή που αποτελείτο από 25 μέλη και είχε πρόεδρο τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Μετά τρία χρόνια δηλαδή το 1864 ανασυγκροτήθηκε η τρίτη Επιτροπή, η οποία περιελάμβανε είκοσι έξι μέλη από τα οποία τα δέκα τρία ανήκαν και στην προηγούμενη Επιτροπή, Πρόεδρος δε αυτής ήταν ο Γενναίος Κολοκοτρώνης και γραμματέας αυτής ο Ιωάννης Φιλήμονας. Σκοπός της τέταρτης και τελευταίας αυτής Επιτροπής ήταν η εξέταση και εκκαθάριση όλων των από της αρχής μέχρι τέλους του υπέρ Εθνικής Αυτονομίας Ιερού Αγώνα απαιτήσεων. Τα περισσότερα μέλη της τελευταίας αυτής Επιτροπής είχαν λάβει μέρος στον Ιερό Αγώνα, μέλος δε της Επιτροπής αυτής ήταν και ο Δημήτριος Τσώκρης.
Οι Αγωνιστές του Ιερού Αγώνα καλούνται και πάλι από την τελευταία αυτή επιτροπή να υποβάλλουν τα δικαιολογητικά τους, οι περισσότεροι όμως από αυτούς έχουν πεθάνει και τα δικαιολογητικά υποβάλλουν οι χήρες γυναίκες τους ή οι απόγονοι αυτών. Τότε ακριβώς, δηλαδή το έτος 1865, δημιουργείται και το πρώτο αρχείο των Αγωνιστών του 1821, από τα δικαιολογητικά που είχαν υποβληθεί και μπήκαν μέσα σε ατομικούς φακέλους που υπάρχουν μέχρι σήμερα ακόμα στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
Το αρχείο φυσικά αυτό είναι ελλιπές, γιατί και τα δικαιολογητικά είναι ελάχιστα, αφού τα πρώτα που είχαν υποβληθεί στις προηγούμενες Επιτροπές είχαν χαθεί αλλά και για το λόγο ότι πολλοί Αγωνιστές είχαν πεθάνει και είτε δεν άφησαν απογόνους, είτε γιατί οι απόγονοι αυτών αδιαφόρησαν για τη συλλογή και υποβολή νέων δικαιολογητικών στην τελευταία αυτή Επιτροπή Αγώνων και θυσιών απογοητευμένοι από την παραμονή 32 ολόκληρων χρόνων και έτσι πολλοί από αυτούς έμειναν αφανείς ήρωες.
Από το γεγονός αυτό μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι οι αγωνιστές του 1821, πανελλήνια, αλλά και ειδικότερα οι Χελιώτες δεν είναι
108
μόνο αυτοί που είναι γραμμένοι στο Μητρώο των Αγωνιστών, αλλά πολλοί άλλοι που για διάφορους λόγους έμειναν αφανείς. Για τους πολλούς όμως Αγωνιστές φαίνεται πως δεν πάρθηκε καμιά απόφαση στα 32 χρόνια που λειτούργησαν αυτές οι Επιτροπές και δεν έγινε καμιά αναγνώριση σε όλο αυτό το διάστημα, γιατί οι Αγωνιστές ήσαν πολλοί, σχεδόν όλοι οι μάχιμοι Έλληνες του Ελεύθερου Ελληνικού Κράτους και το νεοσύστατο τότε κράτος, χωρίς πόρους και με πληγές αγιάτρευτες από τον εννεαετή πόλεμο εναντίων των Τούρκων δυναστών, αλλά και από τον διχασμό και το αλληλοφάγωμα των Ελλήνων που από το πρώτο χρόνο της Επανάστασης εκδηλώθηκε, με ολέθρια αποτελέσματα, αφού το Κράτος τότε ασχολείτο περισσότερο με τις δίκες και καταδίκες των Αγωνιστών και Πρωταγωνιστών της Ελευθερίας του Ελληνικού Έθνους και δεν είχε πλέον τη δύναμη και την θέληση να ασχοληθεί με την αναγνώριση των Αγώνων και Θυσιών αυτού του βασανισμένου και ηρωικά αγωνιζόμενου λαού.
Οι Επιτροπές αλλάζουν και η μία διαδέχεται την άλλη. Οι δεκαετίες περνούν και κάθε μία Επιτροπή παραπέμπει τις υποθέσεις στην επόμενη που έρχεται, αφού στο μεταξύ οι περισσότεροι αγωνιστές έχουν πεθάνει και για πολλούς από αυτούς έχουν χαθεί και τα δικαιολογητικά και είναι αδύνατο να ευρεθούν άλλα αφού και οι περισσότεροι από τους Οπλαρχηγούς που είχαν εκδώσει τα δικαιολογητικά είχαν πεθάνει και αυτοί.
Πόσοι όμως από τους Αγωνιστές που υπέβαλαν για τελευταία φορά τα δικαιολογητικά τους αυτοί οι ίδιοι ή οι απόγονοι τους δικαιώθηκαν, δεν μας είναι γνωστό γιατί στους ατομικούς φακέλους των αγωνιστών δεν υπάρχουν στοιχεία γι αυτό.
Το πιθανότερο όμως είναι, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές στο Ελληνικό Κράτος ότι όλες οι υποθέσεις αυτές να παραπέμφθηκαν για αργότερα, μέχρις ότου οι επόμενες γενεές να έπαψαν να ενδιαφέρονται, αρκέστηκαν δε μόνο να φυλάνε τα όπλα των προγόνων τους (Ντουφέκια, Μπιστόλες, Γιαταγάνια κ.λ.π.) σαν ιερά κειμήλια, μέχρις ότου ο χρόνος και αυτά να τα έφθειρε σιγά-σιγά, για να τους δώσουν την χαριστική βολή οι Γερμανοί κατακτητές το 1941-1944 όπου πολλά από αυτά τα άρπαξαν, ενώ όσα οι κάτοχοι τους πρόλαβαν να τα κρύψουν θάβοντας τα στη γη για να τα διασώσουν και άλλα μεν από αυτά καταστράφηκαν τελείως από το χώμα και την υγρασία και άλλα χάθηκαν αφού οι κτήτορές τους εκτελέσθηκαν από τους Γερμανούς και τους Αντάρτες στη διάρκεια της Κατοχής και έμειναν για πάντα κρυμμένα σε άγνωστα μέρη, με αποτέλεσμα ελάχιστα πλέον και από αυτά τα κειμήλια να υπάρχουν σήμερα στο χωριό τα οποία ακόμα και μέχρι σήμερα να θυμίζουν στους σύγχρονους κατοίκους τους αγώνες των προγόνων τους το 1821, οι οποίοι μας χάρισαν την ελευθερία μας από τον τον Τουρκικό ζυγό που σήμερα όλοι μας απολαμβάνουμε.
Στη συνέχεια παραθέτουμε αντίγραφα όλων εκείνων των στοιχείων που υπάρχουν στους ατομικούς φακέλους του καθενός αγωνιστή του 1821, τα οποία είναι:
109
α) Αιτήσεις ενδιαφερομένων για αναγνώριση των προς την Πατρίδα εκδουλεύσεων των Αγωνιστών και
β)Πιστοποιητικά διαφόρων αρχών και προσώπων (Δημάρχων. Οπλαρχηγών κ.λ.π.) για τη δράση των Αγωνιστών
Κατά την αντιγραφή των εγγράφων αυτών που βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη, δεν αλλοιώθηκε ούτε η διατύπωση, ούτε και η ορθογραφία αυτών, η μοναδική αλλοίωση έγινε στον τονισμό των λέξεων όπου εφαρμόστηκε το μονοτονικό σύστημα για πρακτικούς λόγους
56. Απολογισμός του αγώνα του 1821 για το Χέλι.
Μετά την αναφορά που παραπάνω έγινε για όλους τους Χελιώτες Πολεμιστές του 1821, σκόπιμο είναι να γίνει και ένας συγκεντρωτικός απολογισμός για τις θυσίες των Χελιωτών στον Αγώνα του 1821 για την απελευθέρωση της Πατρίδας μας από το Τουρκικό ζυγό.
Το Χέλι από τα επίσημα στοιχεία που φυλάγονται στη Εθνική Βιβλιοθήκη πρόσφερε στον Αγώνα συνολικά ογδόντα εννέα ( 89 ) Αγωνιστές από τους οποίους δέκα τουλάχιστον έπεσαν στα πεδία των μαχών σε όλη τη .διάρκεια του αγώνα. Όλους τους πεσόντας τους γνωρίσαμε περιγράφοντας τις μάχες στις οποίες πολέμησαν και θανατώθηκαν, κατά την έκφραση των οπλαρχηγών της εποχής εκείνης, που χορήγησαν και τα σχετικά πιστοποιητικά
α)
• Τζούρης Τάσος
• Ντουχάνης Μήτρος
• Κάτζος Τάσος
Οι τρεις παραπάνω θανατώθηκαν στις 11 Απριλίου 1821 την ημέρα του Πάσχα έξω από το Ναύπλιο, στην πρώτη πολιορκία του, όταν οι πολιορκούμενοι Τούρκοι εκμεταλλευόμενοι την θρησκευτική γιορτή των Ελλήνων, έκαναν γιουρούσι έξω από τα τείχη, ακολούθησε συμπλοκή στην οποίαν σκοτώθηκαν αρκετοί Έλληνες μεταξύ των οποίων και οι παραπάνω αναφερόμενοι.
β)
• Καμπόσος Τάσος
• Μπέλεσης Γεωργάκης
• Μπέλεσης Μήτρος
• Μπουχιούνης Ιωάννης
• Ντρούκας Μήτρος
Και οι 5 θανατώθηκαν στις 20 Ιουλίου 1821 σε μάχη που έδωσε η Χιλιαρχία του Καπετάν Γεωργάκη Χελιώτη έξω από το Κριεκούκι για να αναχαιτίσει τον Ομέρ-Πασά που ήθελε να περάσει από τα Δερβένια της Περαχώρας και να πάει στην Πελοπόννησο για να βοηθήσει τους πολιορκημένους Τούρκους, στην Κόρινθο, στο Ναύπλιο και στην Τρίπολη.
γ)
• Μανώλης Γεώργιος
Υπηρετούσε στο Στρατόπεδο των πολιορκητών της Πάτρας από 14 Ιουλίου μέχρι 25 Οκτωβρίου 1824,στη διάρκεια δε της πολιορκίας αρρώστησε και πέθανε.
Τσαλακόπουλος Κωνσταντίνος
Θανατώθηκε στη Μάχη των Τρικόρφων έξω από την Τρίπολη όταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με τους άνδρες του μεταξύ των οποίων και ο Τσαλακόπουλος Κωνσταντίνος, αντιμετώπισε τα στρατεύματα του Ιμπραίμ στις 23 και 24 Ιουνίου 1825 στην επάνω Χρέπα.
106
Εκτός από τους δέκα παραπόνου νεκρούς στις διάφορες μάχες, στη διάρκεια του Αγώνα αναφέρεται και ένας τραυματίας στην πολιορκία του Ναυπλίου ο Ζαφείρης Κόλιας.
Το Χέλι από τα επίσημα στοιχεία που φυλάγονται στη Εθνική Βιβλιοθήκη πρόσφερε στον Αγώνα συνολικά ογδόντα εννέα ( 89 ) Αγωνιστές από τους οποίους δέκα τουλάχιστον έπεσαν στα πεδία των μαχών σε όλη τη .διάρκεια του αγώνα. Όλους τους πεσόντας τους γνωρίσαμε περιγράφοντας τις μάχες στις οποίες πολέμησαν και θανατώθηκαν, κατά την έκφραση των οπλαρχηγών της εποχής εκείνης, που χορήγησαν και τα σχετικά πιστοποιητικά
α)
• Τζούρης Τάσος
• Ντουχάνης Μήτρος
• Κάτζος Τάσος
Οι τρεις παραπάνω θανατώθηκαν στις 11 Απριλίου 1821 την ημέρα του Πάσχα έξω από το Ναύπλιο, στην πρώτη πολιορκία του, όταν οι πολιορκούμενοι Τούρκοι εκμεταλλευόμενοι την θρησκευτική γιορτή των Ελλήνων, έκαναν γιουρούσι έξω από τα τείχη, ακολούθησε συμπλοκή στην οποίαν σκοτώθηκαν αρκετοί Έλληνες μεταξύ των οποίων και οι παραπάνω αναφερόμενοι.
β)
• Καμπόσος Τάσος
• Μπέλεσης Γεωργάκης
• Μπέλεσης Μήτρος
• Μπουχιούνης Ιωάννης
• Ντρούκας Μήτρος
Και οι 5 θανατώθηκαν στις 20 Ιουλίου 1821 σε μάχη που έδωσε η Χιλιαρχία του Καπετάν Γεωργάκη Χελιώτη έξω από το Κριεκούκι για να αναχαιτίσει τον Ομέρ-Πασά που ήθελε να περάσει από τα Δερβένια της Περαχώρας και να πάει στην Πελοπόννησο για να βοηθήσει τους πολιορκημένους Τούρκους, στην Κόρινθο, στο Ναύπλιο και στην Τρίπολη.
γ)
• Μανώλης Γεώργιος
Υπηρετούσε στο Στρατόπεδο των πολιορκητών της Πάτρας από 14 Ιουλίου μέχρι 25 Οκτωβρίου 1824,στη διάρκεια δε της πολιορκίας αρρώστησε και πέθανε.
Τσαλακόπουλος Κωνσταντίνος
Θανατώθηκε στη Μάχη των Τρικόρφων έξω από την Τρίπολη όταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με τους άνδρες του μεταξύ των οποίων και ο Τσαλακόπουλος Κωνσταντίνος, αντιμετώπισε τα στρατεύματα του Ιμπραίμ στις 23 και 24 Ιουνίου 1825 στην επάνω Χρέπα.
106
Εκτός από τους δέκα παραπόνου νεκρούς στις διάφορες μάχες, στη διάρκεια του Αγώνα αναφέρεται και ένας τραυματίας στην πολιορκία του Ναυπλίου ο Ζαφείρης Κόλιας.
55. Πολεμιστές Χελιώτες της περιόδου 1821-1829
Μετά την αναφορά που έγινε στα γεγονότα των πολεμικών επιχειρήσεων, στις οποίες έλαβε μέρος ο Χελιώτης Οπλαρχηγός Γεώργιος η Καπετάν Γεωργάκης Χελιώτης, όπως η Ιστορία τον αναφέρει, μαζί με όλους τους Χελιώτες αγωνιστές θα πρέπει στη συνέχεια να γνωρίσουμε αυτούς που πολέμησαν υπό τας διαταγάς του Καπετάν Γεωργάκη χελιώτη ή και μεμονωμένα υπό τας διαταγάς άλλων οπλαρχηγών και μέρος σε πάρα πολλές μάχες, σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα από το 1821 μέχρι το 1829 που έγινε η γενική παύση των όπλων και ανακηρύχθηκε η ανεξάρτητη πια Ελλάδα, μικρή μεν ακόμα αλλά ελεύθερη. Τα ονόματα όλων αυτών των Αγωνιστών του 1821 είναι καταχωρισμένα στο "ΜΗΤΡΩΟ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΟΥ 1821" που βρίσκεται στην Εθνική βιβλιοθήκη Αθηνών, στο ειδικό τμήμα αυτής το "ΤΜΗΜΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΤΥΠΩΝ".
Στο ίδιο τμήμα της βιβλιοθήκης βρίσκονται και οι ατομικοί φάκελοι των περισσοτέρων αγωνιστών, μέσα στους οποίους βρίσκονται διάφορα χειρόγραφα έγγραφα που αφορούν τη δράση του καθενός. Στο τέλος του Κεφαλαίου αυτού θα παρατεθούν όλα τα ατομικά έγγραφα αυτών, σε αντίγραφα βέβαια, γιατί λόγω της παλαιότητας δεν επιτρέπει η ειδική εκεί υπηρεσία φωτοαντίγραφα για να μη καταστραφούν.
Παραθέτουμε πρώτα ονομαστικό Πίνακα των 72 αγωνιστών του 1821 για τους οποίους υπάρχουν ατομικοί Φάκελοι με παρατηρήσεις για την ιδιότητα πολλών από αυτούς:
Κατάσταση Κατοίκων Αραχναίου (Χελίου) Αγωνιστών και πεσόντων το 1821
1. Δεδεμπίλης Αθανάσιος
2. Ευγενούσης Γεώργιος
3. Ζαφείρης Αναστάσιος
4. Ζαφείρης Γεώργιος Ι.
5. Ζαφείρης Γεώργιος Γ.
6. Ζαφείρης Ιωάννης ή Δίκαιος Εικοσιπένταρχος
7 Ζαφείρης Κόλιας τραυματίας στη πολιορκία του Ναυπλίου
102
8. Ζαφείρης Κώστας
9. Ζαφείρης Μήτσης
10. Ζαφείρης Παναγιώτης Γ. Μττουλουξής
11. Ζαφείρης Παναγιώτης Ι.
12. Ζαφείρης Χρήστος
13. Ζέρβας Ιωάννης Μττουλουξής •
14. Ζιάκας Γώργιος
15. Ηλίας Αναστάσιος
16. Ηλίας Αναστάσιος ,
17. Ηλίας Χρήστος
18. Καμπόσος Αναστάσιος Θανατώθηκε στη μάχη του Κριεκουκίου
19. Καμπόσος Παναγιώτης
20. Καπετάνιος Μήτρος
21. Καραγιάννης Δημήτριος
22. Καραγιάννης Δήμος
23. Καραγιάννης Χρήστος
24. Κάτζο,ς Σπύρος Σημαιοφόρος - Μπουλουξής
25. Κάτζος Τάσος Θανατώθηκε στη Πολιορ.του Ναυπλίου
26. Κατσαρίνης Δημήτριος
27. Κεφάλας Αναστάσιος
28. Κιούσ'ης ίωάννης ή Χελιώτης Αξιωματικός - Μπουλουξής
29. Κλούκας Δημήτριος
30. Κλούκας Δήμος Υπαξιωματικός.
31. Κωστούρος Αναστάσιος
32. Κωστούρος Χρήστος Μπουλουξής
33. Αύκος Γεώργιος ή Χελιώτης Οπλαρχηγός- Αντιστράτηγος
34. Αώλος Γεώργιος
35. Μαντάς Σταμάτης
36. Μανώλης Ανασατάσιος ή Κύρκας
37. Μανώλης Γεώργιος Πέθανε Στρατιώτης
38. Μάρας Αναστάσιος
39. Μάρας Ιωάννης
40." Μάρκος Δημήτριος
41. Μπέλεσης Αναστάσιος
42. Μπέλεσης Γεωργάκης Θανατώθηκε στη μάχη του Κριεκουκίου
43. Μπέλεσης Γιάννης Μπουλουξής
44. Μπέλεσης Μήτρος ή Κυνηγάρης Θανατώθηκε στο Κριεκούκι
45. Μπέλεσης Σπύρος
46. Μπουχιούνης Αναστάσιοις
47. Μπουχιούνης Ιωάννης Θανατώθηκε στη μάχη του Κριεκουκίου
48. Ντούρος Νικόλαος
49. Ντουχάνης Μήτρος Θανατώθηκε στη πολιορκία Ναυπλίου
50. Ντρούκας Μήτρος Θανατώθηκε στη μάχη του Κριεκουκίου
51. Οικονόμου Αναστάσιος
52. Οικονόμου Ανόριανός
103
Ρέκκας Αμβρόσιος στο τέλος του Αγώνα έγινε Μοναχός
Σοφός Αναστάσιος Αναγν.
Σοφός Αθανάσιος
Σοφός Μήτρος
Σοφός Σπύρος ;
Σπίγγος Ιωάννας ή Σκαλτσάς
Ταμπάκος Αθανάσιος
Ταμπάκος Δημήτριος
Τανής Αθανάσιος
Τζαρίμαζ Παναγιώτης
Τζούρης Γεώργιος
Τζούρης Τάσος Θανατώθηκε στη πολιορ. Ναυπλίου
Τούγιας Δημήτριος
Τριμπόνιας Αθανάσιος
Τριμπόνιας Γεώργιος
Τσαλακόπουλος Κων/νος Αξιωματικός, Θανατώθηκε στα Τρίκορφα
Τσαλακόπουλος Χρήστος
Χελιώτης Δημήτριος Μπουλουξής
Χούντρας Ιωάννης
Χρήστου Αναστάσιος
Εκτός από τους παραπάνω 72 αγωνιστές του 1821 που είναι γραμμένοι στο Μητρώο Αγωνιστών του 1821 και υπάρχει για τον καθέναν ατομικός Φάκελος, όπου βρίσκονται διάφορα έγγραφα στο Μητρώο υπάρχουν γραμμένοι και άλλοι αγωνιστές Χελιώτες για τους οποίους όμως δεν υπάρχουν αντίστοιχοι ατομικοί Φάκελοι και γι αυτό δεν γνωρίζουμε ακριβώς την δράση τους στην περίοδο της Επανάστασης του 1821. Για το λόγο αυτό παραθέτουμε εδώ μόνο τα ονοματεπώνυμα τους και για μερικούς και τον αριθμό Μητρώου τους, χωρίς κανένα άλλο στοιχείο.
1.Ζέρβας Μιχαήλ Α.Μ. 8039
2.Ηλίας Μιχαήλ Α.Μ. 8040
3.Καμπόσος Γεώργιος Α.Μ. 2304
4.Κατσαρός Βασίλειος Α.Μ. 5848
5.Κατσαρός Γεώργιος
6.Κόλιας Χρήστος
7.Λύκος Παναγιώτης Ανθ/γός 3456 γρόσια
8.Λύκος Μήτρος
9.Μάρκου Παναγιώτης Α.Μ. 4902
10.Μπέλεσης Χρήστος Α.Μ. 3498
11.Μτταβέλας Γεώργιος
12.Ντούρος Αναστάσιος
13.Ντουχάνης Γκίνης
14.Πέρας Αναστάσιος
15. Σοφός Αναγνώστης
16.Τσάμης Γεώργιος Α.Μ.2469
104
17.Τσίρκος Γεώργιος Α.Μ. 2910
Από τους προαναφερθέντες συνολικά 89 Αγωνιστές από το Χέλι παρακάτω 26 δεν έχουν σήμερα απογόνους στο Χωριό με το ίδο επώνυμο, γιατί ίσως πολλοί από αυτούς όπως είναι το πιθανότερο μετά την Επανάσταση του 1821 να μετοίκησαν προς διάφορα αστικά κέντρα περιοχής ή και ακόμα προς την Αθήνα, για άλλους δε πιθανόν να μην απόκτησαν απογόνους ή ακόμα και σε άλλους να έγινε αλλαγή επωνύμου και έτσι να μην υπάρχει σήμερα το αρχικό επώνυμο.
1. Ευγενούσης Μήτρος
2. Ζιάκας Γεώργιος
3. Κάτζος Σπύρος
4. Κάτζος Τάσος
5. Κατσαρίνης Δημήτιος
6. Κεφάλας Αναστάσιος
7. Κιούσης Ιωάννης ή Χελιώτης
8. Κλόύκας Δημήτριος
9. ΚΛούκας Δήμος
10. Λώλος Γεώργιος
11. Μαντάς Σταμάτης
12. Μπουχιούνης Αναστάσιος
13. Μπουχιούνης Ιωάννης
14. Ντούρος Νικόλαος
15. Ντουχάνης Γκίνης
16. Ντουχάνης Μήτρος
1 7. Σπίγγος Ιωάννης ή Σκαλτσάς
18. Τανής Αθανάσιος
19. Τζούρης Γεώργιος
20. Τούγιας Δημήτριος
21. Τσαλακόπουλος Κωνσταντίνος
22. Τσαλακόπουλος Χρήστος
23. Τσάμης Γεώργιος
24. Τσίρκος Γεώργιος
25. Χελιώτης Δημήτριος
26. Χούντρας Ιωάννης • •
Ακόμα και το Επώνυμο Λύκος δεν υπάρχει σήμερα στο Χέλι, αλλά είναι γνωστό ότι από το 1920 το όνομα Λύκος άλλαξε και έγινε Λυκίδης που υπάρχει σήμερα στο χωριό. Οι υπάρχοντες όμως με το όνομα αυτό σήμερα στο Χέλι δεν είναι κατ ευθείαν απόγονοι του Καπετάν Γεωργάκη χελιώτη γιατί αυτός είχε μόνο κορίτσια, είναι όμως απόγονοι πλαγίων συγγενών του Καπετάν Γεωργάκη
105
Στο ίδιο τμήμα της βιβλιοθήκης βρίσκονται και οι ατομικοί φάκελοι των περισσοτέρων αγωνιστών, μέσα στους οποίους βρίσκονται διάφορα χειρόγραφα έγγραφα που αφορούν τη δράση του καθενός. Στο τέλος του Κεφαλαίου αυτού θα παρατεθούν όλα τα ατομικά έγγραφα αυτών, σε αντίγραφα βέβαια, γιατί λόγω της παλαιότητας δεν επιτρέπει η ειδική εκεί υπηρεσία φωτοαντίγραφα για να μη καταστραφούν.
Παραθέτουμε πρώτα ονομαστικό Πίνακα των 72 αγωνιστών του 1821 για τους οποίους υπάρχουν ατομικοί Φάκελοι με παρατηρήσεις για την ιδιότητα πολλών από αυτούς:
Κατάσταση Κατοίκων Αραχναίου (Χελίου) Αγωνιστών και πεσόντων το 1821
1. Δεδεμπίλης Αθανάσιος
2. Ευγενούσης Γεώργιος
3. Ζαφείρης Αναστάσιος
4. Ζαφείρης Γεώργιος Ι.
5. Ζαφείρης Γεώργιος Γ.
6. Ζαφείρης Ιωάννης ή Δίκαιος Εικοσιπένταρχος
7 Ζαφείρης Κόλιας τραυματίας στη πολιορκία του Ναυπλίου
102
8. Ζαφείρης Κώστας
9. Ζαφείρης Μήτσης
10. Ζαφείρης Παναγιώτης Γ. Μττουλουξής
11. Ζαφείρης Παναγιώτης Ι.
12. Ζαφείρης Χρήστος
13. Ζέρβας Ιωάννης Μττουλουξής •
14. Ζιάκας Γώργιος
15. Ηλίας Αναστάσιος
16. Ηλίας Αναστάσιος ,
17. Ηλίας Χρήστος
18. Καμπόσος Αναστάσιος Θανατώθηκε στη μάχη του Κριεκουκίου
19. Καμπόσος Παναγιώτης
20. Καπετάνιος Μήτρος
21. Καραγιάννης Δημήτριος
22. Καραγιάννης Δήμος
23. Καραγιάννης Χρήστος
24. Κάτζο,ς Σπύρος Σημαιοφόρος - Μπουλουξής
25. Κάτζος Τάσος Θανατώθηκε στη Πολιορ.του Ναυπλίου
26. Κατσαρίνης Δημήτριος
27. Κεφάλας Αναστάσιος
28. Κιούσ'ης ίωάννης ή Χελιώτης Αξιωματικός - Μπουλουξής
29. Κλούκας Δημήτριος
30. Κλούκας Δήμος Υπαξιωματικός.
31. Κωστούρος Αναστάσιος
32. Κωστούρος Χρήστος Μπουλουξής
33. Αύκος Γεώργιος ή Χελιώτης Οπλαρχηγός- Αντιστράτηγος
34. Αώλος Γεώργιος
35. Μαντάς Σταμάτης
36. Μανώλης Ανασατάσιος ή Κύρκας
37. Μανώλης Γεώργιος Πέθανε Στρατιώτης
38. Μάρας Αναστάσιος
39. Μάρας Ιωάννης
40." Μάρκος Δημήτριος
41. Μπέλεσης Αναστάσιος
42. Μπέλεσης Γεωργάκης Θανατώθηκε στη μάχη του Κριεκουκίου
43. Μπέλεσης Γιάννης Μπουλουξής
44. Μπέλεσης Μήτρος ή Κυνηγάρης Θανατώθηκε στο Κριεκούκι
45. Μπέλεσης Σπύρος
46. Μπουχιούνης Αναστάσιοις
47. Μπουχιούνης Ιωάννης Θανατώθηκε στη μάχη του Κριεκουκίου
48. Ντούρος Νικόλαος
49. Ντουχάνης Μήτρος Θανατώθηκε στη πολιορκία Ναυπλίου
50. Ντρούκας Μήτρος Θανατώθηκε στη μάχη του Κριεκουκίου
51. Οικονόμου Αναστάσιος
52. Οικονόμου Ανόριανός
103
Ρέκκας Αμβρόσιος στο τέλος του Αγώνα έγινε Μοναχός
Σοφός Αναστάσιος Αναγν.
Σοφός Αθανάσιος
Σοφός Μήτρος
Σοφός Σπύρος ;
Σπίγγος Ιωάννας ή Σκαλτσάς
Ταμπάκος Αθανάσιος
Ταμπάκος Δημήτριος
Τανής Αθανάσιος
Τζαρίμαζ Παναγιώτης
Τζούρης Γεώργιος
Τζούρης Τάσος Θανατώθηκε στη πολιορ. Ναυπλίου
Τούγιας Δημήτριος
Τριμπόνιας Αθανάσιος
Τριμπόνιας Γεώργιος
Τσαλακόπουλος Κων/νος Αξιωματικός, Θανατώθηκε στα Τρίκορφα
Τσαλακόπουλος Χρήστος
Χελιώτης Δημήτριος Μπουλουξής
Χούντρας Ιωάννης
Χρήστου Αναστάσιος
Εκτός από τους παραπάνω 72 αγωνιστές του 1821 που είναι γραμμένοι στο Μητρώο Αγωνιστών του 1821 και υπάρχει για τον καθέναν ατομικός Φάκελος, όπου βρίσκονται διάφορα έγγραφα στο Μητρώο υπάρχουν γραμμένοι και άλλοι αγωνιστές Χελιώτες για τους οποίους όμως δεν υπάρχουν αντίστοιχοι ατομικοί Φάκελοι και γι αυτό δεν γνωρίζουμε ακριβώς την δράση τους στην περίοδο της Επανάστασης του 1821. Για το λόγο αυτό παραθέτουμε εδώ μόνο τα ονοματεπώνυμα τους και για μερικούς και τον αριθμό Μητρώου τους, χωρίς κανένα άλλο στοιχείο.
1.Ζέρβας Μιχαήλ Α.Μ. 8039
2.Ηλίας Μιχαήλ Α.Μ. 8040
3.Καμπόσος Γεώργιος Α.Μ. 2304
4.Κατσαρός Βασίλειος Α.Μ. 5848
5.Κατσαρός Γεώργιος
6.Κόλιας Χρήστος
7.Λύκος Παναγιώτης Ανθ/γός 3456 γρόσια
8.Λύκος Μήτρος
9.Μάρκου Παναγιώτης Α.Μ. 4902
10.Μπέλεσης Χρήστος Α.Μ. 3498
11.Μτταβέλας Γεώργιος
12.Ντούρος Αναστάσιος
13.Ντουχάνης Γκίνης
14.Πέρας Αναστάσιος
15. Σοφός Αναγνώστης
16.Τσάμης Γεώργιος Α.Μ.2469
104
17.Τσίρκος Γεώργιος Α.Μ. 2910
Από τους προαναφερθέντες συνολικά 89 Αγωνιστές από το Χέλι παρακάτω 26 δεν έχουν σήμερα απογόνους στο Χωριό με το ίδο επώνυμο, γιατί ίσως πολλοί από αυτούς όπως είναι το πιθανότερο μετά την Επανάσταση του 1821 να μετοίκησαν προς διάφορα αστικά κέντρα περιοχής ή και ακόμα προς την Αθήνα, για άλλους δε πιθανόν να μην απόκτησαν απογόνους ή ακόμα και σε άλλους να έγινε αλλαγή επωνύμου και έτσι να μην υπάρχει σήμερα το αρχικό επώνυμο.
1. Ευγενούσης Μήτρος
2. Ζιάκας Γεώργιος
3. Κάτζος Σπύρος
4. Κάτζος Τάσος
5. Κατσαρίνης Δημήτιος
6. Κεφάλας Αναστάσιος
7. Κιούσης Ιωάννης ή Χελιώτης
8. Κλόύκας Δημήτριος
9. ΚΛούκας Δήμος
10. Λώλος Γεώργιος
11. Μαντάς Σταμάτης
12. Μπουχιούνης Αναστάσιος
13. Μπουχιούνης Ιωάννης
14. Ντούρος Νικόλαος
15. Ντουχάνης Γκίνης
16. Ντουχάνης Μήτρος
1 7. Σπίγγος Ιωάννης ή Σκαλτσάς
18. Τανής Αθανάσιος
19. Τζούρης Γεώργιος
20. Τούγιας Δημήτριος
21. Τσαλακόπουλος Κωνσταντίνος
22. Τσαλακόπουλος Χρήστος
23. Τσάμης Γεώργιος
24. Τσίρκος Γεώργιος
25. Χελιώτης Δημήτριος
26. Χούντρας Ιωάννης • •
Ακόμα και το Επώνυμο Λύκος δεν υπάρχει σήμερα στο Χέλι, αλλά είναι γνωστό ότι από το 1920 το όνομα Λύκος άλλαξε και έγινε Λυκίδης που υπάρχει σήμερα στο χωριό. Οι υπάρχοντες όμως με το όνομα αυτό σήμερα στο Χέλι δεν είναι κατ ευθείαν απόγονοι του Καπετάν Γεωργάκη χελιώτη γιατί αυτός είχε μόνο κορίτσια, είναι όμως απόγονοι πλαγίων συγγενών του Καπετάν Γεωργάκη
105
54. Διαδραματισθέντα γεγονότα το έτος 1832
Το έτος 1832 μετά την δολοφονία του Καποδίστρια πραγματοποιήθηκε σύρραξη μεταξύ των Ελλήνων με δυσάρεστες συνέπειες κάστρο του ακροκοκορίνθου κατείχε τότε ο φίλος του Κολοκοτρώνη εμπειροπόλεμος και ατρόμητος Γεώργιος Λύκος (Καπετάν Γεωργάκης με 600 Κορινθίους. Ηταν όμως εκεί
αποκλεισμένος από τους Αντικαποδιστριακους χωρίς τροφές και νερό αναγκάσθηκε με συνθήκη να το παραδώσει στους Γάλους και έπειτα αναχώρησε για την Τριπολιτζά για να συναντήσει εκεί τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους Καποδιστριακούς.
αποκλεισμένος από τους Αντικαποδιστριακους χωρίς τροφές και νερό αναγκάσθηκε με συνθήκη να το παραδώσει στους Γάλους και έπειτα αναχώρησε για την Τριπολιτζά για να συναντήσει εκεί τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους Καποδιστριακούς.
53. Διάφορες άλλες μάχες που πήραν μέρος Χελιώτες
Εκτός από τις πάρα πάνω μάχες που περιγράφτηκαν και στις οποίες από ιστορικές πηγές φαίνεται η συμμετοχή του Καπετάν Γεωργάκη χελιώτη μαζί με την Χιλιαρχία του, στην οποία μεταξύ άλλων υπηρετούσαν και 90 περίπου Χελιωτες, υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις που αγωνιστές από το Χέλι πολέμησαν και σε άλλες μάχες, υπό τας διαταγάς άλλων οπλαρχηγών. Αυτό διαπιστώνεται είτε από τα πιστοποιητικά που κρατούσαν στα χέρια τους οι Αγωνιστές, είτε από μαρτυρίες των ιδίων των Αγωνιστών. Οι μάχες αυτές που πολέμησαν οι Χελιωτες είναι οι παρακάτω:
1) Η Μάχη των Βερβένων
Η μάχη αυτή έγινε στις 13 Μαΐου 1821 και συγκρούστηκαν ο Κεχαγιάμπεης μετά την ήττα του στο Βαλτέτσι, με τους Ελληνες που ήσαν στα Βέρβενα και οι οποίοι αμύνθηκαν σθεναρά, παρά την υπεροχήν των Τούρκων. Από τους Έλληνες διακρίθηκαν ιδιαίτερα στη μάχη αυτή ο Νικηταράς που καταδίωξε τους Τούρκους με το σπαθί στο Χέρι και τους ανάγκασε να επιστρέψουν στην Τρίπολη. Στη μάχη των Βερβένων πολέμησαν και ο Μπέλεσης Γιάννης από το Χέλι Αργολίδας.
2) Η μάχη της Σφακτηρίας
Στις 15 Μαρτίου 1825 ενώ ο Ιμπραϊμ με 3.200 πεζούς 600 ιππείς και 4 πυροβόλα ετοιμαζόταν για επίθεση δέχθηκε ξαφνικά επίθεση διαφόρων οπλαρχηγών της Πελοποννήσου χωρίς διαταγή του Αρχηγού τους. Τούτο όμως τους εστοίχισε ακριβά αφού έπεσαν στο πεδίο της Μάχης 150 νεκροί.
Στις 28 Απριλίου ο Ιμπραϊμ επιτίθεται κατά της σφακτηρίας που την υπερασπίζονταν Έλληνες. Ο Ιμπραϊμ κατέλαβε το νησί με μεγάλες απώλειες από τα δύο μέρη. Οι Ελληνικές απώλειες ήσαν 350 νεκροί μεταξύ των οποίων και δύο Υπουργοί Στρατιωτικών ο Αναγνωσταράς και ο Φιλέλληνας Σανταρόζα. Στη μάχη της Σφακτηρίας πολέμησε και ο Χελιώτης Κεφάλας Αναστάσιος.
3) Η Μάχη των Τρικόρφων
Στα Τρίκορφα έξω από την Τρίπολη ο Κολοκοτρώνης δοκίμασε την τύχη του ακόμα μια φορά αντιμετωπίζοντας κατά μέτωπο τον Ιμπραϊμ και έδωσε μάχη την οποίαν έχασε. Στη μάχη αυτή φάνηκε καθαρά η αδυναμία των Ελλήνων να νικήσουν σε κατά παράταξη μάχη τον Ιμπραϊμ.
Στη μάχη των Τρικόρφων σκοτώθηκαν συνολικά 180 Έλληνες και τραυματίσθηκαν 40. Μεταξύ των νεκρών είναι και ιο παρακάτω Αξιωματικοί: α)Μπούρας Κώστας, β)Τσαλακόπουλος Κωνσταντίνος γ)Παπασταθούλης, δ)Μεντής Χριστόδουλος, ε)Χριστόπουλος Μάκης, στ)Παναγούλιας Χρήστος, ζ)Ραζής Θεόδωρος, η)Παττακόλιας Αθανάσιος, θ)Τσιώκος, ι)Παπαδόπουλος Απόστολος, ια)Μαριολόπουλος Πολύχρονης και άλλοι
99
Από τους παραπάνω Αξιωματικούς ο Κωνσταντίνος Τσακαλόπουλος καταγόταν από το Χέλι, ήταν Αξιωματικός επικεφαλής ομάδας συμπατριωτών του, τους οποίους μάλιστα συντηρούσε με έξοδα δικά του και έπεσε στη μάχη αυτή ηρωικά αγωνιζόμενος. Στη μάχη των Τρικόρφων πολέμησαν και υπό τας διαταγάς του Κ Τσακαλόπουλου οι πάρα κάτω Χελιώτες: Ζαφείρης Γεώργιος, Κωστούρος Χρήστος, Ζέρβας Ιωάννης, Μάρας, [ωάννης, Καραγιάννης Δημήτριος,
Μπέλεσης Γιάννης, Κιούσης Ιωάννης, Μπουχιουνης Αναστάσιος, Κλουκας Δημητριος, Τζούρης Γεώργιος
4) Μάχη της Δαβιάς
Στη Δαβιά ο Ιμπραϊμ υπέστη ένα από τα σπουδαιότερα πλήγματα, όταν οι Ελληνες επιτέθηκαν κατά του Σουλεϊμάν Μπέη που κρατούσε το κάστρο της Δαβιάς με 1.800 Αιγυπτίους και όπου οι Αιγύπτιοι είχαν 500 νεκρούς και στα χέρια των Ελλήνων έπεσαν 4 σημαίες και 200 λογχοφόρα τουφέκια. Στη μάχη της Δαβιάς πολέμησαν οι πάρα πάνω αναφερόμενοι Χελιώτες Αγωνιστές.
5) Μάχη στο Καματερό
Στις 27 Ιανουαρίου 1827 ο Κιουταχής επικεφαλής 2.000 πεζών και 600 ιππέων όρμησε εναντίον της Ελληνικής παράταξης που ήταν στρατοπεδευμένη στο Καματερό με δύναμη 3.500 άνδρες. Το βάρος της Τούρκικης επίθεσης δέχθηκε το Τάγμα του Συνταγματάρχη Βούρβαχη που μέσα σε λίγη ώρα η αντίσταση του συνετρίβει.
Σκοτώθηκε ο Συνταγματάρχης και 300 από τους άνδρες του. Οι υπόλοιποι Έλληνες για να αποφύγουν την οριστική καταστροφή τράπηκαν σε φυγή. Στο Καματερό πολέμησαν και οι Χελιώτες: Μόρας Ιωάννης και Μπουχιουνης Αναστάσιος.
6) Μάχη στον Πειραιά
Ο Κιουταχής με 1.500 άνδρες πεζούς και ιππείς και 6 κανόνια επιτίθεται στις 30-1-1827 εναντίον του Γκόρντον στη Καστέλλα. Ο Κιουταχής αποκρούσθηκε και ο Μακρυγιάννης με 250 Αθηναίους τον έτρεψε σε φυγή αφού άφησε στο πεδίο της Μάχης 300 νεκρούς. Οι Έλληνεςείχαν μόνο 60 νεκρούς. Στη μάχη αυτή του Πειραιά (Καστέλλα) πολέμησαν οι παρακάτω Χελιώτες: Κεφάλας Αναστάσιος,
Μάρας Ιωάννης και Μπέλεσης Γιάννης.
7) Μάχη της Καυκαρίας, 16-17 Σετττεμβρίου 1827
Η Καυκαρία είναι οχυρά θέση που απέχει από τα Καλάβρυτα δύο Περίπου ώρες. Στη μάχη αυτή συμμετείχαν:
1.400 Αρκάδες υπό τον Αθανάσιον Γρηγοριάδην
1.000 Καρυτινοί υπό τον Πλαπούταν
600 Καλαβρυτινοί υπό τον Νικόλαον Πετιμεζάν
500 Βοστιτσάνοι υπό τον Δημήτριον Μελετόπουλον
300 Κορίνθιοι υπό τον Γεώργιο Λύκον Χελιώτην
400 Σουλιώτες υπό τον Φωτομάραν
Οι Τουρκικές δυνάμεις ήσαν 4.000 Αιγύπτιοι και 2.000 Αλβανοί. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκαν 700 Τούρκοι και τραυματίσθηκαν 230. Από δε τους Έλληνες σκοτώθηκαν 73 και τραυματίσθηκαν 3. Επίσης στη μάχη αυτή διακρίθηκαν σε ανδρεία και τόλμη οι Φωτομάρας, Γρηγοριάδης Αθανάσιος και Λύκος Γεώργιος.
8) Επιχείρηση στα Καλάβρυτα
Οι μήνες Ιούνιος, Ιούλιος και Αύγουστος 1827 ήσαν για τον: Κολοκοτρώνη οι πιο κουραστικοί, γιατί έτρεχε συνεχώς από όλες τις μεριές! και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να σταματήσει τα κακά του προσκυνήματος και να επαναφέρει τα προσκυνημένα χωριά πάλι κοντά στον Αγώνα κατά του Ιμπραϊμ. Στις επιχειρήσεις αυτές πήραν μέρος οι Χελιώτες: Καραγιάννης Δήμος και Μπέλεσης Γεώργιος
9) Μάχη Αγίου Ιωάννου Χασιάς
Στις 27 Μαΐου 1829, Τουρκική δύναμη από 3.000 πεζούς και ιππείς και 2 κανόνια κινήθηκε από την Αθήνα προς την Θήβα και κτύπησε τις θέσεις των Ελλήνων στο μικρό Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου μεταξύ Χασιάς και Μενιδίου. Οι Τούρκοι αποκρούσθηκαν με 80 νεκρούς και αναγκάσθηκαν να γυρίσουν πάλι στην Αθήνα. Στη μάχη αυτή πήραν μέρος οι αγωνιστές Χελιώτες Μάρας Ιωάννης και Αναστάσιος.
10) Μάχη της Πέτρας Βοιωτίας
Στις 10-9-1829 ο Τουρκικός Στρατός πλησιάζει τις Ελληνικές θέσεις στην Πέτρα της Βοιωτίας. 5.000 Τούρκοι και 3.500 Τουρκαλβανοί επιτέθηκαν εναντίων των Ελληνικών οχυρών ξημερώματα 12-9-1829. Οι Έλληνες αφού βγήκαν από τα οχυρώματα της Πέτρας με τα ξίφη στα χέρια και σαλπίζοντας "Πυρ" και "επάνω τους" όρμησαν κατά των Τούρκων. Οι Τούρκοι κατατρομαγμένοι γύρισαν στο στρατόπεδο τους αφού πίσω τους άφησαν 100 νεκρούς. Στη μάχη αυτή πολέμησε ο Χελιώτης Τζούρης Γεώργιος. Η μάχη της Πέτρας είναι η τελευταία μάχη της πρώτης φάσης του αγώνα του 1821 για την ανεξαρτησία της πατρίδας μας.
Ακολουθεί η συνθηκολόγηση των Τούρκων αφού ένα μεγάλο τμήμα της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας παραχωρείται στους Έλληνες. Γίνεται μετά την συνθηκολόγηση η Γενική παύση των όπλων για την πρώτη φάση του Αγώνα για την ανεξαρτησία της Ελλάδας που κράτησε συνολικά 8 χρόνια, 5 μήνες και 17 ημέρες, από 25 Μαρτίου 1821 μέχρι 12 Σεπτεμβρίου 1829.
101
1) Η Μάχη των Βερβένων
Η μάχη αυτή έγινε στις 13 Μαΐου 1821 και συγκρούστηκαν ο Κεχαγιάμπεης μετά την ήττα του στο Βαλτέτσι, με τους Ελληνες που ήσαν στα Βέρβενα και οι οποίοι αμύνθηκαν σθεναρά, παρά την υπεροχήν των Τούρκων. Από τους Έλληνες διακρίθηκαν ιδιαίτερα στη μάχη αυτή ο Νικηταράς που καταδίωξε τους Τούρκους με το σπαθί στο Χέρι και τους ανάγκασε να επιστρέψουν στην Τρίπολη. Στη μάχη των Βερβένων πολέμησαν και ο Μπέλεσης Γιάννης από το Χέλι Αργολίδας.
2) Η μάχη της Σφακτηρίας
Στις 15 Μαρτίου 1825 ενώ ο Ιμπραϊμ με 3.200 πεζούς 600 ιππείς και 4 πυροβόλα ετοιμαζόταν για επίθεση δέχθηκε ξαφνικά επίθεση διαφόρων οπλαρχηγών της Πελοποννήσου χωρίς διαταγή του Αρχηγού τους. Τούτο όμως τους εστοίχισε ακριβά αφού έπεσαν στο πεδίο της Μάχης 150 νεκροί.
Στις 28 Απριλίου ο Ιμπραϊμ επιτίθεται κατά της σφακτηρίας που την υπερασπίζονταν Έλληνες. Ο Ιμπραϊμ κατέλαβε το νησί με μεγάλες απώλειες από τα δύο μέρη. Οι Ελληνικές απώλειες ήσαν 350 νεκροί μεταξύ των οποίων και δύο Υπουργοί Στρατιωτικών ο Αναγνωσταράς και ο Φιλέλληνας Σανταρόζα. Στη μάχη της Σφακτηρίας πολέμησε και ο Χελιώτης Κεφάλας Αναστάσιος.
3) Η Μάχη των Τρικόρφων
Στα Τρίκορφα έξω από την Τρίπολη ο Κολοκοτρώνης δοκίμασε την τύχη του ακόμα μια φορά αντιμετωπίζοντας κατά μέτωπο τον Ιμπραϊμ και έδωσε μάχη την οποίαν έχασε. Στη μάχη αυτή φάνηκε καθαρά η αδυναμία των Ελλήνων να νικήσουν σε κατά παράταξη μάχη τον Ιμπραϊμ.
Στη μάχη των Τρικόρφων σκοτώθηκαν συνολικά 180 Έλληνες και τραυματίσθηκαν 40. Μεταξύ των νεκρών είναι και ιο παρακάτω Αξιωματικοί: α)Μπούρας Κώστας, β)Τσαλακόπουλος Κωνσταντίνος γ)Παπασταθούλης, δ)Μεντής Χριστόδουλος, ε)Χριστόπουλος Μάκης, στ)Παναγούλιας Χρήστος, ζ)Ραζής Θεόδωρος, η)Παττακόλιας Αθανάσιος, θ)Τσιώκος, ι)Παπαδόπουλος Απόστολος, ια)Μαριολόπουλος Πολύχρονης και άλλοι
99
Από τους παραπάνω Αξιωματικούς ο Κωνσταντίνος Τσακαλόπουλος καταγόταν από το Χέλι, ήταν Αξιωματικός επικεφαλής ομάδας συμπατριωτών του, τους οποίους μάλιστα συντηρούσε με έξοδα δικά του και έπεσε στη μάχη αυτή ηρωικά αγωνιζόμενος. Στη μάχη των Τρικόρφων πολέμησαν και υπό τας διαταγάς του Κ Τσακαλόπουλου οι πάρα κάτω Χελιώτες: Ζαφείρης Γεώργιος, Κωστούρος Χρήστος, Ζέρβας Ιωάννης, Μάρας, [ωάννης, Καραγιάννης Δημήτριος,
Μπέλεσης Γιάννης, Κιούσης Ιωάννης, Μπουχιουνης Αναστάσιος, Κλουκας Δημητριος, Τζούρης Γεώργιος
4) Μάχη της Δαβιάς
Στη Δαβιά ο Ιμπραϊμ υπέστη ένα από τα σπουδαιότερα πλήγματα, όταν οι Ελληνες επιτέθηκαν κατά του Σουλεϊμάν Μπέη που κρατούσε το κάστρο της Δαβιάς με 1.800 Αιγυπτίους και όπου οι Αιγύπτιοι είχαν 500 νεκρούς και στα χέρια των Ελλήνων έπεσαν 4 σημαίες και 200 λογχοφόρα τουφέκια. Στη μάχη της Δαβιάς πολέμησαν οι πάρα πάνω αναφερόμενοι Χελιώτες Αγωνιστές.
5) Μάχη στο Καματερό
Στις 27 Ιανουαρίου 1827 ο Κιουταχής επικεφαλής 2.000 πεζών και 600 ιππέων όρμησε εναντίον της Ελληνικής παράταξης που ήταν στρατοπεδευμένη στο Καματερό με δύναμη 3.500 άνδρες. Το βάρος της Τούρκικης επίθεσης δέχθηκε το Τάγμα του Συνταγματάρχη Βούρβαχη που μέσα σε λίγη ώρα η αντίσταση του συνετρίβει.
Σκοτώθηκε ο Συνταγματάρχης και 300 από τους άνδρες του. Οι υπόλοιποι Έλληνες για να αποφύγουν την οριστική καταστροφή τράπηκαν σε φυγή. Στο Καματερό πολέμησαν και οι Χελιώτες: Μόρας Ιωάννης και Μπουχιουνης Αναστάσιος.
6) Μάχη στον Πειραιά
Ο Κιουταχής με 1.500 άνδρες πεζούς και ιππείς και 6 κανόνια επιτίθεται στις 30-1-1827 εναντίον του Γκόρντον στη Καστέλλα. Ο Κιουταχής αποκρούσθηκε και ο Μακρυγιάννης με 250 Αθηναίους τον έτρεψε σε φυγή αφού άφησε στο πεδίο της Μάχης 300 νεκρούς. Οι Έλληνεςείχαν μόνο 60 νεκρούς. Στη μάχη αυτή του Πειραιά (Καστέλλα) πολέμησαν οι παρακάτω Χελιώτες: Κεφάλας Αναστάσιος,
Μάρας Ιωάννης και Μπέλεσης Γιάννης.
7) Μάχη της Καυκαρίας, 16-17 Σετττεμβρίου 1827
Η Καυκαρία είναι οχυρά θέση που απέχει από τα Καλάβρυτα δύο Περίπου ώρες. Στη μάχη αυτή συμμετείχαν:
1.400 Αρκάδες υπό τον Αθανάσιον Γρηγοριάδην
1.000 Καρυτινοί υπό τον Πλαπούταν
600 Καλαβρυτινοί υπό τον Νικόλαον Πετιμεζάν
500 Βοστιτσάνοι υπό τον Δημήτριον Μελετόπουλον
300 Κορίνθιοι υπό τον Γεώργιο Λύκον Χελιώτην
400 Σουλιώτες υπό τον Φωτομάραν
Οι Τουρκικές δυνάμεις ήσαν 4.000 Αιγύπτιοι και 2.000 Αλβανοί. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκαν 700 Τούρκοι και τραυματίσθηκαν 230. Από δε τους Έλληνες σκοτώθηκαν 73 και τραυματίσθηκαν 3. Επίσης στη μάχη αυτή διακρίθηκαν σε ανδρεία και τόλμη οι Φωτομάρας, Γρηγοριάδης Αθανάσιος και Λύκος Γεώργιος.
8) Επιχείρηση στα Καλάβρυτα
Οι μήνες Ιούνιος, Ιούλιος και Αύγουστος 1827 ήσαν για τον: Κολοκοτρώνη οι πιο κουραστικοί, γιατί έτρεχε συνεχώς από όλες τις μεριές! και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να σταματήσει τα κακά του προσκυνήματος και να επαναφέρει τα προσκυνημένα χωριά πάλι κοντά στον Αγώνα κατά του Ιμπραϊμ. Στις επιχειρήσεις αυτές πήραν μέρος οι Χελιώτες: Καραγιάννης Δήμος και Μπέλεσης Γεώργιος
9) Μάχη Αγίου Ιωάννου Χασιάς
Στις 27 Μαΐου 1829, Τουρκική δύναμη από 3.000 πεζούς και ιππείς και 2 κανόνια κινήθηκε από την Αθήνα προς την Θήβα και κτύπησε τις θέσεις των Ελλήνων στο μικρό Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου μεταξύ Χασιάς και Μενιδίου. Οι Τούρκοι αποκρούσθηκαν με 80 νεκρούς και αναγκάσθηκαν να γυρίσουν πάλι στην Αθήνα. Στη μάχη αυτή πήραν μέρος οι αγωνιστές Χελιώτες Μάρας Ιωάννης και Αναστάσιος.
10) Μάχη της Πέτρας Βοιωτίας
Στις 10-9-1829 ο Τουρκικός Στρατός πλησιάζει τις Ελληνικές θέσεις στην Πέτρα της Βοιωτίας. 5.000 Τούρκοι και 3.500 Τουρκαλβανοί επιτέθηκαν εναντίων των Ελληνικών οχυρών ξημερώματα 12-9-1829. Οι Έλληνες αφού βγήκαν από τα οχυρώματα της Πέτρας με τα ξίφη στα χέρια και σαλπίζοντας "Πυρ" και "επάνω τους" όρμησαν κατά των Τούρκων. Οι Τούρκοι κατατρομαγμένοι γύρισαν στο στρατόπεδο τους αφού πίσω τους άφησαν 100 νεκρούς. Στη μάχη αυτή πολέμησε ο Χελιώτης Τζούρης Γεώργιος. Η μάχη της Πέτρας είναι η τελευταία μάχη της πρώτης φάσης του αγώνα του 1821 για την ανεξαρτησία της πατρίδας μας.
Ακολουθεί η συνθηκολόγηση των Τούρκων αφού ένα μεγάλο τμήμα της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας παραχωρείται στους Έλληνες. Γίνεται μετά την συνθηκολόγηση η Γενική παύση των όπλων για την πρώτη φάση του Αγώνα για την ανεξαρτησία της Ελλάδας που κράτησε συνολικά 8 χρόνια, 5 μήνες και 17 ημέρες, από 25 Μαρτίου 1821 μέχρι 12 Σεπτεμβρίου 1829.
101
52. Η Μάχη στο Αϊ Βλάση-Νίκη των Ελλήνων στον Άγιο Ιωάννη Τσετσεβων 17-7-1827
Στις αρχές Ιουλίου 1827 ο Κολοκοτρώνης με 500 μόνο άνδρες, συνοδευόμενος από τον Γκολφίνο Πετμεζα έφθασε στο χωριό Πασάκους, κοντά στο μεγάλο Σπήλαιο και από εκεί έγραψε στους προσκυνημένους οπλαρχηγούς των γειτονικών περιοχών να ενωθούν μαζί του.
Χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος: Έστειλα στα προσκυνημένα χωριά να μου στείλουν τα προσκυνοχάρτια των Τούρκων και να τους δώσω του Εθνους". Και παρατηρώντας με πίκρα ότι στον ασταμάτητο αυτόν αγώνα, δεν είχε παρά ελάχιστη βοήθεια από τους συμπατριώτες του, αναφέρει, όταν παρακινούσε να τον συνδράμουν ο Μπενιζέλος Ρούφος, ο Λεχουρίτς. ο Λόντος και άλλοι, εκείνοι του απάντησαν: "Τράβα εμπρός και ερχόμαστε"
Λίγοι μόνο ήσαν οι πιστοί όπως ο Βασίλειος Πετμεζάς, ο οποίες ενώ βρισκόταν στον Άγιο Βλάση με εντολές του Κολοκοτρώνη, υπέστη επίθεση από 6.000 Τούρκους υπό τον Ντελή-Αχμέτ και 2.000 προσκυνημένους υπό τον Νενέκο στις αρχές Ιουλίου.
Μπροστά στις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού τα σώματα του Πετμεζά που είχαν στο μεταξύ ενισχυθεί από 500 Αργείους στρατιώτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν χωρίς να υποστούν απώλειες.
Λίγες όμως ημέρες αργότερα στις 17 Ιουλίου σε μάχη που έγινε γύρω από το Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη στο χωριό Τσετσεβά της Βοστίτσας, οι Έλληνες με Αρχηγούς τον Φεϊζόπουλο και τοχΚαπετάν Γεωργακη Χελιώτη κατόρθωσαν έπειτα από πεισματώδη μάχη στοίχισε τη ζωή σε 200 Τούρκους και αρκετούς Έλληνες, να διώξουν τους εχθρούς και τους προσκυνημένους συμπατριώτες τους από την Περιοχή.
Για λίγο διάστημα οι συμπλοκές ανάμεσα στους δυο αντιπάλους κόπασαν. Οι Τούρκοι ενδιαφέροντο περισσότερο για τη συγκομιδή της Σταφίδας. Ήδη είχαν επιδοθεί στο έργο αυτό σε πολλές περιοχές, όπου τα σταφύλια βρίσκονταν από καιρό απλωμένα στα αλώνια. Για να κρατάνε μάλιστα τους Έλληνες μακριά, είχαν τοποθετήσει σε κατάλληλες θέσεις το ιππικό τους, έτσι ώστε η μεταφορά του προϊόντος να γίνεται ανενόχλητα.
98
Χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος: Έστειλα στα προσκυνημένα χωριά να μου στείλουν τα προσκυνοχάρτια των Τούρκων και να τους δώσω του Εθνους". Και παρατηρώντας με πίκρα ότι στον ασταμάτητο αυτόν αγώνα, δεν είχε παρά ελάχιστη βοήθεια από τους συμπατριώτες του, αναφέρει, όταν παρακινούσε να τον συνδράμουν ο Μπενιζέλος Ρούφος, ο Λεχουρίτς. ο Λόντος και άλλοι, εκείνοι του απάντησαν: "Τράβα εμπρός και ερχόμαστε"
Λίγοι μόνο ήσαν οι πιστοί όπως ο Βασίλειος Πετμεζάς, ο οποίες ενώ βρισκόταν στον Άγιο Βλάση με εντολές του Κολοκοτρώνη, υπέστη επίθεση από 6.000 Τούρκους υπό τον Ντελή-Αχμέτ και 2.000 προσκυνημένους υπό τον Νενέκο στις αρχές Ιουλίου.
Μπροστά στις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού τα σώματα του Πετμεζά που είχαν στο μεταξύ ενισχυθεί από 500 Αργείους στρατιώτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν χωρίς να υποστούν απώλειες.
Λίγες όμως ημέρες αργότερα στις 17 Ιουλίου σε μάχη που έγινε γύρω από το Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη στο χωριό Τσετσεβά της Βοστίτσας, οι Έλληνες με Αρχηγούς τον Φεϊζόπουλο και τοχΚαπετάν Γεωργακη Χελιώτη κατόρθωσαν έπειτα από πεισματώδη μάχη στοίχισε τη ζωή σε 200 Τούρκους και αρκετούς Έλληνες, να διώξουν τους εχθρούς και τους προσκυνημένους συμπατριώτες τους από την Περιοχή.
Για λίγο διάστημα οι συμπλοκές ανάμεσα στους δυο αντιπάλους κόπασαν. Οι Τούρκοι ενδιαφέροντο περισσότερο για τη συγκομιδή της Σταφίδας. Ήδη είχαν επιδοθεί στο έργο αυτό σε πολλές περιοχές, όπου τα σταφύλια βρίσκονταν από καιρό απλωμένα στα αλώνια. Για να κρατάνε μάλιστα τους Έλληνες μακριά, είχαν τοποθετήσει σε κατάλληλες θέσεις το ιππικό τους, έτσι ώστε η μεταφορά του προϊόντος να γίνεται ανενόχλητα.
98
51. Η μάχη στο Φάληρο και στην Ελευσίνα 22-3-1827
Στις 22 Μαρτίου 1827 ο Καραϊσκάκης διέταξε επίθεση κατά των Τουρκικών θέσεων. Στη δύναμη του συμμετείχαν ο Γενναίος Κολοκοτρώνης και ο Νοταράς. Για βοήθεια των δυνάμεων του Καραϊσκάκη στάλθηκαν οι Οπλαρχηγοί Μέλιος με 400 Αρκάδες, Σισίνης με 500 Ηλείους, Γεώργιος Λύκος (ο και Χελιώτης) με 200 Κορινθίους, οι οποίοι και πρωτοστάτησαν στην επίθεση που έκανε ο Καραϊσκάκης.
Μετά τον Τραυματισμό και το θάνατο του Καραϊσκάκη οι Πελοποννήσιοι αναχώρησαν για την Πατρίδα τους, τους ακολούθησαν όμως 4.000 Αλβανοί και 3.000 Τούρκοι οι οποίοι κοντά στην Ελευσίνα επιτέθηκαν κατά Πελοποννησίων. Το κέντρο των Ελληνικών δυνάμεων κατείχε ο Γενναίος Κολοκοτρώνης με 1.600 στρατιώτες, το δεξιό ο Νοταράς με 1.000 στρατιώτες και το αριστερό ο Γεώργιος Λύκος.
97
Στη μάχη που ακολούθησε πολέμησαν όρθιοι οι Έλληνες με απαράμιλλη ανδρεία και σκότωσαν 200 Τούρκους και ανάγκασαν τους άλλους να τραπούν σε φυγή προς το Φάληρο, οι δε Έλληνες 2.500 Άνδρες συνέχισαν την πορεία τους προς την Πελοπόννησο, αφού άφησαν οπισθοφυλακή τον Γεώργιον Λύκον με αρκετούς άνδρες.
Μετά τον Τραυματισμό και το θάνατο του Καραϊσκάκη οι Πελοποννήσιοι αναχώρησαν για την Πατρίδα τους, τους ακολούθησαν όμως 4.000 Αλβανοί και 3.000 Τούρκοι οι οποίοι κοντά στην Ελευσίνα επιτέθηκαν κατά Πελοποννησίων. Το κέντρο των Ελληνικών δυνάμεων κατείχε ο Γενναίος Κολοκοτρώνης με 1.600 στρατιώτες, το δεξιό ο Νοταράς με 1.000 στρατιώτες και το αριστερό ο Γεώργιος Λύκος.
97
Στη μάχη που ακολούθησε πολέμησαν όρθιοι οι Έλληνες με απαράμιλλη ανδρεία και σκότωσαν 200 Τούρκους και ανάγκασαν τους άλλους να τραπούν σε φυγή προς το Φάληρο, οι δε Έλληνες 2.500 Άνδρες συνέχισαν την πορεία τους προς την Πελοπόννησο, αφού άφησαν οπισθοφυλακή τον Γεώργιον Λύκον με αρκετούς άνδρες.
50. Η μάχη στους τρεις πύργους Αθηνών 20-2 -1827
Ο Κιουταχής συνεχίζει να πολιορκεί την Ακρόπολη και για αρκετές ημέρες περιορίστηκε σε ορισμένες ενέργειες που είχαν σαν στόχο παρεμποδίσουν τους Έλληνες να πάρουν νερό από τη μοναδική πηγή πόσιμου νερού που βρισκόταν στην ανατολική κλιτύ της Καστέλλας πάνε και δεξιότερα από το Σηράγγιο Αντρο (Σπηλιά του Παρασκευά).
Από το στενό αποκλεισμό της πρόσβασης προς την πηγή πολλοί Έλληνες είχαν σκοτωθεί στη προσπάθεια τους να πάρουν νερό και ύδρευση για το ελληνικό στρατόπεδο γινόταν όλο και περισσότερο προβληματική. Έτσι αποφασίστηκε η κατάληψη των Τριών -Πύργων, σημείου στο Ακριτήριο το γνωστό σαν Αγιος Γεώργιος Ο Ξηροτάγαρον.
Ο Γκόρντον έδωσε διαταγή στου Δημήτρη Καλέργη να καταλάβει τους τρεις Πύργους και να τους οχυρώσει. Στις 20 Φεβρουαρίου 1827 ο Κιουταχής εξόρμησε εναντίον τους. Αμέσως όμως σε βοήθεια του Καλέργη έσπευσαν ο Καπετάν Γεωργάκης Χελιώτης: ο Δοντάς. ο Νίκας και άλλοι καθώς και ο Ιγγλέσης που με τους τακτικούς του παρατάχθηκε απέναντι στο εχθρικό ιππικό. Συγχρόνως και ο Γιαννίτσης με το πλοίο του ενίσχυσε από τη θάλασσα με κανονιοβολισμό.
Η μάχη συνεχίστηκε με πείσμα όλη την ημέρα, άλλα την νύχτα οιΈλληνες έκαναν μια "ΡΙΤΡΑΤΑ (υποχώρηση) ΜΕ ΤΕΧΝΗΤΟ ΤΡΟΠΟ" και εγκαταλείποντας την πάρα πέρα προσπάθεια να κρατήσουν τους τρεις Πύργους, γύρισαν στη Καστέλα, ενώ οι Τούρκοι οχύρωσαν τη θέση με κανόνια, το ηθικό τους όμως είχε τελείως καταπέσει.
Από το στενό αποκλεισμό της πρόσβασης προς την πηγή πολλοί Έλληνες είχαν σκοτωθεί στη προσπάθεια τους να πάρουν νερό και ύδρευση για το ελληνικό στρατόπεδο γινόταν όλο και περισσότερο προβληματική. Έτσι αποφασίστηκε η κατάληψη των Τριών -Πύργων, σημείου στο Ακριτήριο το γνωστό σαν Αγιος Γεώργιος Ο Ξηροτάγαρον.
Ο Γκόρντον έδωσε διαταγή στου Δημήτρη Καλέργη να καταλάβει τους τρεις Πύργους και να τους οχυρώσει. Στις 20 Φεβρουαρίου 1827 ο Κιουταχής εξόρμησε εναντίον τους. Αμέσως όμως σε βοήθεια του Καλέργη έσπευσαν ο Καπετάν Γεωργάκης Χελιώτης: ο Δοντάς. ο Νίκας και άλλοι καθώς και ο Ιγγλέσης που με τους τακτικούς του παρατάχθηκε απέναντι στο εχθρικό ιππικό. Συγχρόνως και ο Γιαννίτσης με το πλοίο του ενίσχυσε από τη θάλασσα με κανονιοβολισμό.
Η μάχη συνεχίστηκε με πείσμα όλη την ημέρα, άλλα την νύχτα οιΈλληνες έκαναν μια "ΡΙΤΡΑΤΑ (υποχώρηση) ΜΕ ΤΕΧΝΗΤΟ ΤΡΟΠΟ" και εγκαταλείποντας την πάρα πέρα προσπάθεια να κρατήσουν τους τρεις Πύργους, γύρισαν στη Καστέλα, ενώ οι Τούρκοι οχύρωσαν τη θέση με κανόνια, το ηθικό τους όμως είχε τελείως καταπέσει.
49. Η Μάχη στο Χαϊδάρι 6-8-1826
Στις 5 Αυγούστου 1826 ο Ελληνικός Στρατός από 5.000 άνδρες βρισκόταν στην Ελευσίνα και κατά το βράδυ αφού πήρε Γαλέτες νια 4 ημέρες τροφή αναχώρησε από την Ελευσίνα νύχτα από ένα μονοπάτι για να έλθει στο Χαϊδάρι. Στο δρόμο μαθαίνουν ότι η Αθήνα κυριεύθηκε από τους Τούρκους και ότι οι Έλληνες ανέβηκαν στην Ακρόπολη από όπου συνέχιζαν καρτερικά την αντίσταση.
95
Στο Χαϊδάρι μαζί με τους Έλληνες από την Ελευσίνα, έφθασαν και άτακτοι στρατιώτες, οι οποίοι μάλιστα χωρίς καμιά διαταγή άρχισαν να πυροβολούν, αλλά με τους πυροβολισμούς αυτούς επρόδωσαν τις θέσεις τους στον εχθρό. Αμέσως ο Αρχηγός των Ελλήνων Καραϊσκάκης ετοιμάσθηκε για τη μάχη, ο ίδιος δε κατέλαβε τον κήπο, το δε σώμα του Ιωάννη Νοταρά με αρχηγό τον Κορίνθιο Γεώργιο Λύκο ή Χελιώτη κατέλαβε το δυτικό οξύ λόφο επί του οποίου κατασκεύασε ισχυρό χαράκωμα. Ο Κριεζώτης, ο Βάσος, ο Στέφος και τα υπόλοιπα τμήματα κατέλαβαν το Νότιο λόφο όπου κατασκεύασαν και αυτοί ισχυρά χαρακώματα.
Ο Φαβιέρος στρατοπέδευσε σε ομαλό έδαφος δεξιά του λόφου που κατείχε ο Χελιώτης. Το πρωί 6 Αυγούστου ο εχθρός εξαπέστειλε λίγους ιππείς για να κατοπτεύσουν το Ελληνικό Στρατόπεδο, αλλά τους αντιλήφθηκαν οι Έλληνες τους πυροβόλησαν και αναγκάσθηκαν να αποσυρθούν.
Ύστερα από δύο περίπου ώρες 500 ιππείς Δελήδες πλησιάζουν το Ελληνικό Στρατόπεδο και αφού μοιράστηκαν σε δύο τμήματα, επιτέθηκαν το ένα τμήμα προς το λόφο που κατείχε ο Στέφος και ο Κριεζώτης, και το άλλο προς το λόφο που κατείχε ο Χελιώτης και αμέσως άρχισε η συμπλοκή.
Μετά από λίγο φάνηκε όλος ο Τουρκικός στρατός με διοικητή τον Κιουταχή η Ρεσίτ-Πασά, Βεζύρη Ρούμελης Βαλεσή. αποτελούμενος από 6.000 πεζούς, 2.000 ιππείς και 4 μεγάλα Κανόνια. Οι Έλληνες αμύνονται από τα χαρακώματα, ο δε Τουρκικός στρατός υπέστη μεγάλες απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες.
Οι Τούρκοι τρέπονται σε φυγή, και καταδιώκονται από τον Φαβιέρο μέχρι την Αθήνα. Η μάχη διήρκησε 8 ώρες και σε αυτή οι Ελληνικές απώλειες ήσαν 20 άνδρες, ενώ οι Τουρκικές απώλειες ήσαν 200 άνδρες και πολλά άλογα.
Ύστερα από δύο ημέρες, 8 Αυγούστου, οι Τούρκοι όρμησαν και πάλι με όλες τους τις δυνάμεις. Και πάλι όμως είχαν μεγάλες απώλειες. "Ολόκληρη την ημέρα τους πετσοκόβαμεν" έγραφε ο Καραϊσκάκης. Η μάχη ήταν τόσο σκληρή και λυσσαλέα, ώστε οι Έλληνες ήλθαν στα χέρια με τους Τουρκαλβανούς και συχνά οι αντίπαλοι χρησιμοποιούσαν πέτρες αντί για όπλα.
Τα δύο Τάγματα του τακτικού στρατού έπληξαν από τα νώτα τους εχθρούς με εφ όπλου λόγχη, ενώ οι άτακτοι με τα γιαταγάνια τους επιτέθηκαν κατά μέτωπο. Οι Τούρκοι βαλλόμενοι και από τις δύο πλευρές τράπηκαν σε φυγή. Έτσι έληξε και η δεύτερη αυτή μάχη του Χαϊδαρίου που κράτησε από το πρωί μέχρι στις 2 το απόγευμα
Οι αιματηρές αυτές μάχες στο Χαϊδάρι στις 6 και 8 Αυγούστου δεν είχαν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα για τους αντιπάλους. Και οι δυο αποσύρθηκαν στα στρατόπεδα τους αφού είχαν σημαντικές απώλειες, οι Τούρκοι πολύ μεγαλύτερες από τους Έλληνες.
96
95
Στο Χαϊδάρι μαζί με τους Έλληνες από την Ελευσίνα, έφθασαν και άτακτοι στρατιώτες, οι οποίοι μάλιστα χωρίς καμιά διαταγή άρχισαν να πυροβολούν, αλλά με τους πυροβολισμούς αυτούς επρόδωσαν τις θέσεις τους στον εχθρό. Αμέσως ο Αρχηγός των Ελλήνων Καραϊσκάκης ετοιμάσθηκε για τη μάχη, ο ίδιος δε κατέλαβε τον κήπο, το δε σώμα του Ιωάννη Νοταρά με αρχηγό τον Κορίνθιο Γεώργιο Λύκο ή Χελιώτη κατέλαβε το δυτικό οξύ λόφο επί του οποίου κατασκεύασε ισχυρό χαράκωμα. Ο Κριεζώτης, ο Βάσος, ο Στέφος και τα υπόλοιπα τμήματα κατέλαβαν το Νότιο λόφο όπου κατασκεύασαν και αυτοί ισχυρά χαρακώματα.
Ο Φαβιέρος στρατοπέδευσε σε ομαλό έδαφος δεξιά του λόφου που κατείχε ο Χελιώτης. Το πρωί 6 Αυγούστου ο εχθρός εξαπέστειλε λίγους ιππείς για να κατοπτεύσουν το Ελληνικό Στρατόπεδο, αλλά τους αντιλήφθηκαν οι Έλληνες τους πυροβόλησαν και αναγκάσθηκαν να αποσυρθούν.
Ύστερα από δύο περίπου ώρες 500 ιππείς Δελήδες πλησιάζουν το Ελληνικό Στρατόπεδο και αφού μοιράστηκαν σε δύο τμήματα, επιτέθηκαν το ένα τμήμα προς το λόφο που κατείχε ο Στέφος και ο Κριεζώτης, και το άλλο προς το λόφο που κατείχε ο Χελιώτης και αμέσως άρχισε η συμπλοκή.
Μετά από λίγο φάνηκε όλος ο Τουρκικός στρατός με διοικητή τον Κιουταχή η Ρεσίτ-Πασά, Βεζύρη Ρούμελης Βαλεσή. αποτελούμενος από 6.000 πεζούς, 2.000 ιππείς και 4 μεγάλα Κανόνια. Οι Έλληνες αμύνονται από τα χαρακώματα, ο δε Τουρκικός στρατός υπέστη μεγάλες απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες.
Οι Τούρκοι τρέπονται σε φυγή, και καταδιώκονται από τον Φαβιέρο μέχρι την Αθήνα. Η μάχη διήρκησε 8 ώρες και σε αυτή οι Ελληνικές απώλειες ήσαν 20 άνδρες, ενώ οι Τουρκικές απώλειες ήσαν 200 άνδρες και πολλά άλογα.
Ύστερα από δύο ημέρες, 8 Αυγούστου, οι Τούρκοι όρμησαν και πάλι με όλες τους τις δυνάμεις. Και πάλι όμως είχαν μεγάλες απώλειες. "Ολόκληρη την ημέρα τους πετσοκόβαμεν" έγραφε ο Καραϊσκάκης. Η μάχη ήταν τόσο σκληρή και λυσσαλέα, ώστε οι Έλληνες ήλθαν στα χέρια με τους Τουρκαλβανούς και συχνά οι αντίπαλοι χρησιμοποιούσαν πέτρες αντί για όπλα.
Τα δύο Τάγματα του τακτικού στρατού έπληξαν από τα νώτα τους εχθρούς με εφ όπλου λόγχη, ενώ οι άτακτοι με τα γιαταγάνια τους επιτέθηκαν κατά μέτωπο. Οι Τούρκοι βαλλόμενοι και από τις δύο πλευρές τράπηκαν σε φυγή. Έτσι έληξε και η δεύτερη αυτή μάχη του Χαϊδαρίου που κράτησε από το πρωί μέχρι στις 2 το απόγευμα
Οι αιματηρές αυτές μάχες στο Χαϊδάρι στις 6 και 8 Αυγούστου δεν είχαν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα για τους αντιπάλους. Και οι δυο αποσύρθηκαν στα στρατόπεδα τους αφού είχαν σημαντικές απώλειες, οι Τούρκοι πολύ μεγαλύτερες από τους Έλληνες.
96
48. Η Πολιορκία της Πάτρας (14 Ιουλίου μέχρι 25 Οκτωβρίου 1824)
Η Κυβέρνηση αποφάσισε να οργανώσει την πολιορκία της Πάτρας και στις 14 Ιουλίου 1824 διόρισε Αρχηγό του Στρατοπέδου που ιδρύθηκε στη θέση Δεμέστιχα, τον Ανδρέα Λόντο με τον οποίο θα συνέπρατταν ο Ζαΐμης, 'Μ ο Νοταράς και ο Καλαμογδάρτης. Μαζί με τον Νοταρά ήταν και ο Καπετάν Γεωργάκης Χελιώτης.
Σε μικρή απόσταση από το Στρατόπεδο τοποθετήθηκαν οι Πετιμεζαίοι, ο Κανέλλος και Δημήτρης Δεληγιάνης και οι αδελφοί Κολοκοτρώνη με εντολή να βρίσκονται σε άμεση επαφή μεταξύ τους και όλοι μαζί περισφίγγουν το κλοιό γύρω από την Πάτρα. Στις 25 Οκτωβρίου όμως έπειτα από διαμάχες των οπλαρχηγών αποφασίστηκε η διάλυση του Στρατοπέδου και η λύση της πολιορκίας της Πάτρας.
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Πάτρας αρρώστησε και πέθανε ο στρατιώτης του Γεωργάκη Χελιώτη. Γεώργιος Μανώλης από το Χέλι Αργολίδας.
Σε μικρή απόσταση από το Στρατόπεδο τοποθετήθηκαν οι Πετιμεζαίοι, ο Κανέλλος και Δημήτρης Δεληγιάνης και οι αδελφοί Κολοκοτρώνη με εντολή να βρίσκονται σε άμεση επαφή μεταξύ τους και όλοι μαζί περισφίγγουν το κλοιό γύρω από την Πάτρα. Στις 25 Οκτωβρίου όμως έπειτα από διαμάχες των οπλαρχηγών αποφασίστηκε η διάλυση του Στρατοπέδου και η λύση της πολιορκίας της Πάτρας.
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Πάτρας αρρώστησε και πέθανε ο στρατιώτης του Γεωργάκη Χελιώτη. Γεώργιος Μανώλης από το Χέλι Αργολίδας.
47. Ο Πρώτος Εμφύλιος Πόλεμος
Στους Τελευταίους μήνες του 1823. η πολιτική κρίση είχε οξυνθεί και στο πρώτο εξάμηνο του 1824 εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο. Αντιμαχόμενοι οι
94
Στρατιωτικοί της Πελοποννήσου με τον Κολοκοτρώνη και οι πολιτικοί Πελοπννήσιοι και Νησιώτες με τον Μαυροκορδάτο, Πεδίο αντιπαράθεσης η Πελοπόννησος, μέχρι που σχηματίζονται δύο Κυβερνήσεις, η μία στο` Κρανίδι και η άλλη στην Τρίπολη, όπου και οι πρώτες ταραχές και η απόπειρα δολοφονίας του Κολοκοτρώνη.
Ο Υψηλάντης αναλαμβάνει μεσολαβητικό ρόλο, αλλά δεν καταφέρνει τίποτα. Ο εμφύλιος άρχισε και οι Πολιτικοί καταλαμβάνουν το Αργός και η κυριαρχία τους επεκτείνεται και στην Κόρινθο. Οι Νοταραίοι τάχθηκαν με τον Κουντουριώτη και είναι έτοιμοι να καταλάβουν την Κόρινθο.
Πολιορκούν τον Ακροκόρινθο και ο Φρούραρχος του Ακροκορίνθου αναγκάστηκε να παραδώσει το Φρούριο στους Κυβερνητικούς, έτσί 1 Ι ονομάστηκε η παράταξη του Κουντουριώτη και στις 19 Μαρτίου 1824 Παναγιώτης Νοταράς είχε υπό τον έλεγχο του ολόκληρη την Κορινθία. Φρούραρχος δε τότε του Ακροκορίνθου ορίστηκε ο Κυβερνητικός Κίτσος.
94
Στρατιωτικοί της Πελοποννήσου με τον Κολοκοτρώνη και οι πολιτικοί Πελοπννήσιοι και Νησιώτες με τον Μαυροκορδάτο, Πεδίο αντιπαράθεσης η Πελοπόννησος, μέχρι που σχηματίζονται δύο Κυβερνήσεις, η μία στο` Κρανίδι και η άλλη στην Τρίπολη, όπου και οι πρώτες ταραχές και η απόπειρα δολοφονίας του Κολοκοτρώνη.
Ο Υψηλάντης αναλαμβάνει μεσολαβητικό ρόλο, αλλά δεν καταφέρνει τίποτα. Ο εμφύλιος άρχισε και οι Πολιτικοί καταλαμβάνουν το Αργός και η κυριαρχία τους επεκτείνεται και στην Κόρινθο. Οι Νοταραίοι τάχθηκαν με τον Κουντουριώτη και είναι έτοιμοι να καταλάβουν την Κόρινθο.
Πολιορκούν τον Ακροκόρινθο και ο Φρούραρχος του Ακροκορίνθου αναγκάστηκε να παραδώσει το Φρούριο στους Κυβερνητικούς, έτσί 1 Ι ονομάστηκε η παράταξη του Κουντουριώτη και στις 19 Μαρτίου 1824 Παναγιώτης Νοταράς είχε υπό τον έλεγχο του ολόκληρη την Κορινθία. Φρούραρχος δε τότε του Ακροκορίνθου ορίστηκε ο Κυβερνητικός Κίτσος.
46. Η Δεύτερη Πολιορκία του Ακροκορίνθου 19-10-1823
Στην Πελοπόννησο το 1823 μόνο τα φρούρια της Πάτρας, του Ακροκορίνθου, της Μεθώνης, της Κορώνης και του Ρίου κατέχονταν ακόμα από τους Τούρκους. Ο Ακροκόρινθος κρατούσε ακόμα γιατί ανεφοδιαζόταν εύκολα από την Πάτρα με πλοία.
Μετά τη μάχη της Ακράτας-Μαύρων Λιθαριών και ιδιαίτερα από τις 18 Απριλίου η πολιορκία του Ακροκορίνθου γινόταν όλο και πιο στενότερη. Την πολιορκία ανέλαβε ο Γιάννης Νοταράς από τα Τρίκαλα της Κορινθίας ο οποίος στο μεταξύ προήχθη σε αντιστράτηγο από την Εθνοσυνέλευση του
Άστρους.
Τον Ιούνιο οι Έλληνες ενισχύθηκαν και από τον έμπειρο στρατιωτικό και πορθητή του Παλαμηδίου Στάϊκο Σταϊκόπουλο. Η Ελληνική δύναμη έφθασε τους 800 άνδρες. Κατά διαταγή του εκτελεστικού από το Σοφικό στην πολιορκία έλαβε μέρος και σ γενναίος Κολοκοτρώνης με δύναμη από 450 άνδρες, μαζί με τον Καπετάν Γεωργάκη Χελιώτη, τον Μαλτέζο και τον Γιάννη Νοταρά. Οι πολιορκούμενοι επειδή περίμεναν ενισχύσεις από την Πάτρα σε τρόφιμα και Στρατό δεν δέχονταν διαπραγματεύσεις για παράδοση.
Τον Οκτώβριο η τάξη μεταξύ των πολιορκητών διασαλεύτηκε λόγω της αντιζηλίας μεταξύ των οπλαρχηγών Γιαννάκη και Παναγιώτη Νοταρά αλλά και πάλι ανέλαβε ο Γενναίος Κολοκοτρώνης να αποκαταστήσει την τάξη. ΣΤΟ μεταξύ οι Τούρκοι πρότειναν παράδοση με τον όρο η παράδοση να γίνει στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Ο Κολοκοτρώνης πήγε αυτοπροσώπως και έπειτα από συνεννόηση με τον Φρούραρχο Αβτουλάχ-Μπέη, υπογράφτηκε στις 19 Οκτωβρίου 1823 η συνθήκη της παράδοσης και της αποστολής των Τούρκων με ασφάλεια στη Θεσαλονίκη. Μετά την αποχώρηση των Τούρκων, ο Κολοκοτρώνης τοποθέτησε Φρούραρχο του Ακροκορίνθου τον Καπετάν Γεωργάκη Χελιώτη μαζί με τον Γιαννάκη Νοταρά.
Ακολούθησε Αγιασμός και επίσημη Δοξολογία, στη συνέχεια φαγοπότι και χορός από όλους τους Κορινθίους και τους Δερβενοχωρίτες. μέσα σε δάκρυα χαράς για την απελευθέρωση του ενδοξότερου Φρουρίου της Πελοποννήσου και της συντριβής και του τελευταίου ίχνους της Δραμαλικής Στρατιάς.
Μετά τη μάχη της Ακράτας-Μαύρων Λιθαριών και ιδιαίτερα από τις 18 Απριλίου η πολιορκία του Ακροκορίνθου γινόταν όλο και πιο στενότερη. Την πολιορκία ανέλαβε ο Γιάννης Νοταράς από τα Τρίκαλα της Κορινθίας ο οποίος στο μεταξύ προήχθη σε αντιστράτηγο από την Εθνοσυνέλευση του
Άστρους.
Τον Ιούνιο οι Έλληνες ενισχύθηκαν και από τον έμπειρο στρατιωτικό και πορθητή του Παλαμηδίου Στάϊκο Σταϊκόπουλο. Η Ελληνική δύναμη έφθασε τους 800 άνδρες. Κατά διαταγή του εκτελεστικού από το Σοφικό στην πολιορκία έλαβε μέρος και σ γενναίος Κολοκοτρώνης με δύναμη από 450 άνδρες, μαζί με τον Καπετάν Γεωργάκη Χελιώτη, τον Μαλτέζο και τον Γιάννη Νοταρά. Οι πολιορκούμενοι επειδή περίμεναν ενισχύσεις από την Πάτρα σε τρόφιμα και Στρατό δεν δέχονταν διαπραγματεύσεις για παράδοση.
Τον Οκτώβριο η τάξη μεταξύ των πολιορκητών διασαλεύτηκε λόγω της αντιζηλίας μεταξύ των οπλαρχηγών Γιαννάκη και Παναγιώτη Νοταρά αλλά και πάλι ανέλαβε ο Γενναίος Κολοκοτρώνης να αποκαταστήσει την τάξη. ΣΤΟ μεταξύ οι Τούρκοι πρότειναν παράδοση με τον όρο η παράδοση να γίνει στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Ο Κολοκοτρώνης πήγε αυτοπροσώπως και έπειτα από συνεννόηση με τον Φρούραρχο Αβτουλάχ-Μπέη, υπογράφτηκε στις 19 Οκτωβρίου 1823 η συνθήκη της παράδοσης και της αποστολής των Τούρκων με ασφάλεια στη Θεσαλονίκη. Μετά την αποχώρηση των Τούρκων, ο Κολοκοτρώνης τοποθέτησε Φρούραρχο του Ακροκορίνθου τον Καπετάν Γεωργάκη Χελιώτη μαζί με τον Γιαννάκη Νοταρά.
Ακολούθησε Αγιασμός και επίσημη Δοξολογία, στη συνέχεια φαγοπότι και χορός από όλους τους Κορινθίους και τους Δερβενοχωρίτες. μέσα σε δάκρυα χαράς για την απελευθέρωση του ενδοξότερου Φρουρίου της Πελοποννήσου και της συντριβής και του τελευταίου ίχνους της Δραμαλικής Στρατιάς.
45. Η μάχη της Ακράτας και των Μαύρων Λιθαριών - Ζάχολης 5-1-1823
Μετά την πτώση του Ναυπλίου 30 Νοεμβρίου 1822 οι Τούρκοι της Κορίνθου μαστιζόμενοι από την πείνα και τις αρρώστιες βρέθηκαν σε αξιοθρήνητη κατάσταση . Στο μεταξύ πέθανε και ο Μαχμούτ-Ζίχναλης και την αρχηγία του στρατού ανέλαβε ο Αρχηγός του Ιππικού Δελή-Αχμέτ. Ο νέος Αρχηγός βλέποντας την απελπιστική κατάσταση του στρατού στην Κόρινθο αποφάσισε να την εγκαταλείψει και ξεκινάει ο ίδιος με 3.500 άνδρες για να πάει στην Πάτρα.
Την εποχή εκείνη οι Καλαβρυτινοί αγωνιστές οι οποίοι είχαν αναλάβει τη φρούρηση των διαβάσεων προς την Πάτρα βρισκόντουσαν σε διαμάχη μεταξύ τους. Είχαν συγκεντρώσει τα στρατεύματα τους κοντά στα Καλύβια της Ακράτας και ήσαν έτοιμοι να κτυπηθούν μεταξύ τους. Οι πολιτικοί με αρχηγό τον Σωτηράκη Χαραλάμπη και οι Στρατιωτικοί με αρχηγούς τους Πετιμεζαίους.
Την αδελφική αιματοχυσία κατά τις κρίσιμες εκείνες στιγμές για την επανάσταση, πρόλαβαν οι οπλαρχηγοί Ασημάκης Ζαΐμης, Σωτηράκης Θεοχαρόπουλος και Νικόλαος Σολιώτης, οι οποίοι έφθασαν στα Χάσια των Καλαβρύτων, ενώ ταυτόχρονα ο Καπετάν Γεωργάκης Χελιώτης αφού αντιλήφθηκε την προέλαση των Τούρκων κατέφθασε έγκαιρα στο Στρατόπεδο των Πετιμεζαίων και ανήγγειλε το γεγονός.
Έτσι αφού ειδοποιήθηκαν όλοι και συμφιλιώθηκαν, ενώθηκαν αδερφωμένοι να αντιμετωπίσουν τα υπολείμματα της στρατιάς του Δράμαλη. Την πιο επικίνδυνη θέση ανέλαβε ο ατρόμητος Νικόλαος Σολιώτης, ο οποίος έπιασε ένα πέτρινο συνεχή προμαχώνα πάνω από το
92
δρόμο προς τη Βοστίτσα. Ο Ασημάκης Ζαΐμης, ο Σωτηράκης Χαραλάμπης•
και ο Σωτηράκης Θεοχαρόττουλος με τους δικούς τους έπιασαν τις οχυρές
θέσεις πάνω από την Ακρατα.
Ο Νικόλαος Πετιμεζάς,. ο Καπετάν Γεωργάκης Χελιώτης και ο Παναγιώτης Γεραρής με τους δικούς τους, ανέβηκαν στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία της Ζάχολης με σκοπό να αφήσουν τους Τούρκους να προχωρήσουν προς τον προμαχώνα του Σολιώτη και να τους επιτεθούν από τα Νότια στη θέση "ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ" και έτσι να αποκλεισθεί η οπισθοχώρηση τους στην Κόρινθο.
Στις 5 Γενάρη 1823 αργά το απόγευμα η εμπροσθοφυλακή των Τούρκων δέχεται τα πυρά του Σολιώτη. Οι Τούρκοι ξαφνιάστηκαν, οπισθοχώρησαν και προσπάθησαν να προφυλαχθούν. Οι στρατιώτες του Σολιώτη βγήκαν έξω από τον προμαχώνα του και κατάκοψαν πολλούς Τούρκους Καβαλάρηδες.
Αφού ανασυντάχθηκε η εμπροσθοφυλακή και αφού πήρε θάρρος εν τω μεταξύ από την άφιξη του Δελή-Αχμέτ, επεδίωξε να εξουδετερώσει τη στρατιωτική δύναμη του Σολιώτη, αλλά τελικά αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει με σημαντικές απώλειες. Λόγω της νύχτας τα πυρά και από τις δύο μεριές σταμάτησαν. Οι Έλληνες διανυκτέρευσαν στην ύπαιθρο κάτω από δριμύτατο ψύχος και μεγάλη πείνα. Η πρώτη τους ενέργεια όμως ήταν η προμήθεια πυρομαχικών.
Οι Τούρκοι περίφοβοι διανυκτέρευσαν στο Χάνι της Ακράτας. Στο μεταξύ φθάνουν πενήντα Καλόγηροι από το Μέγα Σπήλαιο, που ειδοποιήθηκαν έγκαιρα, με τρόφιμα και πυρομαχικά, γεγονός που έδωσε θάρρος και ασυγκράτητο ενθουσιασμό στους Έλληνες. Το πρωί οι Τούρκοι κτύπησαν τον προμαχώνα του Σολιώτη, αλλά αποκρούστηκαν αφού άφησαν στον τόπο 300 νεκρούς.
Ο Δελή Αχμέτ βλέποντας το αδιέξοδο, διέταξε κανονική υποχώρηση, με σκοπό να βρει ασφαλέστερη θέση για άμυνα και επίθεση. Κατά την οπισθοχώρηση όμως οι Τούρκοι και στη θέση Μαύρα Λιθάρια, κοντά στα σύνορα Κορινθίας και Αιγιαλείας δέχτηκαν την απρόοπτη και αιφνιδιαστική επίθεση του Νικόλα Πετιμεζά, του Γεωργάκη Χελιώτη και του Παναγιώτη Γεραρή και των γενναίων παλικαριών της Κορινθίας.
Επακολούθησε άγρια συμπλοκή σώμα προς σώμα. Όσοι Τούρκοι ξέφυγαν το φονικό σπαθί των Ελλήνων διασκορπίστηκαν και κρύφτηκαν τρομαγμένοι στα χαντάκια και τα αμπέλια της περιοχής.
Οι Τούρκοι μετά την αποτυχία τους αυτή γύρισαν στο Χάνι της Ακράτας και αφού ανασυντάχθηκαν επιχείρησαν και τρίτη έφοδο για να ανοίξουν το δρόμο προς τα πλάγια υψώματα, αλλά κτυπήθηκαν από 150 άνδρες με αρχηγούς τον Δημήτρη και Σωτήρη Σολιώτη, Παπαγιώργη, Αναγνώστη Καλογριά, Δημήτρη Παναβό, Αγγελική Δελούκα και Γιάννη Καρπενησιώτη και ξαναγύρισαν στο χάνι της Ακράτας.
Από τους 3.500 Τούρκους διασώθηκαν περίπου 1.000 που κατόρθωσαν να καταφύγουν στη Πάτρα. Έτσι στα σύνορα Κορινθίας και
93
Αιγιαλείας η αγέρωχη στρατιά του Δράμαλη υπόγραψε την αδυναμία του τουρκικού στρατού να καταπνίξουν την Επανάσταση των Ελλήνων.
Την εποχή εκείνη οι Καλαβρυτινοί αγωνιστές οι οποίοι είχαν αναλάβει τη φρούρηση των διαβάσεων προς την Πάτρα βρισκόντουσαν σε διαμάχη μεταξύ τους. Είχαν συγκεντρώσει τα στρατεύματα τους κοντά στα Καλύβια της Ακράτας και ήσαν έτοιμοι να κτυπηθούν μεταξύ τους. Οι πολιτικοί με αρχηγό τον Σωτηράκη Χαραλάμπη και οι Στρατιωτικοί με αρχηγούς τους Πετιμεζαίους.
Την αδελφική αιματοχυσία κατά τις κρίσιμες εκείνες στιγμές για την επανάσταση, πρόλαβαν οι οπλαρχηγοί Ασημάκης Ζαΐμης, Σωτηράκης Θεοχαρόπουλος και Νικόλαος Σολιώτης, οι οποίοι έφθασαν στα Χάσια των Καλαβρύτων, ενώ ταυτόχρονα ο Καπετάν Γεωργάκης Χελιώτης αφού αντιλήφθηκε την προέλαση των Τούρκων κατέφθασε έγκαιρα στο Στρατόπεδο των Πετιμεζαίων και ανήγγειλε το γεγονός.
Έτσι αφού ειδοποιήθηκαν όλοι και συμφιλιώθηκαν, ενώθηκαν αδερφωμένοι να αντιμετωπίσουν τα υπολείμματα της στρατιάς του Δράμαλη. Την πιο επικίνδυνη θέση ανέλαβε ο ατρόμητος Νικόλαος Σολιώτης, ο οποίος έπιασε ένα πέτρινο συνεχή προμαχώνα πάνω από το
92
δρόμο προς τη Βοστίτσα. Ο Ασημάκης Ζαΐμης, ο Σωτηράκης Χαραλάμπης•
και ο Σωτηράκης Θεοχαρόττουλος με τους δικούς τους έπιασαν τις οχυρές
θέσεις πάνω από την Ακρατα.
Ο Νικόλαος Πετιμεζάς,. ο Καπετάν Γεωργάκης Χελιώτης και ο Παναγιώτης Γεραρής με τους δικούς τους, ανέβηκαν στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία της Ζάχολης με σκοπό να αφήσουν τους Τούρκους να προχωρήσουν προς τον προμαχώνα του Σολιώτη και να τους επιτεθούν από τα Νότια στη θέση "ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ" και έτσι να αποκλεισθεί η οπισθοχώρηση τους στην Κόρινθο.
Στις 5 Γενάρη 1823 αργά το απόγευμα η εμπροσθοφυλακή των Τούρκων δέχεται τα πυρά του Σολιώτη. Οι Τούρκοι ξαφνιάστηκαν, οπισθοχώρησαν και προσπάθησαν να προφυλαχθούν. Οι στρατιώτες του Σολιώτη βγήκαν έξω από τον προμαχώνα του και κατάκοψαν πολλούς Τούρκους Καβαλάρηδες.
Αφού ανασυντάχθηκε η εμπροσθοφυλακή και αφού πήρε θάρρος εν τω μεταξύ από την άφιξη του Δελή-Αχμέτ, επεδίωξε να εξουδετερώσει τη στρατιωτική δύναμη του Σολιώτη, αλλά τελικά αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει με σημαντικές απώλειες. Λόγω της νύχτας τα πυρά και από τις δύο μεριές σταμάτησαν. Οι Έλληνες διανυκτέρευσαν στην ύπαιθρο κάτω από δριμύτατο ψύχος και μεγάλη πείνα. Η πρώτη τους ενέργεια όμως ήταν η προμήθεια πυρομαχικών.
Οι Τούρκοι περίφοβοι διανυκτέρευσαν στο Χάνι της Ακράτας. Στο μεταξύ φθάνουν πενήντα Καλόγηροι από το Μέγα Σπήλαιο, που ειδοποιήθηκαν έγκαιρα, με τρόφιμα και πυρομαχικά, γεγονός που έδωσε θάρρος και ασυγκράτητο ενθουσιασμό στους Έλληνες. Το πρωί οι Τούρκοι κτύπησαν τον προμαχώνα του Σολιώτη, αλλά αποκρούστηκαν αφού άφησαν στον τόπο 300 νεκρούς.
Ο Δελή Αχμέτ βλέποντας το αδιέξοδο, διέταξε κανονική υποχώρηση, με σκοπό να βρει ασφαλέστερη θέση για άμυνα και επίθεση. Κατά την οπισθοχώρηση όμως οι Τούρκοι και στη θέση Μαύρα Λιθάρια, κοντά στα σύνορα Κορινθίας και Αιγιαλείας δέχτηκαν την απρόοπτη και αιφνιδιαστική επίθεση του Νικόλα Πετιμεζά, του Γεωργάκη Χελιώτη και του Παναγιώτη Γεραρή και των γενναίων παλικαριών της Κορινθίας.
Επακολούθησε άγρια συμπλοκή σώμα προς σώμα. Όσοι Τούρκοι ξέφυγαν το φονικό σπαθί των Ελλήνων διασκορπίστηκαν και κρύφτηκαν τρομαγμένοι στα χαντάκια και τα αμπέλια της περιοχής.
Οι Τούρκοι μετά την αποτυχία τους αυτή γύρισαν στο Χάνι της Ακράτας και αφού ανασυντάχθηκαν επιχείρησαν και τρίτη έφοδο για να ανοίξουν το δρόμο προς τα πλάγια υψώματα, αλλά κτυπήθηκαν από 150 άνδρες με αρχηγούς τον Δημήτρη και Σωτήρη Σολιώτη, Παπαγιώργη, Αναγνώστη Καλογριά, Δημήτρη Παναβό, Αγγελική Δελούκα και Γιάννη Καρπενησιώτη και ξαναγύρισαν στο χάνι της Ακράτας.
Από τους 3.500 Τούρκους διασώθηκαν περίπου 1.000 που κατόρθωσαν να καταφύγουν στη Πάτρα. Έτσι στα σύνορα Κορινθίας και
93
Αιγιαλείας η αγέρωχη στρατιά του Δράμαλη υπόγραψε την αδυναμία του τουρκικού στρατού να καταπνίξουν την Επανάσταση των Ελλήνων.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)