Τα πρώτα χρόνια της κατοχής οι Γερμανοί και οι Ιταλοί αφού εδραιώθηκαν μέσα στις πόλεις, άρχισαν σίγα - σιγά να στέλνουν φυλάκια και στα περισσότερα χωριά, ιδιαίτερα στα πιο απομακρυσμένα και κυρίως στα ορεινά. Τα φυλάκια αυτά στα χωριά ήσαν επανδρωμένα πάντοτε από Ιταλούς, γιατί οι Γερμανοί είχαν περιοριστεί στις πόλεις και μονάχα για επιχειρήσεις έβγαιναν έξω από τις πόλεις Στο, Χέλι από τις πρώτες ημέρες της Κατοχής εγκαταστάθηκε μόνιμη Ιταλική φρουρά από μερικές δεκάδες στρατιώτες, οι οποίοι χρησιμοποίησαν για στρατώνα το σπίτι του Κωνσταντίνου Ζαφείρη (η Καραμαδούκη) αφού πρώτα έγινε επίταξη σε αυτό. Από τις πρώτες ημέρες που ήρθαν οι Ιταλοί στο χωριό, στο πλευρό τους συντάχθηκε ο Ιωάννης Γεωργίου Δροϋγκας (Πουλέντζης) ή Καφάσης, μόνιμος κάτοικος του χωριού Χέλι, ο οποίος είχε μπει στην υπηρεσία των Ιταλών και φορούσε μάλιστα την Ιταλική στολή με μαύρες ψηλές μπότες και στο χέρι του κρατούσε πάντα ένα μαστίγιο.
Έτσι υπηρετούσε τους Ιταλούς για αρκετό χρονικό διάστημα μέχρι την κατάρρευση των Ιταλών στο τέλος του έτους 1943, ΟΕ Ιταλοί έμειναν στο χωριό ολόκληρο το χρονικό διάστημα από το Μάη του 1941 μέχρι 8-9-1943,οπότε η Ιταλία συνθηκολόγησε και οι Ιταλοί στην Ελλάδα αφοπλίσθηκαν από τους Γερμανούς, οι οποίοι στη συνέχεια τους άφησαν ελεύθερους να πάνε όπου θέλουν, οπότε διασκορπίστηκαν και όσοι μπόρεσαν έφυγαν για την Ιταλία, άλλοι παρέμειναν στην Ελλάδα προσωρινά και δούλευαν κυρίως σε γεωργικές εργασίες, ελάχιστοι προσχώρησαν στις ανταρτικές ομάδες που δρούσαν τότε σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο και άλλοι τέλος έμειναν σε στρατόπεδα μέχρι την απελευθέρωση της χώρας μας από τους Γερμανούς κατακτητές.
Οι Ιταλοί στο χωριό μας, αλλά και σε όλα γενικά τα χωριά δεν συμπεριφέρθηκαν με αυστηρότητα και αγριότητα. Πέρα από το πλιατσικολόγημα που έκαναν παίρνοντας σφάγια, τυριά, λάδια, αυγά και ότι άλλο χρειαζόντουσαν για τη συντήρηση τους στο χωρίο κατά τα άλλα περνούσαν ήρεμα στο χωριό και δεν παρενοχλούσαν κανένα πολίτη, περιμένοντας να τελειώσει ο πόλεμος για να πάνε στα σπίτια τους και στις οικογένειες τους. Με τη διάλυση των Ιταλών ο Καφάσης έμεινε απροστάτευτος, έφυγε από το χωριό και πήγε στο Μετόχι (σημερινό Άγιο Δημήτριο ) όπου βρίσκονταν Οι δικοί του, αλλά και εκεί δεν είχε ασφάλεια, γιατί οι αντάρτες που είχαν ήδη εμφανισθεί στη περιοχή εκείνη τον αναζητούσαν, όχι βέβαια για το καλό του.
Για το λόγο αυτό έφυγε και από το Μετόχι και πήγε στην περιοχή των Ερήμων (Μττουλμέτι), νομίζοντας ότι εκεί θα είχε μεγαλύτερη ασφάλεια. Στη περιοχή αυτή έμεινε για λίγο καιρό ως που κάποτε τον ανακάλυψαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ τον έπιασαν και αποφάσισαν να τον στείλουν με συνοδεία στη Γκούρα, όπου βρισκόταν το στρατηγείο τους, εκεί δε λειτουργούσε τότε και λαϊκό δικαστήριο στο οποίον θα έπρεπε να λογοδοτήσει για τη συνεργασία του με τους Ιταλούς. Δεν έφθασε όμως
240
ποτέ εκεί για να δικαστεί, γιατί οι αντάρτες, ενώ τον πήγαιναν προς την Γκούρα, κάπου εκεί κοντά στη Νεμέα τον εκτέλεσαν χωρίς να περάσει καθόλου από δίκη.
Έτσι ο Καφάσης είναι το πρώτο θύμα του χωριού από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ που τον κατηγόρησαν για προδότη, επειδή συνεργάστηκε με τους Ιταλούς, παρά το γεγονός ότι από τη συνεργασία αυτή κανένας από το χωριό δεν βλάφτηκε.
Τα δυόμισι πρώτα χρόνια της κατοχής πέρασαν στο χωριό μας αναίμακτα και καμιά δραστηριότητα δεν παρατηρήθηκε ούτε από τους Έλληνες, μα ούτε και από τους Ιταλούς κατακτητές, πέρα από τα πλιατσικολογήματά τους.
Δύσκολος ήταν μόνο ο πρώτος χειμώνας της κατοχής 1941-1942 γιατί ο Ελληνικός λαός βρέθηκε απροετοίμαστος και δεν είχε εφόδια αρκετά για να περάσει το χειμώνα του. Τα λίγα προϊόντα που υπήρχαν τα λεηλατούσε κατά το μεγαλύτερο μέρος ο Κατακτητής. Ο τιμάριθμος κάλπαζε προς τα ύψη. Το χρήμα που κυκλοφορούσε δεν είχε καμιά αξία και η εκτύπωση νέου χαρτονομίσματος μεγαλύτερης αξίας δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τον τιμάριθμο γι αυτό το χρήμα είχε γίνει άχρηστο για τις συναλλαγές.
Έτσι λοιπόν στις συναλλαγές κανένας δεν έπαιρνε χρήματα όταν πωλούσε κάποιο είδος. Η προσφορά των λίγων αγαθών που περίσσευαν στα νοικοκυριά γινόταν μόνο με ανταλλαγή άλλων αγαθών. Αυτό όμως μπορούσε να γίνει μόνο στα χωριά όπου υπήρχαν από όλα τα αγαθά και οι τσοπάνηδες μπορούσαν να ανταλλάξουν τα προϊόντα τους γάλα, τυρί. βούτυρο, κρέας, κ.λ.π. με σιτάρι, καλαμπόκι κ.λ.π. με τους γεωργούς.
Αντίθετα ο αστικός πληθυσμός και κυρίως των μεγαλουπόλεων Αθήνα-Πειραιά που δεν είχε προϊόντα για να τα ανταλλάξει με τρόφιμα, υπέφερε πάρα πολύ από την πείνα και το κρύο, με αποτέλεσμα στις μεγαλουπόλεις αυτές ο κόσμος κατά εκατοντάδες να πεθαίνει στους δρόμους και οι νεκροί να μαζεύονται κάθε πρωί με τα αυτοκίνητα του Δήμου. Οι Αθηναίοι για να αντιμετωπίσουν την πείνα και να προμηθευτούν λίγο σιτάρι έδιναν τα πάντα από το σπίτι τους έπιπλα, φορέματα, κοσμήματα ακόμα και τα σπίτια τους.
Η πείνα, η δυστυχία από το ένα μέρος και η καταπίεση του κατακτητή από το άλλο μέρος ήσαν οι αιτίες που όπλιζαν τον Ελληνικό λαό με δύναμη και αισιοδοξία και που πάντα προσπαθούσε να βρει τρόπο για να αντισταθεί σε όλα αυτά τα δεινά.