Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ είχαν γίνει κυρίαρχοι πια σε όλη την περιοχή του οροπεδίου του Αραχναίου και δρούσαν εκεί ανενόχλητοι. Είχαν στήσει φυλάκια γύρω από το χωριό, στα οποία έβαζαν κάθε βράδυ φρουρούς Χελιώτες, τους οποίους επιστράτευαν από το χωριό. Φυλάκια επίσης είχαν και σε όλες τις προσβάσεις προς το Χέλι από τις γύρω περιοχές. Ένα τέτοιο φυλάκιο ήταν και στη Σκάλα, κοντά στην τελευταία αριστερή στροφή, όπως ανεβαίνουμε από τον Αμαριανό στο Χέλι. Και στο φυλάκιο αυτό κάθε βράδυ στέλνονταν Χελιώτες.
Στις 13 προς 14 Μαρτίου 1944 μεταξύ των Χελιωτών που είχαν σταλεί εκεί ήταν και ο Αναστάσιος Μπιμπής. Οι φύλακες εκεί παρέμειναν όλη τη νύχτα, επειδή όμως υπήρχαν πληροφορίες ότι το πρωί θα ερχόντουσαν Γερμανοί, οι οποίοι συχνά έκαναν επισκέψεις μέχρι τον Αμαριανό, χωρίς βέβαια να ανεβαίνουν προς το χωριό γιατί πάντα ήσαν μικρές περίπολοι και είχαν τον φόβο μην πέσουν σε ενέδρα των ανταρτών, οι φύλακες αυτοί εγκατέλειψαν το φυλάκιο πολύ πρωί στις 14-3-1944 και έτσι το φυλάκιο έμεινε έρημο. Στο φυλάκιο αυτό υπήρχε πάντα και τηλέφωνο σε λειτουργία. Την ίδια μέρα πολύ πρωί ο Κωνσταντίνος Ρόζης πήγαινε από το χωριό προς τον Αμαριανό, όπου βρισκόταν ο πατέρας του με τα πρόβατα τους για να του πάει ψωμί. Το μαντρί του πατέρα του βρισκόταν κοντά στη θέση πηγαδάκι. Περνώντας ο Ρόζης από τη Σκάλα, όπου εκεί κοντά υπήρχε το φυλάκιο των Ανταρτών, το είδε έτσι εγκαταλειμμένο και του γεννήθηκε η περιέργεια να μπει μέσα και να το εξερευνήσει και έπειτα συνέχισε το δρόμο του προς τον Αμαριανό.
Κάτω όμως από τη Σκάλα βρισκόταν μια Γερμανική περίπολος που είχε φθάσει εκεί και οι Γερμανοί με τις διόπτρες τους επιτηρούσαν όλη την ορατή κορυφογραμμή του όρους Αραχναίου και φυσικά και την πρόσβαση της Σκάλας, όπου υπήρχε και το φυλάκιο των Ανταρτών. Από εκεί είδαν και τον Ρόζη που πρόβαλε στην κορυφή της Σκάλας και παρακολουθούσαν όλες του τις κινήσεις. Τον είδαν που λοξοδρόμησε και κατευθύνθηκε προς το φυλάκιο, στο οποίο μπήκε μέσα και αφού το εξερεύνησε, βγαίνοντας έπειτα έξω επιθεώρησε τα καλώδια του τηλεφώνου και στη συνέχεια ξαναγύρισε στο δρόμο και συνέχισε την πορεία του. Όλες όμως αυτές τις
262
κινήσεις τις παρακολουθούσαν οι Γερμανοί, οι οποίοι τον θεώρησαν αντάρτη ή οπωσδήποτε άτομο στην υπηρεσία των ανταρτών και όταν ο Ρόζης κατέβηκε κάτω από τη Σκάλα, πιάστηκε από τους Γερμανούς, οι οποίοι άρχισαν αμέσως τις ανακρίσεις.
Μαζί τους οι Γερμανοί είχαν και Έλληνες με Γερμανική όμως στολή, όπως συνέβαινε πάντοτε και τους οποίους χρησιμοποιούσαν και σαν διερμηνείς και πάντοτε οι Έλληνες αυτοί ήσαν πιο αυστηροί και από τους ίδιους τους Γερμανούς. Στην ανάκριση ο Ρόζης τους είπε ότι δεν είναι αντάρτης, ούτε εκτελούσε καμιά υπηρεσία των ανταρτών, παρά ότι είναι ένας ταλαιπωρημένος βοσκός και ότι τον είχαν στείλει από το χωριό να πάει ψωμί στον πατέρα του στη στάνη, αλλά φαίνεται ότι οι Γερμανοί δεν τον πίστεψαν, παρά το γεγονός ότι ο άνθρωπος ήταν και άοπλος.
Από τη θέση που βρίσκονταν οι Γερμανοί, τον πήρανε και τον οδήγησαν παρακάτω, κατά μήκος της Ράχης που ακολουθούσε ο δρόμος για το Ναύπλιο και όταν έφθασαν κοντά στο σπίτι του Νικόλα (Νικολάου Αργυρόπουλου), τον οδήγησαν στη συνέχεια σε ένα χέρωμα και εκεί τον εκτέλεσαν χωρίς καμιά άλλη διαδικασία. Έπειτα οι Γερμανοί πήγαν στη στάνη του πατέρα του, το γέρο Ρόζη και του ζητούσαν τουφέκια, απειλώντας τον ότι θα τον εκτελέσουν. Τελικά οι Γερμανοί τον άφησαν ελεύθερο και γύρισαν πίσω στο Ναύπλιο, αφήνοντας πίσω τους ένα θύμα. το πρώτο θύμα των Γερμανών στο Χέλι τον Κώστα Ρόζη.
Το θύμα έμεινε εκεί άταφο 2-3 ημέρες, γιατί κανένας δεν τολμούσε να πάει να τον πάρει. Μετά από τρεις ημέρες τα αδέρφια του Ρόζη, μαζί με τα πρώτα τους ξαδέρφια Τάσο, Γιώργο και Χρήστο Μπιμπή, πήγαν στον τόπο της εκτέλεσης και πήραν το νεκρό, τον οποίον μετέφεραν στο Μοναστήρι και τον έθαψαν εκεί στο μικρό Νεκροταφείο που υπήρχε για τους Καλόγηρους. Δεν τον πήγανε στο χωριό, φοβούμενοι μήπως εκεί έρθουν οι Γερμανοί, γιατί πάντα υπήρχε η απειλή αυτή.