Η ηγεσία του ΕΑΜ στο Χέλι είχε πεισθεί πια πως ο Γ Μπιμπής όχι μόνα διαφωνούσε με τις ιδέες τους και τις πράξεις τους, αλλά και ότι παράλληλα προσπαθούσε να οργανώσει και δράση εναντίον τους και χωρίς να σκεφθούν πολύ πήραν την απόφαση να τον βγάλουν από τη μέση. Έτσι πολύ γρήγορα οργάνωσαν ένα σχέδιο για την εξόντωση του και ένα βράδυ ένοπλοι αντάρτες μπήκαν ξαφνικά στο σπίτι του, τον συνέλαβαν και αφού τον έδεσαν καλά, πήγαν έπειτα και σε ένα άλλο σπίτι του Σπύρου Ζαφείρη, συνέλαβαν και αυτόν , τον έδεσαν επίσης και το ίδιο βράδυ τους έστειλαν συνοδεία στη Γκούρα όπου εκείνη την εποχή είχε μεταφερθεί η έδρα του Λαϊκού Δικαστηρίου και της ΟΠΛΑ με σκοπό βέβαια να τους παραπέμψουν με βαριές κατηγορίες, για να τους δικάσουν και να τους εκτελέσουν.
Μαζί με αυτούς τους δύο κρατουμένους είχαν πάρει και τον πρόεδρο του χωριού, τον Χρήστο Πασπαλιάρη, Όταν όμως έφθασαν στη Νεμέα όπου έκαναν και τον πρώτο τους σταθμό, άφησαν ελεύθερο τον πρόεδρο του Χελιού να γυρίσει πίσω στο χωριό του, ενώ τους άλλους δύο δέσμιους όπως τους είχαν τους οδήγησαν συνέχεια προς την Γκούρα όπου μετά από πολύωρη και εξαντλητική πορεία, έφθασαν στο προορισμό τους και σταμάτησαν σε μια ρεματιά και δεμένοι όπως ήσαν με τα χέρια πίσω τους έδεσαν επί πλέον σε ένα μεγάλο δέντρο και εκεί αφού άφησαν δυο άντρες για φρουρά, Οι υπόλοιποι απομακρύνθηκαν. Στο σημείο αυτό δεμένοι όπως ήσαν πέρασαν όλη τη νύχτα μαζί με τους φρουρούς των, κατάκοποι, πεινασμένοι και διψασμένοι.
Όταν ξημέρωσε και βγήκε ο ήλιος καλά, πήγαν εκεί άλλοι δύο αντάρτες που αντικατέστησαν τη φρουρά και αφού έλυσαν τους κρατουμένους, τους έβαλαν να καθίσουν κάτω και στη συνέχεια τους έδωσαν να φάνε φακές που είχαν φέρει μαζί τους, τους έδωσαν επίσης και νερό και στην θέση αυτή έμειναν ακόμα για αρκετές ώρες, Ο Γιώργος μετά το φαγητό και αφού ήπιε λίγο νερό, έπεσε στο έδαφος μπρούμυτα και έμεινε εκεί σκεφτικός και αμίλητος, συλλογιζόμενος τι έμελλε να συμβεί τις επόμενες ώρες και ημέρες.
Ήσαν οι τελευταίες του στιγμές αυτές άραγε; ή είχαν να υποστούν πολλά βασανιστήρια μέχρι να έλθει το τέλος τους; Είχε πολλές εμπειρίες από το Χέλί, με ποιο τρόπο βασάνιζαν και εκτελούσαν τα θύματα τους οι αντάρτες του ΕΛΑΣ και αυτό το γεγονός τον τρόμαζε περισσότερο. Μια σφαίρα στο κεφάλι ή στην καρδιά θα ήταν ο πιο ανώδυνος θάνατος. Αυτό πια αποτελούσε τη μεγάλη ειρωνεία της τύχης του, της τύχης ενός ανθρώπου που είχε οραματισθεί αγώνες για την λευτεριά της Πατρίδας του, αψηφώντας γι αυτούς και τον θάνατο ακόμα και να που τώρα αντιμετωπίζει τον θάνατο όχι από τα βόλια του εχθρού στο πεδίο της μάχης, αλλά ποιος ξέρει με ποιο τρόπο από χέρια ας πούμε Ελλήνων, που σφάζουν Έλληνες γιατί σκέπτονται διαφορετικά από αυτούς.
260
Και ενώ οι δύο κρατούμενοι βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση τους πλησιάζουν τρεις οπλισμένοι αντάρτες και ρώτησαν τους φύλακες εκεί που βρίσκονται οι κρατούμενοι.
Οι φύλακες τους υπέδειξαν τους δύο κρατουμένους και τότε ο ένας από αυτούς που φαινόταν να είναι και ο επικεφαλής της ομάδας, πλησίασε το Γιώργο έτσι όπως ήταν μπρούμυτα πεσμένος, τον κλώτσησε και με αυστηρό ύφος φώναξε. "Σήκω επάνω ρε."
Ο Γιώργος σηκώθηκε επάνω και γύρισε να ιδεί ποιος είναι, οπότε ο αντάρτης μόλις τον αντίκρισε, σάστισε βλέποντας τη μορφή του Γιώργου Μπημπή, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο του τον ικανότατο Λοχία βολής της Μοίρας του Πυροβολικού που διοικούσε στο Αλβανικό Μέτωπο και αμέσως στράφηκε προς αυτόν, τον κοίταξε κατάματα και του είπε:" Βρε Γιώργη εσύ εδώ;"
Ό άλλος κρατούμενος Σπύρος Ζαφείρης που παρακολουθούσε τη σκηνή τα έχασε κυριολεκτικά, μα το μυστήριο δεν άργησε να λυθεί.
Ο αντάρτης που τους είχε πλησιάσει ήταν ο Διοικητής της Μοίρας του Πυροβολικού όπου από το 1939 υπηρετούσε την θητεία του ο Γιώργος, ο οποίος σαν λοχίας βολής ήταν τότε ο αγαπημένος του Λοχίας γιατί πραγματικά θαύμαζε την ικανότητα του και την ευφυΐα του υπαξιωματικού αυτού της μοίρας του. Αμέσως ο Λοχαγός του και αντάρτης τώρα τον άρπαξε στην αγκαλιά του, τον φιλούσε αρκετή ώρα και έπειτα τον πήρε και τον πήγε πιο πέρα , εκεί κάθισαν κάτω από μια συκιά και κουβέντιασαν αρκετή ώρα.
Το τι ακριβώς είπαν μεταξύ τους, δεν μαθεύτηκε ποτέ, γιατί το προσωπικό ημερολόγιο του Γιώργου, στο οποίο ήταν γραμμένη όλη η συνομιλία που είχαν κάνει οι δυο τους, καταστράφηκε στο χωριό αργότερα. όταν οι Γερμανοί κατά τις εκκαθαριστικές τους επιχειρήσεις είχαν φθάσει μέσα στο Χέλι. Εκείνα που έγιναν γνωστά από τον συγκατηγορούμενό του Σπύρο Ζαφείρη αργότερα, στον οποίον ο Γιώργος τα είχε διηγηθεί είναι τα εξής;
Ο Αντάρτης Λοχαγός του είπε: " Γιώργο εδώ σε έχουν φέρει για εκτέλεση, είμαι όμως αποφασισμένος να μην αφήσω ποτέ να γίνει ένα τέτοιο έγκλημα, αλλά άκουσε τι θα σου ειπώ. Όλοι μας έχουμε πέσει σε παγίδα. Για άλλο σκοπό ανεβήκαμε στο βουνό και άλλα βλέπουμε να γίνονται. Δυστυχώς όμως είναι αδύνατο να απαγκιστρωθούμε από εδώ. Το τέλος όμως όλων μας δεν το βλέπω καλό. Η Ελλάδα θα καταστραφεί τελείως. Προβλέπω πως θα έχουμε εμφύλιο πόλεμο και δεν θα μείνει όρθιο τίποτα. Για άλλο σκοπό μπήκαμε στο ΕΑΜ και άλλα βρήκαμε μπροστά μας. Πουληθήκανε πολλοί, πήραν πάρα πολλές λίρες και θα καταλήξουμε οπωσδήποτε σε εμφύλιο σπαραγμό, θα σκοτωθούμε όλοι στο τέλος. Θα σας διώξω λοιπόν και τους δύο από εδώ, θα σας στείλω συνοδεία μέχρι τη Νεμέα και από εκεί μόνοι σας θα πάτε στο χωριό σας και σας δίνω μια συμβουλή, στο χωριό που θα πάτε να μην ανακατευθείτε σε τίποτα πια."
Και πράγματι αφού τους εφοδίασε με το απαραίτητο νερό, όρισε δύο συνοδούς οι οποίοι τους οδήγησαν μέχρι τη Νεμέα και αφού πέρασαν τον Δημόσιο δρόμο Άργους-Κορίνθου, τους άφησαν ελεύθερους να
261
επιστρέψουν στο χωριό τους και από τότε αποφάσισαν πια να μην ανακατευθούν σε τίποτα.
Ο Γιώργος είχε εκμυστηρευθεί στον αδελφό του Τάσο όταν επέστρεψε πια στο χωριό του ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά. Από ότι είδε και άκουσε στην Γκούρα θα έλθει ημέρα πού όλος ο κόσμος θα πάθει μεγάλη συμφορά. Υποπτεύομαι ότι όλοι μια ημέρα θα καταστραφούμε, δεν πρόκειται να ζήσουμε κανένας μας μέχρι το τέλος, έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα, θα σκοτωθούμε όλοι μας προδομένοι μέσα από το χωριό. Και πράγματι η προφητεία αυτή του Γιώργου Μπιμπή επαληθεύτηκε ακριβώς, όπως τα είχε προβλέψει, όπως παρακάτω θα γνωρίσουμε στα επόμενα κεφάλαια ότι ακριβώς συνέβη στο χωριό.