Μια φορά κι έναν καιρό, ίσως και δύο ή τρεις καιρούς, ήταν ένα κοριτσάκι που το λέγαν Μαυρογαλαζοπρασινοσκουφίτσα. Ζούσε µε τη µητέρα της στην άκρη του δάσους, ενώ στην άλλη άκρη του δάσους, ανατολή µεριά, ζούσε η γιαγιά της. Γιατί δεν µένανε µαζί, είναι άγνωστο.
Μια µέρα, η µητέρα της Μαυροναλαζοπρασινοσκουφίτσας είπε στην κόρη της:
«Φίτσα (σ.σ. το υποκοριστικό της), θα φτιάξω λίγο φαγητό να το πας στη γιαγιά σου που είναι πολύ άρρωστη. Αλλά, προσοχή, καθώς θα διασχίζεις το δάσος, µη µιλήσεις σε κανέναν ξένο και προ παντός µακριά από τον Κακό Λύκο. Θυµάσαι τι πάθαµε την προηγούµενη φορά».
«Δεν πάω πουθενά», είπε η Φίτσα, «ας ψοφήσει η κωλόγρια που µας έχει ρηµάξει µε τις αρρώστιες της, τζάµπα τρώει, τζάµπα πίνει και περιµένει από µας να τη σώσουµε κάθε φορά».
«Φίτσα, δεν σκέφτεσαι πραχτικά. Ό, τι δίνουµε στη γιαγιά θα το πάρουµε στο πολλαπλάσιο, θα µας µείνει το σπίτι και τα χωράφια της. Άσε που είµαι βέβαιη πως στο γιούκο πρέπει να έχει χωµένα µπόλικα χρήµατα και δεν θα εκπλαγώ καθόλου αν βρεθούν και καταθέσεις της στην Ελβετία».
Η Μαυρογαλαζοπρασινοσκουφίτσα το σκέφτηκε, άλλαξε γνώµη, κι αποφάσισε να γίνει η task force διάσωσης της γιαγιάς.
Πήρε δρόµο, λοιπόν, µε το φαγώσιµο σχέδιο Μάρσαλ στο καλαθάκι της, κι άρχισε να διασχίζει το δάσος. Στα µισά της διαδροµής βρίσκει και τον Κακό Λύκο. «’Ελα µαζί µου», του λέει, «έχουµε νέα επιχείρηση διάσωσης της γιαγιάς», του Λύκου του τρέξαμε τα σάλια και την ακολούθησε. Λίγο παρακάτω συνάντησαν και τον κυνηγό. «’Ελα µαζί µας, είπε µε επιτακτικό ύφος η Φίτσα, «πάµε να ταΐσουμε την κωλόγρια», κι ο κυνηγός ακολούθησε συµπληρώνοντας την τρόικα διάσωσης της γιαγιάς. Στη διαδροµή η Μαυρογαλαζοπραοινοσκουφίτσα µοιράστηκε µε τους συνεργούς της το σχέδιο διάσωσης: «Εσύ θα αναλάβεις να της κάνεις PSI», είπε στον Λύκο, «εσύ θα αναλάβεις την αποκρατικοποίησή της, θα κάνεις το σπίτι φύλλο φτερό, θα καταγράψεις οτιδήποτε έχει αξία», είπε στον κυνηγό «κι εγώ θα την ταΐσω µε τη θρεπτική σούπα από δηλητηριώδη µανιτάρια».
Μια µέρα, η µητέρα της Μαυροναλαζοπρασινοσκουφίτσας είπε στην κόρη της:
«Φίτσα (σ.σ. το υποκοριστικό της), θα φτιάξω λίγο φαγητό να το πας στη γιαγιά σου που είναι πολύ άρρωστη. Αλλά, προσοχή, καθώς θα διασχίζεις το δάσος, µη µιλήσεις σε κανέναν ξένο και προ παντός µακριά από τον Κακό Λύκο. Θυµάσαι τι πάθαµε την προηγούµενη φορά».
«Δεν πάω πουθενά», είπε η Φίτσα, «ας ψοφήσει η κωλόγρια που µας έχει ρηµάξει µε τις αρρώστιες της, τζάµπα τρώει, τζάµπα πίνει και περιµένει από µας να τη σώσουµε κάθε φορά».
«Φίτσα, δεν σκέφτεσαι πραχτικά. Ό, τι δίνουµε στη γιαγιά θα το πάρουµε στο πολλαπλάσιο, θα µας µείνει το σπίτι και τα χωράφια της. Άσε που είµαι βέβαιη πως στο γιούκο πρέπει να έχει χωµένα µπόλικα χρήµατα και δεν θα εκπλαγώ καθόλου αν βρεθούν και καταθέσεις της στην Ελβετία».
Η Μαυρογαλαζοπρασινοσκουφίτσα το σκέφτηκε, άλλαξε γνώµη, κι αποφάσισε να γίνει η task force διάσωσης της γιαγιάς.
Πήρε δρόµο, λοιπόν, µε το φαγώσιµο σχέδιο Μάρσαλ στο καλαθάκι της, κι άρχισε να διασχίζει το δάσος. Στα µισά της διαδροµής βρίσκει και τον Κακό Λύκο. «’Ελα µαζί µου», του λέει, «έχουµε νέα επιχείρηση διάσωσης της γιαγιάς», του Λύκου του τρέξαμε τα σάλια και την ακολούθησε. Λίγο παρακάτω συνάντησαν και τον κυνηγό. «’Ελα µαζί µας, είπε µε επιτακτικό ύφος η Φίτσα, «πάµε να ταΐσουμε την κωλόγρια», κι ο κυνηγός ακολούθησε συµπληρώνοντας την τρόικα διάσωσης της γιαγιάς. Στη διαδροµή η Μαυρογαλαζοπραοινοσκουφίτσα µοιράστηκε µε τους συνεργούς της το σχέδιο διάσωσης: «Εσύ θα αναλάβεις να της κάνεις PSI», είπε στον Λύκο, «εσύ θα αναλάβεις την αποκρατικοποίησή της, θα κάνεις το σπίτι φύλλο φτερό, θα καταγράψεις οτιδήποτε έχει αξία», είπε στον κυνηγό «κι εγώ θα την ταΐσω µε τη θρεπτική σούπα από δηλητηριώδη µανιτάρια».
Η τρόικα διάσωσης της γιαγιάς µπούκαρε στο σπίτι, η γιαγιά κατατροµαγµένη πετάχτηκε από το κρεβάτι της, ύστερα ηρέµησε κάπως αντικρίζοντας την εγγονή της, αλλά φοβισµένη πάντα, άρχισε τις ερωτήσεις.
«Μαυρογαλαζοπρασινοσκουφίτοα, γιατί ο κυνηγός ψάχνει όλο το σπίτι:».
«Ψάχνει για εγγυήσεις, γιαγιά µου, γιατί σ’ αυτή τη ζωή τίποτα δεν είναι δωρεάν, ούτε καν µια σούπα».
«Φίτσα µου, από πότε ο Λύκος έχει γίνει Φίλος σου; Και γιατί µε πασπατεύει µε τα γαµψά του νύχια;»
«Σου κάνει PSI, γιαγιούλα, είναι νέου τύπου θεραπευτικό µασάζ».
«Φίτσα µου, γιατί η σούπα που µε ταίζεις είναι κατάπικρη; Γιατί νιώθω να χάνω το φως µου:» «Γιατί δεν υπάρχουν ανώδυνες θεραπείες, γιαγιούλα µου. Α, και πριν χάσεις εντελώς το φως σου, βάλε µια υπογραφούλα εδώ να τελειώνουµε».
«Όλα καλά µε τη γιαγιά», ρώτησε τη Μαυρογαλαζοπρασινοσκουφίτσα η µητέρα της, όταν γύρισε σπίτι. «Όλα καλά. Το PSI πέτυχε, η ασθενής απέθανε. Ίσα που πρόλαβα και της πήρα υπογραφή στη διαθήκη».
ΚΙΜΠΙ