Παλαιότερα και συγκεκριμένα πριν από το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι μοναδικές ασχολίες των κατοίκων του Χελιού ήσαν η Κτηνοτροφία και η Γεωργία.
29
Από την κτηνοτροφία κυριαρχούσαν τα γιδοπρόβατα που αριθμούσαν 50 000-60.000 κεφάλια και το κύριο εισόδημα των κατοίκων ήταν τα Κτηνοτροφικά προϊόντα και τα έσοδα από την πώληση αυτών Τα γίδια και τα πρόβατα τους καλοκαιρινούς μήνες έβοσκαν ελεύθερα σε όλη ορεινή έκταση του αραχναίου, μέσα στα όρια της κοινότητας. Το καλοκαίρι τα μικρά αυτά ζώα κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες νερού. Τα πρόβατα τα πότιζαν στα ιδιωτικά πηγάδια του χωριού, στα ιδιωτικά πηγάδια στα φράκια και• στο κοινόχρηστο πηγάδι του Πηλιαρού.
Από τα γίδια πολλά κοπάδια τα πότιζαν επίσης σε ιδιωτικά πηγάδια. α όμως κοπάδια όπως έχει προαναφερθεί κατέβαιναν το καλοκαίρι υπώρειες του Αραχναίου όπου υπήρχαν αρκετά τρεχούμενα νερά στον Αμαριανό, στη Δήμαινα κ.λ.π. και τις βραδινές ώρες ανέβαιναν πάλι στις πλαγιές του Αραχναίου για βοσκή.
Το χειμώνα όλα τα μεγάλα κοπάδια παραχείμαζαν σε χαμηλότερες περιοχές και κύρια στις βαθιές χαράδρες που σχημάτιζαν τα ρέματα που κατέβαιναν από1 τα βουνά προς τα χαμηλότερα μέρη και που όλα αυτά στην πορεία τους ενώνονταν σε ένα ρέμα που κατέληγε πάντα στη θάλασσα, είτε στον Αργολικό Κόλπο, είτε στον Σαρωνικό Κόλπο από την πλευρά της Επιδαυρίας περιοχής.
Τα μικρά κοπάδια το χειμώνα γίνονταν οικόσιτα και ζούσαν μέσα στο χωριό.
Πολλοί τσοπάνηδες που δεν διέθεταν ιδιόκτητους βοσκότοπους στην περιοχή του Χελιού παραχείμαζαν σε μισθωμένα στανοτόπια, είτε στην περιοχή του Χελιού είτε και έξω από την περιοχή του Χελιού, στις υπώρειες του Αραχναίου. προς την Επίδαυρο, προς το Λυγουριό, προς την Κάντια κλπ.
Η επεξεργασία του γάλακτος γινόταν μέσα στο χωριό όπου λειτουργούσαν 5-6 τυροκομεία τα οποία κατασκεύαζαν κυρίως το σκληρό Κεφαλοτύρι σαν κύριο προϊόν και δευτερεύοντα προϊόντα τη μυτζήθρα και το βούτυρο.
Τυρί φέτα έφτιαχναν μόνοι τους οι κτηνοτρόφοι για ατομική τους χρήση και για να εφοδιάζουν επίσης τις εύπορες οικογένειες του χωριού που δεν είχαν ενασχόληση με την κτηνοτροφία. Τα τυροκομεία δεν έφτιαχναν καθόλου φέτα.
Τα αρνιά και τα κατσίκια σφαζόντουσαν στο χωριό από εποχιακούς χασάπηδες οι οποίοι στη συνέχεια τα προωθούσαν στις αγορές της Αθήνας και του Πειραιά κυρίως και ελάχιστα στις αγορές του Αργούς, του Ναυπλίου και της Κορίνθου/Η διακίνηση των σφαγείων από το χωριό γινόταν με μουλάρια μέχρι τα συγκοινωνιακά κέντρα, κυρίως στο Χιλιομόδι Κορινθίας και από εκεί σιδηροδρομικώς προς Αθήνα και Πειραιά.
Τα μεγάλα ζώα γίδια και πρόβατα οι τσοπάνηδες τα ανανέωναν κάθε χρόνο, κρατώντας κατσίκια και αρνάδες και πουλώντας τα γέρικα άνω των έξι χρόνων, καθώς επίσης και τα ακατάλληλα για παραγωγή γάλακτος μαλλιού κ.λ.π. Η πώληση αυτών των μεγάλων ζώων γινόταν συνήθως τον Αύγουστο μήνα σε χασάπηδες από την Αργολίδα και την Κορινθία που
30
ερχόντουσαν στο χωρίο και τα αγόραζαν ζωντανά και σε κοπάδια έφευγαν από το χωριό και πεζοπορώντας τα μετέφεραν στα κέντρα καταναλώσεως, όπου και γινόταν η σφαγή και η πώληση αυτών.
Πολλά από τα μεγάλα ζώα γίδια και πρόβατα τα έσφαζαν στο χωριό όπου γινόταν και η κατανάλωση αυτών τα οποία τα πουλούσαν είτε σε ωμό κρέας στα σπίτια, είτε και ψητό (Γκιόσες) στα μαγαζιά.
Τα μαλλιά των προβάτων χρησιμοποιούντο κατά κύριο λόγο για τις ατομικές ανάγκες των κατοίκων του χωριού. Με αυτά οι κάτοικοι του χωριού κατασκεύαζαν Κλινοσκεπάσματα (Βελέντζες, Χειράμια, Μπατανίες, λιοπάνες κ.λ.π.), ατομικά ρούχα (Παλτά, Σακάκια, Παντελόνια, πουλόβερ κ.λ.π.), ακόμα και εσώρουχα (φανέλες υφαντές και πλεχτές, γάντια, κάλτσες κ.λ.π.) ελάχιστες δε ποσότητες μαλλιών πωλούντο ακατέργαστα στην αγορά του Άργους.
Τα μαλλιά από τα γίδια χρησιμοποιούντο αποκλειστικά από τους τσοπάνηδες που έφτιαχναν κάπες για το χειμώνα και χοντρά Κλινοσκεπάσματα (Πρόκοβες) τα οποία χρησιμοποιούντο^ κυρίως για στρώματα. Οι Βελέντζες, οι Κάπες, οι Πρόκοβες και τα μάλλινα για Παλτά προτού χρησιμοποιηθούν στελνόντουσαν πρώτα στη νεροτριβή στο Κεφαλάρι του Αργούς και εκεί έπαιρναν άλλη μορφή, γινόντουσαν χοντρά, χνουδάτα σαν Καμηλό.
Από τα γεωργικά προϊόντα μόνο ο καπνός έδινε στους κατοίκους του χωριού κάποιο μικρό εισόδημα, ενώ από τα υπόλοιπα γεωργικά προϊόντα, δηλαδή σιτηρά, όσπρια κ.λ.π. η παραγωγή ήταν μικρή που μόλις κάλυπτε τις ατομικές τους ανάγκες και τις ανάγκες σε τροφές των μεγάλων οικόσιτων ζώων (Μουλαριών) και δεν περίσσευε τίποτα για πώληση.
Ευχαριστημένοι ήσαν οι κάτοικοι του χωριού αν οι κλιματολογικές συνθήκες ευνοούσαν τα σπαρτά τους και από την καλλιέργεια αυτών μπορούσαν να εξασφαλίσουν τις αναγκαίες ποσότητες για τη διατροφή τους και για τη διατροφή των μεγάλων οικόσιτων ζώων, τα οποία τους ήσαν απαραίτητα για τις γεωργικές τους εργασίες και τις μεταφορικές τους ανάγκες.
Το κυριότερο όμως, όπως αναφέρθηκε, γεωργικό προϊόν για πώληση ήταν ο καπνός που καλλιεργείτο το καλοκαίρι σε σημαντικές εκτάσεις, κυρίως γύρω από το χωριό (στα γιούρτια) αλλά και σε άλλα μέρη με μεγαλύτερο ή μικρότερο υψόμετρο από το χωριό και σε απόσταση 5 μέχρι 10 χιλιόμετρα με την προϋπόθεση τα χωράφια αυτά να ήσαν λιγότερο πετροχώραφα και οι περιοχές αυτές ήσαν τα Φράκια, η Πίουϊα, τα Μακρύσια, το Λάκκωμα, η Μεγάλη-λάκα, τα Χωραφάκια, ο Πηλιαρός, η Βίλια το Χιλιομόδι τα Πουρναράκια το Μοναστήρι και ακόμα και ο Αμαριανός πριν ακόμα δημιουργηθεί εκεί οικισμός. Πάντοτε για την καλλιέργεια του Καπνού χρησιμοποιούσαν παχιά και επίπεδα συνήθως χωράφια και απέφευγαν τις πεζούλες στις απότομες πλαγιές.
Η παραγωγή όμως του καπνού είχε πάντα εξάρτηση από τις καιρικές συνθήκες. Εάν την εποχή της μεταφύτευσης του καπνού από τα σπορεία στα χωράφια την άνοιξη και συνέχεια τους πρώτους μήνες του καλοκαιριού
31
Οι βροχές ήσαν συχνές τότε τα καπνά μεγάλωναν και η παραγωγή ήταν καλή για τους καπνοκαλλιεργητές. Όταν όμως ο καιρός ήταν ξηρός και χωρίς βροχές στην καλλιεργητική περίοδο και αυτό συνέβαινε τις πιο πολλές φορές, τότε και η παραγωγή του καπνού ήταν ελάχιστη και τα έσοδα από την πώληση αυτού μηδαμινά.
Σήμερα οι συνθήκες καλλιέργειας του καπνού έχουν ριζικά αλλάξει στο χωριό καλλιεργούνται ελάχιστες εκτάσεις με καπνά και αυτές επιλεκτικές. Η καλλιέργεια του καπνού έχει μεταφερθεί στον Αργολικό κάμπο σε χωράφια εύφορα τα οποία μισθώνονται από τους καλλιεργητές του χωριού. Τα χωράφια αυτά είναι αρδεύσιμα και η στρεμματική τους απόδοση πολύ ικανοποιητική.
Η ξήρανση όμως του καπνού και η παραπέρα επεξεργασία του γίνεται στο Χέλι, όπου μεταφέρονται τα φύλλα αυτού αμέσως μετά τη συλλογή.
Το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων του Χελιού, πριν από το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν πάρα πολύ χαμηλό. Υπήρχαν οικογένειες στο χωριό που το εισόδημα τους ήταν λίγο σιτάρι για το ψωμί τους και σχεδόν τίποτα άλλο. Εργασία για μεροκάματο πολύ περιορισμένη και εποχιακή. Το καλοκαίρι μόνο στο θέρος μπορούσαν να δουλέψουν αλλά και εκεί το μεροκάματο ήταν εξευτελιστικό, δύο οκάδες σιτάρι την ημέρα οι γυναίκες και τρεις οκάδες οι άνδρες. Το χειμώνα στη συλλογή του ελαιοκάρπου το μεροκάματο ήταν 300 δράμια λάδι οι γυναίκες και μία οκά οι άνδρες. Όσοι από τους άνδρες δούλευαν στα ελαιοτριβεία, που τότε ήσαν χειροκίνητα, έπαιρναν μέχρι και δύο οκάδες λάδι την ημέρα.
Για την καθημερινή τους τροφή μαγείρευαν άγρια λαχανικά που τα μάζευαν στα χωράφια. Ήμερα λαχανικά και όλα τα ζαρζαβατικά τα προμηθευόντουσαν από τον Αργολικό κάμπο κάνοντας ανταλλαγές με κοπριά ή και καυσόξυλα που εκείνη την εποχή ήταν περιζήτητα στον κάμπο.
Καραβάνια από μουλάρια φορτωμένα ξύλα ή φουσκί κάθε μέρα κατηφόριζαν προς τον κάμπο από τα μεσάνυχτα και κατά το μεσημέρι γύριζαν στο χωριό, το χειμώνα φορτωμένα με Λάχανα, Κουνουπίδια. Σέλινα, Γουλιά, Πράσα, κ.λ.π. και το καλοκαίρι Ντομάτες, Μελιτζάνες. Αγγούρια, Καρπούζια, Ξυλάγγουρα, κ.λ.π. όλα βέβαια τα είδη αυτά ήσαν διαλογής, δηλαδή ότι άφηναν στο παραγωγό οι έμπορο μανάβηδες.
Χρήματα στους περισσότερους κατοίκους του χωριού, κυκλοφορούσαν ελάχιστα και αυτά τα διέθεταν για να αγοράσουν πατάτες. κρεμμύδια, ζυμαρικά, ρύζι, ζάχαρη, κ.λ.π.
Οι τσοπάνηδες τα χρήματα που εισέπρατταν από τα κτηνοτροφικά τους προϊόντα τα διέθεταν για αγοράσουν στάρι, για να εξασφαλίσουν το ψωμί όλης της χρόνισες και λάδι ,αν και για λάδι χρησιμοποιούσαν κυρίως λίπος από τα χοιρινά που έτρεφαν σχεδόν όλοι στα σπίτια τους. Η διατροφή των χοιρινών γινόταν πάντα με ελάχιστο κόστος .γιατί τα έτρεφαν με φυσικές τροφές που αφθονούσαν στην περιοχή. Στην αρχή που τα αγόραζαν μικρά κατά μήνα Φεβρουάριο η Μάρτιο τα τάιζαν με τυρόγαλο. το
32
καλοκαίρι με γκόρτσα ττου τα μάζευαν ελευθέρα, στην γύρω από το χωριό περιοχή, στη συνέχεια το φθινόπωρο τα τάιζαν με βελάνια που και αυτά αφθονούσαν στην περιοχή και από το Νοέμβριο μέχρι και το Φεβρουάριο που τα έσφαζαν τα τάιζαν με λιοκόκκι που προμηθευόντουσαν από τα ελαιοτριβεία, μαζί με λίγο κριθάλευρο. Μέσα δε σε ένα χρόνο το βάρος των χοιρινών έφθανε τις 120-150 οκάδες. Το λαρδί το έλιωναν και το έκαναν λίπος και τσιγαρίδες. το δε ψαχνό το έφτιαναν παστό που το σκέπαζαν με λίπος μέσα σε λαγήνια και όλα αυτά τα παράγωγα από τα χοιρινά, τα χρησιμοποιούσαν για τροφή όλο το χρόνο.
Η Κτηνοτροφία όπως έχει αναφερθεί παραπάνω μέχρι το 1938 ήταν ανθηρή στο χωριό κυρίως δε η αιγοτροφία γιατί υπήρχαν ελεύθερες εκτάσεις για γιδοβοσκή σε ολόκληρο το οροπέδιο του Αραχναίου. Μα και αυτή όμως υπέστη δεινό πλήγμα από την δικτατορία του Μεταξά, που με το πρόσχημα ότι ήθελε να προστατέψει τα δάση, πήρε Νομοθετικά μέτρα για την εξόντωση κυριολεκτικά της αιγοτροφίας γιατί πίστευε πως τα γίδια ήταν η κύρια αιτία για την καταστροφή των δασών.
Έτσι το 1938 ψηφίστηκε Νόμος για την απαγόρευση της γιδοβοσκής σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων και η περιοχή του οροπεδίου του Αραχναίου, με σταδιακή όμως εφαρμογή από το Δασαρχείο Ναυπλίου.
Την πρώτη χρονιά εφαρμογής του Νόμου, απαγορεύτηκε η γιδοβοσκή στη μισή έκταση της περιοχής του οροπεδίου του Αραχναίου και συγκεκριμένα στη βόρεια περιοχή του οροπεδίου με άξονα διαχωρισμού τα Φράκια-Αμαριανός και φυσικό όριο την κοίτη του χείμαρρου που διασχίζει την περιοχή αυτή. και με την προϋπόθεση να επεκταθεί η απαγόρευση και στο υπόλοιπο τμήμα την επόμενη χρονιά.
Συνέπεια των απαγορεύσεων αυτών ήταν να υποστεί η αιγοτροφία ένα δεινό πλήγμα στη περιοχή του Αραχναίου με αποτέλεσμα να αναγκαστούν οι τσοπάνηδες, όσοι μπορούσαν να μεταναστεύσουν σε άλλες περιοχές όπου επιτρεπόταν ακόμα η γιδοβοσκή με σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις, άλλοι αναγκάστηκαν να πουλήσουν τα γίδια τους στο Χασάπη και πολλοί, οι πιο τολμηροί, να παραβούν το Νόμο και να διατηρήσουν τα γίδια τους παράνομα στην απαγορευμένη περιοχή, με κίνδυνο να πιαστούν από τις δασικές υπηρεσίες και να κατασχεθούν όλα τα γίδια και οι ίδιοι οι τσοπάνηδες να πάνε φυλακή.
ΣΤΟ μεταξύ κατά τον δεύτερο χρόνο εφαρμογής του Νόμου κηρύχτηκε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος και όπως ήταν φυσικό όλοι οι Νόμοι ατόνησαν, αλλά όμως η αιγοτροφία είχε μειωθεί πάρα πολύ τότε, ούτε τα μισά γίδια δεν είχαν μείνει από αυτά που υπήρχαν πριν από το 1938 στο χωριό.
Σήμερα η κτηνοτροφία δεν είναι πλέον το κύριο επάγγελμα των κατοίκων του χωριού. Εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις όπου διατηρούνται 10-20 μεγάλα κοπάδια από γίδια και λιγότερα από πρόβατα, υπάρχουν στο χωριό και αρκετά οικόσιτα ζώα σε μικρά κοπάδια από δέκα έως είκοσι κεφάλια.
33
Αλλά και η Γεωργία σήμερα με την παλαιά της μορφή είναι ανύπαρκτη στο χωριό εκτός από την καλλιέργεια του καπνού. Δημητριακά καλλιεργούνται μόνο στα χωράφια που είναι στο Λεκανοπέδιο του χωριού στο Μοναστήρι και σε ελάχιστες ακόμη μικρές εκτάσεις, οι οποίες μπορεί να καλλιεργηθούν με τρακτέρ, ενώ τα χωράφια, που στις πλαγιές έχουν εγκαταλειφθεί τελείως, επειδή είναι άγονα και πετρώδη η καλλιέργεια τους είναι ασύμφορη σαν κοπιαστική και μη αποδοτική με αποτέλεσμα οι εκτάσεις αυτές να έχουν γεμίσει σήμερα με πουρνάρια, σφάκες κ.λ.π. και να έχουν μεταβληθεί σε δασικές εκτάσεις Σήμερα οι κάτοικοι ασχολούνται εποχιακά κα, με άλλες εργασίες έξω από το χωριό Ολόκληρη τη χειμερινή περίοδο που στο χωριό δεν υπάρχουν δουλείες κατεβαίνουν κάτω στον κάμπο και εργάζονται στη συγκομιδή των πορτοκαλιών, είτε στα χωράφια μαζεύοντας πορτοκαλιά, είτε μέσα στα συσκευαστήρια των πορτοκαλιών. Αργότερα στις αρχές του καλοκαιριού ασχολούνται επίσης και στη συλλογή των βερίκοκων, πολλοί δε και μέσα στα εργοστάσια της μεταποίησης των φρούτων και λαχανικών, που λειτουργούν στη περιοχή μας.