Το καλοκαίρι του 1943 στα βουνά της Ελλάδας βρίσκονται πολλά ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ. Οι Γερμανοί έχουν δραστηριοποιηθεί και προσπαθούσαν με εφόδους των χερσαίων στρατευμάτων, αλλά και με την αεροπορία τους, να επιτηρήσουν ολόκληρη την Ελληνική ύπαιθρο. Κάθε ημέρα σχεδόν πάνω από την ορεινή περιοχή του Αραχναίου πετούσαν τα Γερμανικά αεροπλάνα και με χαμηλές πτήσεις χτένιζαν ολόκληρη την περιοχή για να ανακαλύψουν αντάρτες, παρά το γεγονός ότι στην περιοχή του Αραχναίου δεν έχουν κάνει την εμφάνιση τους ακόμα οι αντάρτες του ΕΛΑΣ.
Ήταν μήνας Ιούλιος του 1943 και κάποια μέρα πρωί-πρωί έκαναν την εμφάνιση τους τρία Γερμανικά αεροπλάνα " ΣΤΟΥΚΑΣ " που για αρκετή ώρα έψαχναν ολόκληρη την περιοχή. Πετούσαν πολύ χαμηλά και έμπαιναν ακόμα και μέσα στις χαράδρες. Κάποια στιγμή ία αεροπλάνα αυτά έφθασαν και στην περιοχή άριζε-Γκίλεζα όπου βρισκόμουν μαζί με τον αδερφό μου Χρήστο εκεί κοντά στα πρόβατα. Πετούσαν πολύ χαμηλά και έκαναν βόλτες γύρω στην περιοχή αυτή, οπότε κάποια στιγμή πέρασαν επάνω από τα κεφάλια μας και εμείς
244
τρομαγμένοι, πέσαμε κάτω, ανάμεσα σε βράχους για να προφυλαχθούμε γιατί ήταν πιθανόν να μας περνούσαν για αντάρτες και να μας κτυπούσαν με τα πολυβόλα τους. Κάτι τέτοιο δεν έγινε και δεν γνωρίζουμε αν οι πιλότοι μας είδαν ή όχι.
Αφού έκαναν μερικές στροφές πάνω από την περιοχή αυτή, πήραν ύστερα κατεύθυνση προς το Μοναστήρι (Μονή Ταλαντίου) που βρισκόταν πολύ χαμηλότερα από το σημείο που βρισκόμασταν εμείς και το πρώτο αεροπλάνο μπήκε μέσα στην χαράδρα της Χούνης για να βγει στον Αμαριανό και από εκεί να πετάξει προς το Κουτσοπόδι όπου ήταν το πρόχειρο αεροδρόμιο των Γερμανών. Την ίδια πορεία ακολούθησε και το δεύτερο αεροπλάνο με τον ίδιο προορισμό.
Το τρίτο αεροπλάνο ακολούθησε την ίδια σχεδόν πορεία, αλλά ακριβώς κάτω από το Μοναστήρι όπου αρχίζει η χαράδρα της χούνης, φαίνεται πως ο πιλότος δεν υπολόγισε καλά τους μαιάνδρους του ρέματος και χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει το αριστερό φτερό του αεροπλάνου κτύπησε σε ένα μικρό αντέρεισμα της πλαγιάς με αποτέλεσμα ο πιλότος να χάσει τον έλεγχο του σκάφους και το αεροπλάνο έπειτα από μια σφοδρή έκρηξη να βρεθεί στο έδαφος μετά από λίγα μέτρα.
Στο σημείο της πτώσης υπήρχε ένα μεγάλο δένδρο, αγριοφυστίκια (Κοκορέτσια) όπου στον κορμό του διπλώθηκαν τα φτερά του αεροπλάνου και όλη η άτρακτος σταμάτησε εκεί, με αποτέλεσμα ο κινητήρας του αεροπλάνου, το οποίον στο μεταξύ καιγότανε, εξεσφενδονίστηκε και σταμάτησε στην απέναντι όχθη σε απόσταση πενήντα περίπου μέτρων, το δε σώμα του πιλότου έφυγε από την καμπίνα του αεροπλάνου μισοκαμένο και έπεσε άψυχο μπρούμυτα σε ένα χωράφι σε απόσταση δέκα περίπου μέτρων.
Με τον αδερφό μου Χρήστο παρακολουθούσαμε όλη την πορεία των αεροπλάνων και είδαμε καθαρά την πτώση του τρίτου αεροπλάνου, ακούγοντας συγχρόνως και την έκρηξη αυτού, αμέσως δε είδαμε και τον μαύρο καπνό από το σημείο εκείνο. Ένα από τα προπορευόμενα αεροπλάνα πήρε ύψος μέσα από την Χαράδρα που πετούσε, έκανε στροφή και γύρισε πίσω, όπου διαπίστωσε φαίνεται τη πτώση του αεροπλάνου, προσδιόρισε και το σημείο της πτώσης και στη συνέχεια πήρε στροφή και χάθηκε προς τον Αργολικό Κάμπο.
Αμέσως με τον αδερφό μου Χρήστο, τρέξαμε προς το μέρος που είχε πέσει το αεροπλάνο, μήπως ο πιλότος ήταν ζωντανός για να του προσφέρουμε βοήθεια. Μέσα σε είκοσι περιττού λεπτά είχαμε φθάσει στο σημείο του ατυχήματος και ενώ ετοιμαζόμασταν να πλησιάσουμε στο σημείο που βρισκόταν το αεροπλάνο, την ίδια στιγμή ακούσαμε διαδοχικές εκρήξεις από την γύρω περιοχή, γεγονός που μας φόβισε και αμέσως απομακρυνθήκαμε από εκεί για να μη συμβεί κανένα ατύχημα.
Φαίνεται πως με την έκρηξη του αεροπλάνου είχαν σκορπιστεί στη γύρω περιοχή πολλά πυρομαχικά μέσα στους θάμνους και επειδή συγχρόνως είχε εκραγεί και πυρκαγιά, για το λόγο αυτό άρχισαν οι εκρήξεις των πυρομαχικών από την θερμότητα που αναπτύχθηκε στους θάμνους που καίγονταν. Εμείς ανηφορήσαμε προς την πλαγιά του
245
Μαρσιάρη και περιμέναμε να σβήσει η φωτιά, για να για να πλησιάσουμε και πάλι.
Ενώ εκεί περιμέναμε εμείς, ξαφνικά βλέπουμε από το μέρος της Σκάλας να κάνει την εμφάνιση του ένα τανκ με Γερμανούς, το οποίον κατέβαινε σιγά-σιγά επειδή το έδαφος ήταν ανώμαλο και έφθασε μέχρι το σημείο του ατυχήματος. Μόλις οι Γερμανοί έφθασαν εκεί, αμέσως περιεργάστηκαν το πτώμα του πιλότου και στη συνέχεια το σκέπασαν με ένα, χοντρό αδιάβροχο στο οποίον γύρω-γύρω τοποθέτησαν μεγάλες πέτρες για να το προστατεύσουν έτσι από τα όρνια και τα αγρίμια της περιοχής.
Δεν ξέρω τι άλλο έκαναν εκεί, πάντως πολύ γρήγορα ανέβηκαν στο άρμα τους και έφυγαν ακολουθώντας την αντίστροφη ακριβώς πορεία, κατευθυνόμενοι στη βάση τους προφανώς στο Άργος. Μετά την αναχώρηση των Γερμανών με τον αδερφό μου τρέξαμε και πάλι και φθάσαμε στο σημείο που είχε πέσει το αεροπλάνο, αφού και η φωτιά είχε σβήσει τελείως και οι εκρήξεις είχαν επίσης σταματήσει. Πριν όμως από εμάς είχαν πάει στον τόπο του δυστυχήματος τσοπάνηδες από την περιοχή του Μοναστηριού, που βρισκόντουσαν πιο κοντά και είχαν πάρει το αλεξίπτωτο που βρισκόταν άθικτο εκεί κοντά και το ρόλοι του πιλότου, που και αυτό βρισκόταν εκεί κοντά επίσης άθικτο.
Εμείς με την ησυχία μας τότε περιεργαστήκαμε τα συντρίμμια του αεροπλάνου, είδαμε το πτώμα του πιλότου σκεπασμένο όπως ήταν με το αντίσκηνο, για να το προφυλάξουν, γιατί εκεί έμεινε για μερικές ημέρες, μέχρις ότου ξανάρθουν οι Γερμανοί να το πάρουν. Αφού για αρκετή ώρα το περιεργαστήκαμε και περιπλανηθήκαμε στην γύρω περιοχή και από περιέργεια βέβαια, αλλά περισσότερο προσπαθώντας να βρούμε κάτι πολύτιμο και να το πάρουμε μαζί μας, κυρίως κάτι από τον οπλισμό του αεροπλάνου, αλλά δυστυχώς όλα είχαν γίνει συντρίμμια.
Ένα πολυβόλο βρισκόταν εκεί κοντά, αλλά από την πτώση και τη φωτιά είχε στραβώσει και αχρηστευθεί τελείως. Έτσι αναγκαστήκαμε να φύγουμε από εκεί και να πάμε βέβαια στη δουλειά μας. Μετά από μερικές ημέρες ήρθαν και πάλι οι Γερμανοί, με τον ίδιο τρόπο και αφού πήραν 3-4 Χελιώτες που βρήκαν εκεί στην περιοχή, πήγαν στον τόπο του δυστυχήματος, πήραν το πτώμα που ήδη βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο σήψης και αφού το περιτύλιξαν με ένα αδιάβροχο, το έδεσαν καλά και το μεταφέρανε στο όχημα τους, το φόρτωσαν επάνω σε αυτό και το πήγαν στο Αργός, όπου φυσικά θα έγινε η ταφή του, άγνωστο βέβαια σε εμάς σε ποιο μέρος.
Μετά και την παραλαβή του πτώματος στον τόπο του δυστυχήματος πήγαιναν κάθε ημέρα επισκέπτες από το Χέλι, οι οποίοι στη συνέχεια προέβαιναν σε λεηλασίες, έτσι ώστε σε μικρό χρονικό διάστημα να μη μείνει εκεί τίποτα από το αεροπλάνο, παρά μόνο ο κορμός του κινητήρα που ήταν ογκώδης, αλλά και αυτός λεηλατημένος από τα εξαρτήματα του.
Κάθε σπίτι στο Χέλι είχε πάρει από το αεροπλάνο κάτι για ενθύμιο, ένα κομμάτι από τα φτερά, ένα κομμάτι από την άτρακτο, υπολείμματα από τον ηλεκτρικό εξοπλισμό και τα μέσα επικοινωνίας, πηνία διάφορα, μετασχηματιστές, βίδες διαφόρων μεγεθών κ.λ.π. Όλα αυτά βρίσκονταν
246
στα σπίτια των Χελιωτών και αργότερα τα μάζεψαν οι Γερμανοί, στη διάρκεια των επιχειρήσεων που έκαναν στο χωριό.
Σ΄αυτό το ιστολόγιο θα διαβάσετε εκτός των άλλων και την ιστορία του χωριού Αραχναίο που βρίσκεται στο Νομό Αργολίδας.
Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010
Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010
67. Μεταφορά του Πολυβόλου στο Χέλι
Έχουν περάσει δυο περίπου χρόνια από τότε που ο Γιώργος και ο Παναγιώτης είχαν μεταφέρει και είχαν κρύψει το βαρύ πολυβόλο στην όχθη του ξεροπόταμου που περνάει μέσα από το Κατσίγκρι και βρισκόταν ακόμα εκεί χωρίς να έχει χρησιμοποιηθεί. Ήταν άνοιξη του 1943 και τα σχολεία είχαν διακοπές λόγω των εορτών του Πάσχα. Για το λόγο αυτό βρισκόμουν στο χωριό και μάλιστα στα πρόβατα στην άριζε-Γκίλεζα οπότε μαζί με τον αδερφό μου Χρήστο, πήραμε την απόφαση να πάμε στο "Κατσίγκρι με σκοπό να πάρουμε το πολυβόλο και τα πυρομαχικά που βρίσκονταν εκεί κρυμμένα από το 1941 και να τα μεταφέρουμε στο χωριό, για μεγαλύτερη ασφάλεια, αλλά και για να τα χρησιμοποιήσουμε όταν θα έφθανε η κατάλληλη ώρα.
Ήταν ημέρα τετάρτη του Πάσχα όταν πήραμε αυτή την απόφαση με τον αδερφό μου και μόλις βράδιασε, πήραμε το δρόμο προς το Κατσίγκρι και αφού περπατήσαμε για τρεις περίπου ώρες, ακολουθώντας το μονοπάτι πάνω στη ράχη που σχημάτιζαν οι λόφοι οι οποίοι χωρίζουν την περιοχή του Αμαριανού σε δύο κοιλάδες, τη μία με άνοιγμα προς τον Αργολικό κάμπο και την άλλη με άνοιγμα προς το Κατσίγκρι, φθάσαμε έξω από το Κατσίγκρι.
Δεν μπήκαμε μέσα στο χωριό από το φόβο μήπως εκεί βρίσκονταν Γερμανοί ή και συνεργάτες τους ακόμα, γιατί δυστυχώς η περιοχή μας είχε πολλούς, και τότε αλίμονο μας αν πέφταμε στα χέρια τους, η κρεμάλα θα μας υποδεχόταν και τους δυο. Από εκεί αφήσαμε το δρόμο που ακολουθούσαν τα μουλάρια μέσα από το Κατσίγκρι και μπήκαμε μέσα στη ρεματιά, προχωρώντας δε μέσα στην κοίτη του ξεροπόταμου φθάσαμε στο σημείο που ήταν κρυμμένο το πολυβόλο. Δεν μας ήταν καθόλου δύσκολο να επισημάνουνε ακριβώς το μέρος, παρά το γεγονός ότι είχαν περάσει από τότε δύο χρόνια.
Πλησίαζαν μεσάνυχτα και το φεγγάρι μόλις είχε ξεπροβάλλει από την ανατολή και μας έστελνε ένα αμυδρό φως που μας βοηθούσε στην επικίνδυνη αυτή αποστολή μας. Με μεγάλη προσοχή βγάλαμε από την κρύπτη πρώτα το κιβώτιο με τα πυρομαχικά και έπειτα το πολυβόλο, τα ξεδιπλώσαμε όλα, πετάξαμε τα υλικά συσκευασίας και χωρίς καθυστέρηση καμιά, ο αδερφός μου πήρε στην πλάτη του το πολυβόλο, ενώ εγώ πήρα το κιβώτιο με τις σφαίρες και τις δύο εφεδρικές δεσμίδες και έτσι οι δυο μας πήραμε το δρόμο της επιστροφής, ενώ δίπλα μας απλωνόταν μια νεκρική σιγή και τίποτα δεν τάραζε το σκοτάδι, παρά μόνο τα βήματα μας που προσπαθούσαμε μάλιστα όσο μπορούσαμε να μην κάνουμε καθόλου θόρυβο.
Ο δρόμος της επιστροφής δεν ήταν και τόσο εύκολος, γιατί και ανήφορος ήταν και φορτωμένοι αρκετά ήμασταν, αφού το πολυβόλο θα ζύγιζε πάνω από είκοσι κιλά και το κιβώτιο με τις σφαίρες πάνω από δέκα κιλά, μα ο ενθουσιασμός για το πολύτιμο φορτίο και η λαχτάρα μας να φθάσουμε όσο μπορούσαμε πιο γρήγορα στο χωριό, μας έβαζαν φτερά στα πόδια μας και περπατούσαμε όσο μπορούσαμε πιο γρήγορα
243
ακολουθώντας ακριβώς την ίδια διαδρομή που ακολουθήσαμε ερχόμενοι από το χωριό. Μα όμως τταρά το γεγονός ότι μέσα μας κυριαρχούσαν ο ενθουσιασμός και η λαχτάρα, ο δρόμος της επιστροφής ήταν αρκετά δύσκολος και έτσι ήμασταν υποχρεωμένοι να κάνουμε στάσεις για να κατεβάζουμε κάτω το φορτίο μας και να ξεκουραζόμαστε κάπου- κάπου.
Την απόσταση Κατσίγκρι - Χέλι που όταν πηγαίναμε την είχαμε κάνει περίπου τρεις ώρες, την ίδια απόσταση στην επιστροφή φορτωμένοι όπως ήμασταν την κάναμε πέντε περίπου ώρες και φθάσαμε στο τέρμα στην αριζε-Γκίλεζα σχεδόν τα ξημερώματα. Όταν ξημέρωσε καλά, μαζί με τον τρίτο αδελφό μου Γιώργο κάναμε επιθεώρηση του όπλου με την ησυχία μας πια Δοκιμάσαμε αν όλα λειτουργούσανε καλά, το οπλίσαμε χωρίς βέβαια να τοποθετήσουμε σφαίρες και δοκιμάσαμε αν η σκανδάλη λειτουργούσε κανονικά, το καθαρίσαμε, το λαδώσαμε όπου έπρεπε και έτσι πια έτοιμο το διπλώσαμε πάλι με μεγαλύτερη τώρα επιμέλεια, αφού είχαμε το χρόνο στη διάθεση μας και έπειτα το τοποθετήσαμε εκεί κοντά στα μαντριά μας σε ασφαλέστερο μέρος, για να το προφυλάξουμε από τη ζέστη, από τη βροχή, και φυσικά από τη θέα για να μην το βρουν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί, που συχνά επισκέπτονταν εκείνη την περιοχή για να πλιατσικολογούν τους τσοπάνηδες.
ΣΤΟ μέρος αυτό το πολυβόλο έμεινε κρυμμένο και ασφαλισμένο για αρκετούς μήνες, μέχρι που το έμαθαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ που στο μεταξύ είχαν έλθει στο χωριό και έπειτα από πολλές πιέσεις αλλά και απειλές, αναγκάστηκαν τα αδέλφια μου να τους το παραδώσουν και από τότε δεν έγινε γνωστή η τύχη αυτού του όπλου.
Ήταν ημέρα τετάρτη του Πάσχα όταν πήραμε αυτή την απόφαση με τον αδερφό μου και μόλις βράδιασε, πήραμε το δρόμο προς το Κατσίγκρι και αφού περπατήσαμε για τρεις περίπου ώρες, ακολουθώντας το μονοπάτι πάνω στη ράχη που σχημάτιζαν οι λόφοι οι οποίοι χωρίζουν την περιοχή του Αμαριανού σε δύο κοιλάδες, τη μία με άνοιγμα προς τον Αργολικό κάμπο και την άλλη με άνοιγμα προς το Κατσίγκρι, φθάσαμε έξω από το Κατσίγκρι.
Δεν μπήκαμε μέσα στο χωριό από το φόβο μήπως εκεί βρίσκονταν Γερμανοί ή και συνεργάτες τους ακόμα, γιατί δυστυχώς η περιοχή μας είχε πολλούς, και τότε αλίμονο μας αν πέφταμε στα χέρια τους, η κρεμάλα θα μας υποδεχόταν και τους δυο. Από εκεί αφήσαμε το δρόμο που ακολουθούσαν τα μουλάρια μέσα από το Κατσίγκρι και μπήκαμε μέσα στη ρεματιά, προχωρώντας δε μέσα στην κοίτη του ξεροπόταμου φθάσαμε στο σημείο που ήταν κρυμμένο το πολυβόλο. Δεν μας ήταν καθόλου δύσκολο να επισημάνουνε ακριβώς το μέρος, παρά το γεγονός ότι είχαν περάσει από τότε δύο χρόνια.
Πλησίαζαν μεσάνυχτα και το φεγγάρι μόλις είχε ξεπροβάλλει από την ανατολή και μας έστελνε ένα αμυδρό φως που μας βοηθούσε στην επικίνδυνη αυτή αποστολή μας. Με μεγάλη προσοχή βγάλαμε από την κρύπτη πρώτα το κιβώτιο με τα πυρομαχικά και έπειτα το πολυβόλο, τα ξεδιπλώσαμε όλα, πετάξαμε τα υλικά συσκευασίας και χωρίς καθυστέρηση καμιά, ο αδερφός μου πήρε στην πλάτη του το πολυβόλο, ενώ εγώ πήρα το κιβώτιο με τις σφαίρες και τις δύο εφεδρικές δεσμίδες και έτσι οι δυο μας πήραμε το δρόμο της επιστροφής, ενώ δίπλα μας απλωνόταν μια νεκρική σιγή και τίποτα δεν τάραζε το σκοτάδι, παρά μόνο τα βήματα μας που προσπαθούσαμε μάλιστα όσο μπορούσαμε να μην κάνουμε καθόλου θόρυβο.
Ο δρόμος της επιστροφής δεν ήταν και τόσο εύκολος, γιατί και ανήφορος ήταν και φορτωμένοι αρκετά ήμασταν, αφού το πολυβόλο θα ζύγιζε πάνω από είκοσι κιλά και το κιβώτιο με τις σφαίρες πάνω από δέκα κιλά, μα ο ενθουσιασμός για το πολύτιμο φορτίο και η λαχτάρα μας να φθάσουμε όσο μπορούσαμε πιο γρήγορα στο χωριό, μας έβαζαν φτερά στα πόδια μας και περπατούσαμε όσο μπορούσαμε πιο γρήγορα
243
ακολουθώντας ακριβώς την ίδια διαδρομή που ακολουθήσαμε ερχόμενοι από το χωριό. Μα όμως τταρά το γεγονός ότι μέσα μας κυριαρχούσαν ο ενθουσιασμός και η λαχτάρα, ο δρόμος της επιστροφής ήταν αρκετά δύσκολος και έτσι ήμασταν υποχρεωμένοι να κάνουμε στάσεις για να κατεβάζουμε κάτω το φορτίο μας και να ξεκουραζόμαστε κάπου- κάπου.
Την απόσταση Κατσίγκρι - Χέλι που όταν πηγαίναμε την είχαμε κάνει περίπου τρεις ώρες, την ίδια απόσταση στην επιστροφή φορτωμένοι όπως ήμασταν την κάναμε πέντε περίπου ώρες και φθάσαμε στο τέρμα στην αριζε-Γκίλεζα σχεδόν τα ξημερώματα. Όταν ξημέρωσε καλά, μαζί με τον τρίτο αδελφό μου Γιώργο κάναμε επιθεώρηση του όπλου με την ησυχία μας πια Δοκιμάσαμε αν όλα λειτουργούσανε καλά, το οπλίσαμε χωρίς βέβαια να τοποθετήσουμε σφαίρες και δοκιμάσαμε αν η σκανδάλη λειτουργούσε κανονικά, το καθαρίσαμε, το λαδώσαμε όπου έπρεπε και έτσι πια έτοιμο το διπλώσαμε πάλι με μεγαλύτερη τώρα επιμέλεια, αφού είχαμε το χρόνο στη διάθεση μας και έπειτα το τοποθετήσαμε εκεί κοντά στα μαντριά μας σε ασφαλέστερο μέρος, για να το προφυλάξουμε από τη ζέστη, από τη βροχή, και φυσικά από τη θέα για να μην το βρουν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί, που συχνά επισκέπτονταν εκείνη την περιοχή για να πλιατσικολογούν τους τσοπάνηδες.
ΣΤΟ μέρος αυτό το πολυβόλο έμεινε κρυμμένο και ασφαλισμένο για αρκετούς μήνες, μέχρι που το έμαθαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ που στο μεταξύ είχαν έλθει στο χωριό και έπειτα από πολλές πιέσεις αλλά και απειλές, αναγκάστηκαν τα αδέλφια μου να τους το παραδώσουν και από τότε δεν έγινε γνωστή η τύχη αυτού του όπλου.
66. Οι πρώτες εκδηλώσεις Εθνικής Αντίστασης των Ελλήνων
Από τις αρχές του 1943 άρχισε σιγά-σιγά να εκδηλώνεται σε όλη την χώρα μια οργανωμένη Εθνική Αντίσταση ενάντια στους κατακτητές Γερμανούς και Ιταλούς, δυστυχώς όμως από την αρχή την καπηλεύθηκε η αριστερή παράταξη, για τον απλούστατο λόγο, γιατί αυτή βρισκόταν στην παρανομία από το 1936 και από τα πρώτα χρόνια της κατοχής αναζήτησε
241
διέξοδο για δράση και την βρήκε εκμεταλλευόμενη τον πατριωτισμό και το αδούλωτο πνεύμα όλων των Ελλήνων.
ΣΤΟ Χέλι πρωτεργάτης για το απελευθερωτικό κίνημα ήταν ένας παλαιός κομμουνιστής που καταγόταν από το Χέλι, αλλά ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών. Από το1936 όμως που κηρύχθηκε η δικτατορία του Μεταξά, ζούσε εξόριστος στο χωριό του το Χέλι.
Αυτός ήταν ο Κωνσταντίνος Μάρας ή Κουλός, ο οποίος είχε σπουδάσει Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργαζόταν σε κάποιο συμβολαιογραφείο στην Αθήνα. Από το Ι936 ζούσε στο Χέλι εξόριστος από το καθεστώς του Μεταξά και ήταν φιλοξενούμενος στο σπίτι του πρώτου του εξαδέλφου Γεωργίου Μάρα, όλο δε το διάστημα που έμενε εκεί περνούσε μια ήσυχη ζωή στο χωριό, χωρίς προβλήματα και πάντοτε σε συζητήσεις που έκανε στο χωριό, απόφευγε να εκδηλώνει τις αριστερές του ιδέες.
Κηρύχτηκε ο πόλεμος το 1940 και αυτός συνέχιζε να παραμένει στο χωριό, χωρίς κανένα πρόβλημα, μέχρι και την κατάρρευση του Αλβανικού Μετώπου, οπότε εξαφανίστηκε από το χωριό, χωρίς να γνωρίζει κανένας πού βρισκόταν. Το πιθανότερο ήταν να είχε πάει στην Αθήνα και εκεί παρέα με τους παλαιούς του συντρόφους, να εργαζόταν για το κόμμα του. Όταν η Ελλάδα βρέθηκε κάτω από την Ιταλική και Γερμανική κατοχή πρώτοι οι κομουνιστές εκμεταλλευόμενοι την άσβεστη φλόγα των Ελλήνων για ελεύθερη ζωή, άπλωσαν τα πλοκάμια τους παντού ιδρύοντας το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο ( Ε.Α.Μ. ) και πολύ γρήγορα πήραν στα χέρια τους όλες τις ηγετικές θέσεις στο απελευθερωτικό αγώνα όλων των Ελλήνων ενάντια στον κατακτητή.
Ο Κωνσταντίνος Μάρας πολύ γρήγορα αναδείχθηκε σε ένα από τα ηγετικά πολιτικά στελέχη του ΕΑΜ σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, αφού έφθασε να είναι ο πρώτος γραμματέας και πολιτικός καθοδηγητής της Πελοποννήσου μέχρι και την απελευθέρωση, όπως διαπιστώθηκε αργότερα.
Το ΕΑΜ από την ίδρυση του κατόρθωσε να παγιδεύσει όλους τους φιλήσυχους Έλληνες, που εμπνεόμενοι από ασυγκράτητη φιλοπατρία, είχαν τον πόθο να ιδούν την πατρίδα τους ελεύθερη το συντομότερο. Στα βουνά της Ελλάδας έχουν οργανωθεί τα πρώτα ένοπλα τμήματα του Εθνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (Ε.Λ.Α.Σ.), τα οποία άρχισαν σιγά-σιγά να παρενοχλούν το στρατό κατοχής, με φρικτά βέβαια αποτελέσματα, γιατί για κάθε Γερμανό νεκρό, το τίμημα για τους υπόδουλους Έλληνες ήταν οδυνηρό.
Κατά δεκάδες συλλαμβάνονται οι Έλληνες, αδιακρίτως φύλου και ηλικίας και άλλοι μεν στέλνονταν στο εκτελεστικό απόσπασμα, άλλους τους κρεμούσαν σε δενδροστοιχίες σε πάρκα και σε δρόμους και εκεί τους άφηναν να αιωρούνται ημέρες πολλές για παραδειγματισμό και άλλοι τέλος στέλνονταν στα Γερμανικά στρατόπεδα στη Γερμανία, από τους οποίους ελάχιστοι επέζησαν για να ξαναγυρίσουν στην πατρίδα τους, μετά τον τερματισμό του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου.
241
διέξοδο για δράση και την βρήκε εκμεταλλευόμενη τον πατριωτισμό και το αδούλωτο πνεύμα όλων των Ελλήνων.
ΣΤΟ Χέλι πρωτεργάτης για το απελευθερωτικό κίνημα ήταν ένας παλαιός κομμουνιστής που καταγόταν από το Χέλι, αλλά ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών. Από το1936 όμως που κηρύχθηκε η δικτατορία του Μεταξά, ζούσε εξόριστος στο χωριό του το Χέλι.
Αυτός ήταν ο Κωνσταντίνος Μάρας ή Κουλός, ο οποίος είχε σπουδάσει Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργαζόταν σε κάποιο συμβολαιογραφείο στην Αθήνα. Από το Ι936 ζούσε στο Χέλι εξόριστος από το καθεστώς του Μεταξά και ήταν φιλοξενούμενος στο σπίτι του πρώτου του εξαδέλφου Γεωργίου Μάρα, όλο δε το διάστημα που έμενε εκεί περνούσε μια ήσυχη ζωή στο χωριό, χωρίς προβλήματα και πάντοτε σε συζητήσεις που έκανε στο χωριό, απόφευγε να εκδηλώνει τις αριστερές του ιδέες.
Κηρύχτηκε ο πόλεμος το 1940 και αυτός συνέχιζε να παραμένει στο χωριό, χωρίς κανένα πρόβλημα, μέχρι και την κατάρρευση του Αλβανικού Μετώπου, οπότε εξαφανίστηκε από το χωριό, χωρίς να γνωρίζει κανένας πού βρισκόταν. Το πιθανότερο ήταν να είχε πάει στην Αθήνα και εκεί παρέα με τους παλαιούς του συντρόφους, να εργαζόταν για το κόμμα του. Όταν η Ελλάδα βρέθηκε κάτω από την Ιταλική και Γερμανική κατοχή πρώτοι οι κομουνιστές εκμεταλλευόμενοι την άσβεστη φλόγα των Ελλήνων για ελεύθερη ζωή, άπλωσαν τα πλοκάμια τους παντού ιδρύοντας το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο ( Ε.Α.Μ. ) και πολύ γρήγορα πήραν στα χέρια τους όλες τις ηγετικές θέσεις στο απελευθερωτικό αγώνα όλων των Ελλήνων ενάντια στον κατακτητή.
Ο Κωνσταντίνος Μάρας πολύ γρήγορα αναδείχθηκε σε ένα από τα ηγετικά πολιτικά στελέχη του ΕΑΜ σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, αφού έφθασε να είναι ο πρώτος γραμματέας και πολιτικός καθοδηγητής της Πελοποννήσου μέχρι και την απελευθέρωση, όπως διαπιστώθηκε αργότερα.
Το ΕΑΜ από την ίδρυση του κατόρθωσε να παγιδεύσει όλους τους φιλήσυχους Έλληνες, που εμπνεόμενοι από ασυγκράτητη φιλοπατρία, είχαν τον πόθο να ιδούν την πατρίδα τους ελεύθερη το συντομότερο. Στα βουνά της Ελλάδας έχουν οργανωθεί τα πρώτα ένοπλα τμήματα του Εθνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (Ε.Λ.Α.Σ.), τα οποία άρχισαν σιγά-σιγά να παρενοχλούν το στρατό κατοχής, με φρικτά βέβαια αποτελέσματα, γιατί για κάθε Γερμανό νεκρό, το τίμημα για τους υπόδουλους Έλληνες ήταν οδυνηρό.
Κατά δεκάδες συλλαμβάνονται οι Έλληνες, αδιακρίτως φύλου και ηλικίας και άλλοι μεν στέλνονταν στο εκτελεστικό απόσπασμα, άλλους τους κρεμούσαν σε δενδροστοιχίες σε πάρκα και σε δρόμους και εκεί τους άφηναν να αιωρούνται ημέρες πολλές για παραδειγματισμό και άλλοι τέλος στέλνονταν στα Γερμανικά στρατόπεδα στη Γερμανία, από τους οποίους ελάχιστοι επέζησαν για να ξαναγυρίσουν στην πατρίδα τους, μετά τον τερματισμό του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου.
65. Οι Ιταλοί στο Χέλι
Τα πρώτα χρόνια της κατοχής οι Γερμανοί και οι Ιταλοί αφού εδραιώθηκαν μέσα στις πόλεις, άρχισαν σίγα - σιγά να στέλνουν φυλάκια και στα περισσότερα χωριά, ιδιαίτερα στα πιο απομακρυσμένα και κυρίως στα ορεινά. Τα φυλάκια αυτά στα χωριά ήσαν επανδρωμένα πάντοτε από Ιταλούς, γιατί οι Γερμανοί είχαν περιοριστεί στις πόλεις και μονάχα για επιχειρήσεις έβγαιναν έξω από τις πόλεις Στο, Χέλι από τις πρώτες ημέρες της Κατοχής εγκαταστάθηκε μόνιμη Ιταλική φρουρά από μερικές δεκάδες στρατιώτες, οι οποίοι χρησιμοποίησαν για στρατώνα το σπίτι του Κωνσταντίνου Ζαφείρη (η Καραμαδούκη) αφού πρώτα έγινε επίταξη σε αυτό. Από τις πρώτες ημέρες που ήρθαν οι Ιταλοί στο χωριό, στο πλευρό τους συντάχθηκε ο Ιωάννης Γεωργίου Δροϋγκας (Πουλέντζης) ή Καφάσης, μόνιμος κάτοικος του χωριού Χέλι, ο οποίος είχε μπει στην υπηρεσία των Ιταλών και φορούσε μάλιστα την Ιταλική στολή με μαύρες ψηλές μπότες και στο χέρι του κρατούσε πάντα ένα μαστίγιο.
Έτσι υπηρετούσε τους Ιταλούς για αρκετό χρονικό διάστημα μέχρι την κατάρρευση των Ιταλών στο τέλος του έτους 1943, ΟΕ Ιταλοί έμειναν στο χωριό ολόκληρο το χρονικό διάστημα από το Μάη του 1941 μέχρι 8-9-1943,οπότε η Ιταλία συνθηκολόγησε και οι Ιταλοί στην Ελλάδα αφοπλίσθηκαν από τους Γερμανούς, οι οποίοι στη συνέχεια τους άφησαν ελεύθερους να πάνε όπου θέλουν, οπότε διασκορπίστηκαν και όσοι μπόρεσαν έφυγαν για την Ιταλία, άλλοι παρέμειναν στην Ελλάδα προσωρινά και δούλευαν κυρίως σε γεωργικές εργασίες, ελάχιστοι προσχώρησαν στις ανταρτικές ομάδες που δρούσαν τότε σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο και άλλοι τέλος έμειναν σε στρατόπεδα μέχρι την απελευθέρωση της χώρας μας από τους Γερμανούς κατακτητές.
Οι Ιταλοί στο χωριό μας, αλλά και σε όλα γενικά τα χωριά δεν συμπεριφέρθηκαν με αυστηρότητα και αγριότητα. Πέρα από το πλιατσικολόγημα που έκαναν παίρνοντας σφάγια, τυριά, λάδια, αυγά και ότι άλλο χρειαζόντουσαν για τη συντήρηση τους στο χωρίο κατά τα άλλα περνούσαν ήρεμα στο χωριό και δεν παρενοχλούσαν κανένα πολίτη, περιμένοντας να τελειώσει ο πόλεμος για να πάνε στα σπίτια τους και στις οικογένειες τους. Με τη διάλυση των Ιταλών ο Καφάσης έμεινε απροστάτευτος, έφυγε από το χωριό και πήγε στο Μετόχι (σημερινό Άγιο Δημήτριο ) όπου βρίσκονταν Οι δικοί του, αλλά και εκεί δεν είχε ασφάλεια, γιατί οι αντάρτες που είχαν ήδη εμφανισθεί στη περιοχή εκείνη τον αναζητούσαν, όχι βέβαια για το καλό του.
Για το λόγο αυτό έφυγε και από το Μετόχι και πήγε στην περιοχή των Ερήμων (Μττουλμέτι), νομίζοντας ότι εκεί θα είχε μεγαλύτερη ασφάλεια. Στη περιοχή αυτή έμεινε για λίγο καιρό ως που κάποτε τον ανακάλυψαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ τον έπιασαν και αποφάσισαν να τον στείλουν με συνοδεία στη Γκούρα, όπου βρισκόταν το στρατηγείο τους, εκεί δε λειτουργούσε τότε και λαϊκό δικαστήριο στο οποίον θα έπρεπε να λογοδοτήσει για τη συνεργασία του με τους Ιταλούς. Δεν έφθασε όμως
240
ποτέ εκεί για να δικαστεί, γιατί οι αντάρτες, ενώ τον πήγαιναν προς την Γκούρα, κάπου εκεί κοντά στη Νεμέα τον εκτέλεσαν χωρίς να περάσει καθόλου από δίκη.
Έτσι ο Καφάσης είναι το πρώτο θύμα του χωριού από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ που τον κατηγόρησαν για προδότη, επειδή συνεργάστηκε με τους Ιταλούς, παρά το γεγονός ότι από τη συνεργασία αυτή κανένας από το χωριό δεν βλάφτηκε.
Τα δυόμισι πρώτα χρόνια της κατοχής πέρασαν στο χωριό μας αναίμακτα και καμιά δραστηριότητα δεν παρατηρήθηκε ούτε από τους Έλληνες, μα ούτε και από τους Ιταλούς κατακτητές, πέρα από τα πλιατσικολογήματά τους.
Δύσκολος ήταν μόνο ο πρώτος χειμώνας της κατοχής 1941-1942 γιατί ο Ελληνικός λαός βρέθηκε απροετοίμαστος και δεν είχε εφόδια αρκετά για να περάσει το χειμώνα του. Τα λίγα προϊόντα που υπήρχαν τα λεηλατούσε κατά το μεγαλύτερο μέρος ο Κατακτητής. Ο τιμάριθμος κάλπαζε προς τα ύψη. Το χρήμα που κυκλοφορούσε δεν είχε καμιά αξία και η εκτύπωση νέου χαρτονομίσματος μεγαλύτερης αξίας δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τον τιμάριθμο γι αυτό το χρήμα είχε γίνει άχρηστο για τις συναλλαγές.
Έτσι λοιπόν στις συναλλαγές κανένας δεν έπαιρνε χρήματα όταν πωλούσε κάποιο είδος. Η προσφορά των λίγων αγαθών που περίσσευαν στα νοικοκυριά γινόταν μόνο με ανταλλαγή άλλων αγαθών. Αυτό όμως μπορούσε να γίνει μόνο στα χωριά όπου υπήρχαν από όλα τα αγαθά και οι τσοπάνηδες μπορούσαν να ανταλλάξουν τα προϊόντα τους γάλα, τυρί. βούτυρο, κρέας, κ.λ.π. με σιτάρι, καλαμπόκι κ.λ.π. με τους γεωργούς.
Αντίθετα ο αστικός πληθυσμός και κυρίως των μεγαλουπόλεων Αθήνα-Πειραιά που δεν είχε προϊόντα για να τα ανταλλάξει με τρόφιμα, υπέφερε πάρα πολύ από την πείνα και το κρύο, με αποτέλεσμα στις μεγαλουπόλεις αυτές ο κόσμος κατά εκατοντάδες να πεθαίνει στους δρόμους και οι νεκροί να μαζεύονται κάθε πρωί με τα αυτοκίνητα του Δήμου. Οι Αθηναίοι για να αντιμετωπίσουν την πείνα και να προμηθευτούν λίγο σιτάρι έδιναν τα πάντα από το σπίτι τους έπιπλα, φορέματα, κοσμήματα ακόμα και τα σπίτια τους.
Η πείνα, η δυστυχία από το ένα μέρος και η καταπίεση του κατακτητή από το άλλο μέρος ήσαν οι αιτίες που όπλιζαν τον Ελληνικό λαό με δύναμη και αισιοδοξία και που πάντα προσπαθούσε να βρει τρόπο για να αντισταθεί σε όλα αυτά τα δεινά.
Έτσι υπηρετούσε τους Ιταλούς για αρκετό χρονικό διάστημα μέχρι την κατάρρευση των Ιταλών στο τέλος του έτους 1943, ΟΕ Ιταλοί έμειναν στο χωριό ολόκληρο το χρονικό διάστημα από το Μάη του 1941 μέχρι 8-9-1943,οπότε η Ιταλία συνθηκολόγησε και οι Ιταλοί στην Ελλάδα αφοπλίσθηκαν από τους Γερμανούς, οι οποίοι στη συνέχεια τους άφησαν ελεύθερους να πάνε όπου θέλουν, οπότε διασκορπίστηκαν και όσοι μπόρεσαν έφυγαν για την Ιταλία, άλλοι παρέμειναν στην Ελλάδα προσωρινά και δούλευαν κυρίως σε γεωργικές εργασίες, ελάχιστοι προσχώρησαν στις ανταρτικές ομάδες που δρούσαν τότε σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο και άλλοι τέλος έμειναν σε στρατόπεδα μέχρι την απελευθέρωση της χώρας μας από τους Γερμανούς κατακτητές.
Οι Ιταλοί στο χωριό μας, αλλά και σε όλα γενικά τα χωριά δεν συμπεριφέρθηκαν με αυστηρότητα και αγριότητα. Πέρα από το πλιατσικολόγημα που έκαναν παίρνοντας σφάγια, τυριά, λάδια, αυγά και ότι άλλο χρειαζόντουσαν για τη συντήρηση τους στο χωρίο κατά τα άλλα περνούσαν ήρεμα στο χωριό και δεν παρενοχλούσαν κανένα πολίτη, περιμένοντας να τελειώσει ο πόλεμος για να πάνε στα σπίτια τους και στις οικογένειες τους. Με τη διάλυση των Ιταλών ο Καφάσης έμεινε απροστάτευτος, έφυγε από το χωριό και πήγε στο Μετόχι (σημερινό Άγιο Δημήτριο ) όπου βρίσκονταν Οι δικοί του, αλλά και εκεί δεν είχε ασφάλεια, γιατί οι αντάρτες που είχαν ήδη εμφανισθεί στη περιοχή εκείνη τον αναζητούσαν, όχι βέβαια για το καλό του.
Για το λόγο αυτό έφυγε και από το Μετόχι και πήγε στην περιοχή των Ερήμων (Μττουλμέτι), νομίζοντας ότι εκεί θα είχε μεγαλύτερη ασφάλεια. Στη περιοχή αυτή έμεινε για λίγο καιρό ως που κάποτε τον ανακάλυψαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ τον έπιασαν και αποφάσισαν να τον στείλουν με συνοδεία στη Γκούρα, όπου βρισκόταν το στρατηγείο τους, εκεί δε λειτουργούσε τότε και λαϊκό δικαστήριο στο οποίον θα έπρεπε να λογοδοτήσει για τη συνεργασία του με τους Ιταλούς. Δεν έφθασε όμως
240
ποτέ εκεί για να δικαστεί, γιατί οι αντάρτες, ενώ τον πήγαιναν προς την Γκούρα, κάπου εκεί κοντά στη Νεμέα τον εκτέλεσαν χωρίς να περάσει καθόλου από δίκη.
Έτσι ο Καφάσης είναι το πρώτο θύμα του χωριού από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ που τον κατηγόρησαν για προδότη, επειδή συνεργάστηκε με τους Ιταλούς, παρά το γεγονός ότι από τη συνεργασία αυτή κανένας από το χωριό δεν βλάφτηκε.
Τα δυόμισι πρώτα χρόνια της κατοχής πέρασαν στο χωριό μας αναίμακτα και καμιά δραστηριότητα δεν παρατηρήθηκε ούτε από τους Έλληνες, μα ούτε και από τους Ιταλούς κατακτητές, πέρα από τα πλιατσικολογήματά τους.
Δύσκολος ήταν μόνο ο πρώτος χειμώνας της κατοχής 1941-1942 γιατί ο Ελληνικός λαός βρέθηκε απροετοίμαστος και δεν είχε εφόδια αρκετά για να περάσει το χειμώνα του. Τα λίγα προϊόντα που υπήρχαν τα λεηλατούσε κατά το μεγαλύτερο μέρος ο Κατακτητής. Ο τιμάριθμος κάλπαζε προς τα ύψη. Το χρήμα που κυκλοφορούσε δεν είχε καμιά αξία και η εκτύπωση νέου χαρτονομίσματος μεγαλύτερης αξίας δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τον τιμάριθμο γι αυτό το χρήμα είχε γίνει άχρηστο για τις συναλλαγές.
Έτσι λοιπόν στις συναλλαγές κανένας δεν έπαιρνε χρήματα όταν πωλούσε κάποιο είδος. Η προσφορά των λίγων αγαθών που περίσσευαν στα νοικοκυριά γινόταν μόνο με ανταλλαγή άλλων αγαθών. Αυτό όμως μπορούσε να γίνει μόνο στα χωριά όπου υπήρχαν από όλα τα αγαθά και οι τσοπάνηδες μπορούσαν να ανταλλάξουν τα προϊόντα τους γάλα, τυρί. βούτυρο, κρέας, κ.λ.π. με σιτάρι, καλαμπόκι κ.λ.π. με τους γεωργούς.
Αντίθετα ο αστικός πληθυσμός και κυρίως των μεγαλουπόλεων Αθήνα-Πειραιά που δεν είχε προϊόντα για να τα ανταλλάξει με τρόφιμα, υπέφερε πάρα πολύ από την πείνα και το κρύο, με αποτέλεσμα στις μεγαλουπόλεις αυτές ο κόσμος κατά εκατοντάδες να πεθαίνει στους δρόμους και οι νεκροί να μαζεύονται κάθε πρωί με τα αυτοκίνητα του Δήμου. Οι Αθηναίοι για να αντιμετωπίσουν την πείνα και να προμηθευτούν λίγο σιτάρι έδιναν τα πάντα από το σπίτι τους έπιπλα, φορέματα, κοσμήματα ακόμα και τα σπίτια τους.
Η πείνα, η δυστυχία από το ένα μέρος και η καταπίεση του κατακτητή από το άλλο μέρος ήσαν οι αιτίες που όπλιζαν τον Ελληνικό λαό με δύναμη και αισιοδοξία και που πάντα προσπαθούσε να βρει τρόπο για να αντισταθεί σε όλα αυτά τα δεινά.
64. Η Εικόνα στην Ελληνική Ύπαιθρο
Τα πολεμικά μέτωπα έχουν όλα καταρρεύσει. Ο Στρατηγός Τσολάκογλου υπόγραψε ανακωχή άνευ όρων με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς και έδωσε εντολή στον Ελληνικό Στρατό να παραδώσει τα όπλα στον εχθρό, που πριν λίγο πολεμούσε στα Αλβανικά βουνά και τον είχε κατατροπώσει. Στο Αλβανικό Μέτωπο, ο Στρατός μας έπειτα από τις λαμπρές νίκες του διαλύθηκε.
Οι Έλληνες φαντάροι άοπλοι πλέον ξεκίνησαν από το Μέτωπο μια κοπιαστική πεζοπορία, κατευθυνόμενοι προς τα χωριά τους. Οι πιο πολλοί από αυτούς έπρεπε να περπατήσουν εκατοντάδες χιλιόμετρα για να φθάσουν στα σπίτια τους. Πολλοί στο δρόμο τους βρίσκανε κανένα αδέσποτο μουλάρι του Στρατού, το έπαιρναν μαζί τους για να ξεκουράσουν λίγο τα πόδια τους, αλλά και αυτό έπειτα από μερικά χιλιόμετρα, αφού τους είχε ξεκουράσει στην πορεία τους, εάν βρίσκανε
238
καμιά ευκαιρία το πούλαγαν για να εξοικονομήσουν λίγα χρήματα με τα οποία αγόραζαν τρόφιμα για να καλύψουν τις ανάγκες τους στο δρόμο.
Τα στρατεύματα κατοχής βρίσκονται ακόμα μόνο στις μεγάλες πόλεις Τα χωριά είναι ελεύθερα γι' αυτό και οι φαντάροι του μετώπου ταξιδεύοντας για την πατρίδα τους κινούνται από χωριό σε χωριό αποφεύγοντας τις πόλεις, γιατί έτσι ήσαν πιο ασφαλείς. Η ύπαιθρος της Αργολίδας είναι γεμάτη από φαντάρους που διασκορπίστηκαν από τα στρατόπεδα που τους ετοίμαζαν για να αναχωρήσουν στο μέτωπο, που όμως δεν πρόλαβαν να πάνε.
Στην επαρχία μας ο δρόμος που οδηγούσε στο Χέλι ήταν γεμάτος από στρατιώτες που βάδιζαν χωρισμένοι σε μικρές ομάδες για να αποφύγουν τα Γερμανικά Στούκας τα οποία περιπολούσαν ολόκληρο τον Ελληνικό χώρο σε χαμηλή πτήση και πολυβολούσαν τις ομάδες των στρατιωτών, οι οποίοι μόλις άκουγαν το βόμβο των αεροπλάνων, διέλυαν και τις μικρές ομάδες, εγκατέλειπαν το δρόμο και σκορπίζονταν στα χωράφια για να μπορέσουν έτσι να σωθούν.
Έχουν περάσει αρκετές ημέρες από την κατάρρευση του Μετώπου στη Αλβανία και οι Χελιώτες στρατιώτες δεν έχουν φθάσει ακόμα στο χωριό και η αγωνία των δικών τους κορυφώνεται περιμένοντας για να ιδούν τα παιδιά τους να γυρίσουν. Καμιά είδηση δεν υπάρχει αν ζουν η έχουν πεθάνει, αν βρίσκονται ελεύθεροι στο δρόμο και έρχονται ή είναι αιχμάλωτοι των κατακτητών και βρίσκονται σε κανένα στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Μετά από πολλές ημέρες άρχισαν επί τέλους να εμφανίζονται στο χωριό οι πρώτοι στρατιώτες από το μέτωπο και όλοι οι κάτοικοι του χωρίου τους περικύκλωναν και τους ρωτούσαν για τους δικούς των. Άλλοι έπαιρναν πληροφορίες, άλλοι όμως καμία είδηση δεν είχαν για τους δικούς των και η αγωνία τους κορυφώνεται ακόμα περισσότερο. Ένα πρωινό στη στάνη μας εκεί στην αρίζε-Γκίλεζα εμφανίστηκε ο αδερφός μου Τάσος με μερικούς συγχωριανούς παρέα. Ήρθαν πεζοπορώντας από την Αλβανία μέχρι το χωριό. Περπατούσαν αρκετές ημέρες και ήσαν κατάκοποι, αξύριστοι πεινασμένοι για πολλές ημέρες και γεμάτοι ψείρες.
Μετά από δύο-τρείς ημέρες έφθασε και ο άλλος μου αδερφός ο Γιώργος με άλλους μαζί και αυτοί όλοι στην ίδια κατάσταση. Από τη στάνη όλοι πήγαιναν στο χωριό και η πρώτη τους φροντίδα ήταν να γίνουν άνθρωποι, να ξυριστούν, να πλυθούν, να ξεψειριαστούν και αφού για μερικές ημέρες ξεκουράστηκαν ξαναγύρισαν όλοι στις δουλειές τους, άλλοι στα γιδοπρόβατά τους και άλλοι στα χωράφια τους, αφού είναι Μάης και οι δουλειές που τους περίμεναν ήσαν πολλές. Οι διηγήσεις τους από το μέτωπο ήσαν ατέλειωτες.
Για πολλές ημέρες διηγούνταν τα γενόμενα στο Αλβανικό μέτωπο και για τη κοπιαστική τους πορεία από την Αλβανία μέχρι το χωριό.
Οι Έλληνες φαντάροι άοπλοι πλέον ξεκίνησαν από το Μέτωπο μια κοπιαστική πεζοπορία, κατευθυνόμενοι προς τα χωριά τους. Οι πιο πολλοί από αυτούς έπρεπε να περπατήσουν εκατοντάδες χιλιόμετρα για να φθάσουν στα σπίτια τους. Πολλοί στο δρόμο τους βρίσκανε κανένα αδέσποτο μουλάρι του Στρατού, το έπαιρναν μαζί τους για να ξεκουράσουν λίγο τα πόδια τους, αλλά και αυτό έπειτα από μερικά χιλιόμετρα, αφού τους είχε ξεκουράσει στην πορεία τους, εάν βρίσκανε
238
καμιά ευκαιρία το πούλαγαν για να εξοικονομήσουν λίγα χρήματα με τα οποία αγόραζαν τρόφιμα για να καλύψουν τις ανάγκες τους στο δρόμο.
Τα στρατεύματα κατοχής βρίσκονται ακόμα μόνο στις μεγάλες πόλεις Τα χωριά είναι ελεύθερα γι' αυτό και οι φαντάροι του μετώπου ταξιδεύοντας για την πατρίδα τους κινούνται από χωριό σε χωριό αποφεύγοντας τις πόλεις, γιατί έτσι ήσαν πιο ασφαλείς. Η ύπαιθρος της Αργολίδας είναι γεμάτη από φαντάρους που διασκορπίστηκαν από τα στρατόπεδα που τους ετοίμαζαν για να αναχωρήσουν στο μέτωπο, που όμως δεν πρόλαβαν να πάνε.
Στην επαρχία μας ο δρόμος που οδηγούσε στο Χέλι ήταν γεμάτος από στρατιώτες που βάδιζαν χωρισμένοι σε μικρές ομάδες για να αποφύγουν τα Γερμανικά Στούκας τα οποία περιπολούσαν ολόκληρο τον Ελληνικό χώρο σε χαμηλή πτήση και πολυβολούσαν τις ομάδες των στρατιωτών, οι οποίοι μόλις άκουγαν το βόμβο των αεροπλάνων, διέλυαν και τις μικρές ομάδες, εγκατέλειπαν το δρόμο και σκορπίζονταν στα χωράφια για να μπορέσουν έτσι να σωθούν.
Έχουν περάσει αρκετές ημέρες από την κατάρρευση του Μετώπου στη Αλβανία και οι Χελιώτες στρατιώτες δεν έχουν φθάσει ακόμα στο χωριό και η αγωνία των δικών τους κορυφώνεται περιμένοντας για να ιδούν τα παιδιά τους να γυρίσουν. Καμιά είδηση δεν υπάρχει αν ζουν η έχουν πεθάνει, αν βρίσκονται ελεύθεροι στο δρόμο και έρχονται ή είναι αιχμάλωτοι των κατακτητών και βρίσκονται σε κανένα στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Μετά από πολλές ημέρες άρχισαν επί τέλους να εμφανίζονται στο χωριό οι πρώτοι στρατιώτες από το μέτωπο και όλοι οι κάτοικοι του χωρίου τους περικύκλωναν και τους ρωτούσαν για τους δικούς των. Άλλοι έπαιρναν πληροφορίες, άλλοι όμως καμία είδηση δεν είχαν για τους δικούς των και η αγωνία τους κορυφώνεται ακόμα περισσότερο. Ένα πρωινό στη στάνη μας εκεί στην αρίζε-Γκίλεζα εμφανίστηκε ο αδερφός μου Τάσος με μερικούς συγχωριανούς παρέα. Ήρθαν πεζοπορώντας από την Αλβανία μέχρι το χωριό. Περπατούσαν αρκετές ημέρες και ήσαν κατάκοποι, αξύριστοι πεινασμένοι για πολλές ημέρες και γεμάτοι ψείρες.
Μετά από δύο-τρείς ημέρες έφθασε και ο άλλος μου αδερφός ο Γιώργος με άλλους μαζί και αυτοί όλοι στην ίδια κατάσταση. Από τη στάνη όλοι πήγαιναν στο χωριό και η πρώτη τους φροντίδα ήταν να γίνουν άνθρωποι, να ξυριστούν, να πλυθούν, να ξεψειριαστούν και αφού για μερικές ημέρες ξεκουράστηκαν ξαναγύρισαν όλοι στις δουλειές τους, άλλοι στα γιδοπρόβατά τους και άλλοι στα χωράφια τους, αφού είναι Μάης και οι δουλειές που τους περίμεναν ήσαν πολλές. Οι διηγήσεις τους από το μέτωπο ήσαν ατέλειωτες.
Για πολλές ημέρες διηγούνταν τα γενόμενα στο Αλβανικό μέτωπο και για τη κοπιαστική τους πορεία από την Αλβανία μέχρι το χωριό.
Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010
63. Στα Λάφυρα και ένα βαρύ πολυβόλο.
Οι Γερμανοί δεν είχαν ακόμα εγκατασταθεί μόνιμα στο Ναύπλιο, αλλά πάνοπλοι γύριζαν στην Πόλη και απειλούσαν και με εκτέλεση ακόμα, όλους όσους γύριζαν και λεηλατούσαν τα εγκαταλειμμένα εφόδια των Άγγλων, μα οι χωρικοί όμως δεν είχαν συνειδητοποιήσει τους κινδύνους από την παρουσία των Γερμανών και δεν λογάριαζαν σχεδόν τίποτα και έκαναν τη δουλειά τους, παίζοντας κρυφτούλι με τους Γερμανούς και το
236
έβαζαν στα πόδια μόλις τους έβλεπαν, αλλά και πάλι άρχιζαν τα ίδια και συνέχιζαν τις λεηλασίες μόλις οι Γερμανοί απομακρύνονταν.
Το αίσθημα του φόβου δεν είχε κυριαρχήσει ακόμα μέσα στον Έλληνα Πολίτη και για αυτό δεν άφηνε καμιά ευκαιρία για να αρπάξει ότι έβλεπε γύρω του και το θεωρούσε χρήσιμο και στη συνέχεια έφευγε με χίλιες δυο προφυλάξεις, όχι για τη ζωή του, αλλά περισσότερο για να προστατεύσει τη λεία του που τη θεωρούσε χρήσιμη για το σπίτι του.
Σε αυτές τις στιγμές βρέθηκαν εκεί στο Ναύπλιο και δυο παιδιά, συμμαθητές στο Γυμνάσιο, ο Γιώργος και ο Παναγιώτης που παρακολουθούσαν όλα όσα γύρω τους συνέβαιναν. Ο Γιώργος και ο Παναγιώτης περιπλανώμενοι μέσα στο Ναύπλιο και στους δρόμους πρόσβασης σε αυτό, παρατηρούσαν έκπληκτοι ότι είχαν αφήσει οι Άγγλοι στην προσπάθεια τους να σώσουν τη ζωή τους, περισσότερα δε από όλα το πολεμικό υλικό, άρματα μάχης, τεθωρακισμένα αυτοκίνητα, φορτηγά γεμάτα πολεμικό υλικό, Τζιπ κ.λ.π.
Όλα ακινητοποιημένα στους δρόμους και τα περισσότερα ριγμένα μέσα στα χαντάκια και στα χωράφια έξω από την Πόλη, πολλά από αυτά χωρίς λάστιχα που ολόκληρα ή κομμάτια από αυτά τα είχαν αφαιρέσει οι Χελιώτες για τις δικές τους ανάγκες. Στο Γιώργο και σον Παναγιώτη όμως από όλα αυτά που βρίσκονταν σκόρπια στους δρόμους, μεγαλύτερη εντύπωση τους έκανε ένα μεγάλο άρμα μάχης με όλο τον εξοπλισμό του που ήταν αραγμένο μέσα στον ελαιώνα εκεί κοντά στην Ευαγγελίστρια.
Αμέσως πέρασε από το μυαλό τους αν θα μπορούσαν να το κινήσουν όπως ήταν και να το πάρουν να το κρύψουν επάνω στα βουνά, λάφυρο πολύτιμο, ένα άρμα στη κατοχή τους κρυμμένο στα βουνά, ίσως κάποτε να ήταν χρήσιμο, μα οι Άγγλοι είχαν φροντίσει και είχαν προκαλέσει σημαντικές ζημίες στη μηχανή του, έτσι που είχε καταστεί αδύνατη η μετακίνηση του.
Πάνω σε αυτό το άρμα διέκριναν όμως ένα βαρύ πολυβόλο με διάμετρο βλήματος 25-30 χιλιοστά και με την πρώτη γρήγορη ματιά που έριξαν διαπίστωσαν ότι ήταν εύκολη η αποκόλληση του από το άρμα, οπότε σκέφθηκαν να πάρουν τουλάχιστον αυτό, αφού ολόκληρο το άρμα ήταν αδύνατο να μετακινηθεί. Έτσι περίμεναν να νυχτώσει για να κάνουν την επιχείρηση αυτή.
Από νωρίς είχαν προμηθευθεί δύο-τρεις λινάτσες και μετά τη δύση του ηλίου οπότε οι Γερμανοί είχαν αποσυρθεί στους καταυλισμούς τους. θεώρησαν ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να πραγματοποιήσουν το σχέδιο τους.
Όταν πια νύχτωσε για τα καλά, πλησίασαν το άρμα και αφού διαπίστωσαν ότι εκεί κοντά δεν βρισκόταν κανένας, ούτε Γερμανός, ούτε Ιταλός μα ούτε και Έλληνας και με χίλιες δυο προφυλάξεις μη τους αντιληφθούν οι Γερμανοί, οπότε αλίμονο τους, θα τους έστελναν κατ' ευθείαν στο εκτελεστικό απόσπασμα και κατάφεραν έτσι πολύ γρήγορα να το αποκολλήσουν από το άρμα, να το διπλώσουν πρόχειρα με τις λινάτσες που είχαν μαζί τους και αφού πήραν ακόμα μαζί τους και ένα κιβώτιο με σφαίρες κατάλληλες γι' αυτό, που υπήρχε επάνω στο άρμα και ακόμα δύο δεσμίδες γεμάτες, φρόντισαν αμέσως να απομακρυνθούν όσο
237
το δυνατόν γρηγορότερα από τη θέση αυτή και όλα μαζί τα μεταφέρανε μετά από μια κοπιώδη πορεία αρκετά μακριά από την Πόλη του Ναυπλίου.
Μετά από πορεία μιας περίπου ώρας βρέθηκαν στην κοίτη του χειμάρρου που περνάει μέσα από τον Άγιο Αδριανό (το παλαιό Κατσίγκρι ) και εκεί με την ησυχία τους, ενώ βάδιζαν προς το χωριό Κατσίγκρι, αναζητούσαν κατάλληλο μέρος για να το κρύψουν με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια. Επειδή όμως ήταν νύχτα και αυτό ήταν αδύνατο να γίνει, τοποθέτησαν τα λάφυρα τους μέσα σε μια συστάδα θάμνων στην όχθη του Χείμαρρου και προσπάθησαν άσο μπορούσαν να τα καλύψουν καλύτερα .για να μη φαίνονται από περαστικούς που τυχόν θα περνούσαν από εκεί κοντά. Την άλλη ημέρα το πρωί τα δύο παιδιά πήγαν στην ίδια περιοχή και περπατώντας μέσα στην κοίτη του χειμάρρου ερευνούσαν τις όχθες για αρκετή ώρα και σε κάποιο σημείο της όχθης ανακάλυψαν μία μικρή τρύπα την οποίαν αφού πλησίασαν την σκάλισαν λίγο και διαπίστωσαν πως όσο προχωρούσαν στο βάθος ήταν πιο φαρδιά και πιο μεγάλη που έμοιαζε σαν μικρή σπηλιά.
Εκεί μέσα λοιπόν βρήκαν την πιο ασφαλή κρυψώνα και με μεγάλη προσοχή τοποθέτησαν το πολυβόλο αφού πρώτα φρόντισαν να το περιτυλίξουν πρώτα με αδιάβροχα χαρτιά και έπειτα με τις λινάτσες για να το προστατέψουν κυρίως από την υγρασία, Μαζί τοποθέτησαν και το κιβώτιο με τις σφαίρες, όπως επίσης και τις δύο δεσμίδες αφού και αυτά συσκευάστηκαν κατάλληλα. Έπειτα με όση επιμέλεια μπορούσαν έκλεισαν το στόμιο της μικρής σπηλιάς καμουφλάροντας την για να μη γίνει φανερή η ύπαρξη των πολύτιμων λαφύρων, περιμένοντας από τότε την κατάλληλη στιγμή που θα μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν όπου θα χρειαζόταν, οπότε εύκολα θα μπορούσε να γίνει από εκεί η μεταφορά του.
236
έβαζαν στα πόδια μόλις τους έβλεπαν, αλλά και πάλι άρχιζαν τα ίδια και συνέχιζαν τις λεηλασίες μόλις οι Γερμανοί απομακρύνονταν.
Το αίσθημα του φόβου δεν είχε κυριαρχήσει ακόμα μέσα στον Έλληνα Πολίτη και για αυτό δεν άφηνε καμιά ευκαιρία για να αρπάξει ότι έβλεπε γύρω του και το θεωρούσε χρήσιμο και στη συνέχεια έφευγε με χίλιες δυο προφυλάξεις, όχι για τη ζωή του, αλλά περισσότερο για να προστατεύσει τη λεία του που τη θεωρούσε χρήσιμη για το σπίτι του.
Σε αυτές τις στιγμές βρέθηκαν εκεί στο Ναύπλιο και δυο παιδιά, συμμαθητές στο Γυμνάσιο, ο Γιώργος και ο Παναγιώτης που παρακολουθούσαν όλα όσα γύρω τους συνέβαιναν. Ο Γιώργος και ο Παναγιώτης περιπλανώμενοι μέσα στο Ναύπλιο και στους δρόμους πρόσβασης σε αυτό, παρατηρούσαν έκπληκτοι ότι είχαν αφήσει οι Άγγλοι στην προσπάθεια τους να σώσουν τη ζωή τους, περισσότερα δε από όλα το πολεμικό υλικό, άρματα μάχης, τεθωρακισμένα αυτοκίνητα, φορτηγά γεμάτα πολεμικό υλικό, Τζιπ κ.λ.π.
Όλα ακινητοποιημένα στους δρόμους και τα περισσότερα ριγμένα μέσα στα χαντάκια και στα χωράφια έξω από την Πόλη, πολλά από αυτά χωρίς λάστιχα που ολόκληρα ή κομμάτια από αυτά τα είχαν αφαιρέσει οι Χελιώτες για τις δικές τους ανάγκες. Στο Γιώργο και σον Παναγιώτη όμως από όλα αυτά που βρίσκονταν σκόρπια στους δρόμους, μεγαλύτερη εντύπωση τους έκανε ένα μεγάλο άρμα μάχης με όλο τον εξοπλισμό του που ήταν αραγμένο μέσα στον ελαιώνα εκεί κοντά στην Ευαγγελίστρια.
Αμέσως πέρασε από το μυαλό τους αν θα μπορούσαν να το κινήσουν όπως ήταν και να το πάρουν να το κρύψουν επάνω στα βουνά, λάφυρο πολύτιμο, ένα άρμα στη κατοχή τους κρυμμένο στα βουνά, ίσως κάποτε να ήταν χρήσιμο, μα οι Άγγλοι είχαν φροντίσει και είχαν προκαλέσει σημαντικές ζημίες στη μηχανή του, έτσι που είχε καταστεί αδύνατη η μετακίνηση του.
Πάνω σε αυτό το άρμα διέκριναν όμως ένα βαρύ πολυβόλο με διάμετρο βλήματος 25-30 χιλιοστά και με την πρώτη γρήγορη ματιά που έριξαν διαπίστωσαν ότι ήταν εύκολη η αποκόλληση του από το άρμα, οπότε σκέφθηκαν να πάρουν τουλάχιστον αυτό, αφού ολόκληρο το άρμα ήταν αδύνατο να μετακινηθεί. Έτσι περίμεναν να νυχτώσει για να κάνουν την επιχείρηση αυτή.
Από νωρίς είχαν προμηθευθεί δύο-τρεις λινάτσες και μετά τη δύση του ηλίου οπότε οι Γερμανοί είχαν αποσυρθεί στους καταυλισμούς τους. θεώρησαν ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να πραγματοποιήσουν το σχέδιο τους.
Όταν πια νύχτωσε για τα καλά, πλησίασαν το άρμα και αφού διαπίστωσαν ότι εκεί κοντά δεν βρισκόταν κανένας, ούτε Γερμανός, ούτε Ιταλός μα ούτε και Έλληνας και με χίλιες δυο προφυλάξεις μη τους αντιληφθούν οι Γερμανοί, οπότε αλίμονο τους, θα τους έστελναν κατ' ευθείαν στο εκτελεστικό απόσπασμα και κατάφεραν έτσι πολύ γρήγορα να το αποκολλήσουν από το άρμα, να το διπλώσουν πρόχειρα με τις λινάτσες που είχαν μαζί τους και αφού πήραν ακόμα μαζί τους και ένα κιβώτιο με σφαίρες κατάλληλες γι' αυτό, που υπήρχε επάνω στο άρμα και ακόμα δύο δεσμίδες γεμάτες, φρόντισαν αμέσως να απομακρυνθούν όσο
237
το δυνατόν γρηγορότερα από τη θέση αυτή και όλα μαζί τα μεταφέρανε μετά από μια κοπιώδη πορεία αρκετά μακριά από την Πόλη του Ναυπλίου.
Μετά από πορεία μιας περίπου ώρας βρέθηκαν στην κοίτη του χειμάρρου που περνάει μέσα από τον Άγιο Αδριανό (το παλαιό Κατσίγκρι ) και εκεί με την ησυχία τους, ενώ βάδιζαν προς το χωριό Κατσίγκρι, αναζητούσαν κατάλληλο μέρος για να το κρύψουν με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια. Επειδή όμως ήταν νύχτα και αυτό ήταν αδύνατο να γίνει, τοποθέτησαν τα λάφυρα τους μέσα σε μια συστάδα θάμνων στην όχθη του Χείμαρρου και προσπάθησαν άσο μπορούσαν να τα καλύψουν καλύτερα .για να μη φαίνονται από περαστικούς που τυχόν θα περνούσαν από εκεί κοντά. Την άλλη ημέρα το πρωί τα δύο παιδιά πήγαν στην ίδια περιοχή και περπατώντας μέσα στην κοίτη του χειμάρρου ερευνούσαν τις όχθες για αρκετή ώρα και σε κάποιο σημείο της όχθης ανακάλυψαν μία μικρή τρύπα την οποίαν αφού πλησίασαν την σκάλισαν λίγο και διαπίστωσαν πως όσο προχωρούσαν στο βάθος ήταν πιο φαρδιά και πιο μεγάλη που έμοιαζε σαν μικρή σπηλιά.
Εκεί μέσα λοιπόν βρήκαν την πιο ασφαλή κρυψώνα και με μεγάλη προσοχή τοποθέτησαν το πολυβόλο αφού πρώτα φρόντισαν να το περιτυλίξουν πρώτα με αδιάβροχα χαρτιά και έπειτα με τις λινάτσες για να το προστατέψουν κυρίως από την υγρασία, Μαζί τοποθέτησαν και το κιβώτιο με τις σφαίρες, όπως επίσης και τις δύο δεσμίδες αφού και αυτά συσκευάστηκαν κατάλληλα. Έπειτα με όση επιμέλεια μπορούσαν έκλεισαν το στόμιο της μικρής σπηλιάς καμουφλάροντας την για να μη γίνει φανερή η ύπαρξη των πολύτιμων λαφύρων, περιμένοντας από τότε την κατάλληλη στιγμή που θα μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν όπου θα χρειαζόταν, οπότε εύκολα θα μπορούσε να γίνει από εκεί η μεταφορά του.
62 Οι τελευταίες ημέρες του πολέμου στην Αργολίδα
Μετά την επίθεση των Γερμανών εναντίον της Ελλάδας και τη ραγδαία προέλαση τους, φυσικό ήταν να καταρρεύσει και το Αλβανικό μέτωπο. Ο Ελληνικός Στρατός στο σύνολο του διαλύθηκε και μερικά μόνο υπολείμματα αυτού, μαζί με συμμαχικά τμήματα, υποχωρούν και προσπαθούν συντεταγμένα και μαχόμενα να φθάσουν στα λιμάνια της Νότιας Ελλάδας για να μπουν εκεί στα Καράβια που τους περίμεναν και να φύγουν για την Κρήτη.
Την Κυριακή του Θωμά 27-4-1941 στις πέντε το απόγευμα, φθάνει στην Πλατεία του Αγίου Πέτρου στο Αργός το πρώτο Γερμανικό αυτοκίνητο και μια ώρα αργότερα το Αργός γεμίζει από Γερμανούς. Το Ναύπλιο, το Τολό, οι Μύλοι και άλλες παραλίες του Αργολικού Κόλπου έχουν ορισθεί σαν τόποι επιβίβασης Αγγλικών και Ελληνικών Στρατευμάτων σε πλοία που βρίσκονταν εκεί, Ο Διοικητής του Βρετανικού εκστρατευτικού σώματος στην Ελλάδα φεύγει με υδροπλάνο από τους Μύλους και την ίδια ημέρα 27-4-1941 βρίσκεται στην Κρήτη.
Τα Γερμανικά Στούκας κατά σμήνη βομβαρδίζουν αδιάκοπα τα Αγγλικά Καράβια τα οποία βυθίζονται το ένα μετά το άλλο. Από το λιμάνι του Ναυπλίου τη νύχτα 24 προς 25 Απριλίου 1941 επιβιβάστηκαν στα Καράβια 6.685 άνδρες του Βρετανικού Στρατού και την επόμενη νύχτα 25 προς 26 Απριλίου 1941 από το λιμάνι του Τολού επιβιβάστηκαν άλλοι 4.527 Βρετανοί και όλοι κατευθύνθηκαν προς την Κρήτη όπου τελικά έφθασαν. Τα Γερμανικά Στούκας συνεχίζουν τον βομβαρδισμό τους στα λιμάνια του Αργολικού Κόλπου και δυσχεραίνουν την επιβίβαση των Άγγλων στα καράβια τους.
Έτσι 2.200 περίπου Άγγλοι παρέμειναν κοντά στα λιμάνια χωρίς να μπορούν να επιβιβαστούν στα Καράβια και να φύγουν για την Κρήτη. Από αυτούς 400 περίπου μπήκαν σε μια φορτηγίδα και ξεκίνησαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Δεν κατάφερε όμως η φορτηγίδα αυτή να απομακρυνθεί από το λιμάνι του Ναυπλίου, γιατί κτυπήθηκε από τα Γερμανικά Στούκας και βυθίστηκε, χωρίς να γίνει γνωστό πόσοι από τους 400 επιβάτες σώθηκαν και ποια η τύχη τους.
Ένας μικρός αριθμός στρατιωτών προσπάθησε με μικρά πλοιάρια να μετακινηθεί προς τα γειτονικά νησιά και λιμάνια του Αργολικού Κόλπου.
235
χωρίς αποτέλεσμα, 1300 Άγγλοι στρατιώτες πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους Γερμανούς και οι υπόλοιποι έφυγαν προς το εσωτερικό της Αργολικής Χερσονήσου, διασκορπίστηκαν σε όλη την Αργολίδα και ζήτησαν προστασία από τους Έλληνες στα διάφορα χωριά και κυρίως τα ορεινά. Πολλοί κατέφυγαν προς το Χέλι και για αρκετό διάστημα οι Χελιώτες τους έκρυβαν επάνω προς την Τραπεζώνα και το βαθύ ρέμα, από όπου αρκετοί από αυτούς σε ομάδες ή και ένας ένας έφυγαν προς τη Μέση Ανατολή και άλλοι προσχώρησαν αργότερα στις αντιστασιακές οργανώσεις.
Στην είσοδο του λιμανιού του Ναυπλίου προσάραξε το Α/Π ULS TER PRΙΝCΕ, ενώ μέσα στο λιμάνι βυθίστηκε και δεύτερο πλοίο. Πίσω στην Αρβανιτιά βρίσκονταν μίσοβυθισμένα άλλα δύο Αγγλικά Καράβια. Ο Αγγλικός Στρατός στη σύγχυση και την άγρια καταδίωξη από τους Γερμανούς εγκαταλείπει τα πάντα από Καράβια ακινητοποιημένα και κατάφορτα από πάσης φύσεως υλικά, αυτοκίνητα φορτωμένα με πολεμικό υλικό και προσπαθεί με κάθε τρόπο να φύγει προς την Κρήτη, όπου αργότερα δόθηκε η τελευταία μάχη με τους Γερμανούς μέσα σε Ελληνικό έδαφος.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση και από τη θέα του εγκαταλειμμένου Στρατιωτικού υλικού στο Ναύπλιο και στη γύρω περιοχή, οι χωρικοί της Αργολίδας και κυρίως οι Χελιώτες σε ομάδες ή και ενας ένας κατέβηκαν στο Ναύπλιο και επιδόθηκαν στη λεηλασία των εγκαταλειμμένων εφοδίων του Αγγλικού Στρατού. Από το Στρατόπεδο του Πολυγώνου φορτώνονται σε μουλάρια παντός είδους τρόφιμα (όσπρια, ζυμαρικά, ζάχαρη, καφές, πάσης φύσεως κονσέρβες, άλευρα κ.λ,π.) αλλά και άλλα υλικά χρήσιμα για οικοδομικές εργασίες, όπως ξυλεία από τη διάλυση των Στρατιωτικών Παραπηγμάτων που υπήρχαν εκεί και ακόμα λάστιχα αυτοκινήτων ολόκληρα αλλά και κομμάτια από αυτά τα οποία αργότερα χρησιμοποίησαν για σόλες στα παπούτσια τους.
Όλα δε αυτά τα υλικά τα μετέφεραν στο Χέλι είτε φορτωμένα στα μουλάρια τους είτε και στην πλάτη τους ακόμα, κάνοντας αρκετά δρομολόγια μέρα και νύχτα αφού η λεηλασία αυτή κράτησε 2-3 ημέρες.
Αργότερα από ένα μισοβουλιαγμένο Καράβι στην Αρβανιτιά, οι Χελιώτες με την βοήθεια Βαρκάρηδων από το Ναύπλιο και με μικρή σχετικά αμοιβή, ξεφόρτωναν από αυτό μουλάρια ζωντανά, τα οποία μετέφεραν και αυτά στο χωριό τους για τις γεωργικές τους ανάγκες.
Την Κυριακή του Θωμά 27-4-1941 στις πέντε το απόγευμα, φθάνει στην Πλατεία του Αγίου Πέτρου στο Αργός το πρώτο Γερμανικό αυτοκίνητο και μια ώρα αργότερα το Αργός γεμίζει από Γερμανούς. Το Ναύπλιο, το Τολό, οι Μύλοι και άλλες παραλίες του Αργολικού Κόλπου έχουν ορισθεί σαν τόποι επιβίβασης Αγγλικών και Ελληνικών Στρατευμάτων σε πλοία που βρίσκονταν εκεί, Ο Διοικητής του Βρετανικού εκστρατευτικού σώματος στην Ελλάδα φεύγει με υδροπλάνο από τους Μύλους και την ίδια ημέρα 27-4-1941 βρίσκεται στην Κρήτη.
Τα Γερμανικά Στούκας κατά σμήνη βομβαρδίζουν αδιάκοπα τα Αγγλικά Καράβια τα οποία βυθίζονται το ένα μετά το άλλο. Από το λιμάνι του Ναυπλίου τη νύχτα 24 προς 25 Απριλίου 1941 επιβιβάστηκαν στα Καράβια 6.685 άνδρες του Βρετανικού Στρατού και την επόμενη νύχτα 25 προς 26 Απριλίου 1941 από το λιμάνι του Τολού επιβιβάστηκαν άλλοι 4.527 Βρετανοί και όλοι κατευθύνθηκαν προς την Κρήτη όπου τελικά έφθασαν. Τα Γερμανικά Στούκας συνεχίζουν τον βομβαρδισμό τους στα λιμάνια του Αργολικού Κόλπου και δυσχεραίνουν την επιβίβαση των Άγγλων στα καράβια τους.
Έτσι 2.200 περίπου Άγγλοι παρέμειναν κοντά στα λιμάνια χωρίς να μπορούν να επιβιβαστούν στα Καράβια και να φύγουν για την Κρήτη. Από αυτούς 400 περίπου μπήκαν σε μια φορτηγίδα και ξεκίνησαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Δεν κατάφερε όμως η φορτηγίδα αυτή να απομακρυνθεί από το λιμάνι του Ναυπλίου, γιατί κτυπήθηκε από τα Γερμανικά Στούκας και βυθίστηκε, χωρίς να γίνει γνωστό πόσοι από τους 400 επιβάτες σώθηκαν και ποια η τύχη τους.
Ένας μικρός αριθμός στρατιωτών προσπάθησε με μικρά πλοιάρια να μετακινηθεί προς τα γειτονικά νησιά και λιμάνια του Αργολικού Κόλπου.
235
χωρίς αποτέλεσμα, 1300 Άγγλοι στρατιώτες πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους Γερμανούς και οι υπόλοιποι έφυγαν προς το εσωτερικό της Αργολικής Χερσονήσου, διασκορπίστηκαν σε όλη την Αργολίδα και ζήτησαν προστασία από τους Έλληνες στα διάφορα χωριά και κυρίως τα ορεινά. Πολλοί κατέφυγαν προς το Χέλι και για αρκετό διάστημα οι Χελιώτες τους έκρυβαν επάνω προς την Τραπεζώνα και το βαθύ ρέμα, από όπου αρκετοί από αυτούς σε ομάδες ή και ένας ένας έφυγαν προς τη Μέση Ανατολή και άλλοι προσχώρησαν αργότερα στις αντιστασιακές οργανώσεις.
Στην είσοδο του λιμανιού του Ναυπλίου προσάραξε το Α/Π ULS TER PRΙΝCΕ, ενώ μέσα στο λιμάνι βυθίστηκε και δεύτερο πλοίο. Πίσω στην Αρβανιτιά βρίσκονταν μίσοβυθισμένα άλλα δύο Αγγλικά Καράβια. Ο Αγγλικός Στρατός στη σύγχυση και την άγρια καταδίωξη από τους Γερμανούς εγκαταλείπει τα πάντα από Καράβια ακινητοποιημένα και κατάφορτα από πάσης φύσεως υλικά, αυτοκίνητα φορτωμένα με πολεμικό υλικό και προσπαθεί με κάθε τρόπο να φύγει προς την Κρήτη, όπου αργότερα δόθηκε η τελευταία μάχη με τους Γερμανούς μέσα σε Ελληνικό έδαφος.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση και από τη θέα του εγκαταλειμμένου Στρατιωτικού υλικού στο Ναύπλιο και στη γύρω περιοχή, οι χωρικοί της Αργολίδας και κυρίως οι Χελιώτες σε ομάδες ή και ενας ένας κατέβηκαν στο Ναύπλιο και επιδόθηκαν στη λεηλασία των εγκαταλειμμένων εφοδίων του Αγγλικού Στρατού. Από το Στρατόπεδο του Πολυγώνου φορτώνονται σε μουλάρια παντός είδους τρόφιμα (όσπρια, ζυμαρικά, ζάχαρη, καφές, πάσης φύσεως κονσέρβες, άλευρα κ.λ,π.) αλλά και άλλα υλικά χρήσιμα για οικοδομικές εργασίες, όπως ξυλεία από τη διάλυση των Στρατιωτικών Παραπηγμάτων που υπήρχαν εκεί και ακόμα λάστιχα αυτοκινήτων ολόκληρα αλλά και κομμάτια από αυτά τα οποία αργότερα χρησιμοποίησαν για σόλες στα παπούτσια τους.
Όλα δε αυτά τα υλικά τα μετέφεραν στο Χέλι είτε φορτωμένα στα μουλάρια τους είτε και στην πλάτη τους ακόμα, κάνοντας αρκετά δρομολόγια μέρα και νύχτα αφού η λεηλασία αυτή κράτησε 2-3 ημέρες.
Αργότερα από ένα μισοβουλιαγμένο Καράβι στην Αρβανιτιά, οι Χελιώτες με την βοήθεια Βαρκάρηδων από το Ναύπλιο και με μικρή σχετικά αμοιβή, ξεφόρτωναν από αυτό μουλάρια ζωντανά, τα οποία μετέφεραν και αυτά στο χωριό τους για τις γεωργικές τους ανάγκες.
61. Επίθεση των Γερμανών κατά της Ελλάδας
Η Γερμανία δυσαρεστημένη από την έκβαση του αγώνα Ελλήνων και Ιταλών στην Αλβανία και θέλοντας να δώσει γρήγορα τέλος στην καθυστέρηση των επιχειρήσεων στο Αλβανικό μέτωπο, αποφάσισε να δράσει η ίδια κατά της Ελλάδας. Έτσι τον Απρίλιο του 1941 εκδηλώνεται στα Βουλγαρικά σύνορα επίθεση των Γερμανικών στρατευμάτων κατά της Ελλάδας. Η προέλαση των Γερμανών μέσα στο Ελληνικό έδαφος ήταν ραγδαία. Τα λίγα Ελληνικά στρατεύματα που βρίσκονταν εκεί αμύνονται ηρωικά, αλλά ήταν αδύνατο να αναχαιτίσουν τις βαριά οπλισμένες Γερμανικές δυνάμεις που είχαν και την υποστήριξη από εκατοντάδες βομβαρδιστικά αεροπλάνα "καθέτου εφορμήσεως" των γνωστών "ΣΤΟΥΚΑΣ".
Η Ελληνική άμυνα στο βουλγαρικό μέτωπο εξουδετερώθηκε πολύ γρήγορα και σε μικρό χρονικό διάστημα, ολόκληρη σχεδόν η Ελλάδα βρίσκεται στην κατοχή των Γερμανών, με εξαίρεση την Κρήτη, στην οποία είχε καταφύγει η Ελληνική Κυβέρνηση με μερικά υπολείμματα Στρατού, αλλά και εκεί δεν άργησε να πατήσει το πόδι του ο Γερμανικός Στρατός, αφού βέβαια πλήρωσε ακριβά σε ανθρώπινο υλικό αυτό το τόλμημα του να κάνει απόβαση στη Κρήτη από αέρα και θάλασσα.
Οι επιχειρήσεις των Γερμανών στην Κρήτη κράτησαν περίπου ένα μήνα. Η αντίσταση των Ελλήνων ήταν ηρωική μα στο τέλος υπέκυψαν και αυτοί, αφού όμως και πάλι η Κυβέρνηση και αρκετός Στρατός κατόρθωσαν να φύγουν από την Κρήτη με προορισμό την Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή.
234
Οι ηρωικοί αγώνες των Ελλήνων ενάντια στον άξονα Γερμανίας Ιταλίας για επτά ολόκληρους μήνες από 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι 31 Μαΐου 1941, αποτελούν αναμφισβήτητα μια από τις ενδοξότερες σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας η οποία κατέχει έτσι μια περίβλεπτη θέση στη σύγχρονη Ιστορία του Κόσμου ολόκληρου και ειδικότερα στην Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Και στο Γερμανικό Μέτωπο βρέθηκαν αρκετοί Χελιώτες οι οποίοι πολέμησαν ηρωικά μέχρι την τελευταία στιγμή που τα Ελληνικά Στρατεύματα συνθηκολόγησαν με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς.
Η Ελληνική άμυνα στο βουλγαρικό μέτωπο εξουδετερώθηκε πολύ γρήγορα και σε μικρό χρονικό διάστημα, ολόκληρη σχεδόν η Ελλάδα βρίσκεται στην κατοχή των Γερμανών, με εξαίρεση την Κρήτη, στην οποία είχε καταφύγει η Ελληνική Κυβέρνηση με μερικά υπολείμματα Στρατού, αλλά και εκεί δεν άργησε να πατήσει το πόδι του ο Γερμανικός Στρατός, αφού βέβαια πλήρωσε ακριβά σε ανθρώπινο υλικό αυτό το τόλμημα του να κάνει απόβαση στη Κρήτη από αέρα και θάλασσα.
Οι επιχειρήσεις των Γερμανών στην Κρήτη κράτησαν περίπου ένα μήνα. Η αντίσταση των Ελλήνων ήταν ηρωική μα στο τέλος υπέκυψαν και αυτοί, αφού όμως και πάλι η Κυβέρνηση και αρκετός Στρατός κατόρθωσαν να φύγουν από την Κρήτη με προορισμό την Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή.
234
Οι ηρωικοί αγώνες των Ελλήνων ενάντια στον άξονα Γερμανίας Ιταλίας για επτά ολόκληρους μήνες από 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι 31 Μαΐου 1941, αποτελούν αναμφισβήτητα μια από τις ενδοξότερες σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας η οποία κατέχει έτσι μια περίβλεπτη θέση στη σύγχρονη Ιστορία του Κόσμου ολόκληρου και ειδικότερα στην Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Και στο Γερμανικό Μέτωπο βρέθηκαν αρκετοί Χελιώτες οι οποίοι πολέμησαν ηρωικά μέχρι την τελευταία στιγμή που τα Ελληνικά Στρατεύματα συνθηκολόγησαν με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς.
60. Η Εποποιία στα Αλβανικά Βουνά
Από το 1922 μέχρι και το 1939, η Ελλάδα, όπως και όλη η Ευρώπη περνούν μια ειρηνική περίοδο και κανένα αξιόλογο περιστατικό δεν συνέβη που να έχει σχέση με το Χέλι. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού περνούν μια ήρεμη ζωή, φτωχικά μεν, αλλά ήσυχα, οι τσοπάνηδες με τα ζώα τους και οι γεωργοί με τα κτήματα τους. Το 1939 ένας χωριανός μας ο Δημήτριος Γεωργίου Τριμπόνιας, ενώ υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία αρρώστησε και πέθανε στρατιώτης. Αυτό ήταν ένα θλιβερό γεγονός στο χωριό κατά την περίοδο εκείνη.
Δεν έχουν περάσει καλά-καλά δέκα οκτώ χρόνια ειρηνικά από τη θλιβερή εκείνη εποχή του 1822, όπου ο Ελληνικός Στρατός έπαθε τη γνωστή πανωλεθρία στη Μικρά Ασία και ενώ ακόμα οι ώριμοι άνδρες διατηρούν στη μνήμη τους ζωντανές τις φοβερές εκείνες ημέρες που έζησαν στη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής, να και πάλι τα μαύρα σύννεφα του πολέμου φάνηκαν απειλητικά στον ορίζοντα της Ευρώπης. Η Γερμανία του Χίτλερ με συμμάχους την Ιταλία του Μουσολίνι και την Ιαπωνία κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον όλης της Ευρώπης.
Στη λαίλαπα αυτή του πολέμου μοιραίο ήταν να εμπλακεί και η Ελλάδα, χωρίς βέβαια αυτή να το επιδιώξει. Δέκα οκτώ χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, στις 28 Οκτωβρίου 1940, τα Ιταλικά στρατεύματα που βρίσκονταν στην Αλβανία, χωρίς κανένα λόγο και καμιά αιτία επιτέθηκαν εναντίον της Ελλάδας και μπήκαν στο Ελληνικό έδαφος.
Οι Έλληνες καλούνται για μια ακόμα φορά να κάνουν το Εθνικό τους καθήκον και να υπερασπιστούν την Πατρίδα τους.
Αντιστέκονται στις μεγαλύτερες και πιο σύγχρονες σε υλικά μέσα δυνάμεις των Ιταλών. Το ίδιο πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940 η Ελλάδα κάνει γενική επιστράτευση για να αντιμετωπίσει την εχθρική εισβολή. Οι στρατεύσιμοι Χελιώτες κατά εκατοντάδες ξεκινούν από το χωριό τους από τις πρώτες πρωινές ώρες και πεζοπορώντας φθάνουν στα Στρατόπεδα του Ναυπλίου και την ίδια ημέρα φόρεσαν το χακί, πήραν τα όπλα στο χέρι και με κάθε πρόσφορο μέσο στέλνονται στο Αλβανικό Μέτωπο. Και εκεί ψηλά στα Αλβανικά βουνά από την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων γίνεται το μεγάλο θαύμα του 1940.
Η αντίσταση των Ελλήνων στις υπέρτερες Ιταλικές δυνάμεις προκάλεσε εκδηλώσεις θαυμασμού σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο ενθουσιασμός των Ελλήνων Στρατιωτών και η ασυγκράτητη ορμή τους, αναπληρώνουν τα πενιχρά πολεμικά μέσα που είχαν στη διάθεση τους. Η λόγχη του Έλληνα Τσολιά και η ιστορική κραυγή "ΑΕΡΑ" έγιναν ο φόβος και ο τρόμος των εισβολέων. Οι Ιταλοί φασίστες όχι μόνο εκδιώχθηκαν από τα Ελληνικά χώματα αλλά και αναγκάστηκαν άτακτα να υποχωρήσουν μέσα στο Αλβανικό έδαφος.
Οι Ελληνικές Πόλεις της βόρειας Ηπείρου πέφτουν στα χέρια των Ελλήνων η μία έπειτα από την άλλη. Κορυτσά, Αργυρόκαστρο, Αυλώνα, Άγιοι Σαράντα, Χιμάρα κ.λ.π. γίνονται και πάλι Ελληνικές. Οι Χελιώτες εντεταγμένοι οι περισσότεροι στο όγδοο Σύνταγμα της Τετάρτης
233
Μεραρχίας αλλά και οι υπόλοιποι που ήσαν εντεταγμένοι σε άλλες μονάδες, κάνουν όλοι μαζί το καθήκον τους. Στις υπέρτερες όμως δυνάμεις του εχθρού προστέθηκε ακόμα ένας εχθρός των Ελλήνων, το φοβερό κρύο που ήσαν υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουν το χειμώνα εκείνο.
Οι Έλληνες Τραυματίες που μεταφέρονται στα μετόπισθεν είναι οι περισσότεροι από κρυοπαγήματα και λιγότεροι από τις σφαίρες των Ιταλών. Από τα κρυοπαγήματα ακρωτηριάζονται πάρα πολλοί και μένουν ανάπηροι σε όλη τους τη ζωή. Ευτυχώς για το Χέλι που παρά τη γενναία αριθμητική συμμετοχή τους στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, που κράτησε έξι περίπου μήνες, το Χέλι δεν θρήνησε θύματα, παρά μόνο μερικούς τραυματίες και από αυτούς ένας από κρυοπαγήματα με αποτέλεσμα να υποστεί ακρωτηριασμό των δακτύλων των ποδιών του. Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο υπήρχε μόνον ένας αγνοούμενος ο Σπυρίδων Χρήστου Οικονόμου, που όμως μετά τη λήξη του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έδωσε σημεία ζωής. Βρισκόταν αιχμάλωτος των Ιταλών και γύρισε στο χωριό με το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, αμέσως μετά την υπογραφή της ειρήνης.
Έτσι παρά το γεγονός ότι εκατοντάδες Χελιώτες πολέμησαν στην Αλβανία, το χωριό δεν θρήνησε κανένα απολύτως θύμα.
Δεν έχουν περάσει καλά-καλά δέκα οκτώ χρόνια ειρηνικά από τη θλιβερή εκείνη εποχή του 1822, όπου ο Ελληνικός Στρατός έπαθε τη γνωστή πανωλεθρία στη Μικρά Ασία και ενώ ακόμα οι ώριμοι άνδρες διατηρούν στη μνήμη τους ζωντανές τις φοβερές εκείνες ημέρες που έζησαν στη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής, να και πάλι τα μαύρα σύννεφα του πολέμου φάνηκαν απειλητικά στον ορίζοντα της Ευρώπης. Η Γερμανία του Χίτλερ με συμμάχους την Ιταλία του Μουσολίνι και την Ιαπωνία κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον όλης της Ευρώπης.
Στη λαίλαπα αυτή του πολέμου μοιραίο ήταν να εμπλακεί και η Ελλάδα, χωρίς βέβαια αυτή να το επιδιώξει. Δέκα οκτώ χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, στις 28 Οκτωβρίου 1940, τα Ιταλικά στρατεύματα που βρίσκονταν στην Αλβανία, χωρίς κανένα λόγο και καμιά αιτία επιτέθηκαν εναντίον της Ελλάδας και μπήκαν στο Ελληνικό έδαφος.
Οι Έλληνες καλούνται για μια ακόμα φορά να κάνουν το Εθνικό τους καθήκον και να υπερασπιστούν την Πατρίδα τους.
Αντιστέκονται στις μεγαλύτερες και πιο σύγχρονες σε υλικά μέσα δυνάμεις των Ιταλών. Το ίδιο πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940 η Ελλάδα κάνει γενική επιστράτευση για να αντιμετωπίσει την εχθρική εισβολή. Οι στρατεύσιμοι Χελιώτες κατά εκατοντάδες ξεκινούν από το χωριό τους από τις πρώτες πρωινές ώρες και πεζοπορώντας φθάνουν στα Στρατόπεδα του Ναυπλίου και την ίδια ημέρα φόρεσαν το χακί, πήραν τα όπλα στο χέρι και με κάθε πρόσφορο μέσο στέλνονται στο Αλβανικό Μέτωπο. Και εκεί ψηλά στα Αλβανικά βουνά από την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων γίνεται το μεγάλο θαύμα του 1940.
Η αντίσταση των Ελλήνων στις υπέρτερες Ιταλικές δυνάμεις προκάλεσε εκδηλώσεις θαυμασμού σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο ενθουσιασμός των Ελλήνων Στρατιωτών και η ασυγκράτητη ορμή τους, αναπληρώνουν τα πενιχρά πολεμικά μέσα που είχαν στη διάθεση τους. Η λόγχη του Έλληνα Τσολιά και η ιστορική κραυγή "ΑΕΡΑ" έγιναν ο φόβος και ο τρόμος των εισβολέων. Οι Ιταλοί φασίστες όχι μόνο εκδιώχθηκαν από τα Ελληνικά χώματα αλλά και αναγκάστηκαν άτακτα να υποχωρήσουν μέσα στο Αλβανικό έδαφος.
Οι Ελληνικές Πόλεις της βόρειας Ηπείρου πέφτουν στα χέρια των Ελλήνων η μία έπειτα από την άλλη. Κορυτσά, Αργυρόκαστρο, Αυλώνα, Άγιοι Σαράντα, Χιμάρα κ.λ.π. γίνονται και πάλι Ελληνικές. Οι Χελιώτες εντεταγμένοι οι περισσότεροι στο όγδοο Σύνταγμα της Τετάρτης
233
Μεραρχίας αλλά και οι υπόλοιποι που ήσαν εντεταγμένοι σε άλλες μονάδες, κάνουν όλοι μαζί το καθήκον τους. Στις υπέρτερες όμως δυνάμεις του εχθρού προστέθηκε ακόμα ένας εχθρός των Ελλήνων, το φοβερό κρύο που ήσαν υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουν το χειμώνα εκείνο.
Οι Έλληνες Τραυματίες που μεταφέρονται στα μετόπισθεν είναι οι περισσότεροι από κρυοπαγήματα και λιγότεροι από τις σφαίρες των Ιταλών. Από τα κρυοπαγήματα ακρωτηριάζονται πάρα πολλοί και μένουν ανάπηροι σε όλη τους τη ζωή. Ευτυχώς για το Χέλι που παρά τη γενναία αριθμητική συμμετοχή τους στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, που κράτησε έξι περίπου μήνες, το Χέλι δεν θρήνησε θύματα, παρά μόνο μερικούς τραυματίες και από αυτούς ένας από κρυοπαγήματα με αποτέλεσμα να υποστεί ακρωτηριασμό των δακτύλων των ποδιών του. Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο υπήρχε μόνον ένας αγνοούμενος ο Σπυρίδων Χρήστου Οικονόμου, που όμως μετά τη λήξη του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έδωσε σημεία ζωής. Βρισκόταν αιχμάλωτος των Ιταλών και γύρισε στο χωριό με το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, αμέσως μετά την υπογραφή της ειρήνης.
Έτσι παρά το γεγονός ότι εκατοντάδες Χελιώτες πολέμησαν στην Αλβανία, το χωριό δεν θρήνησε κανένα απολύτως θύμα.
Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010
ΟΙ ΧΕΛΙΩΤΕΣ ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟ 1897 ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ 1943
59. Πόλεμοι από το 1897 μέχρι το 1922
Το 1829 τέλειωσε ο ένοπλος αγώνας των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων, οπότε υπογράφεται ανακωχή και η Ελλάδα ανακηρύσσεται ανεξάρτητο πλέον Κράτος το οποίον αναγνωρίζεται αμέσως από όλα τα Ευρωπαϊκά Κράτη.
Το νέο όμως Ελληνικό Κράτος δεν είναι ακόμα η μεγάλη Ελλάδα, είναι περιορισμένο και περιλαμβάνει την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες. Παραμένουν επομένως πολλές ακόμα αλύτρωτες περιοχές όπως η Θεσσαλία, η Ήπειρος, η Μακεδονία, η Θράκη, τα νησιά του Αιγαίου και Ιονίου Πελάγους κ.λ.π. Για το λόγο αυτό ενώ το ανεξάρτητο πλέον Ελληνικό Κράτος υπόγραψε συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία, οι αλύτρωτοι Έλληνες δεν έπαψαν ποτέ να πολεμάνε τους Τούρκους και πάντοτε βρίσκονταν σε διαρκή επανάσταση εναντίον των, αλλά και το ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος αργότερα έκανε αρκετούς πολέμους για την απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών μας.
α) Ελληνοτουρκικός Πόλεμος το 1897
Το 1897 κηρύχθηκε Ελληνοτουρκικός πόλεμος στον οποίο πήραν μέρος πολλοί Χελιώτες, αφού το όγδοο Σύνταγμα Πεζικού της τετάρτης Μεραρχίας που ήσαν εντεταγμένοι οι Χελιώτες κληρωτοί της περιόδου εκείνης, έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στον πόλεμο αυτό.
β) Βαλκανικοί πόλεμοι
Σημαντική επίσης ήταν η συμβολή των Χελιωτών στη νεώτερη Ελληνική Ιστορία από το 1912 που αρχίζουν οι Βαλκανικοί πόλεμοι. Εντεταγμένοι πάντα στο όγδοο Σύνταγμα Πεζικού, πήραν μέρος σε όλες τις μάχες για την απελευθέρωση της Ηπείρου και της Μακεδονίας.
Συγκεκριμένα στις 5-10-1912 η Τετάρτη Μεραρχία κινείται προς τα Σέρβια, όπου στις 4 το απόγευμα της 10-10-1912 καταλαμβάνει την Πόλη και ύστερα από δύο ημέρες καταλαμβάνει και τα στενά του Σαρανταπόρου, μοναδική τοποθεσία για την άμυνα των Τούρκων, έπειτα από σκληρή μάχη. Στη μάχη του Σαρανταπόρου οι Έλληνες σημείωσαν την πρώτη μεγάλη νίκη τους, στους αγώνες για την απελευθέρωση της βόρειας Ελλάδας. Η προέλαση των Ελληνικών Μεραρχιών, μεταξύ των
230
οποίων ,και η Τετάρτη, συνεχίζεται ακάθεκτα και στις 11 το πρωί της 20-10-1912 στα χέρια των Ελληνικών δυνάμεων βρίσκονται και τα Γιαννιτσά.
Η νίκη των Ελλήνων στα Γιαννιτσά συμπληρώνει τη νίκη του Σαρανταπόρου και αποτελεί για τον Ελληνικό Στρατό νέο τίτλο τιμής και δόξας. ΣΤΟ Σαραντάπορο και στα Γιαννιτσά οι Έλληνες είχαν 382 νεκρούς και 1.800 τραυματίες. Η προέλαση του Ελληνικού Στρατού συνεχίζεται ακάθεκτα προς τη Θεσσαλονίκη όπου στις 27-10-1912 ο Τούρκος Διοικητής ΤΑΞΙΜ-ΠΑΣΑΣ αναγκάζεται να παραδώσει την Πόλη και όλο το Στρατό από 25.000 άνδρες και 1.000 Αξιωματικούς μαζί με όλο το πολεμικό υλικό. 70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα, 70.000 τουφέκια, πολλά πυρομαχικά και άφθονο βοηθητικό υλικό βρίσκονται στα χέρια του Ελληνικού Στρατού.
Τις επόμενες δέκα ημέρες τα Ελληνικά στρατεύματα ελευθερώνουν όλη τη δυτική Μακεδονία και την Κορυτσά και οι Τούρκοι όλης της περιοχής μαζεύονται στα Γιάννενα.
Από 21-11-1912 τα Ελληνικά Στρατεύματα πολιορκούν τα Γιάννενα και στις 8-12-1912 ενισχύονται οι πολιορκητές με δύο ακόμα Μεραρχίες Στρατού την τετάρτη και την έκτη. Στις 20-2-1913 γίνεται η τελική επίθεση για την κατάληψη της Πόλης και στις 22-2-1913 τα Ελληνικά Στρατεύματα μπαίνουν μέσα στην Πόλη και μέσα σε δέκα ημέρες, έπειτα από σκληρές μάχες, απελευθερώνουν όλη την Ήπειρο. Στις 19-6-1913 η τετάρτη και η πέμπτη Μεραρχίες αρχίζουν επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της Κεντρικής Μακεδονίας. Δίνουν σκληρές μάχες στο Κιλκίς και στο Λαχανά όπου κατατροπώνουν τους Τούρκους. Οι μάχες όμως αυτές στοίχισαν στις δύο Μεραρχίες που έλαβαν μέρος 2.701 νεκρούς και τραυματίες.
γ) Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος
Το 1914 κηρύσσεται ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος όπου στην αρχή η Ελλάδα ήταν αμέτοχη. Από το Σεπτέμβρη όμως του 1916 μπήκε στον πόλεμο αυτόν εναντίον των Γερμανοβουλγάρων με μικρές στην αρχή δυνάμεις, για να κορυφωθεί η συμμετοχή της το Μάη του 1918 με δέκα συνολικά Μεραρχίες και στις 17 του Μάη 1918 οι συμμαχικές δυνάμεις μαζί με τις Ελληνικές Μεραρχίες, κατατρόπωσαν τους Γερμανοβουλγάρους στη μάχη του Σκρά. Οι δέκα Ελληνικές Μεραρχίες που πήραν μέρος στη μεγάλη αυτή επίθεση αντιπροσώπευαν το 34% της συνολικής συμμαχικής δύναμης του Μακεδόνικου Μετώπου, εναντίον των Γερμανοβουλγάρων.
Και σε αυτή τη μάχη πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε το όγδοο Σύνταγμα της τετάρτης Μεραρχίας, όπου υπηρετούσαν όλοι οι Χελιώτες. Οι απώλειες των Ελλήνων στη μάχη αυτή ήσαν τρομερές, 834 νεκροί, 3.790 τραυματίες και 671 αγνοούμενοι. Στις 28 Ιουλίου 1920 υπογράφεται Π συνθήκη των Σεβρών που παραχωρεί στην Ελλάδα την Ανατολική Θράκη, την Ίμβρο, την Τένεδο, τα Δωδεκάνησα εκτός από τη Ρόδο και μια εκτεταμένη περιοχή της Σμύρνης από τα Μοσχονησια προς Βορά μέχρι τπ Μαγνησία προς Νότο και μέχρι το Σαλιχλή προς Ανατολάς.
231
δ} Μικρασιατική Καταστροφή
Δεν πέρασαν καλά-καλά 4 μήνες από τότε που υπογράφτηκε η Συνθήκη των Σεβρών που δημιούργησε την Μεγάλη Ελλάδα και ο Ελευθέριος Βενιζέλος προκήρυξε εκλογές για το Νοέμβριο του 1920. Το αποτέλεσμα των εκλογών αυτών άλλαξε τελείως το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο θριαμβευτής των Βαλκανικών Πολέμων, αυτός που δημιούργησε την Μεγάλη Ελλάδα, χάνει την εξουσία, επανέρχεται στην Ελλάδα ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος και μετά από λίγο καιρό αρχίζουν και πάλι οι πολεμικές επιχειρήσεις της Ελλάδας εναντίον της Τουρκίας. Τα Ελληνικά Στρατεύματα προελαύνουν ακάθεκτα και φθάνουν έξω από την Άγκυρα.
Μέχρι εκεί έφθασε η αλαζονεία των Κυβερνώντων τότε που προχωρούσαν, χωρίς να σκεφθούν να εδραιώσουν την κατοχή των Τουρκικών εδαφών που κάθε ημέρα κυρίευαν, Η τελευταία μάχη δόθηκε τον Αύγουστο του 1922 η οποία κατέληξε σε οδυνηρή ήττα των Ελλήνων, για να ακολουθήσει έπειτα η Μικρασιατική Καταστροφή που ήταν η μεγαλύτερη συμφορά του Νεωτέρου Ελληνισμού, με συνέπειες τη διάλυση της Ελληνικής Στρατιάς στη Μικρά Ασία, την πυρπόληση της Σμύρνης από τους Τούρκους, τις σφαγές, τις λεηλασίες και τις άλλες φρικαλεότητες των Τούρκων και προπάντων το ξερίζωμα 1,500.000 Ελλήνων από τις προαιώνιες εστίες των στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.
Σε όλους αυτούς τους Αγώνες από το 1897 μέχρι και το 1822, το Χέλι έδωσε στο βωμό των θυσιών τουλάχιστον έντεκα νεκρούς, τόσους μπορέσαμε από τις έρευνες που κάναμε να εξακριβώσουμε. Ίσως να υπάρχουν και άλλοι νεκροί που να μη μπορέσαμε να τους βρούμε.
Παραθέτουμε Ονομαστικό Κατάλογο των πεσόντων Χελίωτών στους Πολέμους από το 1897 μέχρι το 1922.
Βλαχοκυριάκος Αθανάσιος φονευθείς
Γεώργας Γεώργιος Ιωάννου φονευθείς
Κόλλιας Κυριάκος Νικολάου φονευθείς
Μανώλης ή Ξυπολιάς Χρίστος φονευθείς
Οικονόμου Δημήτριος Αναστασίου φονευθείς
Οικονόμου Ευάγγελος Δημητρίου αποβιώσας
Πίτσας Θεόδωρος Αθανασίου εξαφανισθείς
Σωτηρίου Δημήτριος Χαραλάμπους αποβιώσας
Τόσκας Γεώργιος Δημητρίου φονευθείς
Τόσκας Χαράλαμπος φονευθείς
Τριμπόνιας Αθανάσιος Δημητρίου φονευθείς
Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010
58. Ληστές από το Χέλι
Μετά το 1833 ακολουθεί μια περίοδος που εκδηλώνεται συστηματικά η . ληστρική ζωή σε όλη την Ελλάδα. Στην αρχή βιοτικές ανάγκες ήσαν τα αίτια που ανάγκασαν πολλούς να επιδοθούν στο ληστρικό βίο. Οι βιοτικές όμως ανάγκες δεν ήσαν η μοναδική αιτία για να γίνει κανένας ληστής. Με την πάροδο του χρόνου η ληστρική ζωή έγινε μόδα και πάρα πολλοί για διάφορους λόγους επιδόθηκαν σε αυτή.
Από το 1850 όμως παρατηρείται μια έξαρση της ληστρικής ζωής σε όλη την Ελλάδα και οι ληστοσυμμορίες λυμαίνονται όλη τη χώρα. Το Χέλι δεν υστέρησε και στον τομέα αυτόν και σε αυτήν ειδικά την περίοδο ανέδειξε αρκετούς ληστές, που την πρώτη θέση κατέχουν οι Λύγκοι, πρώτος ο Αρχηλήσταρχος Γεώργιος Λύγκος, ο γέρος, ο επιλεγόμενος και παππούς και μετά από αυτόν ο ανιψιός, ο Λήσταρχος Αναστάσιος Λύγκος, ο επιλεγόμενος Λεβέντης.
Ο Γεώργιος Λύγκος ήταν ψηλός, ισχνός, με μακριά γενειάδα, με πυκνά μαύρα φρύδια, ήταν ο εξυπνότερος και ο πολιτικότερος από όλους τους ληστές της εποχής εκείνης. Ο Γέρο Λύγκος, ο παππούς, ποτέ δεν εγκλιμάτισε, δεν είχε σκοτώσει κανέναν και δεν φυγοδικούσε πριν γίνει ληστής. Το σκιάχτρο της Στρατιωτικής θητείας τον είχε κυνηγήσει από το χωριό και από τις πολιτείες και νεότατων ακόμα, λεβέντη, τον είχε σπρώξει στα απόκρημνα βουνά της Πελοποννήσου και στις χαράδρες μακριά από τα αποσπάσματα.
Τη δεκαετία του 1850 η Στρατιωτική θητεία ήταν δυσβάσταχτο φορτίο ιδιαίτερα από τους χωρικούς. Όταν επρόκειτο να γίνει η κλήρωση για το Στρατιωτικό, θρήνος και οδυρμός επικρατούσε σε όλο το χωριό. Οι μανάδες κλαίγανε τα παιδιά τους, τα οποία θα έφευγαν για τις Πόλεις, για την Πρωτεύουσα, για να υπηρετήσουν στις Καζάρμες και ο αποχωρισμός ήταν συγκινητικότατος, σαν να επρόκειτο να μη ξαναδούν ποτέ τον κληρωτό οι γονείς του, τα αδέρφια του και οι άλλοι συγγενείς.
Όταν κληρώθηκε ο Γεώργιος Λύγκος στο Χέλι και ήρθε η ώρα να παρουσιασθεί Στρατιώτης, αυτός δεν φάνηκε στη χώρα, στην Καζάρμα (Στρατώνας), αλλά πήρε το τουφέκι του και έγινε άφαντος από τα αποσπάσματα που τον κυνηγούσαν. Στην αρχή έπαιρνε ψωμί για να ζήσει, έπειτα άρχισε να κλέβει γιδοπρόβατα και μετά ήρθαν στο μυαλό του και τα λεφτά, γιατί κατάλαβε πως με τα λεφτά μπορούσε να αγοράσει οτιδήποτε. Έπειτα μάζεψε και. άλλους και έφτιαξε ολόκληρη ληστοσυμμορία που για αρκετά χρόνια δρούσε στην Πελοπόννησο, στην Αττική και στην Βοιωτία.
Ο Αναστάσιος Λύγκος ή Λεβέντης, ο ανιψιός του γέρου, επιδόθηκε στη ληστρική ζωή λίγο καιρό πριν από τη μεταπολίτευση του 1862 και δεν θα
228
το έκανε αυτό, αν τα αποσπάσματα δεν τον πίεζαν στο χωριό για να αποκαλύψει που βρισκόταν ο θείος του, Γεώργιος Λύγκος, και δεν τον απειλούσαν ότι θα κλείσουν αυτόν στη Φυλακή. Έτσι πήρε και αυτός το τουφέκι του και πήγε, βρήκε τον μπάρμπα του και εντάχθηκε στη συμμορία του για αρκετό καιρό, για να κάνει αργότερα δική του συμμορία. Εκτός από τους δύο παραπάνω Χελιώτες ληστές, είναι ακόμα γνωστοί και άλλοι δύο. Ο ληστής Κίτσος που το πραγματικό του όνομα ήταν Χρήστος Οικονόμου ή Νυφίτσας και ήταν και αυτός ανιψιός του Γέρο Λάγκου, ήταν ξανθός, νέος, καθαρός και ωραίος και το 1871 σχημάτισε δική του συμμορία από τους Καδή, Μάγερα και Κουρκούμπα.
Ο επόμενος ληστής από το Χέλι ήταν ο Κουλός ο οποίος τον περισσότερο καιρό ήταν μαζί με τον Λύγκο. Λεπτομέρειες για τη ζωή και τη δράση των ληστών που η καταγωγή τους ήταν από το Χέλι, αναφέρονται σε ειδικό βιβλίο με τίτλο "ΛΗΣΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΕΛΙ" που έχει κυκλοφορήσει σε ελάχιστα αντίτυπα (σε φωτοτυπίες από δακτυλογραφημένο κείμενο), το έτος 1995.
Από το 1850 όμως παρατηρείται μια έξαρση της ληστρικής ζωής σε όλη την Ελλάδα και οι ληστοσυμμορίες λυμαίνονται όλη τη χώρα. Το Χέλι δεν υστέρησε και στον τομέα αυτόν και σε αυτήν ειδικά την περίοδο ανέδειξε αρκετούς ληστές, που την πρώτη θέση κατέχουν οι Λύγκοι, πρώτος ο Αρχηλήσταρχος Γεώργιος Λύγκος, ο γέρος, ο επιλεγόμενος και παππούς και μετά από αυτόν ο ανιψιός, ο Λήσταρχος Αναστάσιος Λύγκος, ο επιλεγόμενος Λεβέντης.
Ο Γεώργιος Λύγκος ήταν ψηλός, ισχνός, με μακριά γενειάδα, με πυκνά μαύρα φρύδια, ήταν ο εξυπνότερος και ο πολιτικότερος από όλους τους ληστές της εποχής εκείνης. Ο Γέρο Λύγκος, ο παππούς, ποτέ δεν εγκλιμάτισε, δεν είχε σκοτώσει κανέναν και δεν φυγοδικούσε πριν γίνει ληστής. Το σκιάχτρο της Στρατιωτικής θητείας τον είχε κυνηγήσει από το χωριό και από τις πολιτείες και νεότατων ακόμα, λεβέντη, τον είχε σπρώξει στα απόκρημνα βουνά της Πελοποννήσου και στις χαράδρες μακριά από τα αποσπάσματα.
Τη δεκαετία του 1850 η Στρατιωτική θητεία ήταν δυσβάσταχτο φορτίο ιδιαίτερα από τους χωρικούς. Όταν επρόκειτο να γίνει η κλήρωση για το Στρατιωτικό, θρήνος και οδυρμός επικρατούσε σε όλο το χωριό. Οι μανάδες κλαίγανε τα παιδιά τους, τα οποία θα έφευγαν για τις Πόλεις, για την Πρωτεύουσα, για να υπηρετήσουν στις Καζάρμες και ο αποχωρισμός ήταν συγκινητικότατος, σαν να επρόκειτο να μη ξαναδούν ποτέ τον κληρωτό οι γονείς του, τα αδέρφια του και οι άλλοι συγγενείς.
Όταν κληρώθηκε ο Γεώργιος Λύγκος στο Χέλι και ήρθε η ώρα να παρουσιασθεί Στρατιώτης, αυτός δεν φάνηκε στη χώρα, στην Καζάρμα (Στρατώνας), αλλά πήρε το τουφέκι του και έγινε άφαντος από τα αποσπάσματα που τον κυνηγούσαν. Στην αρχή έπαιρνε ψωμί για να ζήσει, έπειτα άρχισε να κλέβει γιδοπρόβατα και μετά ήρθαν στο μυαλό του και τα λεφτά, γιατί κατάλαβε πως με τα λεφτά μπορούσε να αγοράσει οτιδήποτε. Έπειτα μάζεψε και. άλλους και έφτιαξε ολόκληρη ληστοσυμμορία που για αρκετά χρόνια δρούσε στην Πελοπόννησο, στην Αττική και στην Βοιωτία.
Ο Αναστάσιος Λύγκος ή Λεβέντης, ο ανιψιός του γέρου, επιδόθηκε στη ληστρική ζωή λίγο καιρό πριν από τη μεταπολίτευση του 1862 και δεν θα
228
το έκανε αυτό, αν τα αποσπάσματα δεν τον πίεζαν στο χωριό για να αποκαλύψει που βρισκόταν ο θείος του, Γεώργιος Λύγκος, και δεν τον απειλούσαν ότι θα κλείσουν αυτόν στη Φυλακή. Έτσι πήρε και αυτός το τουφέκι του και πήγε, βρήκε τον μπάρμπα του και εντάχθηκε στη συμμορία του για αρκετό καιρό, για να κάνει αργότερα δική του συμμορία. Εκτός από τους δύο παραπάνω Χελιώτες ληστές, είναι ακόμα γνωστοί και άλλοι δύο. Ο ληστής Κίτσος που το πραγματικό του όνομα ήταν Χρήστος Οικονόμου ή Νυφίτσας και ήταν και αυτός ανιψιός του Γέρο Λάγκου, ήταν ξανθός, νέος, καθαρός και ωραίος και το 1871 σχημάτισε δική του συμμορία από τους Καδή, Μάγερα και Κουρκούμπα.
Ο επόμενος ληστής από το Χέλι ήταν ο Κουλός ο οποίος τον περισσότερο καιρό ήταν μαζί με τον Λύγκο. Λεπτομέρειες για τη ζωή και τη δράση των ληστών που η καταγωγή τους ήταν από το Χέλι, αναφέρονται σε ειδικό βιβλίο με τίτλο "ΛΗΣΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΕΛΙ" που έχει κυκλοφορήσει σε ελάχιστα αντίτυπα (σε φωτοτυπίες από δακτυλογραφημένο κείμενο), το έτος 1995.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)