Η απρόοπτη συνάντηση των δύο ανδρών έγινε την επόμενη μέρα της μάχης του Χαϊδαρίου, όταν ακόμα οι πυροβολισμοί και οι κραυγές ήταν νωπές στην ακοή όσων πήραν μέρος στην μάχη. Ο Καραϊσκάκης και ο Κιουταχής βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο απέναντι ο ένας στον άλλο, επί ουδετέρου εδάφους, χωρίς να το περιμένει κανένας απ΄τους δύο και αντάλλαξαν χαρακτηριστικές φράσεις. Στις 9 Αυγούστου 1826, ήταν αγκυροβολημένη στα παράλια της περιοχής η φρεγάτα του Γάλλου ναυάρχου Ντεριγνύ, όταν αυτός δέχθηκε επί του πλοίου την επίσκεψη του Κιουταχή και του Ομέρ Πασά με την ακολουθία τους. Οι Τούρκοι στρατηγοί βρίσκονταν ακόμη στην μεγάλη αίθουσα του πλοίου, όταν πλησίασε στη γαλλική ναυαρχίδα το ψαριανό πλοίο του Γιαννίτση που μετέφερε τον Καραϊσκάκη, όταν αυτός έστειλε μήνυμα στο Ντεριγνύ ότι ήθελε να τον επισκεφθεί. Ο Γάλλος ναύαρχος, αφού είχε δεχθεί τον Τούρκο στρατηγό, δεν ήταν δυνατόν να αρνηθεί την επίσκεψη στον Έλληνα στρατηγό και παράγγειλε να τον φέρουν. Ή του εζήτησε ο Κιουταχής να φέρει εκεί τον Καραϊσκάκη, ή εσκηνοθέτησε ο ίδιος την ταυτόχρονη επίσκεψη για να δεί αντιμέτωπους τους δύο αντιπάλους, ή η επίσκεψις και των δύο οφείλετο σε σύμπτωση και ο Ντεριγνύ ενόμισε ότι ο Καραϊσκάκης και ο Κιουταχής ήθελαν να συναντηθούν προς συνεννόηση, για ζητήματα που ενδιέφεραν και τους δύο και επέλεξαν για αυτό την γαλλική φρεγάτα ως ουδέτερο έδαφος. Η ιστορία δεν έχει απαντήσει σε αυτό το ερώτημα. Το σίγουρο είναι, πως ο Καραϊσκάκης δεν το γνώριζε.
Ο Καραϊσκάκης οδηγήθηκε προς την αίθουσα της φρεγάτας ακολουθούμενος από τον Γ. Λύκον, τον Χελιώτη, τονΧρηστίδη και τον Ψαριανό πλοίαρχο. Μόλις βρέθηκαν αντιμέτωποι οι στρατηγοί έδειξαν έκπληξη και ταραχή και οι δύο.
Ο Καραϊσκάκης οδηγήθηκε προς την αίθουσα της φρεγάτας ακολουθούμενος από τον Γ. Λύκον, τον Χελιώτη, τονΧρηστίδη και τον Ψαριανό πλοίαρχο. Μόλις βρέθηκαν αντιμέτωποι οι στρατηγοί έδειξαν έκπληξη και ταραχή και οι δύο.
Ο Καραϊσκάκης υποπτεύθηκε παγίδα και είπε σιγά προς τον Χρηστίδη φέρνοντας το χέρι του στη λαβή του σπαθιού.
- Ορέ Χρηστίδη, μη μας κάνουν καμιά μπαμπεσιά;
Ο Χρηστίδης τον καθησύχασε και ο Ντεριγνύ παρουσίασε τους δύο στρατάρχες τον ένα προς τον άλλον. Ο Καραϊσκάκης προχώρησε δύο βήματα προς τον Κιουταχή, έκλινε την κεφαλή και έφερε το δεξί του χέρι πάνω στο στήθος σε ένδειξη χαιρετισμού και κάθισε. Έκλινε την κεφαλή και ο Κιουταχής αγέρωχα και μίλησε πρώτος στα αλβανικά.
- Τι κάνεις, Καραϊσκάκη. Ήλπιζα νάρθης στα Μπιτόλια να με προσκυνήσεις και να σου δώσω όλα τα βιλαέτια από την Αθήνα ως την Άρτα.
Αυτό ήταν ένα είδος πρότασης του Κιουταχή προς τον Έλληνα στρατηγό.
- Εγώ να σε προσκυνήσω; του απάντησε ο Καραϊσκάκης. Αν είσαι Ρούμελη Βαλεσής εσύ, είμαι κι΄εγώ Ρούμελη Βαλεσής. Κι΄αν ήξερε η Διοίκησίς μου ότι μιλούμε τώρα μαζί, θα με κρεμούσε και μένα και δεκαπέντε χιλιάδες στρατεύματα που έχω στην Ελευσίνα.
Ο Καραϊσκάκης υπέρβαλλε τον αριθμό των δυνάμεων του για να δειλιάσει τον Κιουταχή.
- Και πως μπορεί να σε κρεμάσει; είπε ο Κιουταχής.
--Μήπως δεν σε κρεμάει εσένα ο σουλτάνος όταν θέλει; Ναί ή όχι;
- Ναί, γιατί τον έχω βασιλιά.
-Λοιπόν με κρεμάει και μένα η Διοίκησις, γιατί την έχω βασίλισσα.
Ο Κιουταχής χαμογέλασε και έφυγε πρώτος απ΄την αίθουσα και απ΄την φρεγάτα μαζί με την συνοδεία του. Την επομένη μέρα ο Τούρκος στρατάρχης έστειλε στον Καραϊσκάκη στην Ελευσίνα ” φιλεύματα” : Καφέ, ζάχαρη και καπνό. Ο Καραϊσκάκης ανταπέστειλε στον Κιουταχή ένα φόρτωμα κρασί.
Ιπποτικές φιλοφρονήσεις μεταξύ αντιπάλων στρατηγών που πρόδιδαν την ρομαντική ατμόσφαιρα των καιρών εκείνων.
Το γεγονός της συναντήσεως αυτής αναφέρεται σε επιστολή του Καραϊσκάκη προς τον Θ. Κολοκοτρώνη, που περιλαμβάνεται σταΥπομνήματα του Γενναίου Κολοκοτρώνη:
” Κατά περίστασιν” έγραφε ο Καραϊσκάκης ”ανταμώθημεν εις την φρεγάταν του Δεριγνύ, την δευτέραν ημέραν της υστερινής μάχης του Χαϊδαρίου, εγώ, ο Χελιώτης και ο καπετάν Ψαριανός, ο Γιαννίτσης- με τον Κιουταχή, τον Ομέρ πασά και άλλους. Κατ΄αρχάς εξισπάσθηκα, ογλήγορα όμως εφιλιωθήκαμεν και ελπίζω να του κοστίσει η φιλία μου. Είπαμε πολλά, εκείνος με την ιδέαν του ότι έχει ραγιάδες τους Έλληνας, και εγώ με την ιδέαν μου ότι είμεθα ελεύθεροι..”
olympia