Σ΄αυτό το ιστολόγιο θα διαβάσετε εκτός των άλλων και την ιστορία του χωριού Αραχναίο που βρίσκεται στο Νομό Αργολίδας.



Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

81. Τα Πρώτα Θύματα των Γερμανών από την Οικογένεια Μπιμπή

Από τις οικογένειες λοιπόν Οικονόμου οι Γερμανοί πληροφορήθηκαν την τοποθεσία όπου βρίσκονταν τα μαντριά της Οικογένειας Μπιμπή και αμέσως μια ομάδα από εννέα Γερμανούς με επικεφαλής Αξιωματικό ξεκίνησαν και έφθασαν στο Μαρσιάρη, εκεί που βρίσκονταν τα ανοιξιάτικα μαντριά του Μπιμπή.

Στην αποστολή αυτή θα βρισκόντουσαν ασφαλώς και Ταγματασφαλίτες και άλλοι χαφιέδες που όλοι τους όμως έφερναν τη Γερμανική στολή. Μέσα στην καλύβα βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή τα τρία αδέλφια της οικογένειας Μπιμπή, ο Κώστας, ο Γιώργος και ο Χρήστος. Μαζί τους βρισκόντουσαν και οι γυναίκες: Μαρίνα γυναίκα του Κώστα, Μπίλιω γυναίκα του Γιώργου και Κωνσταντίνα, αδελφή των τριών παιδιών. Όλοι τους βρίσκονταν κλεισμένοι μέσα υπακούοντας στις διαταγές των Γερμανών που είχαν δώσει με τις προκηρύξεις που είχαν πετάξει από πριν.
Οι Γερμανοί σε θέση μάχης πλησίασαν την καλύβα, αφού πρώτα είχαν πάρει τέτοια μέτρα προστασίας σαν να πήγαιναν να καταλάβουν κάποιο πολεμικό οχυρό, ενώ μέσα στην καλύβα βρίσκονταν έξι άοπλοι, αθώοι και φιλειρηνικοί άνθρωποι και βίαια εισόρμησαν μέσα με παρατεταμένα τα όπλα τους και το δάχτυλο στη σκανδάλη.
Μόλις μπήκαν μέσα ζήτησαν από τους άνδρες τις ταυτότητες τους, ήθελαν έτσι και τυπικά να βεβαιωθούν αν ήσαν οι καταζητούμενοι και αφού έκαναν τον έλεγχο, έπειτα τις έσκισαν και τις πέταξαν και στη συνέχεια, όπως αργότερα αφηγήθηκαν οι τρεις γυναίκες που ήσαν μέσα, κάτι τους είπαν σε άπταιστα Ελληνικά και αμέσως με άγριο και βάρβαρο τρόπο τους έσπρωξαν και τους έβγαλαν έξω από την καλύβα, αφήνοντας μέσα τις τρεις γυναίκες, στις οποίες έδωσαν εντολή να παραμείνουν εκεί μέσα ακίνητες και να μη τολμήσει καμιά τους να βγει έξω γιατί θα εκτελεστεί αμέσως.
Έντρομες οι γυναίκες υπάκουσαν στους Γερμανούς, οι οποίοι με παρατεταμένα πάντα τα όπλα τους, οδήγησαν τα τρία αδέλφια λίγα μέτρα πιο πέρα νοτιοδυτικά της καλύβας και χωρίς να περάσει πολύ ώρα, παρά ελάχιστα λεπτά, ακούστηκαν από την καλύβα ριπές αυτομάτων όπλων και αμέσως μετά τρεις μεμονωμένοι πυροβολισμοί. Το δράμα είχε συντελεστεί. Τα τρία παιδιά του Ιωάννη Μπιμπή κείτονταν νεκροί μέσα στους μικρούς θάμνους και επάνω στα αγριολούλουδα που εκείνη την εποχή βρίσκονταν σε έξαρση ζωής, όπως η φύση προστάζει.
Οι σφαίρες των βάρβαρων κατακτητών, που αυτόν τον καιρό πίστευαν πως είχαν κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο, είχαν προσθέσει ακόμα τρία θύματα στις τόσες χιλιάδες της υπόδουλης Ελλάδας και που το αποκορύφωμα αυτού του δράματος είναι ότι συντελείται με τη συμπαράσταση των συνοδών Ελλήνων χαφιέδων δυστυχώς.
Το τι διάλογος έγινε από τους Γερμανούς με τα τρία μελλοθάνατα παιδιά, μέσω του Έλληνα διερμηνέα, από τη στιγμή που τους πήραν από την καλύβα μέχρι τη στιγμή που οι σφαίρες των βάρβαρων δολοφόνων σταμάτησε τη ζωή των νέων, είναι άγνωστο, γιατί κανείς δεν έζησε από

268

κοντά εκείνες τις φοβερές στιγμές, παρά μόνο οι δράστες που έμειναν για πάντα άγνωστοι. Οι τρεις γυναίκες που ήσαν φυλακισμένες μέσα στη καλύβα, άκουσαν μόνο τους πυροβολισμούς που φανέρωναν την αποτρόπαιη εκτέλεση των τριών νέων.
Οι χαφιέδες Έλληνες συνοδοί δεν άφησαν ποτέ τους καμιά μαρτυρία αυτά που έγιναν τότε εκεί. Πως μπορούσε άλλωστε να γίνει αυτό, αφού θα ισοδυναμούσε με ομολογία του εγκλήματος. Έτσι δύο μήνες και κάτι απο τότε που εκτελέστηκε ο Κωνσταντίνος Ρόζης στο Αμαριανό, έχουμε τώρα τα τρία επόμενα θύματα της Γερμανικής θηριωδίας, στη διάρκεια των λεγομένων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των Γερμανών, όρος ατυχής γιατί θα ήταν προτιμότερο να ονομάζονταν δολοφονικές επιχειρήσεις των Γερμανών, τη στιγμή που αντάρτης δεν βρέθηκε πουθενά, ούτε συμπλοκή έγινε καμιά που να δικαιολογεί τον πρώτο ορισμό " Εκκαθαριστική επιχείρηση ".

80. Οι Επιχειρήσεις των Γερμανών στην Τούρμίζα και στο Μοναστήρι.

Τα Γερμανικά Στρατεύματα από τον Αμαριανό ανηφόρησαν προς τη Σκάλα με τα Μηχανοκίνητα μέσα τους αλλά και πεζοί, πέρασαν τις στροφές της Σκάλας και βγήκαν στο ίσωμα, όπου στρατοπέδευσαν και πάλι για να ξεκουραστούν και να σχεδιάσουν και πάλι την πορεία των επιχειρήσεων, αφού έλαβαν υπόψη τους και την οπτική εικόνα της περιοχής.
Εκεί συμβουλεύτηκαν τους χάρτες τους, τις καταστάσεις των προδιαγραφών, αντάλλαξαν απόψεις με τους Ταγματασφαλίτες και τους χαφιέδες που είχαν μαζί τους και πήραν τις τελικές τους αποφάσεις. Εκεί φαίνεται πως τον κύριο ρόλο στις σχεδιαζόμενες επιχειρήσεις έπαιξε ο Ταγματασφαλίτης Αξιωματικός, που επειδή καταγόταν από τη Νέα Επίδαυρο, γνώριζε πολλά για τη δράση των Χελιωτών στην Αντίσταση . Γνώριζε πολύ καλά και ονόματα και γεγονότα για όλους τους κατοίκους του Χελιού, από πληροφορίες φυσικά που είχε πάρει από τους σπιούνους μέσα από το χωριό και θεωρείται γεγονός ότι αυτός έκανε την τελική επιλογή για  τα άτομα εκείνα που προδιαγραμμένα βρέθηκαν στο εκτελεστέο απόσπασμα των Γερμανών.

Ο παραπάνω Αξιωματικός μετά τις επιχειρήσεις των Γερμανών υπηρέτησε στη συνέχεια σαν Λοχαγός στα Τάγματα Ασφαλείας στο Ναύπλιο, μέχρι την κατάρρευση της Γερμανίας και τη διάλυση των Ταγμάτων ασφαλείας που επακολούθησε, οπότε κατέφυγε δραπέτης στην Αθήνα για να αποφύγει τις αντεκδικήσεις από τους συγγενείς των θυμάτων του και από τότε είναι άγνωστο τουλάχιστο σε εμένα ποιο ήταν το τέλος του.

Οι Γερμανοί αφού ξεκουράστηκαν στο ίσωμα πάνω από τη Σκάλα και αφού σχεδίασαν καλά τις επιχειρήσεις τους, ακροβολίστηκαν σε παράταξη μάχης και άρχισαν να κατεβαίνουν προς το Μοναστήρι της Παναγίας (Μονή Ταλαντίου) και χτένιζαν κυριολεκτικά ολόκληρη την περιοχή της Τούρμιζας και ανατολικότερα μέχρι το Ρέμα του Φλώρου.
Στην Τούρμιζα συνάντησαν τους πρώτους τσοπάνηδες, μέσα στις καλύβες τους, τις οικογένειες του Ιωάννου Σπύρου Οικονόμου και του αδελφού του Χρήστου Σπύρου Οικονόμου, τους οποίους αμέσως πήραν μαζί τους.

Κατά την μαρτυρία της γυναίκας του Χρήστου Οικονόμου, Ευφροσύνης, ο επικεφαλής των επιχειρήσεων Γερμανός αξιωματικός ζήτησε από τους Οικονόμου που ήσαν ακόμα κρατούμενοι, με επιμονή να τους υποδείξουν που βρίσκονται τα μαντριά της οικογένειας Μπιμπή, γεγονός που σήμαινε ότι οι Γερμανοί είχαν στη διάθεση τους συγκεκριμένες πληροφορίες για ορισμένα άτομα και τα αναζητούσαν με επιμονή στην πορεία των επιχειρήσεων. Φαίνεται πως ήξεραν πολύ καλά όλη την αντιστασιακή δραστηριότητα του Γ. Μπιμπή και ότι είχαν πάρει την απόφαση να ξεκληρίσουν όλη την οικογένεια Μπιμπή που βρισκόταν στη στάνη.
Φυσικά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πληροφορίες αυτές είχαν δοθεί μέσα από το χωριό από τα πρόσωπα εκείνα που ψάρευαν με δυο καλάμια, που ήσαν οργανωμένοι στο ΕΑΜ, αλλά πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους και σε αυτούς που διαφωνούσαν με το ΕΑΜ και που γνώριζαν πολύ καλά όλη τη δράση της οικογένειας Μπιμπή.

Η οικογένεια Μπιμπή γνώριζε πολύ καλά το διπλό ρόλο αυτών των ανθρώπων, που πρώτα έβαψαν τα χέρια τους στο αίμα μέσα στις τάξεις του ΕΑΜ και έπειτα πήγαν να συνεχίσουν την δραστηριότητα τους μέσα από τα τάγματα ασφαλείας. Είχαν λοιπόν πάντα το φόβο μήπως η οικογένεια Μπιμπή, κάποια ημέρα γίνει ο κατήγορος τους και γι αυτό το λόγο πάντα είχαν στο μυαλό τους να τους βγάλουν από τη μέση και δύο φορές που τους δόθηκε η ευκαιρία, μία στις επιχειρήσεις των Γερμανών και μία στις επιχειρήσεις των ανταρτών, κατηγορώντας τους την πρώτη φορά για αναρχικούς και τη δεύτερη φορά για αντιδραστικούς, κατάφεραν έτσι να ξεκληριστεί η οικογένεια Μπιμπή, όπως παρακάτω θα γνωρίσουμε

79. Έναρξη των Επιχειρήσεων. Οι Γερμανοί στον Αμαριανό

Όπως ακριβώς είχαν εξαγγείλει οι Γερμανοί στις 24 Μάιου Ι944 άρχισαν εκκαθαριστικές τους επιχειρήσεις. Πολύ πρωί ισχυρές Γερμανικές Στρατιωτικές δυνάμεις με τανκ και τεθωρακισμένα αυτοκίνητα ξεκίνησαν από το Ναύπλιο και περνώντας από τα χωριά Αργολικό και Μέρμπακα έφθασαν στον Αμαριανό όπου προσωρινά στρατοπέδευσαν εκεί.

Μαζί τους είχαν και Έλληνες Ταγματασφαλίτες, ντυμένους και αυτούς με Γερμανική στολή, όπως επίσης και χαφιέδες από το Ναύπλιο και από άλλες περιοχές, όπου οι περισσότεροι από αυτούς γνώριζαν καλά τη Γερμανική γλώσσα και που εκτός από σπιούνους οι Γερμανοί τους χρησιμοποιούσαν και σαν διερμηνείς. Τέτοιοι αναφέρονται ένας Ανέστης από τη Νεμέα, ένας Σπύρος Ποδηλατάς και ένας Ζαραφίλης από το Ναύπλιο και ένας Λοχαγός των Ταγμάτων Ασφαλείας που η καταγωγή του ήτανε πιθανόν από τη Νέα Επίδαυρο και διάφοροι άλλοι που δυστυχώς έμειναν ανώνυμοι για πάντα.
Από τον Αμαριανό οι Γερμανοί άρχισαν να κατοπτεύουν ολόκληρη την κορυφογραμμή του όρους Αραχναίου , που έκλεινε την περιοχή του Χελιού και ιδιαίτερα τις δύο διαβάσεις που υπήρχαν, από το Χέλι προς τον Αμαριανό, τη μία της Σκάλας και την άλλη της Χούνης. Στον Αμαριανό οι Γερμανοί έβαλαν κάτω τα επιτελικά τους σχέδια, τα μελέτησαν για τελευταία φορά και αφού διέγραψαν την τελική πορεία των επιχειρήσεων, ήσαν έτοιμοι πια για την εφαρμογή του σχεδίου τους και την εκτέλεση αυτού.

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΣΤΟ ΧΕΛΙ (ΑΡΑΧΝΑΙΟ) ΤΟ ΜΑΙΟ 1944

                       78. Προετοιμασία των Γερμανών για τις Επιχειρήσεις

Οι Γερμανοί κατακτητές, βλέποντας πως το απελευθερωτικό κίνημα των Ελλήνων έχει πάρει διαστάσεις σε όλη τη χώρα, από τις αρχές του 1944 πήραν την απόφαση να θέσουν σε εφαρμογή σχέδιο για την εκκαθάριση της Ελληνικής υπαίθρου από τις ανταρτικές ομάδες που δρούσαν εκεί και φυσικά το σχέδιο αυτό περιελάμβανε και ολόκληρη την ορεινή περιοχή της Ανατολικής Αργολίδας, κυρίως όμως το Οροπέδιο του Αραχναίου.
Έτσι περί τα μέσα Μαΐου 1944 τα Γερμανικά αεροπλάνα πέταξαν στην περιοχή αυτή που περιλάμβανε ολόκληρο το ορεινό συγκρότημα του Αραχναίου και σκόρπισαν χιλιάδες προκηρύξεις, με τις οποίες έκαναν γνωστό στους κατοίκους της περιοχής ότι στις 24 Μαΐου 1944 θα άρχιζαν στην περιοχή αυτή στρατιωτικές επιχειρήσεις, για την εκκαθάριση αυτής από τις ανταρτικές δυνάμεις που δρούσαν εκεί την εποχή εκείνη και καλούσαν όλο τον πληθυσμό από τις έξι το βράδυ μέχρι τις έξι το πρωί, να παραμένουν κλεισμένοι μέσα στα σπίτια τους.
Κάθε άνδρας που θα κυκλοφορεί τις απαγορευμένες αυτές ώρες θα θεωρείται αντάρτης και θα εκτελείται επί τόπου αμέσως, χωρίς καμιά διαδικασία. Επίσης όλοι οι άντρες από ηλικίας 16 ετών και άνω, δεν θα κυκλοφορούν στο ύπαιθρο αλλά θα παραμένουν κλεισμένοι μέσα στα σπίτια τους και οι τσοπάνηδες θα βρίσκονται επίσης κλεισμένοι μέσα στις καλύβες τους.
Στο μεταξύ όλος ο κόσμος του χωριού άρχισε να διώχνει από τα σπίτια τους, όλα τους τα υπάρχοντα, ρούχα, τρόφιμα παντός είδους, όπως σιτάρια, λάδια, τυριά, κ.λ.π. και ή τα έκρυβαν έξω από το χωριό σε ειδικές κρύπτες, η δημιουργούσαν μέσα στα σπίτια τους ειδικά καταφύγια και τα τοποθετούσαν εκεί για να τα γλιτώσουν από τις λεηλασίες των Γερμανών ή και των Ανταρτών.
Οι κάτοικοι όλης της περιοχής και ιδιαίτερα οι Χελιώτες, έντρομοι μπροστά στην Γερμανική απειλή, άρχισαν να μαζεύονται στα σπίτια τους, εγκαταλείποντας τις δουλειές τους στην ύπαιθρο και οι τσοπάνηδες να κλείνουν τα ζώα τους μέσα στα μαντριά και αυτοί οι ίδιοι, άλλοι μεν να εγκαταλείπουν τα ζώα τους και να μαζεύονται στο χωριό, άλλοι δε να παραμένουν κοντά στα ζώα τους κλεισμένοι όμως μέσα στις καλύβες τους, περιμένοντας να ιδούν τις εξελίξεις των Γερμανικών επιχειρήσεων, οι οποίες θα άρχιζαν στις 24-5-1944, όπως το είχαν εξαγγείλει οι Γερμανοί.
Όλοι οι κάτοικοι του χωριού ήσαν φοβισμένοι, αλλά ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό τους, ότι το πέρασμα των Γερμανών από το χωριό θα άφηνε μόνο ερείπια και τάφους αθώων ανθρώπων, χωρίς να τους βαρύνει καμιά κατηγορία.

77. Σύλληψη Άλλων Δύο Χελιωτών από τους Αντάρτες

Λίγες ημέρες είχαν περάσει από την εκτέλεση του Κωνσταντίνου Ρόζη και ένα βράδυ ένοπλοι αντάρτες μπήκαν στο σπίτι του Ι. Μπιμπή, τον βρήκαν ξαπλωμένο στο κρεβάτι και του παράγγειλαν να σηκωθεί αμέσως και να ντυθεί, γιατί θα πήγαιναν στις Λίμνες για κάποια ανάκριση.

Βγαίνοντας έξω από το σπίτι είδε πως οι αντάρτες είχαν και άλλον κρατούμενο τον Ι. Τόσκα (Μαμάκη) και αμέσως και τους δύο μαζί συνοδεία. την ίδια νύχτα τους οδήγησαν στις Λίμνες . Ο λόγος που τους οδήγησαν εκεί , όπως τους είπαν, ήταν για κάποια ανάκριση, έτσι έλεγαν πάντα σε αυτούς που έπιαναν και το αποτέλεσμα ήταν τις περισσότερες φορές η παραπομπή τους στο Λαϊκό Δικαστήριο, η θανατική καταδίκη τους και η συνέχεια, το εκτελεστικό απόσπασμα, ειδικά δε αυτό ήταν σίγουρο για τους δύο κρατούμενους, γιατί τους θεωρούσαν επικίνδυνους, επειδή είχαν μεγάλη επιρροή στους συγχωριανούς τους.
Στις Λίμνες που πήγαν βρέθηκαν από την πρώτη στιγμή μπροστά στον Αντάρτη Κ. Καρουνη, άτομο πολύ γνωστό στον Ι. Μπιμπή, γιατί από πολλά χρόνια πήγαινε στο Χέλι σαν γανωτής και έμενε φιλοξενούμενος πάντα στο σπίτι του Μπιμπή.
Ο Καρούνης επενέβη αμέσως και διεμήνυσε σε όλους τους αντάρτες, ότι τον Μπαρμπαγιάννη δεν θα τον πειράξει κανένας, ενώ τον Τόσκα τον παρέλαβαν δύο αντάρτες, και άρχισαν να τον κτυπούν, μέχρι που κυριολεκτικά έχασε τις αισθήσεις του. Ήθελαν δε μετά τον ξυλοδαρμό, να τον εκτελέσουν, αλλά η απόφαση τους αυτή απετράπη με την παρέμβαση του Καρούνη.
Αφού τελείωσε η ανάκριση την άλλη ημέρα τους άφησαν και τους δύο ελεύθερους να γυρίσουν στο χωριό τους. Ο Τόσκας όμως από τον ξυλοδαρμό δεν μπορούσε καθόλου να περπατήσει και ζήτησαν από το Χέλι, να πάνε οι συγγενείς του, οι οποίοι και τον μετέφεραν στο χωριό του επάνω σε ξυλοκρέβατο. Έτσι τελείωσε και αυτή η περιπέτεια για τους δύο Χελιώτες με τη παρέμβαση του Κ. Καρούνη.

Εκτός από τους δύο παραπάνω Χελιώτες, οι αντάρτες είχαν πιάσει και άλλα τέσσερα άτομα από τα οποία ζητούσαν να παραδώσουν τα όπλα που είχαν. Στην αρχή τους πίεζαν και στη συνέχεια τους έδειραν αρκετά, για να τους αναγκάσουν να τα παραδώσουν, τέλος αφού βεβαιώθηκαν ότι δεν είχαν όπλα τους άφησαν ελεύθερους. Ο Απρίλιος μήνας πέρασε χωρίς σπουδαία γεγονότα για το Χέλι, με μόνο τις δραστηριότητες των ανταρτών, οι οποίοι περιφέρονταν μέσα και έξω από το χωριό. Οι Γερμανοί κατά διάφορα χρονικά διαστήματα, έκαναν εξορμήσεις προς το χωριό, χωρίς ποτέ να φθάσουν μέχρι το Χέλι. Έφθαναν μέχρι τον Αμαριανό και γύριζαν πάλι στο Ναύπλιο ή στο Αργός.

76. Το Πρώτο Θύμα των Γερμανών στο Χέλι

Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ είχαν γίνει κυρίαρχοι πια σε όλη την περιοχή του οροπεδίου του Αραχναίου και δρούσαν εκεί ανενόχλητοι. Είχαν στήσει φυλάκια γύρω από το χωριό, στα οποία έβαζαν κάθε βράδυ φρουρούς Χελιώτες, τους οποίους επιστράτευαν από το χωριό. Φυλάκια επίσης είχαν και σε όλες τις προσβάσεις προς το Χέλι από τις γύρω περιοχές. Ένα τέτοιο φυλάκιο ήταν και στη Σκάλα, κοντά στην τελευταία αριστερή στροφή, όπως ανεβαίνουμε από τον Αμαριανό στο Χέλι. Και στο φυλάκιο αυτό κάθε βράδυ στέλνονταν Χελιώτες.
Στις 13 προς 14 Μαρτίου 1944 μεταξύ των Χελιωτών που είχαν σταλεί εκεί ήταν και ο Αναστάσιος Μπιμπής. Οι φύλακες εκεί παρέμειναν όλη τη νύχτα, επειδή όμως υπήρχαν πληροφορίες ότι το πρωί θα ερχόντουσαν Γερμανοί, οι οποίοι συχνά έκαναν επισκέψεις μέχρι τον Αμαριανό, χωρίς βέβαια να ανεβαίνουν προς το χωριό γιατί πάντα ήσαν μικρές περίπολοι και είχαν τον φόβο μην πέσουν σε ενέδρα των ανταρτών, οι φύλακες αυτοί εγκατέλειψαν το φυλάκιο πολύ πρωί στις 14-3-1944 και έτσι το φυλάκιο έμεινε έρημο. Στο φυλάκιο αυτό υπήρχε πάντα και τηλέφωνο σε λειτουργία. Την ίδια μέρα πολύ πρωί ο Κωνσταντίνος Ρόζης πήγαινε από το χωριό προς τον Αμαριανό, όπου βρισκόταν ο πατέρας του με τα πρόβατα τους για να του πάει ψωμί. Το μαντρί του πατέρα του βρισκόταν κοντά στη θέση πηγαδάκι. Περνώντας ο Ρόζης από τη Σκάλα, όπου εκεί κοντά υπήρχε το φυλάκιο των Ανταρτών, το είδε έτσι εγκαταλειμμένο και του γεννήθηκε η περιέργεια να μπει μέσα και να το εξερευνήσει και έπειτα συνέχισε το δρόμο του προς τον Αμαριανό.

Κάτω όμως από τη Σκάλα βρισκόταν μια Γερμανική περίπολος που είχε φθάσει εκεί και οι Γερμανοί με τις διόπτρες τους επιτηρούσαν όλη την ορατή κορυφογραμμή του όρους Αραχναίου και φυσικά και την πρόσβαση της Σκάλας, όπου υπήρχε και το φυλάκιο των Ανταρτών. Από εκεί είδαν και τον Ρόζη που πρόβαλε στην κορυφή της Σκάλας και παρακολουθούσαν όλες του τις κινήσεις. Τον είδαν που λοξοδρόμησε και κατευθύνθηκε προς το φυλάκιο, στο οποίο μπήκε μέσα και αφού το εξερεύνησε, βγαίνοντας έπειτα έξω επιθεώρησε τα καλώδια του τηλεφώνου και στη συνέχεια ξαναγύρισε στο δρόμο και συνέχισε την πορεία του. Όλες όμως αυτές τις

262

κινήσεις τις παρακολουθούσαν οι Γερμανοί, οι οποίοι τον θεώρησαν αντάρτη ή οπωσδήποτε άτομο στην υπηρεσία των ανταρτών και όταν ο Ρόζης κατέβηκε κάτω από τη Σκάλα, πιάστηκε από τους Γερμανούς, οι οποίοι άρχισαν αμέσως τις ανακρίσεις.
Μαζί τους οι Γερμανοί είχαν και Έλληνες με Γερμανική όμως στολή, όπως συνέβαινε πάντοτε και τους οποίους χρησιμοποιούσαν και σαν διερμηνείς και πάντοτε οι Έλληνες αυτοί ήσαν πιο αυστηροί και από τους ίδιους τους Γερμανούς. Στην ανάκριση ο Ρόζης τους είπε ότι δεν είναι αντάρτης, ούτε εκτελούσε καμιά υπηρεσία των ανταρτών, παρά ότι είναι ένας ταλαιπωρημένος βοσκός και ότι τον είχαν στείλει από το χωριό να πάει ψωμί στον πατέρα του στη στάνη, αλλά φαίνεται ότι οι Γερμανοί δεν τον πίστεψαν, παρά το γεγονός ότι ο άνθρωπος ήταν και άοπλος.
Από τη θέση που βρίσκονταν οι Γερμανοί, τον πήρανε και τον οδήγησαν παρακάτω, κατά μήκος της Ράχης που ακολουθούσε ο δρόμος για το Ναύπλιο και όταν έφθασαν κοντά στο σπίτι του Νικόλα (Νικολάου Αργυρόπουλου), τον οδήγησαν στη συνέχεια σε ένα χέρωμα και εκεί τον εκτέλεσαν χωρίς καμιά άλλη διαδικασία. Έπειτα οι Γερμανοί πήγαν στη στάνη του πατέρα του, το γέρο Ρόζη και του ζητούσαν τουφέκια, απειλώντας τον ότι θα τον εκτελέσουν. Τελικά οι Γερμανοί τον άφησαν ελεύθερο και γύρισαν πίσω στο Ναύπλιο, αφήνοντας πίσω τους ένα θύμα. το πρώτο θύμα των Γερμανών στο Χέλι τον Κώστα Ρόζη.
Το θύμα έμεινε εκεί άταφο 2-3 ημέρες, γιατί κανένας δεν τολμούσε να πάει να τον πάρει. Μετά από τρεις ημέρες τα αδέρφια του Ρόζη, μαζί με τα πρώτα τους ξαδέρφια Τάσο, Γιώργο και Χρήστο Μπιμπή, πήγαν στον τόπο της εκτέλεσης και πήραν το νεκρό, τον οποίον μετέφεραν στο Μοναστήρι και τον έθαψαν εκεί στο μικρό Νεκροταφείο που υπήρχε για τους Καλόγηρους. Δεν τον πήγανε στο χωριό, φοβούμενοι μήπως εκεί έρθουν οι Γερμανοί, γιατί πάντα υπήρχε η απειλή αυτή.

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

75. Σύλληψη του Γεωργίου Μπιμπή και Μεταφορά του στη Γκούρα

Η ηγεσία του ΕΑΜ στο Χέλι είχε πεισθεί πια πως ο Γ Μπιμπής όχι μόνα διαφωνούσε με τις ιδέες τους και τις πράξεις τους, αλλά και ότι παράλληλα προσπαθούσε να οργανώσει και δράση εναντίον τους και χωρίς να σκεφθούν πολύ πήραν την απόφαση να τον βγάλουν από τη μέση. Έτσι πολύ γρήγορα οργάνωσαν ένα σχέδιο για την εξόντωση του και ένα βράδυ ένοπλοι αντάρτες μπήκαν ξαφνικά στο σπίτι του, τον συνέλαβαν και αφού τον έδεσαν καλά, πήγαν έπειτα και σε ένα άλλο σπίτι του Σπύρου Ζαφείρη, συνέλαβαν και αυτόν , τον έδεσαν επίσης και το ίδιο βράδυ τους έστειλαν συνοδεία στη Γκούρα όπου εκείνη την εποχή είχε μεταφερθεί η έδρα του Λαϊκού Δικαστηρίου και της ΟΠΛΑ με σκοπό βέβαια να τους παραπέμψουν με βαριές κατηγορίες, για να τους δικάσουν και να τους εκτελέσουν.

Μαζί με αυτούς τους δύο κρατουμένους είχαν πάρει και τον πρόεδρο του χωριού, τον Χρήστο Πασπαλιάρη, Όταν όμως έφθασαν στη Νεμέα όπου έκαναν και τον πρώτο τους σταθμό, άφησαν ελεύθερο τον πρόεδρο του Χελιού να γυρίσει πίσω στο χωριό του, ενώ τους άλλους δύο δέσμιους όπως τους είχαν τους οδήγησαν συνέχεια προς την Γκούρα όπου μετά από πολύωρη και εξαντλητική πορεία, έφθασαν στο προορισμό τους και σταμάτησαν σε μια ρεματιά και δεμένοι όπως ήσαν με τα χέρια πίσω τους έδεσαν επί πλέον σε ένα μεγάλο δέντρο και εκεί αφού άφησαν δυο άντρες για φρουρά, Οι υπόλοιποι απομακρύνθηκαν. Στο σημείο αυτό δεμένοι όπως ήσαν πέρασαν όλη τη νύχτα μαζί με τους φρουρούς των, κατάκοποι, πεινασμένοι και διψασμένοι.

Όταν ξημέρωσε και βγήκε ο ήλιος καλά, πήγαν εκεί άλλοι δύο αντάρτες που αντικατέστησαν τη φρουρά και αφού έλυσαν τους κρατουμένους, τους έβαλαν να καθίσουν κάτω και στη συνέχεια τους έδωσαν να φάνε φακές που είχαν φέρει μαζί τους, τους έδωσαν επίσης και νερό και στην θέση αυτή έμειναν ακόμα για αρκετές ώρες, Ο Γιώργος μετά το φαγητό και αφού ήπιε λίγο νερό, έπεσε στο έδαφος μπρούμυτα και έμεινε εκεί σκεφτικός και αμίλητος, συλλογιζόμενος τι έμελλε να συμβεί τις επόμενες ώρες και ημέρες.
Ήσαν οι τελευταίες του στιγμές αυτές άραγε; ή είχαν να υποστούν πολλά βασανιστήρια μέχρι να έλθει το τέλος τους; Είχε πολλές εμπειρίες από το Χέλί, με ποιο τρόπο βασάνιζαν και εκτελούσαν τα θύματα τους οι αντάρτες του ΕΛΑΣ και αυτό το γεγονός τον τρόμαζε περισσότερο. Μια σφαίρα στο κεφάλι ή στην καρδιά θα ήταν ο πιο ανώδυνος θάνατος. Αυτό πια αποτελούσε τη μεγάλη ειρωνεία της τύχης του, της τύχης ενός ανθρώπου που είχε οραματισθεί αγώνες για την λευτεριά της Πατρίδας του, αψηφώντας γι αυτούς και τον θάνατο ακόμα και να που τώρα αντιμετωπίζει τον θάνατο όχι από τα βόλια του εχθρού στο πεδίο της μάχης, αλλά ποιος ξέρει με ποιο τρόπο από χέρια ας πούμε Ελλήνων, που σφάζουν Έλληνες γιατί σκέπτονται διαφορετικά από αυτούς.

260

Και ενώ οι δύο κρατούμενοι βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση τους πλησιάζουν τρεις οπλισμένοι αντάρτες και ρώτησαν τους φύλακες εκεί που βρίσκονται οι κρατούμενοι.
Οι φύλακες τους υπέδειξαν τους δύο κρατουμένους και τότε ο ένας από αυτούς που φαινόταν να είναι και ο επικεφαλής της ομάδας, πλησίασε το Γιώργο έτσι όπως ήταν μπρούμυτα πεσμένος, τον κλώτσησε και με αυστηρό ύφος φώναξε. "Σήκω επάνω ρε."
Ο Γιώργος σηκώθηκε επάνω και γύρισε να ιδεί ποιος είναι, οπότε ο αντάρτης μόλις τον αντίκρισε, σάστισε βλέποντας τη μορφή του Γιώργου Μπημπή, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο του τον ικανότατο Λοχία βολής της Μοίρας του Πυροβολικού που διοικούσε στο Αλβανικό Μέτωπο και αμέσως στράφηκε προς αυτόν, τον κοίταξε κατάματα και του είπε:" Βρε Γιώργη εσύ εδώ;"
Ό άλλος κρατούμενος Σπύρος Ζαφείρης που παρακολουθούσε τη σκηνή τα έχασε κυριολεκτικά, μα το μυστήριο δεν άργησε να λυθεί.
Ο αντάρτης που τους είχε πλησιάσει ήταν ο Διοικητής της Μοίρας του Πυροβολικού όπου από το 1939 υπηρετούσε την θητεία του ο Γιώργος, ο οποίος σαν λοχίας βολής ήταν τότε ο αγαπημένος του Λοχίας γιατί πραγματικά θαύμαζε την ικανότητα του και την ευφυΐα του υπαξιωματικού αυτού της μοίρας του. Αμέσως ο Λοχαγός του και αντάρτης τώρα τον άρπαξε στην αγκαλιά του, τον φιλούσε αρκετή ώρα και έπειτα τον πήρε και τον πήγε πιο πέρα , εκεί κάθισαν κάτω από μια συκιά και κουβέντιασαν αρκετή ώρα.
Το τι ακριβώς είπαν μεταξύ τους, δεν μαθεύτηκε ποτέ, γιατί το προσωπικό ημερολόγιο του Γιώργου, στο οποίο ήταν γραμμένη όλη η συνομιλία που είχαν κάνει οι δυο τους, καταστράφηκε στο χωριό αργότερα. όταν οι Γερμανοί κατά τις εκκαθαριστικές τους επιχειρήσεις είχαν φθάσει μέσα στο Χέλι. Εκείνα που έγιναν γνωστά από τον συγκατηγορούμενό του Σπύρο Ζαφείρη αργότερα, στον οποίον ο Γιώργος τα είχε διηγηθεί είναι τα εξής;
Ο Αντάρτης Λοχαγός του είπε: " Γιώργο εδώ σε έχουν φέρει για εκτέλεση, είμαι όμως αποφασισμένος να μην αφήσω ποτέ να γίνει ένα τέτοιο έγκλημα, αλλά άκουσε τι θα σου ειπώ. Όλοι μας έχουμε πέσει σε παγίδα. Για άλλο σκοπό ανεβήκαμε στο βουνό και άλλα βλέπουμε να γίνονται. Δυστυχώς όμως είναι αδύνατο να απαγκιστρωθούμε από εδώ. Το τέλος όμως όλων μας δεν το βλέπω καλό. Η Ελλάδα θα καταστραφεί τελείως. Προβλέπω πως θα έχουμε εμφύλιο πόλεμο και δεν θα μείνει όρθιο τίποτα. Για άλλο σκοπό μπήκαμε στο ΕΑΜ και άλλα βρήκαμε μπροστά μας. Πουληθήκανε πολλοί, πήραν πάρα πολλές λίρες και θα καταλήξουμε οπωσδήποτε σε εμφύλιο σπαραγμό, θα σκοτωθούμε όλοι στο τέλος. Θα σας διώξω λοιπόν και τους δύο από εδώ, θα σας στείλω συνοδεία μέχρι τη Νεμέα και από εκεί μόνοι σας θα πάτε στο χωριό σας και σας δίνω μια συμβουλή, στο χωριό που θα πάτε να μην ανακατευθείτε σε τίποτα πια."
Και πράγματι αφού τους εφοδίασε με το απαραίτητο νερό, όρισε δύο συνοδούς οι οποίοι τους οδήγησαν μέχρι τη Νεμέα και αφού πέρασαν τον Δημόσιο δρόμο Άργους-Κορίνθου, τους άφησαν ελεύθερους να

261

επιστρέψουν στο χωριό τους και από τότε αποφάσισαν πια να μην ανακατευθούν σε τίποτα.
Ο Γιώργος είχε εκμυστηρευθεί στον αδελφό του Τάσο όταν επέστρεψε πια στο χωριό του ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά. Από ότι είδε και άκουσε στην Γκούρα θα έλθει ημέρα πού όλος ο κόσμος θα πάθει μεγάλη συμφορά. Υποπτεύομαι ότι όλοι μια ημέρα θα καταστραφούμε, δεν πρόκειται να ζήσουμε κανένας μας μέχρι το τέλος, έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα, θα σκοτωθούμε όλοι μας προδομένοι μέσα από το χωριό. Και πράγματι η προφητεία αυτή του Γιώργου Μπιμπή επαληθεύτηκε ακριβώς, όπως τα είχε προβλέψει, όπως παρακάτω θα γνωρίσουμε στα επόμενα κεφάλαια ότι ακριβώς συνέβη στο χωριό.

74• Αποτυχία των Άγγλων Πρακτόρων στο Χέλι και το Τέλος του Παπα-Κοκκίνη

Ο Παπα-κοκκίνης που μόνιμα βρισκόταν στη Μονή Ταξιαρχών της Επιδαύρου είχε πάντα την επιθυμία να οργανώσει στο ΕΔΕΣ κατοίκους της περιοχής, κυρίως των ορεινών περιοχών και όλο το βάρος το είχε ρίξει στο Χέλι όπου από την αρχή είχε βρει ανταπόκριση, έπειτα από την δυσαρέσκεια πολλών κατοίκων του, για τις εκτελέσεις που έκαναν στο χωριό οι αντάρτες του ΕΛΑΣ. Συναντήσεις με τον Παπακοκκίνη γίνονταν αρκετές, όχι βέβαια μέσα στο χωριό, αλλά πάντα στον Αρνά και συγκεκριμένα στη Λάκα Στείρι και στη μεγάλη Λάκα, όπου ο Παπακοκκίνης ανέβαινε με τα πόδια από το Μοναστήρι των Ταξιαρχών.

Στην περίοδο εκείνη η Οργάνωση του Παπακοκκίνη είχε έλθει σε επαφή με το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και είχε συμφωνηθεί ότι θα ερχόταν ένα Αγγλικό αεροπλάνο και θα έριχνε με αλεξίπτωτο δύο πράκτορες στην περιοχή της Μεγάλης Λάκας. Για τη συγκεκριμένη δε νύχτα που θα ερχόταν το αεροπλάνο είχε συμφωνηθεί στην περιοχή εκείνη να ήταν συνέχεια αναμμένη μια μεγάλη φωτιά για να προσδιορίσει τον ακριβή στόχο της ρίψης. Την καθορισμένη νύχτα άνδρες του Παπακοκκίνη έμειναν όλη τη νύχτα άυπνοι, τροφοδοτώντας με ξύλα διαρκώς τη μεγάλη φωτιά.

Κάποια στιγμή άκουσαν τον βόμβο του αεροπλάνου και όλοι με αγωνία περίμεναν τους αλεξιπτωτιστές να πέσουν στο σημείο αυτό. Είδαν όμως το αεροπλάνο, που πέρασε πλάγια από την προσδιορισμένη θέση και φαίνεται πως δεν αντιλήφθηκε τη φωτιά, να απομακρύνεται χωρίς να πραγματοποιηθεί η ρίψη. Κατά πάσα πιθανότητα ο πιλότος δεν μπόρεσε να επισημάνει το στόχο του και αναγκάσθηκε να περιπλανηθεί και έτσι απομακρύνθηκε από τον καθορισμένο στόχο, χωρίς να το καταλάβει και κάποια στιγμή, ενώ βρισκόταν επάνω από τον Αμαριανό, διέκρινε κάποια εστία φωτιάς, που ίσως κάποιος τσοπάνης της περιοχής εκείνης είχε ανάψει.

Ο πιλότος με τη θέα αυτής της φωτιάς, νομίζοντας πως αυτός είναι ο στόχος, αφού έκανε τους κατάλληλους χειρισμούς, χαμήλωσε το αεροπλάνο του και έριξε τους δύο πράκτορες σε μια πλαγιά του Αραχναίου προς το μέρος του Αμαριανού, εκεί ακριβώς που είχε επισημάνει την εστία της φωτιάς. Οι δύο πράκτορες αφού απαλλάχτηκαν από τα περιττά τους πράγματα και εφοδιασμένοι με πολλές χρυσές λίρες, περίμεναν εκεί για να τους παραλάβουν οι άνδρες του Παπακοκκινη, αλλά μάταια περίμεναν εκεί, μέχρι που ξημέρωσε, γιατί βρίσκονταν αρκετά μακριά από την τοποθεσία που είχε συμφωνηθεί να πέσουν.

258

Για κακή τους όμως τύχη ο πρώτος που τους αντιλήφθηκε ήταν άτομο από το Γκέρμπεση, (που ίσως να λεγόταν Σκούρκος) και ο οποίος με κάποιο τρόπο ειδοποίησε τους Γερμανούς στο Ναύπλιο, οι οποίοι δεν έχασαν καιρό και μέσα σε λίγη ώρα είχαν φθάσει στον Αμαριανό.
Οι πράκτορες αφού περίμεναν αρκετή ώρα στον τόπο που είχαν πέσει και δεν φάνηκε κανένας να τους παραλάβει, χωρίς καν να ξέρουν που βρισκόντουσαν, άρχισαν τις περιπλανήσεις τους στη περιοχή εκείνη. Είχε πια ξημερώσει για τα καλά και μπορούσαν εύκολα να προσανατολισθούν.
Αφού διέσχισαν τον Αμαριανό, βρέθηκαν τελικά στο κάτω μέρος της χούνης. Από ένστικτο σκέφθηκαν πως η πορεία τους προς τον Αργολικό κάμπο θα ήταν επικίνδυνη, μπήκαν λοιπόν μέσα στη ρεματιά και άρχισαν να πεζοπορούν προς την ανατολή, όπου έπειτα από αρκετή ώρα έφθασαν στο Μοναστήρι της Παναγίας και εκεί συνάντησαν τον πρώτο άνθρωπο, τον Παπανικόλα μαζί με τον ψυχογιό του, ένα μικρό παιδάκι από το Χέλι.
Εκεί παρέμειναν για λίγη ώρα να ξεκουραστούν και να ιδούν στη συνέχεια τι θα κάνουν και προς ποια κατεύθυνση θα προχωρήσουν για να είναι πρώτα περισσότερο ασφαλείς και έπειτα να μπορέσουν να έλθουν σε επαφή με την Οργάνωση που τους περίμενε και να αποφασίσουν για την πιο πέρα δράση τους.
Οι Γερμανοί από το άλλο μέρος, έφθασαν στον Αμαριανό, στον τόπο που τους είχε υποδειχθεί ότι είχαν προσγειωθεί οι πράκτορες και εκεί πήραν τις πληροφορίες από τον καταδότη, ότι οι πράκτορες είχαν πάρει το δρόμο μέσα από τη χούνη κατευθυνόμενοι προς το Χέλι. Ακολούθησαν και αυτοί την ίδια κατεύθυνση και για κακή τύχη πρόλαβαν τους πράκτορες στο Μοναστήρι της Παναγιάς, όπου τους συνέλαβαν έπειτα από καταδίωξη και τους μετέφεραν στο Ναύπλιο. Στο Χέλι δεν μαθεύτηκε ποτέ ποια ήταν η τύχη αυτών των πρακτόρων που η επιχείρηση τους είχε τόσο άδοξο τέλος.
Ο Παπακοκκίνης όμως και έπειτα από την αποτυχία που είχαν οι πράκτορες αυτοί, συνέχιζε τη δράση του σε αυτή την περιοχή και πραγματοποίησε στον Αρνά πολλές ακόμα συναντήσεις με την Ομάδα του Χελιού.

Κάποιο βράδυ όμως ενώ είχε ορισθεί συνάντηση στον Αρνά όπου είχαν φθάσει πολλά άτομα από το Χέλι και τον περίμεναν να φθάσει εκεί από τη Μονή των Ταξιαρχών, σκαρφαλώνοντας από την Ανατολική πλευρά του Αραχναίου, η συνάντηση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, γιατί φαίνεται κάπου αλλού θα πρέπει να απασχολήθηκε ο Παπακοκκίνης.
Έτσι η κίνηση αυτή του χωριού για να συγκροτηθεί ομάδα του ΕΔΕΣ πήρε τέλος με αποτέλεσμα ολόκληρη η περιοχή του οροπεδίου του Αραχναίου να βρεθεί και πάλι υπό τον έλεγχο του ΕΛΑΣ. Αργότερα μαθεύτηκε πως ο Παπακοκκίνης είχε πάει προς τον Πάρνωνα και εκεί έπειτα από κάποια σύγκρουση με το ΕΛΑΣ, πιάστηκε αιχμάλωτος και μετά από πολλά βασανιστήρια εκτελέστηκε από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ.

73. Οι Πρώτες αντιδράσεις κατά του Ε.Α.Μ. στο Χέλι

Η οργάνωση του ΕΑΜ ιδρύθηκε στο Χέλι με αποκλειστικό σκοπό να διώξει τον κατακτητή από την Πατρίδα μας. Άλλωστε και ο όρκος που είχαν δώσει οι Χελιώτες στην ομαδική ορκωμοσία που έγινε στο χωριό, ήταν η απαλλαγή του τόπου από τον κατακτητή. Με αυτή τη προϋπόθεση ολόκληρο το χωριό εθεωρείτο οργανωμένο στο ΕΑΜ.

Όσο όμως περνούσε ο καιρός, οι πράξεις των ανταρτών έδειχναν πως ο κύριος σκοπός των δεν ήταν η απελευθέρωση της Πατρίδας από τον κατακτητή, αλλά πως κύριος σκοπός και στόχος ήταν η εξόντωση όλων των αντιφρονούντων πολιτών, με σκοπό την επικράτηση τους ιδεολογικά σε όλη τη χώρα. Έτσι εκδηλώθηκαν στο χωριό οι πρώτες διαφωνίες μέσα στο ΕΑΜ, ως προς την τακτική των μαζικών εκτελέσεων Ελλήνων, που ακολουθούσαν οι σκληροί πυρήνες του ΕΑΜ .
Ένα από τα διαφωνούντα μέλη του ΕΑΜ ήταν και ο Γ. Μπιμπής που ενώ από την αρχή είχε ενταχθεί στις τάξεις του ΕΑΜ, πολύ γρήγορα διαφώνησε με την τακτική των εκτελέσεων και προσπαθούσε να βρει κάποια αφορμή για να διαχωρίσει τη θέση του αυτή. Ένα δε περιστατικό που έπεσε στην αντίληψη του όταν είχε πάει αποστολή στα Δίδυμα, όπου την εποχή εκείνη ήταν εκεί και το στρατηγείο της ΟΠΛΑ που ασχολείτο αποκλειστικά με τις εκτελέσεις Ελλήνων και είδε την ΟΠΛΑ να εκτελεί δύο

255

νέα παιδιά αδέρφια για ασήμαντη αφορμή, συγκλονίστηκε πραγματικά και από τότε άρχισε να εκδηλώνει την δυσπιστία του προς το ΕΑΜ και τους πραγματικούς σκοπούς του.
Όταν γύρισε από τα Δίδυμα βρήκε στο σπίτι του στο χωριό τους Καπετάνιους Φλώρο, Κεραυνό και άλλους που ήσαν κυριολεκτικά βουτηγμένοι στο αίμα και οι οποίοι διηγούντο πόσους και ποιους είχαν σκοτώσει εκείνες τις ημέρες και έκαναν αναπαράσταση των εκτελέσεων αυτών, .προφανώς για να τρομοκρατήσουν όλους αυτούς που είχαν εκδηλώσει τη δυσπιστία τους προς το ΕΑΜ. Εκεί στο σπίτι βρισκόταν και το βαφτιστήρι του θείου του από το Γκέρμπεση, ο Λιλής που ήταν ένα από τα δραστήρια μέλη του ΕΑΜ, όχι μόνο στο χωριό του το Γκέρμπεση, αλλά και σε ολόκληρη την περιοχή.
Ο Γ. Μπίμπής όμως δεν πτοήθηκε από όλα αυτά που έβλεπε και άκουγε εκεί και από ότι είχε ιδεί στα Δίδυμα και έκανε προς τους συντρόφους του σκληρές παρατηρήσεις: "Εμείς σύντροφοι κάναμε την οργάνωση για να διώξουμε τους κατακτητές και όχι για να σφάζουμε Έλληνες. Τι κάνουμε εδώ; Τι πράγματα είναι αυτά;" Τους έκανε δε τη δήλωση ευθέως ότι ήταν διατεθειμένος να αποχωρήσει από την οργάνωση.
Η έντονη αυτή διαφωνία εξερέθισε τον Λιλή, ο οποίος έβγαλε το πιστόλι του και τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει αμέσως, παρά την πνευματική συγγένεια που τους συνέδεε, αλλά επενέβησαν εκεί οι ψυχραιμότεροι και αποσοβήθηκε η ενέργεια αυτή του Λιλή.
Από τη στιγμή αυτή ο Γ. Μπιμπής εμπνεόμενος από τον πόθο για την λευτεριά της πατρίδας μας από τους κατακτητές και μη έχοντας εμπιστοσύνη πλέον στο ΕΑΜ, αναζήτησε άλλους τρόπους για να πραγματοποιήσει το στόχο του αυτό και κατ' αρχήν ήλθε σε επαφή με την ομάδα που είχαν ιδρύσει τότε οι Αξιωματικοί στο Φάρμακα, αλλά γρήγορα απογοητεύθηκε από εκεί, αφού η ομάδα αυτή πολύ γρήγορα είχε άδοξο τέλος.
Στη συνέχεια ήλθε σε επαφή με τον Παπακοκκίνη, ο οποίος κινείτο τότε δραστήρια για τη δημιουργία Οργάνωσης του ΕΔΕΣ στην περιοχή του οροπεδίου του Αραχναίου. Ο Παπακοκκίνης είχε την έδρα του στη Μονή Ταξιαρχών και συχνά ανέβαινε από εκεί με τα πόδια στο οροπέδιο του Αραχναίου όπου είχε συχνές επαφές με τον Γ. Μπιμπή. Στη νέα αυτή κίνηση συμμετείχαν περί τα εξήντα άτομα από το Χέλι. Συνεδρίαζαν στο υπόγειο του σπιτιού του Μπιμπή και το κύριο μέλημα τους ήταν να συγκεντρώσουν όπλα τα οποία είχαν ανάγκη.
Είχε ανακοινωθεί στα μέλη της νέας αυτής κίνησης στο Χέλι ότι υπήρχαν στη διάθεση τους τα παρακάτω όπλα.

1. Ένα βαρύ πολυβόλο με αρκετά πυρομαχικά

2. Δύο πολεμικά όπλα Μάνλιχερ με πολλά πυρομαχικά

3. Δύο Περίστροφα με αρκετές σφαίρες

4. Τρία Πιστόλια με αρκετές επίσης σφαίρες

Το βαρύ Πολυβόλο ήταν αυτό που είχαν μεταφέρει από το Κατσίγκρι τα αδέρφια του Χρήστος και Παναγιώτης και βρισκόταν κρυμμένο στην άριζε-Γκίλεζα.

256

Φαίνεται όμως πως μέσα στην οργάνωση αυτή είχαν και σπιούνους, άτομα δηλαδή που είχαν προσχώρησα εκεί, αλλά παράλληλα υπηρετούσαν και το ΕΑΜ. Έτσι λοιπόν μετέφεραν στο ΕΑΜ το μυστικό της κατοχής του πολυβόλου και αμέσως ο Γενικός υπεύθυνος του χωριού Σαίνης συνέλαβε τον Γ. Μπιμπή με απαίτηση να παραδώσει αμέσως το πολυβόλο στην οργάνωση του ΕΑΜ. Όπως είχαν διαμορφωθεί τα πράγματα δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά και το πολυβόλο με τα πυρομαχικά του πέρασε στα χέρια των ανταρτών του ΕΛΑΣ.
Η κατάσταση δεν ήταν τόσο καλή στο χωριό. Η δράση του ΕΑΜ συνεχιζόταν με εκτελέσεις αντιφρονούντων πολιτών, παράλληλα όμως δρούσε και η νέα κίνηση του Παπακοκκίνη που είχε σαν στόχο να διώξει από το χωριό τους αντάρτες του ΕΛΑΣ και το γενικό υπεύθυνο του ΕΑΜ στο χωριό Βασ. Σαίνη και να κυριαρχήσει αυτή στη περιοχή του Αραχναίου. Ήθελαν δε να δοκιμάσουν την ανδρεία των ανταρτών του ΕΛΑΣ και να τους εξευτελίσουν και για να πραγματοποιήσουν το σχέδιο τους αυτό έβαλαν τον Αγροφύλακα του χωριού Ι. Μτταβέλα να ειπεί στους αντάρτες ότι στην περιοδεία που έκανε σαν Αγροφύλακας, αντιλήφθηκε εκεί στην Τούρμιζα μια ομάδα Γερμανών, οι οποίοι βάδιζαν προς το χωριό.

Οι αντάρτες μόλις πήραν την είδηση αυτή από τον Μπαβέλα, τράπηκαν αμέσως σε φυγή προς τα Φράκια παίρνοντας μαζί τους και τον υπεύθυνο του χωριού Σαϊνη. Οι Γερμανοί όμως δε φάνηκαν στο χωρίο και οι αντάρτες υποπτεύθηκαν ότι η πληροφορία αυτή δεν ήταν σωστή, οπότε έπιασαν τον Αγροφύλακα και τον πίεζαν να τους ειπεί αν η πληροφορία αυτή ήταν σωστή ή φάρσα και ποιος ή ποίοι τον παρακίνησαν να ειπεί αυτό το ψέμα Ο Αγροφύλακας προσπάθησε να δικαιολογηθεί, λέγοντας ότι κάτι είχε ιδεί στην περιοχή της Τούρμιζας και του φάνηκαν ότι ήσαν Γερμανοί. Οι αντάρτες όμως δεν πείσθηκαν στις δικαιολογίες αυτές και συνέχιζαν να τον πιέζουν να ειπεί την αλήθεια και τον απειλούσαν ότι αν δε ειπεί την αλήθεια θα τον πάνε στην ΟΠΛΑ για εκτέλεση.

Αφού στις σκληρές πιέσεις και απειλές ο Μπαβέλας δεν κάμφθηκε και δεν μαρτύρησε ποιος τον είχε βάλει να ειπεί αυτό το ψέμα, τότε τον έπιασαν μαζί με έναν άλλο συγχωριανό του, τον Βασίλη Ντέγκα και αναχώρησαν για την Πιάδα, όπου εκείνη την εποχή βρισκόταν η ΟΠΛΑ. προκειμένου να τους εκτελέσουν. Τότε η γυναίκα του Αγροφύλακα κατατρομαγμένη πήγε και βρήκε τον Γ Μπίμπή και του ανακοίνωσε, ότι ο άντρας της πιάστηκε από τους αντάρτες και ότι τον πάνε στην Πιάδα για εκτέλεση. Ο Μπιμπής τότε έτρεξε και βρήκε τους υπεύθυνους και τους λέει " Τι πάτε να κάνετε εδώ σύντροφοι; Πάτε τον άνθρωπο για εκτέλεση επειδή δεν βγήκε σωστός στην πληροφορία που σας έδωσε; Ξέρετε τι θα γίνει μετά; Κανένας δεν θα τολμήσει να έλθει να σας ειδοποιήσει ότι κάπου εμφανίστηκαν Γερμανοί, αφού θα έχει το φόβο ότι αν η πληροφορία αυτή δεν βγει αληθινή, κινδυνεύει να πάει στο εκτελεστικό απόσπασμα και τότε οι Γερμανοί θα έλθουν κάποια ημέρα ανενόχλητοι και θα μας πιάσουν όλους στον ύπνο."
Οι υπεύθυνοι τότε μεταπείσθηκαν ότι δεν ήταν σωστή η ενέργεια τους αυτή και ότι δεν έπρεπε να εκτελεσθεί ο άνθρωπος αυτός και αμέσως

257

έστειλαν αγγελιοφόρο να πάει να τους προλάβει στο δρόμο, με εντολή να γυρίσουν πίσω στο χωρίο.
Ο αγγελιοφόρος πρόλαβε την αποστολή πέρα από τα Φράκια στην τοποθεσία Πίουϊα και τους κάλεσε να γυρίσουν πίσω, οπότε επέστρεψαν όλοι στο χωριό και η περιπέτεια αυτή του Αγροφύλακα πήρε ένα καλό τέλος με τη μεσολάβηση του Γ Μπιμπή.

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Ο εορτασμός των Θεοφανίων στην Ερμιόνη

Αντιπροσωπευτικές εικόνες από τη Βόρεια παραλία

Τα παιδιά του Σταυρού βουτάνε για να

ανασύρουν το Σταυρό και την Εικόνα

Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011

Υγεία και χαρά, οι ευχές μου για το 2011

Μερικές φωτογραφίες από το χωριό μας, για όσους ζουν μακρυά


Άποψη του χωριού


Άποψη Αραχναίου

ΝΑ άποψη Αραχναίου

ΝΔ άποψη Αραχναίου

ΒΔ άποψη Αραχναίου

Τοποθεσία Κοκκινιά στο χωριό Αραχναίο

Η πλατεία στο Αραχναίο

72. Η Δράση των Ανταρτών στο Χέλι

Η δράση των Ανταρτών στο Χέλι, από την ίδρυση του ΕΑΜ σε αυτό και την ορκωμοσία που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 1943, μέχρι και τον Μάιο του 1944 που οι Γερμανοί έκαναν τις εκκαθαριστικές τους επιχειρήσεις στη περιοχή αυτή, είχε περιοριστεί στη σύλληψη, την παραπομπή σε δίκη , την καταδίκη και την εκτέλεση αντιφρονούντων πολιτών της Αργολίδας.

Καμιά ενέργεια δολιοφθοράς εναντίον των Γερμανών δεν έγινε στο Χέλι και καμιά σύγκρουση με τους Γερμανούς δεν πραγματοποιήθηκε στην περιοχή εκείνη. Όταν το Μάιο του 1944 εμφανίστηκαν οι Γερμανοί στο Χέλι, οι αντάρτες έγιναν άφαντοι από το Χέλι και άφησαν τους μυημένους από αυτούς Χελιώτες απροστάτευτους και έρμαιους στη διάθεση των

252

κατακτητών, οι οποίοι χωρίς καμιά διαδικασία τους έστησαν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Από τον Οκτώβριο του 1943 μέχρι και τον Μάιο του 1944, είχαν πιαστεί στον Αργολικό κάμπο, αλλά και μέσα από τις πόλεις Άργος και Ναύπλιο οκτώ ίσως και περισσότερα άτομα, τα οποία και εκτελέστηκαν στην περιοχή του Χελιού, κατηγορηθεντες σαν συνεργάτες των Γερμανών η ότι είχαν εκδηλωθεί φιλικά προς τους Γερμανούς πριν από τον πόλεμο του 1940.

Οι αντάρτες εύκολα μπορούσαν να μπουν τις νύχτες στις πόλεις Αργος και Ναύπλιο, γιατί οι Γερμανοί τη νύχτα περιορίζονταν μέσα στους καταυλισμούς των και μόνο ελάχιστα καίρια σημεία φύλαγαν και όλα αυτά ήσαν γνωστά στους αντάρτες, οι οποίοι όταν έμπαιναν μέσα στις πόλεις,
απέφευγαν τα σημεία εκείνα με μεγάλη προσοχή.
Τα άτομα που οι αντάρτες εκτέλεσαν στην περιοχή του Χελιού στην πάρα πάνω περίοδο είναι οι παρακάτω για τους οποίους η ταυτότητα τους είναι γνωστή.

1. ΣΠΑΝΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: από την Πουλακίδα, παλαιός κομμουνιστής και συνεργάτης του Κωνσταντίνου Μάρα. Ο Σπανός είχε πιαστεί από τους Γερμανούς και ύστερα από πιέσεις και απειλές είχε προβεί σε αποκαλύψεις σε βάρος του ΕΑΜ και ιδιαίτερα του φίλου του Κωνσταντίνου Μάρα.
Οι αποκαλύψεις του αυτές θεωρήθηκαν προδοτικές και μια νύχτα οι αντάρτες τον έπιασαν στο χωριό του στην Πουλακίδα, μέσα στο σπίτι του. τον μεταφέρανε στο Χέλι όπου τον πέρασαν από Λαϊκό Δικαστήριο και τον καταδίκασαν σε θάνατο.

Μετά την καταδικαστική απόφαση εναντίον του, τον παρέδωσαν στην ΟΠΛΑ, όπου σε πρώτο στάδιο, δεμένο όπως τον είχαν άρχισαν να τον δέρνουν και να τον βασανίζουν. Οι βασανιστές σε αυτό το πρώτο στάδιο ήσαν Χελιώτες τους οποίους όριζαν οι αντάρτες. Στη συνέχεια τον οδήγησαν έξω από το χωριό όπου αναζητούσαν κατάλληλο μέρος, για την εκτέλεση του και την ταφή.
Τον μεταφέρανε σε μια περιοχή όπου τα παλαιά χρόνια υπήρχε ο οικισμός της Χώριζας και όπου σήμερα υπάρχουν εμφανή τα ερείπια δύο ανεμόμυλων και εκεί ψάχνοντας βρήκαν την κατάλληλη τοποθεσία, την όχθη ενός ρέματος όπου υπήρχε εκεί ένα παλαιό ασβεστοκάμινο. Εκεί τον εκτέλεσαν, άγνωστο με ποιο τρόπο, έπειτα τον πέταξαν μέσα στο ασβεστοκάμινο, όπου στη συνέχεια καταπλακώθηκε με πέτρες κλαδιά και χώματα και παρέμεινε εκεί μέσα θαμμένος και είναι άγνωστο αν αργότερα μεταφέρθηκαν τα οστά του ή όχι.

2. ΜΠΟΜΠΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ: Δεύτερος στη σειρά ήταν ο μόνιμος Αξιωματικός Μπόμπος Ανδρέας καταγόμενος από το Αργος όπου και έμενε. Και αυτός πιάστηκε στο σπίτι του στο Αργος και μεταφέρθηκε στο Χέλι όπου πέρασε από Λαϊκό Δικαστήριο και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η κατηγορία εναντίον του ήταν ότι είχε συμμετάσχει στην κίνηση των Αξιωματικών στο Φάρμακα και μετά τη διάλυση της ομάδας αυτής των Αξιωματικών από τον ΕΛΑΣ, δεν προσχώρησε σε αυτό.
Και για τον Μπόμπο ακολούθησαν την ίδια διαδικασία πριν από την εκτέλεση. Αφού πρώτα τον έγδυσαν και τον έδεσαν πισθάγκωνα, για μια

253

ολόκληρη ημέρα είχαν ορίσει πάλι δύο Χελιώτες, οι οποίοι τον έδερναν συνεχώς και για αμοιβή τους έδωσαν το καινούργιο κοστούμι που φορούσε ο Μπόμπος.
Έπειτα μισοπεθαμένο τον έσυραν και τον οδήγησαν πίσω από το Νεκροταφείου του χωριού όπου και τον εκτέλεσαν εκεί και τον σκέπασαν έπειτα πρόχειρα με χώματα και πέτρες. Αργότερα οι δύο Χελιώτες Εαμίτες που τον έδερναν, έγιναν συνεργάτες των Γερμανών, αφού κατατάχθηκαν στα Τάγματα ασφαλείας.

3. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΑΠΩΤΗΣ Πρόεδρος Μέρμπακα
4. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΣ
5.ΤΟΜΠΡΑΣ ΤΑΣΟΣ

Και οι τρεις παραπάνω ήσαν από το Μέρμπακα, τους είχαν πιάσει στο χωριό τους και τους είχαν μεταφέρει στην περιοχή του Χελιού, ειδικότερα κοντά στο Μοναστήρι της Παναγίας. Και τους τρεις τους κατηγόρησαν για Γερμανόφιλους, γιατί σε ανύποπτο χρόνο και πριν από τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, σε συζήτηση που είχε γίνει στο χωριό τους, είχαν εκδηλωθεί υπέρ των Γερμανών. Το φαινόμενο αυτό ήταν πολύ συνηθισμένο στα χωριά τότε πριν από τον πόλεμο του1940, όπου οι Έλληνες ήσαν χωρισμένοι σε δύο παρατάξεις, στους Αγγλόφιλους και τους Γερμανόφιλους. Με αυτή λοιπόν την κατηγορία, πέρασαν και οι τρεις από Λαϊκό Δικαστήριο και καταδικάστηκαν σε θάνατο.

Για αρκετές όμως ημέρες μετά την καταδικαστική απόφαση τους κρατούσαν δέσμιους εκεί στο Μοναστήρι, όπου συχνά τους επισκεπτόταν ένας Χελιώτης τσοπάνος, ο Παναγιώτης Οικονόμου (Ντούρος) που ήταν Κουμπάρος του Παναγιώτη Κυριάκου και τους εφοδίαζε με τρόφιμα. Κάποια μέρα όμως που πήγε ως συνήθως με τα τρόφιμα, δεν τους βρήκε εκεί, του είπαν δε οι αντάρτες ότι τους έδιωξαν από εκεί και τους μετέφεραν σε άλλη περιοχή, ενώ την ίδια ημέρα τους είχαν εκτελέσει και τους τρεις και τους είχαν θάψει στο μικρό Νεκροταφείο του Μοναστηριού.

6. Έκτο θύμα των Ανταρτών στο Χέλι ήταν ένας νέος από το Κατσίγκρι (Άγιο Αδριανό ). Τον είχαν φέρει στο χωριό όπου τον κρατούσαν δεμένο και σχεδόν γυμνό, με την κατηγορία ότι είχε προδώσει στους Γερμανούς κάποιον συγχωριανό του, ο οποίος πιάστηκε από τους Γερμανούς και εκτελέστηκε αμέσως. Πριν από την εκτέλεση όπως συνήθως, πάλι είχαν ορίσει δύο Χελιώτες οι οποίοι τον έδερναν για μια ολόκληρη ημέρα. Μετά τον ξυλοδαρμό αιμόφυρτο τον έσυραν και αυτόν κοντά στο Νεκροταφείο, όπου τον εκτέλεσαν και τον πέταξαν μέσα σε ένα λάκκο που υπήρχε εκεί κοντά και τον σκέπασαν με κλαδιά και πέτρες και έμεινε εκεί αρκετές ημέρες σχεδόν άταφος και δεν μπορούσε κανείς να πλησιάσει σε αυτό το μέρος από τη δυσοσμία που ανέδιδε το πτώμα του για αρκετό καιρό. Άγνωστο είναι και γι' αυτόν τι έγινε το πτώμα του.

7. ΒΟΒΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Αυτός είχε και το παρατσούκλι Καμπούρης. Τον είχαν πιάσει στο Αργός και τον μετέφεραν στο Χέλι που πέρασε από Λαϊκό Δικαστήριο και καταδικάστηκε σε θάνατο, οδηγήθηκε έπειτα στην Τραπεζώνα κοντά εκεί σε μια στέρνα του Καλή όπου και εκτελέστηκε και εκεί έμεινε σχεδόν άταφος, αφού πρόχειρα σκεπάστηκε με μερικά κλαδιά και πέτρες.

254

8. Το όγδοο θύμα των ανταρτών στο Χέλι ήταν ένας υπάλληλος του Πιπέρου από το Ναύπλιο πού τον είχαν μεταφέρει στο Χέλι, τον είχαν γυμνώσει και αυτόν και τον είχαν δέσει σε ένα σπίτι και εκεί πάλι είχαν βάλει ένα Χελιώτη και τον κτυπούσε συνέχεια μια ολόκληρη ημέρα, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει καθόλου. Έπειτα τον οδήγησαν ψηλά στην Τραπεζώνα και εκεί κοντά στην τοποθεσία
"Γκούρι -Καπάκιτ" τον εκτέλεσαν και τον άφησαν έτσι άταφο, τροφή για τα όρνια και τα αγρίμια.
Πέρα από τις οκτώ αυτές εκτελέσεις που έγιναν στο Χέλι από τους αντάρτες, πιθανόν να έγιναν και άλλες που να μην υπέπεσαν στην αντίληψη των κατοίκων του χωριού, για να καταγραφούν στη μνήμη τους.
Γνωστό πάντως είναι ότι στο Χέλι μεταφέρονταν συχνά και άλλοι κρατούμενοι, τους οποίους στη συνέχεια τους εξαφάνιζαν οι αντάρτες και είναι άγνωστο , αν μερικοί από αυτούς εκτελέστηκαν στη περιοχή αυτή η αν τους μετέφεραν και τους εκτέλεσαν σε άλλη περιοχή ή κάποιους από αυτούς πιθανόν να τους άφησαν ελεύθερους η ακόμη είναι δυνατόν μερικοί από αυτούς, προκειμένου να σώσουν το κεφάλι τους να προσχώρησαν προσωρινά στους αντάρτες.

Πάντως προς την περιοχή της Τραπέζωνας και το βαθύ ρέμα πρέπει να έγιναν και άλλες εκτελέσεις, γιατί τσοπάνηδες της περιοχής εκείνης διηγούνταν αργότερα ότι συναντούσαν εκεί επάνω αντάρτες, καταματωμένους, οι οποίοι διηγούντο σε αυτούς, πως έσφαζαν τους προδότες με το μαχαίρι. Οι ίδιοι μάλιστα τσοπάνηδες έλεγαν ότι μαζί με τους καταματωμένους αντάρτες, ήσαν και άνθρωποι μέσα από το χωριό, βουτηγμένοι και αυτοί στο αίμα.

71. Οι Πρώτοι Πυρήνες του Ε.Α.Μ. στο Χέλι

Ο Κωνσταντίνος Μάρας ή Κουλός που είχε χαθεί από το χωριό με την κατάρρευση του Ελληνοϊταλικού Μετώπου, δεν άργησε και πάλι να κάνει την εμφάνιση του στο χωριό, δεν μπορούσε όμως και να μένει πλέον μέσο στο χωριό, γιατί στο μεταξύ είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στο χωριό οι Ιταλοί και ήταν δύσκολο γι' αυτόν να βρίσκεται ανάμεσα στους Ιταλούς. Βρισκόταν ήδη στην παρανομία και το κρησφύγετο του το είχε στην περιοχή της Τραπεζώνας, από όπου ελεύθερα κυκλοφορούσε από εκεί μέσα στο βαθύ ρέμα μέχρι και το Μοναστήρι της Παναγίας, πολλές δε φορές τη νύχτα έμπαινε και μέσα στο χωριό για να εφοδιασθεί με τρόφιμα και πάλι όμως έφευγε και βρισκόταν συνήθως πάντα έξω από το χωριό για να είναι περισσότερο ασφαλής.


Στην παρανομία που βρισκόταν είχε μαζί του και δύο Άγγλους στρατιώτες, από αυτούς που δεν μπόρεσαν να φύγουν για την Κρήτη ή για την Μέση Ανατολή και που μπόρεσαν να γλιτώσουν από την αιχμαλωσία των κατακτητών. Και οι τρεις ήσαν οπλισμένοι για την προσωπική τους ασφάλεια και είχαν ακόμα στη διάθεση τους και ασύρματο, με το οποίον επικοινωνούσαν με το Στρατηγείο της Ελεύθερης Ελλάδας τότε στη Μέση Ανατολή, από όπου έπαιρναν τις σχετικές οδηγίες για τις κινήσεις τους και τη δράση τους στην περιοχή που βρίσκονταν.

Το μήνα Σεπτέμβριο του 1943 είχε φθάσει στο χωριό ένας ξένος, ο Βασίλειος Σαίνης, μαζί με τη γυναίκα του Ρούλα, που παρίσταναν τον πλανόδιο μικροπωλητή. Από που είχαν έλθει ήταν άγνωστο, πίστευαν όμως στο χωριό πως η καταγωγή τους ήταν από τη Νίκαια του Πειραιά, η από το Λουτράκι.

Είχε μια μικρή βαλίτσα όπου μέσα είχε κοσμήματα, ρολόγια και πολλά άλλα ψιλικά εμπορεύματα και δεν περιοριζόταν να πουλάει την πραμάτεια του μόνο μέσα στο χωριό, αλλά περιφερόταν και στην ευρύτερη περιοχή, στο Μετόχι, στον Αμαριανό, στα Φράκια, στην Τραπεζώνα, στο Μοναστήρι, όπου επισκεπτόταν και τις καλύβες ακόμα των τσοπάνηδων για να πουλήσει την πραμάτεια του Επισκεπτόταν ακόμα και γειτονικά χωριά, όπως το Κατσίγκρι, το Γκέρμπεση, το Αγγελόκαστρο, κ,λ.π.

Φαίνεται δε, όπως αποδείχθηκε αργότερα, πως η αποστολή του δεν ήταν μόνο να πουλάει ρολόγια και κοσμήματα, αλλά πως μαζί με αυτά πωλούσε και Μαρξιστικές ιδέες εκεί που τριγυρνούσε, κάνοντας μαζί και τη σχετική αντιστασιακή και ιδεολογική του προπαγάνδα. Αυτό φάνηκε αργότερα, αφού κατάφερε πολύ γρήγορα να αναδειχθεί ο πρώτος καθοδηγητής της ευρύτερης περιοχής του Χελιού.

Είναι πια μήνας Οκτώβρης 1943 και ενώ οι Ιταλοί έχουν φύγει από το χωριό και σε όλη την Ελληνική ύπαιθρο έχουν συγκροτηθεί τα πρώτα ένοπλα τμήματα του λεγομένου Εθνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ,) τα οποία δρούσαν κυρίως στις ορεινές περιοχές. Εκείνη ακριβώς την εποχή είχαν κάνει την εμφάνιση τους και στην γύρω ορεινή περιοχή του Αραχναίου τα πρώτα τμήματα του ΕΛΑΣ που αποτελούσαν ένα Λόχο. Ο Λόχος αυτός του ΕΛΑΣ μπήκε μέσα στο χωριό και οι υπεύθυνοι του ΕΑΜ

251

στο χωριό έδωσαν εντολή, όλοι οι κάτοικοι να μαζευτούν στην κεντρική  πλατεία, όπου πραγματοποιήθηκε η ορκωμοσία όλων των κατοίκων, κατά  το πρότυπο της προεπαναστατικής περιόδου του 1821.  Έτσι όλος ο κόσμος, άνδρες, γυναίκες και παιδιά μπροστά στους ένοπλους αντάρτες και με τις ευλογίες του Ιερέα του χωριού, ορκίστηκαν ότι είναι έτοιμοι να ξεσηκωθούν και μέσα από τις τάξεις του ΕΛΑΣ να πολεμήσουν και να διώξουν τον κατακτητή από την Πατρίδα μας. Από τη στιγμή αυτή θεωρήθηκε ότι και το Χέλι είναι πια οργανωμένο στο ΕΑΜ.  Στη συνέχεια ορίστηκαν και τα υπεύθυνα μέλη της οργάνωσης τα οποία  εκ περιτροπής είχαν την υπευθυνότητα του ΕΑΜ στο χωριό, με γενικό υπεύθυνο όλης της περιοχής του Αραχναίου το Σαΐνι. Πρωτεργάτες για την ίδρυση του ΕΑΜ στο Χέλι ήσαν ο Κωνσταντίνος Μάρας, ο Βασίλειος Σαίνης, ο Ελατιάς και διάφοροι άλλοι ξένοι προς το χωριό που ήσαν γνωστοί μόνον με τα ψευδώνυμα τους.

Όσο περνούσε ο καιρός άρχισαν να λειτουργούν στο χωριό και οι άλλες υπηρεσίες της οργάνωσης και πρώτα από όλα συγκροτήθηκε το Λαϊκό Δικαστήριο που το αποτελούσαν μέλη της Οργάνωσης, ξένα ως προς το χωριό και αποστολή του ήταν να λειτουργεί σαν πραγματικό Δικαστήριο, στο οποίον παραπέμπονταν να δικαστούν όλα τα άτομα που είχαν συνεργασία με τους κατακτητές, αυτούς που εκδήλωναν την συμπάθεια τους προς τα στρατεύματα κατοχής και γενικά όλα τα άτομα που διαφωνούσαν με τις γραμμές του ΕΑΜ, αλλά και τα άτομα εκείνα που ήθελαν να εξοντώσουν για διάφορους λόγους και για να το πετύχουν τους απέδιδαν μια από τις πάρα πάνω κατηγορίες.

Παράλληλα με το Λαϊκό Δικαστήριο λειτουργούσε και το τμήμα της ΟΠΛΑ. που ήταν το εκτελεστικό απόσπασμα γι' αυτούς που το Λαϊκό Δικαστήριο της Οργάνωσης καταδίκαζε σε θάνατο. Αρχηγός της ΟΠΛΑ ήταν κάποιος από την Κορινθία με το ψευδώνυμο "ΦΛΩΡΟΣ" μέλη δε της ΟΠΛΑ ήσαν αντάρτες του ΕΛΑΣ και αυτοί ξένοι προς το χωριό μας, άτομα αιμοβόρα και σκληρά. Οι συνεδριάσεις των Λαϊκών Δικαστηρίων ήσαν συνοπτικές και οι αποφάσεις τους τελεσίδικες, η δε ΟΠΛΑ εκτελούσε αμέσως αυτές που σχεδόν πάντα ήσαν θανατικές.

7Ο. Επίσκεψη στο Χέλι κλιμακίου του Ε.Α.Μ. από τη Μηδέα (Γκέρμπεση)

Τελείωσε πια και η τελευταία μας Σχολική χρονιά, έγιναν οι εξετάσεις, πήραμε τα απολυτήρια μας και αφού ανταλλάξαμε ευχές μεταξύ μας όλοι οι συμμαθητές, ευχηθήκαμε πρώτα καλή λευτεριά στην Πατρίδα μας και έπειτα καλή πρόοδο στο μέλλον μας και πραγματοποίηση όλων των ονείρων μας και καθένας πήρε το δρόμο του με την προσδοκία κάποια

249

μέρα να ξανασυναντηθούμε όλοι, πράγμα που δεν πραγματοποιήθηκε 'ττοτέ μέχρι σήμερα- Εγώ έφυγα για το χωριό όπου παρέμεινα ολόκληρο το μήνα Ιούλιο, χωρίς στο χωριό να αναπτυχθεί καμιά αντιστασιακή δραστηριότητα.
Στις 27 Ιουλίου γιορτή του Αγίου Παντελεήμονα, που γίνεται και σήμερα ακόμα μεγάλο πανηγύρι στο χωριό μας, και μετά την εκκλησία, ενώ όλοι οικογενειακώς επιστέφαμε στο σπίτι, στο δρόμο συναντήσαμε μια ομάδα από τρεις Γκερμπεσιώτες που είχαν έλθει για το πανηγύρι. Μεταξύ αυτών των τριών ήταν και κάποιος Λιλής, γνωστός στην οικογένεια μας, γιατί ήταν βαφτιστήρι του θείου μου Δημητρίου Κύρκα. Υποχρέωση κοινωνική ήταν να προσκαλέσουμε τους ξένους στο σπίτι μας για φαγητό, όπως συνηθιζόταν στο χωριό την ημέρα του Πανηγυριού.
Στα σπίτι τους φιλοξενήσαμε προσφέροντας τους φαγητό και κρασί. Στη διάρκεια του γεύματος έγινε συζήτηση για διάφορα θέματα και σε κάποια στιγμή με πρωτοβουλία δική τους, ξεφύγαμε από τα κοινωνικά θέματα και περάσαμε στο θέμα της οργάνωσης της Εθνικής Αντίστασης και στην περιοχή του Χελιού.
Στη πορεία όμως της συζήτησης διαπίστωσα από τα λεγόμενα τους και τις θέσεις που έπαιρναν, ότι ιδεολογικά βρίσκονταν στο χώρο του Κ,Κ.Ε. και πως η προπαγάνδα τους περιοριζόταν περισσότερο στο να προσηλυτίσει οπαδούς στο Κ,Κ.Ε., παρά στο να οργανώσουν αντίσταση κατά του κατακτητή. Έβαζαν σε πρώτη θέση την αντίσταση κατά του κοινωνικού κατεστημένου, όπως έλεγαν, της κοινωνικής αδικίας και μίλαγαν όχι για αντίσταση κατά του εχθρού, αλλά κυρίως για ανακατανομή του πλούτου από τους κατέχοντες, σε όλες τις κοινωνικές ομάδες, δηλαδή στην ουσία προσπαθούσαν να μας διδάξουν την Μαρξιστική θεωρία σε πρώτη γραμμή και σε δεύτερη μοίρα έθεταν την αντίσταση κατά του κατακτητή.

Μετά από πολύωρη συζήτηση, εξέφρασα πρώτος τις αντιρρήσεις μου, λέγοντας πως τώρα ένα ζήτημα προέχει και πρέπει αποκλειστικά να μας απασχολεί, η απαλλαγή της Πατρίδας μας από τους κατακτητές και όλα τα άλλα θέματα και θεωρίες τα έθετα σε δεύτερη μοίρα.
Διαπίστωσα την δυσαρέσκεια τους για τις αντιρρήσεις μου αυτές και κατάλαβα πως πίστεψαν ότι είχαν κτυπήσει λάθος πόρτα για να κάνουν την Κομουνιστική τους προπαγάνδα. Έτσι τελείωσε η συζήτηση αυτή χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Πέρασαν λίγες ημέρες ακόμα στο χωριό και στις 3 Αυγούστου έφυγα από το χωριό για την Αθήνα, προκειμένου να δώσω εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Τα μέχρι τώρα γεγονότα του χωριού τα περιέγραψα από δική μου εμπειρία, γιατί τα έζησα όλα και μάλιστα σε πολλά από αυτό ήμουν και πρωταγωνιστής.
Όλα δε τα υπόλοιπα γεγονότα του χωριού, μέχρι και την απελευθέρωση και τα οποία θα αναφερθούν πάρα κάτω δεν τα έζησα προσωπικά, αλλά τα περιγράφω από διηγήσεις αυτόπτων μαρτύρων, συμπατριωτών μας και συγγενικών προσώπων των πρωταγωνιστών της περιόδου εκείνης, αφού πρώτα έκανα διασταύρωση όλων των πληροφοριών, που είχα πάρει από διάφορες πηγές, ώστε τα γραφόμενα να είναι όσο το δυνατόν πλέον αξιόπιστα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ Ε.Α.Μ. ΣΤΟ ΧΕΛΙ

                         69. Οι Πρώτες Επισκέψεις των Εαμιτών στο Χέλι.

Ήταν αρχές του 1943 και μέσα στο Γυμνάσιο Ναυπλίου έχει δημιουργηθεί ο πρώτος αντιστασιακός πυρήνας, κυρίως μεταξύ των μαθητών της τελευταίας τάξης.

Πρωτεργάτες στη κίνηση αυτή των μαθητών ήσαν δύο κυρίως παιδιά, ο Μιχάλης, ο πρώτος μαθητής της τάξης και ο Γιώργος πολύ καλός επίσης μαθητής και που και οι δυο τους δεν βρίσκονται σήμερα στη ζωή, ο μεν Μιχάλης εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στις αρχές του 1944, έξω από το χωριό του το Μάνεση, κατά τη στιγμή που με τα πόδια πήγαινε στο Γκέρμπεση να ειδοποιήσει ένα τμήμα από αντάρτες που βρίσκονταν εκεί, οτι στο Μάνεση εμφανίστηκαν Γερμανοί, ο δε Γιώργος ήταν αυτός που μαζί με τον Παναγιώτη μεταφέρανε το πολυβόλο από το Ναύπλιο στο ρέμα του Κατσιγκρίου και το τέλος του το περιγράψαμε σε εκείνο το κεφάλαιο.
Στις 23 Απριλίου 1943 ημέρα του Αγίου Γεωργίου, που συνέπεσε μέσα στις διακοπές του Πάσχα, γιορτή κατ' εξοχήν των τσοπάνηδων άλλοτε στο Χέλι, ημέρα κατά την οποίαν ψήνονταν στη σούβλα τα καλύτερα θρεφτάρια από το κοπάδι τους και έπειτα ακολουθούσε μεγάλο γλέντι, αυτήν ακριβώς την ημέρα είχα προσκαλέσει να φιλοξενήσω στο χωριό δύο συμμαθητές μου από το Ναύπλιο, το Γιώργο και το Θεόδωρο.

Ήρθαν από το Ναύπλιο πεζοπορία την παραμονή του Αγίου Γεωργίου και φιλοξενήθηκαν σπίτι μας και το πρωί της επόμενης ημέρας ξεκινήσαμε από το χωριό και οι τρεις μας για τη στάνη, στην οποία φθάσαμε ύστερα από πεζοπορία μιας περίπου ώρας. Στη στάνη φθάσαμε ακριβώς την στιγμή που γίνονταν οι προετοιμασίες για το ψήσιμο του σφαχτού. Η σούβλα ήταν έτοιμη, η φωτιά αναμμένη και μόλις δημιουργήθηκε αρκετή θράκα, η σούβλα τοποθετήθηκε στη θέση της κοντά στη φωτιά και άρχισε το γύρισμα της.

Μετά από αρκετές ώρες ετοιμάστηκε το ψητό, στρώθηκε το τραπέζι και άρχισε το φαγοπότι για να ακολουθήσει έπειτα το μεγάλο γλέντι, κατά τις συνήθειες του χωριού και επάνω στη διασκέδαση και στο κέφι που είχε δημιουργηθεί, μας δόθηκε η ευκαιρία να ανταλλάξουμε σκέψεις γύρω από την οργάνωση του ΕΑΜ, συζητήσαμε αρκετά, χωρίς βέβαια να πάρουμε καμιά απόφαση, απλά έγινε γνωστό σε εμένα και τα αδέλφια μου από τους φιλοξενούμενους ότι ετοιμάζεται κίνηση, για την εξέγερση του υπόδουλου Ελληνικού λαού, εναντίον των κατακτητών.
Στην πολύωρη αυτή συζήτηση δεν έγινε καμιά αναφορά για το ιδεολογικό περιεχόμενο του ΕΑΜ. Όλοι μας μείναμε με την εντύπωση από τη συζήτηση ότι επρόκειτο πραγματικά για ένα Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο με κύριο και αποκλειστικό στόχο την εκδίωξη των κατακτητών από τη χώρα μας.

248

Ποιος Έλληνας δεν θα ένοιωθε πραγματική συγκίνηση με το άκουσμα μόνο της φράσης Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Αυτό ζητούσαν και καρτερούσαν όλοι οι Έλληνες, έπειτα από δυο χρόνια δουλείας που ζούσε η Ελλάδα κάτω από την μπότα των Γερμανών και των Ιταλών κατακτητών. Αφού κατά τις απογευματινές ώρες τελείωσε το γλέντι στη στάνη φύγαμε πάλι από εκεί και φθάσαμε στο χωριό όπου οι συμμαθητές μου διανυκτέρευσαν για δεύτερη βραδιά και την άλλη ημέρα το πρωί έφυγαν για το Ναύπλιο, αφού έδωσαν την υπόσχεση ότι κάποια άλλη ημέρα θα επισκεφθούν και πάλι το χωριό.

Σε λίγες ημέρες τελείωσαν και οι διακοπές του Πάσχα και την Κυριακή του Θωμά έφυγα και εγώ από το χωριό για το Ναύπλιο, γιατί έπρεπε την .άλλη ημέρα να βρίσκομαι πάλι στο Σχολείο.

Οι παράνομες επαφές μας συνεχίζονταν και μέσα στο σχολείο, με κάθε βέβαια προφύλαξη, αλλά η κύρια δραστηριότητα περιοριζόταν έξω από το σχολείο, κυρίως δε στο σπίτι του συμμαθητή μας Γιώργου. Πολλές όμως φορές οι συναντήσεις μας και οι συζητήσεις για την οργάνωση γίνονταν και πέρα στην Παναγίτσα της παραλίας του Ναυπλίου στο δρόμο για την αρβανιτιά.
Όσο διαρκούσαν τα μαθήματα, μαζί με τον Γιώργο, κάναμε μια ακόμα επίσκεψη στο χωριό. Ένα Σάββατο λίγο πριν βραδιάσει φύγαμε από το Ναύπλιο και πεζοπορώντας για πέντε περίπου ώρες, φθάσαμε στο χωριό λίγο πριν από τα μεσάνυχτα.
Είχαμε ορίσει συνάντηση στο σπίτι του Τάκη στο οποίο εκτός από τον οικοδεσπότη, βρισκόταν και ο αδελφός μου Γιώργος. Εκεί συζητήσαμε διάφορα θέματα σχετικά με την ίδρυση της οργάνωσης στο Χέλι, γενικά βέβαια και αόριστα και η συζήτηση αυτή κράτησε περίπου τρεις ώρες, στη διάρκεια της οποίας ειπώθηκαν πάρα πολλά, χωρίς όμως να παρθούν αποφάσεις.

Στις δύο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα τελείωσε η συζήτηση μας και φύγαμε πάλι για το Ναύπλιο. Η πορεία που ακολουθήσαμε στην επιστροφή, ήταν διαφορετική από εκείνη που πήγαμε στο χωριό. Πήραμε το δρόμο που οδηγούσε προς το Μοναστήρι της Παναγίας και ακολουθώντας την κοίτη του ξεροπόταμου, αφού διασχίσαμε όλη τη χούνη, βγήκαμε στον Αμαριανό και από εκεί φθάσαμε στην Αγία Τριάδα και με το ξημέρωμα, είχαμε φθάσει και πάλι στο Ναύπλιο, για να προετοιμαστούμε για το Σχολείο της Δευτέρας.