Ο Παπα-κοκκίνης που μόνιμα βρισκόταν στη Μονή Ταξιαρχών της Επιδαύρου είχε πάντα την επιθυμία να οργανώσει στο ΕΔΕΣ κατοίκους της περιοχής, κυρίως των ορεινών περιοχών και όλο το βάρος το είχε ρίξει στο Χέλι όπου από την αρχή είχε βρει ανταπόκριση, έπειτα από την δυσαρέσκεια πολλών κατοίκων του, για τις εκτελέσεις που έκαναν στο χωριό οι αντάρτες του ΕΛΑΣ. Συναντήσεις με τον Παπακοκκίνη γίνονταν αρκετές, όχι βέβαια μέσα στο χωριό, αλλά πάντα στον Αρνά και συγκεκριμένα στη Λάκα Στείρι και στη μεγάλη Λάκα, όπου ο Παπακοκκίνης ανέβαινε με τα πόδια από το Μοναστήρι των Ταξιαρχών.
Στην περίοδο εκείνη η Οργάνωση του Παπακοκκίνη είχε έλθει σε επαφή με το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και είχε συμφωνηθεί ότι θα ερχόταν ένα Αγγλικό αεροπλάνο και θα έριχνε με αλεξίπτωτο δύο πράκτορες στην περιοχή της Μεγάλης Λάκας. Για τη συγκεκριμένη δε νύχτα που θα ερχόταν το αεροπλάνο είχε συμφωνηθεί στην περιοχή εκείνη να ήταν συνέχεια αναμμένη μια μεγάλη φωτιά για να προσδιορίσει τον ακριβή στόχο της ρίψης. Την καθορισμένη νύχτα άνδρες του Παπακοκκίνη έμειναν όλη τη νύχτα άυπνοι, τροφοδοτώντας με ξύλα διαρκώς τη μεγάλη φωτιά.
Κάποια στιγμή άκουσαν τον βόμβο του αεροπλάνου και όλοι με αγωνία περίμεναν τους αλεξιπτωτιστές να πέσουν στο σημείο αυτό. Είδαν όμως το αεροπλάνο, που πέρασε πλάγια από την προσδιορισμένη θέση και φαίνεται πως δεν αντιλήφθηκε τη φωτιά, να απομακρύνεται χωρίς να πραγματοποιηθεί η ρίψη. Κατά πάσα πιθανότητα ο πιλότος δεν μπόρεσε να επισημάνει το στόχο του και αναγκάσθηκε να περιπλανηθεί και έτσι απομακρύνθηκε από τον καθορισμένο στόχο, χωρίς να το καταλάβει και κάποια στιγμή, ενώ βρισκόταν επάνω από τον Αμαριανό, διέκρινε κάποια εστία φωτιάς, που ίσως κάποιος τσοπάνης της περιοχής εκείνης είχε ανάψει.
Ο πιλότος με τη θέα αυτής της φωτιάς, νομίζοντας πως αυτός είναι ο στόχος, αφού έκανε τους κατάλληλους χειρισμούς, χαμήλωσε το αεροπλάνο του και έριξε τους δύο πράκτορες σε μια πλαγιά του Αραχναίου προς το μέρος του Αμαριανού, εκεί ακριβώς που είχε επισημάνει την εστία της φωτιάς. Οι δύο πράκτορες αφού απαλλάχτηκαν από τα περιττά τους πράγματα και εφοδιασμένοι με πολλές χρυσές λίρες, περίμεναν εκεί για να τους παραλάβουν οι άνδρες του Παπακοκκινη, αλλά μάταια περίμεναν εκεί, μέχρι που ξημέρωσε, γιατί βρίσκονταν αρκετά μακριά από την τοποθεσία που είχε συμφωνηθεί να πέσουν.
258
Για κακή τους όμως τύχη ο πρώτος που τους αντιλήφθηκε ήταν άτομο από το Γκέρμπεση, (που ίσως να λεγόταν Σκούρκος) και ο οποίος με κάποιο τρόπο ειδοποίησε τους Γερμανούς στο Ναύπλιο, οι οποίοι δεν έχασαν καιρό και μέσα σε λίγη ώρα είχαν φθάσει στον Αμαριανό.
Οι πράκτορες αφού περίμεναν αρκετή ώρα στον τόπο που είχαν πέσει και δεν φάνηκε κανένας να τους παραλάβει, χωρίς καν να ξέρουν που βρισκόντουσαν, άρχισαν τις περιπλανήσεις τους στη περιοχή εκείνη. Είχε πια ξημερώσει για τα καλά και μπορούσαν εύκολα να προσανατολισθούν.
Αφού διέσχισαν τον Αμαριανό, βρέθηκαν τελικά στο κάτω μέρος της χούνης. Από ένστικτο σκέφθηκαν πως η πορεία τους προς τον Αργολικό κάμπο θα ήταν επικίνδυνη, μπήκαν λοιπόν μέσα στη ρεματιά και άρχισαν να πεζοπορούν προς την ανατολή, όπου έπειτα από αρκετή ώρα έφθασαν στο Μοναστήρι της Παναγίας και εκεί συνάντησαν τον πρώτο άνθρωπο, τον Παπανικόλα μαζί με τον ψυχογιό του, ένα μικρό παιδάκι από το Χέλι.
Εκεί παρέμειναν για λίγη ώρα να ξεκουραστούν και να ιδούν στη συνέχεια τι θα κάνουν και προς ποια κατεύθυνση θα προχωρήσουν για να είναι πρώτα περισσότερο ασφαλείς και έπειτα να μπορέσουν να έλθουν σε επαφή με την Οργάνωση που τους περίμενε και να αποφασίσουν για την πιο πέρα δράση τους.
Οι Γερμανοί από το άλλο μέρος, έφθασαν στον Αμαριανό, στον τόπο που τους είχε υποδειχθεί ότι είχαν προσγειωθεί οι πράκτορες και εκεί πήραν τις πληροφορίες από τον καταδότη, ότι οι πράκτορες είχαν πάρει το δρόμο μέσα από τη χούνη κατευθυνόμενοι προς το Χέλι. Ακολούθησαν και αυτοί την ίδια κατεύθυνση και για κακή τύχη πρόλαβαν τους πράκτορες στο Μοναστήρι της Παναγιάς, όπου τους συνέλαβαν έπειτα από καταδίωξη και τους μετέφεραν στο Ναύπλιο. Στο Χέλι δεν μαθεύτηκε ποτέ ποια ήταν η τύχη αυτών των πρακτόρων που η επιχείρηση τους είχε τόσο άδοξο τέλος.
Ο Παπακοκκίνης όμως και έπειτα από την αποτυχία που είχαν οι πράκτορες αυτοί, συνέχιζε τη δράση του σε αυτή την περιοχή και πραγματοποίησε στον Αρνά πολλές ακόμα συναντήσεις με την Ομάδα του Χελιού.
Κάποιο βράδυ όμως ενώ είχε ορισθεί συνάντηση στον Αρνά όπου είχαν φθάσει πολλά άτομα από το Χέλι και τον περίμεναν να φθάσει εκεί από τη Μονή των Ταξιαρχών, σκαρφαλώνοντας από την Ανατολική πλευρά του Αραχναίου, η συνάντηση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, γιατί φαίνεται κάπου αλλού θα πρέπει να απασχολήθηκε ο Παπακοκκίνης.
Έτσι η κίνηση αυτή του χωριού για να συγκροτηθεί ομάδα του ΕΔΕΣ πήρε τέλος με αποτέλεσμα ολόκληρη η περιοχή του οροπεδίου του Αραχναίου να βρεθεί και πάλι υπό τον έλεγχο του ΕΛΑΣ. Αργότερα μαθεύτηκε πως ο Παπακοκκίνης είχε πάει προς τον Πάρνωνα και εκεί έπειτα από κάποια σύγκρουση με το ΕΛΑΣ, πιάστηκε αιχμάλωτος και μετά από πολλά βασανιστήρια εκτελέστηκε από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ.