Σήμερα το Χέλι επικοινωνεί με τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα του Νομού μας το Άργος και το Ναύπλιο με αμαξιτό και ασφαλτοστρωμένο δρόμο.
Η διάνοιξη του δρόμου αυτού είχε αρχίσει από τα τελευταία προπολεμικά χρόνια και ολοκληρώθηκε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, δηλαδή από το 1936 μέχρι και το 1950, αργότερα δε στη δεκαετία του 1960 έγινε η διαπλάτυνση αυτού και πήρε την τελική μορφή που έχει σήμερα, τότε δε έγινε και η πρώτη ασφαλτόστρωση αυτού. Παλαιότερα ο δρόμος αυτός ήταν μουλαρόδρομος.
Ο αμαξιτός δρόμος από το χωριό μέχρι τη θέση Σκάλα είναι σήμερα μοναδικός προς την κατεύθυνση του Αργολικού κάμπου. Στο κάτω μέρος της Σκάλας διχάζεται και ο ένας κλάδος κατεβαίνει προς τον Αμαριανό με αρκετές στροφές, έπειτα διασχίζει την καλλιεργήσιμη έκταση του Αμαριανού, περνάει μέσα από τον οικισμό του Αμαριανού και οδηγεί στο Αργός αφού πρώτα περνάει μέσα από την Αγία Τριάδα (Μέρμπακα) το Λάλουκα και την Πυργέλα. Κατά μήκος του δρόμου αυτού από Αμαριανό μέχρι Αργος υπάρχουν δεξιά και αριστερά διάφορες διακλαδώσεις από τις οποίες το Χέλι μπορεί να επικοινωνήσει με όλα σχεδόν τα χωριά του Αργολικού Κάμπου.
35
Ο δεύτερος κλάδος του δρόμου από τη Σκάλα που οδηγεί στο διασχίζει τις δυτικές υπώρειες του συγκροτήματος Αραχναίου, περνάει από τον οικισμό της Γκάτζιας, τον Αγιο Δημήτριο, την Καζαρμα, τα πυργιώτικα την Αρεια, το Πολύγωνο και καταλήγει στο Ναύπλιο.
Στη διαδρομή αυτή υπάρχουν διακλαδίσεις προς Λυγουριο και από εκει προς Παλαιά και Νέα Επίδαυρο και προς ολόκληρη την Ερμιονίδα. Άλλη διακλάδωση αριστερά οδηγεί προς Λευκάκια, Ασίνη, Τολό και Δρέπανο Βιβάρι, Κάντια, Καρνεζέϊκα, Ιρια, δεξιά δε υπάρχει δρόμος που προς τον Άγιο Αδριανό (Κατσίγκρι) και το Πολύγωνο. Λεωφορειακή επικοινωνία υπάρχει μόνο με Ναύπλιο που είναι η πρωτεύουσα του Νομού και εκεί βρίσκονται όλες οι Αρχές και οι Δημόσιες Υπηρεσίες που εξυπηρετούν το Χέλι. Το ίδιο Λεωφορείο εξυπηρετεί και τους κατοίκους της Γκάζιας και του Αγίου Δημητρίου από όπου περνάει.
Σήμερα όμως οι κάτοικοι του Χελιού που διαθέτουν Ι.Χ. αυτοκίνητο εξυπηρετούνται καλύτερα στην επικοινωνία τους με το Αργός, το Ναύπλιο και τα χωριά του κάμπου από τον αμαξιτό δρόμο Χέλι-Αγία Τριάδα και από εκεί προς Ναύπλιο και Αργός, γιατί είναι πιο ομαλός και συντομότερος κατά πέντε περίπου χιλιόμετρα από τον λεωφορειόδρομο Χέλι-Άγιος Δημήτριος- Ναύπλιο.
Αμαξιτός δρόμος ασφαλτοστρωμένος υπάρχει σήμερα και από Χέλι προς Αγγελόκαστρο και από εκεί προς Κόρινθο και Αθήνα και ο δρόμος αυτός χρησιμοποιείται από τους κατοίκους του Χελιού μόνο για την μετακίνηση τους προς την Κόρινθο-Αθήνα και αντίστροφα με τα Ι.Χ, αυτοκίνητα τους.
Πριν όμως από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το Χέλι βρισκόταν κυριολεκτικά σε απομόνωση και η επικοινωνία με τις άλλες περιοχές της Αργολίδας και της γειτονικής Κορινθίας, γινόταν μόνο με τα μουλάρια και μάλιστα από κακής βατότητας δρόμους που περνούσαν από δύσβατες περιοχές και πολλές φορές η πορεία αυτή γινόταν και επικίνδυνη.
Ο σπουδαιότερος Μουλαρόδρομος ήταν αυτός που συνέδεε το Χέλι με το Ναύπλιο και το Αργός. Ο δρόμος αυτός μέχρι το κάτω μέρος της Σκάλας είχε την ίδια πορεία με το σημερινό αμαξιτό δρόμο με μερικές μόνο παραλλαγές σε διάφορα σημεία. Στη Σκάλα επάνω η πορεία ήταν τελείως διαφορετική από τη σημερινή. Οι στροφές ήταν περισσότερες, μικρές και απότομες, ενώ οι σημερινές είναι λιγότερες, μεγαλύτερες σε έκταση και αρκετά ομαλές.
Στο κάτω μέρος της Σκάλας ο δρόμος διχαζόταν σε δύο κλάδους. Ο ένας κλάδος ακολουθούσε τον σημερινό αμαξιτό δρόμο με παραλλαγές στις στροφές και κατέβαινε στον Αμαριανό και από εκεί στην ίδια πορεία με τον σημερινό κατέληγε στο Αργός, μια πορεία Χέλι-Αργος περίπου έξι ώρες.
Οι δρόμοι από Αγία Τριάδα προς το Αργός και το Ναύπλιο ήσαν αμαξιτοί όχι όμως και ασφαλτοστρωμένοι. Λίγα χρόνια πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μικρά φορτηγά αμάξια μπορούσαν να φθάσουν με κάποια βέβαια δυσκολία μέχρι το πηγαδάκι και έτσι οι Χελιώτες τα βαριά
36
εμπορεύματα μπορούσαν να τα μεταφέρουν μέχρι εκεί με αυτοκίνητο και από εκεί βέβαια στο Χέλι οπωσδήποτε μόνο με μουλάρια.
Το δεύτερο μονοπάτι της διακλάδωσης κάτω από τη Σκάλα ακολουθούσε διεύθυνση κατευθείαν προς το Ναύπλιο, ακολουθώντας την κορυφογραμμή των πολλών λόφων που σχημάτιζε το έδαφος στην περιοχή εκείνη και η οποία χώριζε την κοιλάδα του Αμαριανού σε δυο μέρη, στον Αμαριανό και στον Μουσταφά όπως ονομαζόντουσαν τότε. Σήμερα Αμαριανός λέγεται ολόκληρη η περιοχή δυτικά του Αραχναίου όρους και περιλαμβάνει και τις δύο κοιλάδες.
Το πρώτο χωριό που συναντούσαμε πηγαίνοντας προς το Ναύπλιο ήταν το Νέο-Ροεινό (Κιναμπάρδι), πριν δε από αυτό το χωριό και δεξιά του δρόμου υπήρχε ο οικισμός το Μακρύ λιθάρι. Στη συνέχεια ο δρόμος περνούσε από τον Άγιο Αδριανό (Κατσίγκρι) και από εκεί κατευθείαν στο Ναύπλιο, αφού αριστερά άφηνε το μικρό οικισμό Κουμπουρέϊκα και παρακάτω το στρατόπεδο του Πολυγώνου. Η απόσταση Χέλι-Ναύπλιο από αυτόν τον δρόμο ήταν περίπου είκοσι χιλιόμετρα και τα μουλάρια έκαναν περίπου πέντε ώρες.
Από τη Σκάλα υπήρχε και τρίτο μονοπάτι με Νοτιοανατολική κατεύθυνση, που περνούσε από τον οικισμό της Γκάτζιας και από εκεί υπήρχαν δύο διακλαδώσεις που η μία οδηγούσε προς το Μοναστήρι του Καρακαλά (σήμερα Μονή Αγίου Δημητρίου-Καρακαλά) και η δεύτερη αφού διέσχιζε την καλλιεργούμενη περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το χωριό Άγιος Δημήτριος, έφθανε στην Καζάρμα όπου γινόταν η σύνδεση με τον αμαξιτό δρόμο που συνέδεε το Ναύπλιο μα το Λυγουριό και τη νέα Επίδαυρο.
Σ΄αυτό το ιστολόγιο θα διαβάσετε εκτός των άλλων και την ιστορία του χωριού Αραχναίο που βρίσκεται στο Νομό Αργολίδας.
Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010
11. Η Περιοχή γύρω από το Χωριό
Το χέλι δεν έχει οπτική επαφή με κανένα άλλο χωριό του Νομού μας.
Σε οποιαδήποτε κατεύθυνση και αν κοιτάξει κανείς μέσα από το χωριό παντού βλέπει τις βουνοκορυφές του Αραχναίου. Ένα μόνο μικρό άνοιγμα υπάρχει προς την δύση που κάνει ορατές τις βουνοκορυφές του Αρτεμισίου και του Παρθενίου.
Στα βόρεια του χωριού υψώνεται η Μπρίνια είναι η νότια πλευρά της Τραπεζώνας. Παλαιότερα στη Μπρίνια έβλεπες μόνο πέτρες και τίποτα άλλο. Εδώ και εξήντα όμως χρόνια ένα κομμάτι της Μπρίνιας κοντά στο χωριό, φυτεύτηκε με πεύκα και κυπαρίσσια και το γεγονός αυτό άλλαξε την όψη της Μπρίνιας. Βλέπεις τώρα επάνω από το χωριό ένα αλσύλλιο, ενώ ψηλότερα ακόμα και μέχρι την Τραπέζωνα έχουν αναπτυχθεί τα πουρνάρια λόγω του περιορισμού της γιδοβοσκής με απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου του Αραχναίου και έτσι η γκρίζα όψη που είχε παλαιά, τώρα μεταβάλλεται σιγά-σιγά σε πράσινη. Η ανάπτυξη όμως της βλάστησης εδώ είναι βραδεία επειδή το έδαφος είναι πετρώδες και κυριολεκτικά άγονο.
Νότια του χωριού περνάει το ρέμα που έρχεται από τα φράκια και ενώνεται με ένα δεύτερο ρέμα που έρχεται από τον ΑΡΝΑ και στη συνέχεια Κατευθύνεται προς τον Αμαριανό όπως έχει ήδη περιγραφεί σε άλλο κεφάλαιο.
Από το χωριό μέχρι το ρέμα εκτείνεται μια καλλιεργήσιμη έκταση(τα γιούρτια ) που είναι και τα πιο γόνιμα χωράφια του χωριού και στην έκταση αυτή βρίσκονται διάσπαρτα όλα τα πηγάδια που υπάρχουν στο χωριό,
34
ιδιωτικά και Κοινοτικά, εκτός από ελάχιστα που υπάρχουν και μέσα στο χωριό.
Μετά το ρέμα νοτιότερα υπάρχει άλλη καλλιεργήσιμη έκταση που φθάνει μέχρι τις υπώρειες της βουνοκορυφής Σιούρι και ονομάζεται Κοκκινιά. Και η έκταση αυτή αποτελείται από χωράφια γόνιμα που καλλιεργούνται ακόμα συστηματικά όπως και τα Γιούρτια, κυρίως με καπνά, αλλά και δημητριακά και όσπρια. Επίπεδες καλλιεργήσιμες εκτάσεις υπάρχουν σε διαφορετικές τοποθεσίες σε διαφορετικό υψόμετρο και σε διαφορετικές αποστάσεις από το χωριό. Σε όλες τις βουνοπλαγιές του Αραχναίου υπάρχουν πεζούλες που όμως η καλλιέργεια τους έχει σταματήσει για λόγους που σε άλλο κεφάλαιο έχουν αναφερθεί.
Η μεγαλύτερη έκταση του οροπεδίου του Αραχναίου είναι κατάφυτη από θάμνους, κυρίως πουρνάρια, σφάκες, κ.λ.π. αλλά προ παντός όλη η έκταση είναι διάσπαρτη από πέτρες ασβεστολιθικές, μικρές, μεγάλες και βράχια. Δέντρα μεγάλα υπάρχουν μεμονωμένα μόνο μέσα στις καλλιεργήσιμες εκτάσεις που είναι κυρίως πουρνάρια, γκοριτσιές κ.λ.π.
Συστάδες δένδρων που να αποτελούν σήμερα δάσος υπάρχουν μόνο σε ορισμένες χαράδρες του οροπεδίου του Αραχναίου, που είναι ιδιωτικές εκτάσεις και για το λόγο αυτό έχει διαφυλαχθεί το δάσος. Μέσα στο χωριό υπάρχουν αρκετά δέντρα ήμερα που την πρώτη θέση κατέχει η αμυγδαλιά έπειτα η συκιά και μετά η μουριά. Ολόκληρη η περιοχή στερείται οποροφόρων δέντρων και αυτό οφείλεται στην παντελή έλλειψη του νερού.
Σε οποιαδήποτε κατεύθυνση και αν κοιτάξει κανείς μέσα από το χωριό παντού βλέπει τις βουνοκορυφές του Αραχναίου. Ένα μόνο μικρό άνοιγμα υπάρχει προς την δύση που κάνει ορατές τις βουνοκορυφές του Αρτεμισίου και του Παρθενίου.
Στα βόρεια του χωριού υψώνεται η Μπρίνια είναι η νότια πλευρά της Τραπεζώνας. Παλαιότερα στη Μπρίνια έβλεπες μόνο πέτρες και τίποτα άλλο. Εδώ και εξήντα όμως χρόνια ένα κομμάτι της Μπρίνιας κοντά στο χωριό, φυτεύτηκε με πεύκα και κυπαρίσσια και το γεγονός αυτό άλλαξε την όψη της Μπρίνιας. Βλέπεις τώρα επάνω από το χωριό ένα αλσύλλιο, ενώ ψηλότερα ακόμα και μέχρι την Τραπέζωνα έχουν αναπτυχθεί τα πουρνάρια λόγω του περιορισμού της γιδοβοσκής με απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου του Αραχναίου και έτσι η γκρίζα όψη που είχε παλαιά, τώρα μεταβάλλεται σιγά-σιγά σε πράσινη. Η ανάπτυξη όμως της βλάστησης εδώ είναι βραδεία επειδή το έδαφος είναι πετρώδες και κυριολεκτικά άγονο.
Νότια του χωριού περνάει το ρέμα που έρχεται από τα φράκια και ενώνεται με ένα δεύτερο ρέμα που έρχεται από τον ΑΡΝΑ και στη συνέχεια Κατευθύνεται προς τον Αμαριανό όπως έχει ήδη περιγραφεί σε άλλο κεφάλαιο.
Από το χωριό μέχρι το ρέμα εκτείνεται μια καλλιεργήσιμη έκταση(τα γιούρτια ) που είναι και τα πιο γόνιμα χωράφια του χωριού και στην έκταση αυτή βρίσκονται διάσπαρτα όλα τα πηγάδια που υπάρχουν στο χωριό,
34
ιδιωτικά και Κοινοτικά, εκτός από ελάχιστα που υπάρχουν και μέσα στο χωριό.
Μετά το ρέμα νοτιότερα υπάρχει άλλη καλλιεργήσιμη έκταση που φθάνει μέχρι τις υπώρειες της βουνοκορυφής Σιούρι και ονομάζεται Κοκκινιά. Και η έκταση αυτή αποτελείται από χωράφια γόνιμα που καλλιεργούνται ακόμα συστηματικά όπως και τα Γιούρτια, κυρίως με καπνά, αλλά και δημητριακά και όσπρια. Επίπεδες καλλιεργήσιμες εκτάσεις υπάρχουν σε διαφορετικές τοποθεσίες σε διαφορετικό υψόμετρο και σε διαφορετικές αποστάσεις από το χωριό. Σε όλες τις βουνοπλαγιές του Αραχναίου υπάρχουν πεζούλες που όμως η καλλιέργεια τους έχει σταματήσει για λόγους που σε άλλο κεφάλαιο έχουν αναφερθεί.
Η μεγαλύτερη έκταση του οροπεδίου του Αραχναίου είναι κατάφυτη από θάμνους, κυρίως πουρνάρια, σφάκες, κ.λ.π. αλλά προ παντός όλη η έκταση είναι διάσπαρτη από πέτρες ασβεστολιθικές, μικρές, μεγάλες και βράχια. Δέντρα μεγάλα υπάρχουν μεμονωμένα μόνο μέσα στις καλλιεργήσιμες εκτάσεις που είναι κυρίως πουρνάρια, γκοριτσιές κ.λ.π.
Συστάδες δένδρων που να αποτελούν σήμερα δάσος υπάρχουν μόνο σε ορισμένες χαράδρες του οροπεδίου του Αραχναίου, που είναι ιδιωτικές εκτάσεις και για το λόγο αυτό έχει διαφυλαχθεί το δάσος. Μέσα στο χωριό υπάρχουν αρκετά δέντρα ήμερα που την πρώτη θέση κατέχει η αμυγδαλιά έπειτα η συκιά και μετά η μουριά. Ολόκληρη η περιοχή στερείται οποροφόρων δέντρων και αυτό οφείλεται στην παντελή έλλειψη του νερού.
10. Ασχολίες τωνκατοίκων του Χελιού
Παλαιότερα και συγκεκριμένα πριν από το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι μοναδικές ασχολίες των κατοίκων του Χελιού ήσαν η Κτηνοτροφία και η Γεωργία.
29
Από την κτηνοτροφία κυριαρχούσαν τα γιδοπρόβατα που αριθμούσαν 50 000-60.000 κεφάλια και το κύριο εισόδημα των κατοίκων ήταν τα Κτηνοτροφικά προϊόντα και τα έσοδα από την πώληση αυτών Τα γίδια και τα πρόβατα τους καλοκαιρινούς μήνες έβοσκαν ελεύθερα σε όλη ορεινή έκταση του αραχναίου, μέσα στα όρια της κοινότητας. Το καλοκαίρι τα μικρά αυτά ζώα κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες νερού. Τα πρόβατα τα πότιζαν στα ιδιωτικά πηγάδια του χωριού, στα ιδιωτικά πηγάδια στα φράκια και• στο κοινόχρηστο πηγάδι του Πηλιαρού.
Από τα γίδια πολλά κοπάδια τα πότιζαν επίσης σε ιδιωτικά πηγάδια. α όμως κοπάδια όπως έχει προαναφερθεί κατέβαιναν το καλοκαίρι υπώρειες του Αραχναίου όπου υπήρχαν αρκετά τρεχούμενα νερά στον Αμαριανό, στη Δήμαινα κ.λ.π. και τις βραδινές ώρες ανέβαιναν πάλι στις πλαγιές του Αραχναίου για βοσκή.
Το χειμώνα όλα τα μεγάλα κοπάδια παραχείμαζαν σε χαμηλότερες περιοχές και κύρια στις βαθιές χαράδρες που σχημάτιζαν τα ρέματα που κατέβαιναν από1 τα βουνά προς τα χαμηλότερα μέρη και που όλα αυτά στην πορεία τους ενώνονταν σε ένα ρέμα που κατέληγε πάντα στη θάλασσα, είτε στον Αργολικό Κόλπο, είτε στον Σαρωνικό Κόλπο από την πλευρά της Επιδαυρίας περιοχής.
Τα μικρά κοπάδια το χειμώνα γίνονταν οικόσιτα και ζούσαν μέσα στο χωριό.
Πολλοί τσοπάνηδες που δεν διέθεταν ιδιόκτητους βοσκότοπους στην περιοχή του Χελιού παραχείμαζαν σε μισθωμένα στανοτόπια, είτε στην περιοχή του Χελιού είτε και έξω από την περιοχή του Χελιού, στις υπώρειες του Αραχναίου. προς την Επίδαυρο, προς το Λυγουριό, προς την Κάντια κλπ.
Η επεξεργασία του γάλακτος γινόταν μέσα στο χωριό όπου λειτουργούσαν 5-6 τυροκομεία τα οποία κατασκεύαζαν κυρίως το σκληρό Κεφαλοτύρι σαν κύριο προϊόν και δευτερεύοντα προϊόντα τη μυτζήθρα και το βούτυρο.
Τυρί φέτα έφτιαχναν μόνοι τους οι κτηνοτρόφοι για ατομική τους χρήση και για να εφοδιάζουν επίσης τις εύπορες οικογένειες του χωριού που δεν είχαν ενασχόληση με την κτηνοτροφία. Τα τυροκομεία δεν έφτιαχναν καθόλου φέτα.
Τα αρνιά και τα κατσίκια σφαζόντουσαν στο χωριό από εποχιακούς χασάπηδες οι οποίοι στη συνέχεια τα προωθούσαν στις αγορές της Αθήνας και του Πειραιά κυρίως και ελάχιστα στις αγορές του Αργούς, του Ναυπλίου και της Κορίνθου/Η διακίνηση των σφαγείων από το χωριό γινόταν με μουλάρια μέχρι τα συγκοινωνιακά κέντρα, κυρίως στο Χιλιομόδι Κορινθίας και από εκεί σιδηροδρομικώς προς Αθήνα και Πειραιά.
Τα μεγάλα ζώα γίδια και πρόβατα οι τσοπάνηδες τα ανανέωναν κάθε χρόνο, κρατώντας κατσίκια και αρνάδες και πουλώντας τα γέρικα άνω των έξι χρόνων, καθώς επίσης και τα ακατάλληλα για παραγωγή γάλακτος μαλλιού κ.λ.π. Η πώληση αυτών των μεγάλων ζώων γινόταν συνήθως τον Αύγουστο μήνα σε χασάπηδες από την Αργολίδα και την Κορινθία που
30
ερχόντουσαν στο χωρίο και τα αγόραζαν ζωντανά και σε κοπάδια έφευγαν από το χωριό και πεζοπορώντας τα μετέφεραν στα κέντρα καταναλώσεως, όπου και γινόταν η σφαγή και η πώληση αυτών.
Πολλά από τα μεγάλα ζώα γίδια και πρόβατα τα έσφαζαν στο χωριό όπου γινόταν και η κατανάλωση αυτών τα οποία τα πουλούσαν είτε σε ωμό κρέας στα σπίτια, είτε και ψητό (Γκιόσες) στα μαγαζιά.
Τα μαλλιά των προβάτων χρησιμοποιούντο κατά κύριο λόγο για τις ατομικές ανάγκες των κατοίκων του χωριού. Με αυτά οι κάτοικοι του χωριού κατασκεύαζαν Κλινοσκεπάσματα (Βελέντζες, Χειράμια, Μπατανίες, λιοπάνες κ.λ.π.), ατομικά ρούχα (Παλτά, Σακάκια, Παντελόνια, πουλόβερ κ.λ.π.), ακόμα και εσώρουχα (φανέλες υφαντές και πλεχτές, γάντια, κάλτσες κ.λ.π.) ελάχιστες δε ποσότητες μαλλιών πωλούντο ακατέργαστα στην αγορά του Άργους.
Τα μαλλιά από τα γίδια χρησιμοποιούντο αποκλειστικά από τους τσοπάνηδες που έφτιαχναν κάπες για το χειμώνα και χοντρά Κλινοσκεπάσματα (Πρόκοβες) τα οποία χρησιμοποιούντο^ κυρίως για στρώματα. Οι Βελέντζες, οι Κάπες, οι Πρόκοβες και τα μάλλινα για Παλτά προτού χρησιμοποιηθούν στελνόντουσαν πρώτα στη νεροτριβή στο Κεφαλάρι του Αργούς και εκεί έπαιρναν άλλη μορφή, γινόντουσαν χοντρά, χνουδάτα σαν Καμηλό.
Από τα γεωργικά προϊόντα μόνο ο καπνός έδινε στους κατοίκους του χωριού κάποιο μικρό εισόδημα, ενώ από τα υπόλοιπα γεωργικά προϊόντα, δηλαδή σιτηρά, όσπρια κ.λ.π. η παραγωγή ήταν μικρή που μόλις κάλυπτε τις ατομικές τους ανάγκες και τις ανάγκες σε τροφές των μεγάλων οικόσιτων ζώων (Μουλαριών) και δεν περίσσευε τίποτα για πώληση.
Ευχαριστημένοι ήσαν οι κάτοικοι του χωριού αν οι κλιματολογικές συνθήκες ευνοούσαν τα σπαρτά τους και από την καλλιέργεια αυτών μπορούσαν να εξασφαλίσουν τις αναγκαίες ποσότητες για τη διατροφή τους και για τη διατροφή των μεγάλων οικόσιτων ζώων, τα οποία τους ήσαν απαραίτητα για τις γεωργικές τους εργασίες και τις μεταφορικές τους ανάγκες.
Το κυριότερο όμως, όπως αναφέρθηκε, γεωργικό προϊόν για πώληση ήταν ο καπνός που καλλιεργείτο το καλοκαίρι σε σημαντικές εκτάσεις, κυρίως γύρω από το χωριό (στα γιούρτια) αλλά και σε άλλα μέρη με μεγαλύτερο ή μικρότερο υψόμετρο από το χωριό και σε απόσταση 5 μέχρι 10 χιλιόμετρα με την προϋπόθεση τα χωράφια αυτά να ήσαν λιγότερο πετροχώραφα και οι περιοχές αυτές ήσαν τα Φράκια, η Πίουϊα, τα Μακρύσια, το Λάκκωμα, η Μεγάλη-λάκα, τα Χωραφάκια, ο Πηλιαρός, η Βίλια το Χιλιομόδι τα Πουρναράκια το Μοναστήρι και ακόμα και ο Αμαριανός πριν ακόμα δημιουργηθεί εκεί οικισμός. Πάντοτε για την καλλιέργεια του Καπνού χρησιμοποιούσαν παχιά και επίπεδα συνήθως χωράφια και απέφευγαν τις πεζούλες στις απότομες πλαγιές.
Η παραγωγή όμως του καπνού είχε πάντα εξάρτηση από τις καιρικές συνθήκες. Εάν την εποχή της μεταφύτευσης του καπνού από τα σπορεία στα χωράφια την άνοιξη και συνέχεια τους πρώτους μήνες του καλοκαιριού
31
Οι βροχές ήσαν συχνές τότε τα καπνά μεγάλωναν και η παραγωγή ήταν καλή για τους καπνοκαλλιεργητές. Όταν όμως ο καιρός ήταν ξηρός και χωρίς βροχές στην καλλιεργητική περίοδο και αυτό συνέβαινε τις πιο πολλές φορές, τότε και η παραγωγή του καπνού ήταν ελάχιστη και τα έσοδα από την πώληση αυτού μηδαμινά.
Σήμερα οι συνθήκες καλλιέργειας του καπνού έχουν ριζικά αλλάξει στο χωριό καλλιεργούνται ελάχιστες εκτάσεις με καπνά και αυτές επιλεκτικές. Η καλλιέργεια του καπνού έχει μεταφερθεί στον Αργολικό κάμπο σε χωράφια εύφορα τα οποία μισθώνονται από τους καλλιεργητές του χωριού. Τα χωράφια αυτά είναι αρδεύσιμα και η στρεμματική τους απόδοση πολύ ικανοποιητική.
Η ξήρανση όμως του καπνού και η παραπέρα επεξεργασία του γίνεται στο Χέλι, όπου μεταφέρονται τα φύλλα αυτού αμέσως μετά τη συλλογή.
Το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων του Χελιού, πριν από το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν πάρα πολύ χαμηλό. Υπήρχαν οικογένειες στο χωριό που το εισόδημα τους ήταν λίγο σιτάρι για το ψωμί τους και σχεδόν τίποτα άλλο. Εργασία για μεροκάματο πολύ περιορισμένη και εποχιακή. Το καλοκαίρι μόνο στο θέρος μπορούσαν να δουλέψουν αλλά και εκεί το μεροκάματο ήταν εξευτελιστικό, δύο οκάδες σιτάρι την ημέρα οι γυναίκες και τρεις οκάδες οι άνδρες. Το χειμώνα στη συλλογή του ελαιοκάρπου το μεροκάματο ήταν 300 δράμια λάδι οι γυναίκες και μία οκά οι άνδρες. Όσοι από τους άνδρες δούλευαν στα ελαιοτριβεία, που τότε ήσαν χειροκίνητα, έπαιρναν μέχρι και δύο οκάδες λάδι την ημέρα.
Για την καθημερινή τους τροφή μαγείρευαν άγρια λαχανικά που τα μάζευαν στα χωράφια. Ήμερα λαχανικά και όλα τα ζαρζαβατικά τα προμηθευόντουσαν από τον Αργολικό κάμπο κάνοντας ανταλλαγές με κοπριά ή και καυσόξυλα που εκείνη την εποχή ήταν περιζήτητα στον κάμπο.
Καραβάνια από μουλάρια φορτωμένα ξύλα ή φουσκί κάθε μέρα κατηφόριζαν προς τον κάμπο από τα μεσάνυχτα και κατά το μεσημέρι γύριζαν στο χωριό, το χειμώνα φορτωμένα με Λάχανα, Κουνουπίδια. Σέλινα, Γουλιά, Πράσα, κ.λ.π. και το καλοκαίρι Ντομάτες, Μελιτζάνες. Αγγούρια, Καρπούζια, Ξυλάγγουρα, κ.λ.π. όλα βέβαια τα είδη αυτά ήσαν διαλογής, δηλαδή ότι άφηναν στο παραγωγό οι έμπορο μανάβηδες.
Χρήματα στους περισσότερους κατοίκους του χωριού, κυκλοφορούσαν ελάχιστα και αυτά τα διέθεταν για να αγοράσουν πατάτες. κρεμμύδια, ζυμαρικά, ρύζι, ζάχαρη, κ.λ.π.
Οι τσοπάνηδες τα χρήματα που εισέπρατταν από τα κτηνοτροφικά τους προϊόντα τα διέθεταν για αγοράσουν στάρι, για να εξασφαλίσουν το ψωμί όλης της χρόνισες και λάδι ,αν και για λάδι χρησιμοποιούσαν κυρίως λίπος από τα χοιρινά που έτρεφαν σχεδόν όλοι στα σπίτια τους. Η διατροφή των χοιρινών γινόταν πάντα με ελάχιστο κόστος .γιατί τα έτρεφαν με φυσικές τροφές που αφθονούσαν στην περιοχή. Στην αρχή που τα αγόραζαν μικρά κατά μήνα Φεβρουάριο η Μάρτιο τα τάιζαν με τυρόγαλο. το
32
καλοκαίρι με γκόρτσα ττου τα μάζευαν ελευθέρα, στην γύρω από το χωριό περιοχή, στη συνέχεια το φθινόπωρο τα τάιζαν με βελάνια που και αυτά αφθονούσαν στην περιοχή και από το Νοέμβριο μέχρι και το Φεβρουάριο που τα έσφαζαν τα τάιζαν με λιοκόκκι που προμηθευόντουσαν από τα ελαιοτριβεία, μαζί με λίγο κριθάλευρο. Μέσα δε σε ένα χρόνο το βάρος των χοιρινών έφθανε τις 120-150 οκάδες. Το λαρδί το έλιωναν και το έκαναν λίπος και τσιγαρίδες. το δε ψαχνό το έφτιαναν παστό που το σκέπαζαν με λίπος μέσα σε λαγήνια και όλα αυτά τα παράγωγα από τα χοιρινά, τα χρησιμοποιούσαν για τροφή όλο το χρόνο.
Η Κτηνοτροφία όπως έχει αναφερθεί παραπάνω μέχρι το 1938 ήταν ανθηρή στο χωριό κυρίως δε η αιγοτροφία γιατί υπήρχαν ελεύθερες εκτάσεις για γιδοβοσκή σε ολόκληρο το οροπέδιο του Αραχναίου. Μα και αυτή όμως υπέστη δεινό πλήγμα από την δικτατορία του Μεταξά, που με το πρόσχημα ότι ήθελε να προστατέψει τα δάση, πήρε Νομοθετικά μέτρα για την εξόντωση κυριολεκτικά της αιγοτροφίας γιατί πίστευε πως τα γίδια ήταν η κύρια αιτία για την καταστροφή των δασών.
Έτσι το 1938 ψηφίστηκε Νόμος για την απαγόρευση της γιδοβοσκής σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων και η περιοχή του οροπεδίου του Αραχναίου, με σταδιακή όμως εφαρμογή από το Δασαρχείο Ναυπλίου.
Την πρώτη χρονιά εφαρμογής του Νόμου, απαγορεύτηκε η γιδοβοσκή στη μισή έκταση της περιοχής του οροπεδίου του Αραχναίου και συγκεκριμένα στη βόρεια περιοχή του οροπεδίου με άξονα διαχωρισμού τα Φράκια-Αμαριανός και φυσικό όριο την κοίτη του χείμαρρου που διασχίζει την περιοχή αυτή. και με την προϋπόθεση να επεκταθεί η απαγόρευση και στο υπόλοιπο τμήμα την επόμενη χρονιά.
Συνέπεια των απαγορεύσεων αυτών ήταν να υποστεί η αιγοτροφία ένα δεινό πλήγμα στη περιοχή του Αραχναίου με αποτέλεσμα να αναγκαστούν οι τσοπάνηδες, όσοι μπορούσαν να μεταναστεύσουν σε άλλες περιοχές όπου επιτρεπόταν ακόμα η γιδοβοσκή με σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις, άλλοι αναγκάστηκαν να πουλήσουν τα γίδια τους στο Χασάπη και πολλοί, οι πιο τολμηροί, να παραβούν το Νόμο και να διατηρήσουν τα γίδια τους παράνομα στην απαγορευμένη περιοχή, με κίνδυνο να πιαστούν από τις δασικές υπηρεσίες και να κατασχεθούν όλα τα γίδια και οι ίδιοι οι τσοπάνηδες να πάνε φυλακή.
ΣΤΟ μεταξύ κατά τον δεύτερο χρόνο εφαρμογής του Νόμου κηρύχτηκε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος και όπως ήταν φυσικό όλοι οι Νόμοι ατόνησαν, αλλά όμως η αιγοτροφία είχε μειωθεί πάρα πολύ τότε, ούτε τα μισά γίδια δεν είχαν μείνει από αυτά που υπήρχαν πριν από το 1938 στο χωριό.
Σήμερα η κτηνοτροφία δεν είναι πλέον το κύριο επάγγελμα των κατοίκων του χωριού. Εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις όπου διατηρούνται 10-20 μεγάλα κοπάδια από γίδια και λιγότερα από πρόβατα, υπάρχουν στο χωριό και αρκετά οικόσιτα ζώα σε μικρά κοπάδια από δέκα έως είκοσι κεφάλια.
33
Αλλά και η Γεωργία σήμερα με την παλαιά της μορφή είναι ανύπαρκτη στο χωριό εκτός από την καλλιέργεια του καπνού. Δημητριακά καλλιεργούνται μόνο στα χωράφια που είναι στο Λεκανοπέδιο του χωριού στο Μοναστήρι και σε ελάχιστες ακόμη μικρές εκτάσεις, οι οποίες μπορεί να καλλιεργηθούν με τρακτέρ, ενώ τα χωράφια, που στις πλαγιές έχουν εγκαταλειφθεί τελείως, επειδή είναι άγονα και πετρώδη η καλλιέργεια τους είναι ασύμφορη σαν κοπιαστική και μη αποδοτική με αποτέλεσμα οι εκτάσεις αυτές να έχουν γεμίσει σήμερα με πουρνάρια, σφάκες κ.λ.π. και να έχουν μεταβληθεί σε δασικές εκτάσεις Σήμερα οι κάτοικοι ασχολούνται εποχιακά κα, με άλλες εργασίες έξω από το χωριό Ολόκληρη τη χειμερινή περίοδο που στο χωριό δεν υπάρχουν δουλείες κατεβαίνουν κάτω στον κάμπο και εργάζονται στη συγκομιδή των πορτοκαλιών, είτε στα χωράφια μαζεύοντας πορτοκαλιά, είτε μέσα στα συσκευαστήρια των πορτοκαλιών. Αργότερα στις αρχές του καλοκαιριού ασχολούνται επίσης και στη συλλογή των βερίκοκων, πολλοί δε και μέσα στα εργοστάσια της μεταποίησης των φρούτων και λαχανικών, που λειτουργούν στη περιοχή μας.
29
Από την κτηνοτροφία κυριαρχούσαν τα γιδοπρόβατα που αριθμούσαν 50 000-60.000 κεφάλια και το κύριο εισόδημα των κατοίκων ήταν τα Κτηνοτροφικά προϊόντα και τα έσοδα από την πώληση αυτών Τα γίδια και τα πρόβατα τους καλοκαιρινούς μήνες έβοσκαν ελεύθερα σε όλη ορεινή έκταση του αραχναίου, μέσα στα όρια της κοινότητας. Το καλοκαίρι τα μικρά αυτά ζώα κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες νερού. Τα πρόβατα τα πότιζαν στα ιδιωτικά πηγάδια του χωριού, στα ιδιωτικά πηγάδια στα φράκια και• στο κοινόχρηστο πηγάδι του Πηλιαρού.
Από τα γίδια πολλά κοπάδια τα πότιζαν επίσης σε ιδιωτικά πηγάδια. α όμως κοπάδια όπως έχει προαναφερθεί κατέβαιναν το καλοκαίρι υπώρειες του Αραχναίου όπου υπήρχαν αρκετά τρεχούμενα νερά στον Αμαριανό, στη Δήμαινα κ.λ.π. και τις βραδινές ώρες ανέβαιναν πάλι στις πλαγιές του Αραχναίου για βοσκή.
Το χειμώνα όλα τα μεγάλα κοπάδια παραχείμαζαν σε χαμηλότερες περιοχές και κύρια στις βαθιές χαράδρες που σχημάτιζαν τα ρέματα που κατέβαιναν από1 τα βουνά προς τα χαμηλότερα μέρη και που όλα αυτά στην πορεία τους ενώνονταν σε ένα ρέμα που κατέληγε πάντα στη θάλασσα, είτε στον Αργολικό Κόλπο, είτε στον Σαρωνικό Κόλπο από την πλευρά της Επιδαυρίας περιοχής.
Τα μικρά κοπάδια το χειμώνα γίνονταν οικόσιτα και ζούσαν μέσα στο χωριό.
Πολλοί τσοπάνηδες που δεν διέθεταν ιδιόκτητους βοσκότοπους στην περιοχή του Χελιού παραχείμαζαν σε μισθωμένα στανοτόπια, είτε στην περιοχή του Χελιού είτε και έξω από την περιοχή του Χελιού, στις υπώρειες του Αραχναίου. προς την Επίδαυρο, προς το Λυγουριό, προς την Κάντια κλπ.
Η επεξεργασία του γάλακτος γινόταν μέσα στο χωριό όπου λειτουργούσαν 5-6 τυροκομεία τα οποία κατασκεύαζαν κυρίως το σκληρό Κεφαλοτύρι σαν κύριο προϊόν και δευτερεύοντα προϊόντα τη μυτζήθρα και το βούτυρο.
Τυρί φέτα έφτιαχναν μόνοι τους οι κτηνοτρόφοι για ατομική τους χρήση και για να εφοδιάζουν επίσης τις εύπορες οικογένειες του χωριού που δεν είχαν ενασχόληση με την κτηνοτροφία. Τα τυροκομεία δεν έφτιαχναν καθόλου φέτα.
Τα αρνιά και τα κατσίκια σφαζόντουσαν στο χωριό από εποχιακούς χασάπηδες οι οποίοι στη συνέχεια τα προωθούσαν στις αγορές της Αθήνας και του Πειραιά κυρίως και ελάχιστα στις αγορές του Αργούς, του Ναυπλίου και της Κορίνθου/Η διακίνηση των σφαγείων από το χωριό γινόταν με μουλάρια μέχρι τα συγκοινωνιακά κέντρα, κυρίως στο Χιλιομόδι Κορινθίας και από εκεί σιδηροδρομικώς προς Αθήνα και Πειραιά.
Τα μεγάλα ζώα γίδια και πρόβατα οι τσοπάνηδες τα ανανέωναν κάθε χρόνο, κρατώντας κατσίκια και αρνάδες και πουλώντας τα γέρικα άνω των έξι χρόνων, καθώς επίσης και τα ακατάλληλα για παραγωγή γάλακτος μαλλιού κ.λ.π. Η πώληση αυτών των μεγάλων ζώων γινόταν συνήθως τον Αύγουστο μήνα σε χασάπηδες από την Αργολίδα και την Κορινθία που
30
ερχόντουσαν στο χωρίο και τα αγόραζαν ζωντανά και σε κοπάδια έφευγαν από το χωριό και πεζοπορώντας τα μετέφεραν στα κέντρα καταναλώσεως, όπου και γινόταν η σφαγή και η πώληση αυτών.
Πολλά από τα μεγάλα ζώα γίδια και πρόβατα τα έσφαζαν στο χωριό όπου γινόταν και η κατανάλωση αυτών τα οποία τα πουλούσαν είτε σε ωμό κρέας στα σπίτια, είτε και ψητό (Γκιόσες) στα μαγαζιά.
Τα μαλλιά των προβάτων χρησιμοποιούντο κατά κύριο λόγο για τις ατομικές ανάγκες των κατοίκων του χωριού. Με αυτά οι κάτοικοι του χωριού κατασκεύαζαν Κλινοσκεπάσματα (Βελέντζες, Χειράμια, Μπατανίες, λιοπάνες κ.λ.π.), ατομικά ρούχα (Παλτά, Σακάκια, Παντελόνια, πουλόβερ κ.λ.π.), ακόμα και εσώρουχα (φανέλες υφαντές και πλεχτές, γάντια, κάλτσες κ.λ.π.) ελάχιστες δε ποσότητες μαλλιών πωλούντο ακατέργαστα στην αγορά του Άργους.
Τα μαλλιά από τα γίδια χρησιμοποιούντο αποκλειστικά από τους τσοπάνηδες που έφτιαχναν κάπες για το χειμώνα και χοντρά Κλινοσκεπάσματα (Πρόκοβες) τα οποία χρησιμοποιούντο^ κυρίως για στρώματα. Οι Βελέντζες, οι Κάπες, οι Πρόκοβες και τα μάλλινα για Παλτά προτού χρησιμοποιηθούν στελνόντουσαν πρώτα στη νεροτριβή στο Κεφαλάρι του Αργούς και εκεί έπαιρναν άλλη μορφή, γινόντουσαν χοντρά, χνουδάτα σαν Καμηλό.
Από τα γεωργικά προϊόντα μόνο ο καπνός έδινε στους κατοίκους του χωριού κάποιο μικρό εισόδημα, ενώ από τα υπόλοιπα γεωργικά προϊόντα, δηλαδή σιτηρά, όσπρια κ.λ.π. η παραγωγή ήταν μικρή που μόλις κάλυπτε τις ατομικές τους ανάγκες και τις ανάγκες σε τροφές των μεγάλων οικόσιτων ζώων (Μουλαριών) και δεν περίσσευε τίποτα για πώληση.
Ευχαριστημένοι ήσαν οι κάτοικοι του χωριού αν οι κλιματολογικές συνθήκες ευνοούσαν τα σπαρτά τους και από την καλλιέργεια αυτών μπορούσαν να εξασφαλίσουν τις αναγκαίες ποσότητες για τη διατροφή τους και για τη διατροφή των μεγάλων οικόσιτων ζώων, τα οποία τους ήσαν απαραίτητα για τις γεωργικές τους εργασίες και τις μεταφορικές τους ανάγκες.
Το κυριότερο όμως, όπως αναφέρθηκε, γεωργικό προϊόν για πώληση ήταν ο καπνός που καλλιεργείτο το καλοκαίρι σε σημαντικές εκτάσεις, κυρίως γύρω από το χωριό (στα γιούρτια) αλλά και σε άλλα μέρη με μεγαλύτερο ή μικρότερο υψόμετρο από το χωριό και σε απόσταση 5 μέχρι 10 χιλιόμετρα με την προϋπόθεση τα χωράφια αυτά να ήσαν λιγότερο πετροχώραφα και οι περιοχές αυτές ήσαν τα Φράκια, η Πίουϊα, τα Μακρύσια, το Λάκκωμα, η Μεγάλη-λάκα, τα Χωραφάκια, ο Πηλιαρός, η Βίλια το Χιλιομόδι τα Πουρναράκια το Μοναστήρι και ακόμα και ο Αμαριανός πριν ακόμα δημιουργηθεί εκεί οικισμός. Πάντοτε για την καλλιέργεια του Καπνού χρησιμοποιούσαν παχιά και επίπεδα συνήθως χωράφια και απέφευγαν τις πεζούλες στις απότομες πλαγιές.
Η παραγωγή όμως του καπνού είχε πάντα εξάρτηση από τις καιρικές συνθήκες. Εάν την εποχή της μεταφύτευσης του καπνού από τα σπορεία στα χωράφια την άνοιξη και συνέχεια τους πρώτους μήνες του καλοκαιριού
31
Οι βροχές ήσαν συχνές τότε τα καπνά μεγάλωναν και η παραγωγή ήταν καλή για τους καπνοκαλλιεργητές. Όταν όμως ο καιρός ήταν ξηρός και χωρίς βροχές στην καλλιεργητική περίοδο και αυτό συνέβαινε τις πιο πολλές φορές, τότε και η παραγωγή του καπνού ήταν ελάχιστη και τα έσοδα από την πώληση αυτού μηδαμινά.
Σήμερα οι συνθήκες καλλιέργειας του καπνού έχουν ριζικά αλλάξει στο χωριό καλλιεργούνται ελάχιστες εκτάσεις με καπνά και αυτές επιλεκτικές. Η καλλιέργεια του καπνού έχει μεταφερθεί στον Αργολικό κάμπο σε χωράφια εύφορα τα οποία μισθώνονται από τους καλλιεργητές του χωριού. Τα χωράφια αυτά είναι αρδεύσιμα και η στρεμματική τους απόδοση πολύ ικανοποιητική.
Η ξήρανση όμως του καπνού και η παραπέρα επεξεργασία του γίνεται στο Χέλι, όπου μεταφέρονται τα φύλλα αυτού αμέσως μετά τη συλλογή.
Το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων του Χελιού, πριν από το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν πάρα πολύ χαμηλό. Υπήρχαν οικογένειες στο χωριό που το εισόδημα τους ήταν λίγο σιτάρι για το ψωμί τους και σχεδόν τίποτα άλλο. Εργασία για μεροκάματο πολύ περιορισμένη και εποχιακή. Το καλοκαίρι μόνο στο θέρος μπορούσαν να δουλέψουν αλλά και εκεί το μεροκάματο ήταν εξευτελιστικό, δύο οκάδες σιτάρι την ημέρα οι γυναίκες και τρεις οκάδες οι άνδρες. Το χειμώνα στη συλλογή του ελαιοκάρπου το μεροκάματο ήταν 300 δράμια λάδι οι γυναίκες και μία οκά οι άνδρες. Όσοι από τους άνδρες δούλευαν στα ελαιοτριβεία, που τότε ήσαν χειροκίνητα, έπαιρναν μέχρι και δύο οκάδες λάδι την ημέρα.
Για την καθημερινή τους τροφή μαγείρευαν άγρια λαχανικά που τα μάζευαν στα χωράφια. Ήμερα λαχανικά και όλα τα ζαρζαβατικά τα προμηθευόντουσαν από τον Αργολικό κάμπο κάνοντας ανταλλαγές με κοπριά ή και καυσόξυλα που εκείνη την εποχή ήταν περιζήτητα στον κάμπο.
Καραβάνια από μουλάρια φορτωμένα ξύλα ή φουσκί κάθε μέρα κατηφόριζαν προς τον κάμπο από τα μεσάνυχτα και κατά το μεσημέρι γύριζαν στο χωριό, το χειμώνα φορτωμένα με Λάχανα, Κουνουπίδια. Σέλινα, Γουλιά, Πράσα, κ.λ.π. και το καλοκαίρι Ντομάτες, Μελιτζάνες. Αγγούρια, Καρπούζια, Ξυλάγγουρα, κ.λ.π. όλα βέβαια τα είδη αυτά ήσαν διαλογής, δηλαδή ότι άφηναν στο παραγωγό οι έμπορο μανάβηδες.
Χρήματα στους περισσότερους κατοίκους του χωριού, κυκλοφορούσαν ελάχιστα και αυτά τα διέθεταν για να αγοράσουν πατάτες. κρεμμύδια, ζυμαρικά, ρύζι, ζάχαρη, κ.λ.π.
Οι τσοπάνηδες τα χρήματα που εισέπρατταν από τα κτηνοτροφικά τους προϊόντα τα διέθεταν για αγοράσουν στάρι, για να εξασφαλίσουν το ψωμί όλης της χρόνισες και λάδι ,αν και για λάδι χρησιμοποιούσαν κυρίως λίπος από τα χοιρινά που έτρεφαν σχεδόν όλοι στα σπίτια τους. Η διατροφή των χοιρινών γινόταν πάντα με ελάχιστο κόστος .γιατί τα έτρεφαν με φυσικές τροφές που αφθονούσαν στην περιοχή. Στην αρχή που τα αγόραζαν μικρά κατά μήνα Φεβρουάριο η Μάρτιο τα τάιζαν με τυρόγαλο. το
32
καλοκαίρι με γκόρτσα ττου τα μάζευαν ελευθέρα, στην γύρω από το χωριό περιοχή, στη συνέχεια το φθινόπωρο τα τάιζαν με βελάνια που και αυτά αφθονούσαν στην περιοχή και από το Νοέμβριο μέχρι και το Φεβρουάριο που τα έσφαζαν τα τάιζαν με λιοκόκκι που προμηθευόντουσαν από τα ελαιοτριβεία, μαζί με λίγο κριθάλευρο. Μέσα δε σε ένα χρόνο το βάρος των χοιρινών έφθανε τις 120-150 οκάδες. Το λαρδί το έλιωναν και το έκαναν λίπος και τσιγαρίδες. το δε ψαχνό το έφτιαναν παστό που το σκέπαζαν με λίπος μέσα σε λαγήνια και όλα αυτά τα παράγωγα από τα χοιρινά, τα χρησιμοποιούσαν για τροφή όλο το χρόνο.
Η Κτηνοτροφία όπως έχει αναφερθεί παραπάνω μέχρι το 1938 ήταν ανθηρή στο χωριό κυρίως δε η αιγοτροφία γιατί υπήρχαν ελεύθερες εκτάσεις για γιδοβοσκή σε ολόκληρο το οροπέδιο του Αραχναίου. Μα και αυτή όμως υπέστη δεινό πλήγμα από την δικτατορία του Μεταξά, που με το πρόσχημα ότι ήθελε να προστατέψει τα δάση, πήρε Νομοθετικά μέτρα για την εξόντωση κυριολεκτικά της αιγοτροφίας γιατί πίστευε πως τα γίδια ήταν η κύρια αιτία για την καταστροφή των δασών.
Έτσι το 1938 ψηφίστηκε Νόμος για την απαγόρευση της γιδοβοσκής σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων και η περιοχή του οροπεδίου του Αραχναίου, με σταδιακή όμως εφαρμογή από το Δασαρχείο Ναυπλίου.
Την πρώτη χρονιά εφαρμογής του Νόμου, απαγορεύτηκε η γιδοβοσκή στη μισή έκταση της περιοχής του οροπεδίου του Αραχναίου και συγκεκριμένα στη βόρεια περιοχή του οροπεδίου με άξονα διαχωρισμού τα Φράκια-Αμαριανός και φυσικό όριο την κοίτη του χείμαρρου που διασχίζει την περιοχή αυτή. και με την προϋπόθεση να επεκταθεί η απαγόρευση και στο υπόλοιπο τμήμα την επόμενη χρονιά.
Συνέπεια των απαγορεύσεων αυτών ήταν να υποστεί η αιγοτροφία ένα δεινό πλήγμα στη περιοχή του Αραχναίου με αποτέλεσμα να αναγκαστούν οι τσοπάνηδες, όσοι μπορούσαν να μεταναστεύσουν σε άλλες περιοχές όπου επιτρεπόταν ακόμα η γιδοβοσκή με σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις, άλλοι αναγκάστηκαν να πουλήσουν τα γίδια τους στο Χασάπη και πολλοί, οι πιο τολμηροί, να παραβούν το Νόμο και να διατηρήσουν τα γίδια τους παράνομα στην απαγορευμένη περιοχή, με κίνδυνο να πιαστούν από τις δασικές υπηρεσίες και να κατασχεθούν όλα τα γίδια και οι ίδιοι οι τσοπάνηδες να πάνε φυλακή.
ΣΤΟ μεταξύ κατά τον δεύτερο χρόνο εφαρμογής του Νόμου κηρύχτηκε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος και όπως ήταν φυσικό όλοι οι Νόμοι ατόνησαν, αλλά όμως η αιγοτροφία είχε μειωθεί πάρα πολύ τότε, ούτε τα μισά γίδια δεν είχαν μείνει από αυτά που υπήρχαν πριν από το 1938 στο χωριό.
Σήμερα η κτηνοτροφία δεν είναι πλέον το κύριο επάγγελμα των κατοίκων του χωριού. Εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις όπου διατηρούνται 10-20 μεγάλα κοπάδια από γίδια και λιγότερα από πρόβατα, υπάρχουν στο χωριό και αρκετά οικόσιτα ζώα σε μικρά κοπάδια από δέκα έως είκοσι κεφάλια.
33
Αλλά και η Γεωργία σήμερα με την παλαιά της μορφή είναι ανύπαρκτη στο χωριό εκτός από την καλλιέργεια του καπνού. Δημητριακά καλλιεργούνται μόνο στα χωράφια που είναι στο Λεκανοπέδιο του χωριού στο Μοναστήρι και σε ελάχιστες ακόμη μικρές εκτάσεις, οι οποίες μπορεί να καλλιεργηθούν με τρακτέρ, ενώ τα χωράφια, που στις πλαγιές έχουν εγκαταλειφθεί τελείως, επειδή είναι άγονα και πετρώδη η καλλιέργεια τους είναι ασύμφορη σαν κοπιαστική και μη αποδοτική με αποτέλεσμα οι εκτάσεις αυτές να έχουν γεμίσει σήμερα με πουρνάρια, σφάκες κ.λ.π. και να έχουν μεταβληθεί σε δασικές εκτάσεις Σήμερα οι κάτοικοι ασχολούνται εποχιακά κα, με άλλες εργασίες έξω από το χωριό Ολόκληρη τη χειμερινή περίοδο που στο χωριό δεν υπάρχουν δουλείες κατεβαίνουν κάτω στον κάμπο και εργάζονται στη συγκομιδή των πορτοκαλιών, είτε στα χωράφια μαζεύοντας πορτοκαλιά, είτε μέσα στα συσκευαστήρια των πορτοκαλιών. Αργότερα στις αρχές του καλοκαιριού ασχολούνται επίσης και στη συλλογή των βερίκοκων, πολλοί δε και μέσα στα εργοστάσια της μεταποίησης των φρούτων και λαχανικών, που λειτουργούν στη περιοχή μας.
Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010
9. Ύδρευση του Χελιού
Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι του χωριού ήταν η ύδρευση, τόσο για της ατομικές ανάγκες όσον και για τα ζώα τους μικρά και μεγάλα που ιδιαιτέρα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες νερού.
Στην περιφέρεια του χωριού η ύδρευση γινόταν από έξι κοινόχρηστα πηγάδια που υπήρχαν κοντά στο χωριό, από τα οποία τα πέντε βρίσκονται ακόμα και σήμερα, κατά μήκος του δρόμου από το μέσον του χωριού προς Νότο και το έκτο βρίσκεται ανατολικότερα και έχει ειδική ονομασία, λέγεται πηγάδι του Ποταμιάνου: γιατί είχε ανοιχτεί από τον Ευεργέτη Ποταμιάνο.
Τα τρία από τα πηγάδια αυτά χρησιμοποιούντο αποκλειστικά για το πότισμα των μεγάλων ζώων (κυρίως μουλάρια) που υπήρχαν στο χωριό και ήσαν αυτά αρκετά, πάνω από πεντακόσια, τα δε υπόλοιπα τρία χρησίμευαν για την ύδρευση των κατοίκων, από τα οποία κάθε σπίτι μπορούσε να πάρει 1-2 βαρέλια νερό από 20-25 οκάδες το καθένα και αυτά για μια μέρα. Αυτό το καθόριζε ειδικός υδρονομέας που ήταν διορισμένος από το Κοινοτικό Συμβούλιο του χωριού και ήταν υπεύθυνος για την πιστή τήρηση των αποφάσεων του Κοινοτικού Συμβουλίου νια το πόσο νερό θα πάρει την ημέρα η κάθε οικογένεια.
24
Όλα τα πηγάδια ήταν σφραγισμένα στο στόμιο και κάθε μέρα ήταν ένα ανοικτό για την ύδρευση στο οποίο επιτηρούσε συνέχεια ο υδρονομέας και ένα δεύτερο για το πότισμα των μεγάλων ζώων που δεν χρειάζοταν επιτήρηση γιατί σε αυτό μόνο τα ζώα ποτίζονταν και η ποσότητα δεν ήταν καθορισμένη.
Τα πηγάδια αυτά ήσαν μικρής απόδοσης. Το χειμώνα βέβαια γέμιζαν μέχρι επάνω σε σημείο που το νερό ξεχείλιζε από το στόμιο. Το νερό αυτό χρησιμοποιείτο το καλοκαίρι, γινόταν όμως και κάποια μικρή αναπλήρωση από αδύνατες πηγές που υπήρχαν στο πυθμένα του πηγαδιού, αλλά οργά ή γρήγορα προς το τέλος του καλοκαιριού όλα αυτά τα πηγάδια στέρευαν τελείως και τότε οι κάτοικοι για να πιουν νερό κατέφευγαν στον Πηλιαρό, μια ώρα περίπου μακριά, όπου υπήρχε κοινόχρηστο πηγάδι για να ποτίσουν τα μουλάρια τους και να γεμίσουν και δύο βαρέλια νερό που το φόρτωναν στα μουλάρια και το έφερναν στο χωριό. Αυτό γινόταν μια φορά την ημέρα.
Επειδή όμως πάντοτε παρουσιαζόταν η έλλειψη αυτή του νερού, οι πιο εύποροι κάτοικοι του χωριού, οι οποίοι διατηρούσαν και χωράφια εκεί κοντά στο χωριό, τα λεγόμενα γιούρτια είχαν αρχίσει από τα παλαιά χρόνια να ανοίγουν δικά τους πηγάδια για τις ανάγκες τους σε νερό, αλλά και πολλοί άνοιγαν τα πηγάδια αυτά για εκμετάλλευση, αφού στην περίοδο της λειψυδρίας πουλούσαν το νερό σε αυτούς που δεν είχαν δικά τους πηγάδια. Η τιμή είχε καθορισθεί σε μία δραχμή το βαρέλι.
Τα πηγάδια αυτά που αριθμούσαν μερικές δεκάδες ήσαν διάσπαρτα έξω από το χωριό, υπήρχαν όμως και μερικά μέσα στο χωριό που ανήκαν στους πιο εύπορους και τα είχαν μέσα στις αυλές τους. το νερό όμως αυτών των πηγαδιών δεν ήταν καλής ποιότητας. Ήταν γλυφό και ακατάλληλο για το βράσιμο των οσπρίων.
Ιδιωτικά πηγάδια ανοίγονταν πάντοτε δύο με τρία κάθε χρόνο και έτσι αυτά πλήθαιναν αρκετά με αποτέλεσμα το πόσιμο νερό να ήταν αρκετό για τους κατοίκους έστω και με πληρωμή.
Το άνοιγμα όμως ενός πηγαδιού δεν ήταν απλή υπόθεση, ήταν έργο κοπιαστικό και πολυδάπανο και για το λόγο αυτό μόνον οι εύποροι του χωριού μπορούσαν να το κάνουν. Λίγοι ήσαν οι τυχεροί που ανακάλυπταν με την έναρξη της εκσκαφής, παλαιό πηγάδι καταπλακωμένο, οπότε η δαπάνη περιοριζόταν αρκετά γιατί η μόνη εργασία που είχαν να κάνουν ήταν ο καθαρισμός του πηγαδιού από τα στερεά υλικά που ήταν γεμάτο.
Οι εργασίες για ένα πηγάδι ξεκινούσαν από την προμήθεια της πέτρας που θα χρησίμευε για το χτίσιμο του πηγαδιού που ήταν μια εργασία επίπονη και δαπανηρή. Οι πέτρες για το χτίσιμο εσωτερικά του πηγαδιού έπρεπε να ήσαν από νταμάρι ασβεστολιθικό, γερές και με μορφή και διαστάσεις καθορισμένες, μεγάλες μακρουλές με μήκος πάνω από πενήντα εκατοστά και όσο το δυνατόν ομοιόμορφες, γεγονός που καθιστούσε ακόμα πιο δύσκολη και δαπανηρή τη συγκέντρωση αυτών Αυτό ήταν το πρώτο στάδιο των εργασιών για το άνοιγμα του πηγαδιού.
25
Ακολουθούσε έπειτα το σκάψιμο του πηγαδιού που και η εργασία
αυτή ήταν επίπονη και δαπανηρή. Το πηγάδι είχε σχήμα πάντοτε κυλινδρικό με διάμετρο τρία έως τέσσερα μέτρα.
Για την εκσκαφή χρησιμοποιείτο συνεργείο πάνω από ένδεκα άτομα άνδρες και γυναίκες. Γύρω στα έξι άτομα βρίσκονταν μέσα στο πηγάδι από τους οποίους οι τέσσερις έσκαβαν με κασμάδες τοποθετούμενοι ανά δύο ακτινοειδώς και αγτιδιαμετρικά και άλλοι δύο με τα φτυάρια τους γέμιζαν τα ζεμπίλια με χώμα τα οποία στη συνέχεια αυτά ανασύρονταν ένα-ένα με χοντρό σκοινί (Παλαμάρι) που περνούσε από τροχαλία κρεμασμένη περίπου ενάμιση μέτρο επάνω από το στόμιο του πηγαδιού και σε ειδικό πατάρι που ήταν. κατασκευασμένο, εκεί βρισκόταν ένας άνδρας ο οποίος καθοδηγούσε το Ζεμπίλι που ήταν γεμάτο χώμα και το υποδεχόταν επάνω στο πατάρι. Το Παλαμάρι το τραβούσαν πάντοτε δύο γυναίκες μετακινούμενες οριζόντια επάνω στο έδαφος, το δε Ζεμπίλι γεμάτο-χώμα το έπαιρναν αμέσως άλλες δύο γυναίκες και το πήγαιναν σε καθορισμένο σημείο όπου το άδειαζαν και σιγά-σιγά σχηματιζόταν εκεί μικρός λοφίσκος. Το σκάψιμο απαιτούσε πολύ προσοχή γιατί πολλές φορές συνέβαιναν και ατυχήματα τα οποία μπορούσαν να είναι και θανατηφόρα, γιατί πολλές φορές έπεφταν από τα τοιχώματα μεγάλοι όγκοι χωμάτων και μπορούσαν να καταπλακώσουν τους εργαζομένους μέσα στο πηγάδι. Τέτοιο ατύχημα είχε συμβεί στο χωριό.
Αφού τελείωνε η εκσκαφή σε βάθος δέκα περίπου οργιές (15-18 μέτρα) άρχιζε μετά το δεύτερο στάδιο, το χτίσιμο του πηγαδιού εσωτερικά. Το χτίσιμο γινόταν με ξηρολιθοδομή κατά αριστοτεχνικό τρόπο. Οι τεχνίτες άρχιζαν το χτίσιμο κυκλικά και όταν έφθανε σε βάθος 3-4 μέτρα από το άνω μέρος και προχωρούσε το χτίσιμο στένευε η λιθοδομή και κατέληγε στο επάνω μέρος σε μικρό κυκλικό στόμιο με διάμετρο 60-80 εκατοστά του μέτρου και σε ύψος από την επιφάνεια του εδάφους 80 περίπου εκατοστά Ολόκληρος δε ο χώρος μεταξύ της λιθοδομής και του τοιχώματος του πηγαδιού γεμιζόταν με μεγάλες πέτρες.
Επίσης κυκλικά του στομίου του πηγαδιού και συνέχεια από τα τοιχώματα αυτού δημιουργείτο τοίχος σε ύψος περίπου 60-70 εκατοστά και το κενό αυτό γεμιζόταν επίσης με πέτρες κατά τέτοιο τρόπο που η επιφάνεια του αλωνιού, έτσι λεγόταν το επάνω μέρος του πηγαδιού, ήταν μία κυκλική επιφάνεια με κλίση από το στόμιο προς τα έξω και συνήθως ολόκληρη η επιφάνεια του αλωνιού καλυπτόταν με σκυρόδεμα, το δε στόμιο το διαμόρφωναν κυκλικό ή τετράγωνο υπερυψωμένου του αλωνιού κατά 10-15 εκατοστά και όλα αυτά για δύο λόγους, πρώτον για να συγκρατηθούν οι πέτρες του αλωνιού και να διαμορφωθεί και το στόμιο του πηγαδιού και δεύτερον για να δημιουργηθεί στεγανότητα στο αλώνι και να μην πέφτουν τα ακάθαρτα νερά μέσα στο πηγάδι.
Στο μικρό πλέον στόμιο του πηγαδιού τοποθετείτο και κάλυμμα ξύλινο η σιδερένιο με μεντεσέδες που μπορούσε να ανοιγοκλείνει και έμπαινε και λουκέτο για να μη συμβεί κανένα ατύχημα και πέσει κανένας απρόσεχτος μέσα στο πηγάδι.
Από την παραπάνω περιγραφή γίνεται
Στην περιφέρεια του χωριού η ύδρευση γινόταν από έξι κοινόχρηστα πηγάδια που υπήρχαν κοντά στο χωριό, από τα οποία τα πέντε βρίσκονται ακόμα και σήμερα, κατά μήκος του δρόμου από το μέσον του χωριού προς Νότο και το έκτο βρίσκεται ανατολικότερα και έχει ειδική ονομασία, λέγεται πηγάδι του Ποταμιάνου: γιατί είχε ανοιχτεί από τον Ευεργέτη Ποταμιάνο.
Τα τρία από τα πηγάδια αυτά χρησιμοποιούντο αποκλειστικά για το πότισμα των μεγάλων ζώων (κυρίως μουλάρια) που υπήρχαν στο χωριό και ήσαν αυτά αρκετά, πάνω από πεντακόσια, τα δε υπόλοιπα τρία χρησίμευαν για την ύδρευση των κατοίκων, από τα οποία κάθε σπίτι μπορούσε να πάρει 1-2 βαρέλια νερό από 20-25 οκάδες το καθένα και αυτά για μια μέρα. Αυτό το καθόριζε ειδικός υδρονομέας που ήταν διορισμένος από το Κοινοτικό Συμβούλιο του χωριού και ήταν υπεύθυνος για την πιστή τήρηση των αποφάσεων του Κοινοτικού Συμβουλίου νια το πόσο νερό θα πάρει την ημέρα η κάθε οικογένεια.
24
Όλα τα πηγάδια ήταν σφραγισμένα στο στόμιο και κάθε μέρα ήταν ένα ανοικτό για την ύδρευση στο οποίο επιτηρούσε συνέχεια ο υδρονομέας και ένα δεύτερο για το πότισμα των μεγάλων ζώων που δεν χρειάζοταν επιτήρηση γιατί σε αυτό μόνο τα ζώα ποτίζονταν και η ποσότητα δεν ήταν καθορισμένη.
Τα πηγάδια αυτά ήσαν μικρής απόδοσης. Το χειμώνα βέβαια γέμιζαν μέχρι επάνω σε σημείο που το νερό ξεχείλιζε από το στόμιο. Το νερό αυτό χρησιμοποιείτο το καλοκαίρι, γινόταν όμως και κάποια μικρή αναπλήρωση από αδύνατες πηγές που υπήρχαν στο πυθμένα του πηγαδιού, αλλά οργά ή γρήγορα προς το τέλος του καλοκαιριού όλα αυτά τα πηγάδια στέρευαν τελείως και τότε οι κάτοικοι για να πιουν νερό κατέφευγαν στον Πηλιαρό, μια ώρα περίπου μακριά, όπου υπήρχε κοινόχρηστο πηγάδι για να ποτίσουν τα μουλάρια τους και να γεμίσουν και δύο βαρέλια νερό που το φόρτωναν στα μουλάρια και το έφερναν στο χωριό. Αυτό γινόταν μια φορά την ημέρα.
Επειδή όμως πάντοτε παρουσιαζόταν η έλλειψη αυτή του νερού, οι πιο εύποροι κάτοικοι του χωριού, οι οποίοι διατηρούσαν και χωράφια εκεί κοντά στο χωριό, τα λεγόμενα γιούρτια είχαν αρχίσει από τα παλαιά χρόνια να ανοίγουν δικά τους πηγάδια για τις ανάγκες τους σε νερό, αλλά και πολλοί άνοιγαν τα πηγάδια αυτά για εκμετάλλευση, αφού στην περίοδο της λειψυδρίας πουλούσαν το νερό σε αυτούς που δεν είχαν δικά τους πηγάδια. Η τιμή είχε καθορισθεί σε μία δραχμή το βαρέλι.
Τα πηγάδια αυτά που αριθμούσαν μερικές δεκάδες ήσαν διάσπαρτα έξω από το χωριό, υπήρχαν όμως και μερικά μέσα στο χωριό που ανήκαν στους πιο εύπορους και τα είχαν μέσα στις αυλές τους. το νερό όμως αυτών των πηγαδιών δεν ήταν καλής ποιότητας. Ήταν γλυφό και ακατάλληλο για το βράσιμο των οσπρίων.
Ιδιωτικά πηγάδια ανοίγονταν πάντοτε δύο με τρία κάθε χρόνο και έτσι αυτά πλήθαιναν αρκετά με αποτέλεσμα το πόσιμο νερό να ήταν αρκετό για τους κατοίκους έστω και με πληρωμή.
Το άνοιγμα όμως ενός πηγαδιού δεν ήταν απλή υπόθεση, ήταν έργο κοπιαστικό και πολυδάπανο και για το λόγο αυτό μόνον οι εύποροι του χωριού μπορούσαν να το κάνουν. Λίγοι ήσαν οι τυχεροί που ανακάλυπταν με την έναρξη της εκσκαφής, παλαιό πηγάδι καταπλακωμένο, οπότε η δαπάνη περιοριζόταν αρκετά γιατί η μόνη εργασία που είχαν να κάνουν ήταν ο καθαρισμός του πηγαδιού από τα στερεά υλικά που ήταν γεμάτο.
Οι εργασίες για ένα πηγάδι ξεκινούσαν από την προμήθεια της πέτρας που θα χρησίμευε για το χτίσιμο του πηγαδιού που ήταν μια εργασία επίπονη και δαπανηρή. Οι πέτρες για το χτίσιμο εσωτερικά του πηγαδιού έπρεπε να ήσαν από νταμάρι ασβεστολιθικό, γερές και με μορφή και διαστάσεις καθορισμένες, μεγάλες μακρουλές με μήκος πάνω από πενήντα εκατοστά και όσο το δυνατόν ομοιόμορφες, γεγονός που καθιστούσε ακόμα πιο δύσκολη και δαπανηρή τη συγκέντρωση αυτών Αυτό ήταν το πρώτο στάδιο των εργασιών για το άνοιγμα του πηγαδιού.
25
Ακολουθούσε έπειτα το σκάψιμο του πηγαδιού που και η εργασία
αυτή ήταν επίπονη και δαπανηρή. Το πηγάδι είχε σχήμα πάντοτε κυλινδρικό με διάμετρο τρία έως τέσσερα μέτρα.
Για την εκσκαφή χρησιμοποιείτο συνεργείο πάνω από ένδεκα άτομα άνδρες και γυναίκες. Γύρω στα έξι άτομα βρίσκονταν μέσα στο πηγάδι από τους οποίους οι τέσσερις έσκαβαν με κασμάδες τοποθετούμενοι ανά δύο ακτινοειδώς και αγτιδιαμετρικά και άλλοι δύο με τα φτυάρια τους γέμιζαν τα ζεμπίλια με χώμα τα οποία στη συνέχεια αυτά ανασύρονταν ένα-ένα με χοντρό σκοινί (Παλαμάρι) που περνούσε από τροχαλία κρεμασμένη περίπου ενάμιση μέτρο επάνω από το στόμιο του πηγαδιού και σε ειδικό πατάρι που ήταν. κατασκευασμένο, εκεί βρισκόταν ένας άνδρας ο οποίος καθοδηγούσε το Ζεμπίλι που ήταν γεμάτο χώμα και το υποδεχόταν επάνω στο πατάρι. Το Παλαμάρι το τραβούσαν πάντοτε δύο γυναίκες μετακινούμενες οριζόντια επάνω στο έδαφος, το δε Ζεμπίλι γεμάτο-χώμα το έπαιρναν αμέσως άλλες δύο γυναίκες και το πήγαιναν σε καθορισμένο σημείο όπου το άδειαζαν και σιγά-σιγά σχηματιζόταν εκεί μικρός λοφίσκος. Το σκάψιμο απαιτούσε πολύ προσοχή γιατί πολλές φορές συνέβαιναν και ατυχήματα τα οποία μπορούσαν να είναι και θανατηφόρα, γιατί πολλές φορές έπεφταν από τα τοιχώματα μεγάλοι όγκοι χωμάτων και μπορούσαν να καταπλακώσουν τους εργαζομένους μέσα στο πηγάδι. Τέτοιο ατύχημα είχε συμβεί στο χωριό.
Αφού τελείωνε η εκσκαφή σε βάθος δέκα περίπου οργιές (15-18 μέτρα) άρχιζε μετά το δεύτερο στάδιο, το χτίσιμο του πηγαδιού εσωτερικά. Το χτίσιμο γινόταν με ξηρολιθοδομή κατά αριστοτεχνικό τρόπο. Οι τεχνίτες άρχιζαν το χτίσιμο κυκλικά και όταν έφθανε σε βάθος 3-4 μέτρα από το άνω μέρος και προχωρούσε το χτίσιμο στένευε η λιθοδομή και κατέληγε στο επάνω μέρος σε μικρό κυκλικό στόμιο με διάμετρο 60-80 εκατοστά του μέτρου και σε ύψος από την επιφάνεια του εδάφους 80 περίπου εκατοστά Ολόκληρος δε ο χώρος μεταξύ της λιθοδομής και του τοιχώματος του πηγαδιού γεμιζόταν με μεγάλες πέτρες.
Επίσης κυκλικά του στομίου του πηγαδιού και συνέχεια από τα τοιχώματα αυτού δημιουργείτο τοίχος σε ύψος περίπου 60-70 εκατοστά και το κενό αυτό γεμιζόταν επίσης με πέτρες κατά τέτοιο τρόπο που η επιφάνεια του αλωνιού, έτσι λεγόταν το επάνω μέρος του πηγαδιού, ήταν μία κυκλική επιφάνεια με κλίση από το στόμιο προς τα έξω και συνήθως ολόκληρη η επιφάνεια του αλωνιού καλυπτόταν με σκυρόδεμα, το δε στόμιο το διαμόρφωναν κυκλικό ή τετράγωνο υπερυψωμένου του αλωνιού κατά 10-15 εκατοστά και όλα αυτά για δύο λόγους, πρώτον για να συγκρατηθούν οι πέτρες του αλωνιού και να διαμορφωθεί και το στόμιο του πηγαδιού και δεύτερον για να δημιουργηθεί στεγανότητα στο αλώνι και να μην πέφτουν τα ακάθαρτα νερά μέσα στο πηγάδι.
Στο μικρό πλέον στόμιο του πηγαδιού τοποθετείτο και κάλυμμα ξύλινο η σιδερένιο με μεντεσέδες που μπορούσε να ανοιγοκλείνει και έμπαινε και λουκέτο για να μη συμβεί κανένα ατύχημα και πέσει κανένας απρόσεχτος μέσα στο πηγάδι.
Από την παραπάνω περιγραφή γίνεται
8. Οι Αρβανίτες στο Χέλι
Αναμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι στο Χέλι έγινε εποικισμός από τους Αρβανίτες. Αυτό είναι Ιστορικά αποδεδειγμένο και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, όπως επίσης γεγονός είναι ότι όταν έφθασαν οι Αρβανίτες στο Χέλι δεν βρήκαν εκεί έρημη περιοχή για να εγκατασταθούν. Στο Χέλι προϋπήρχαν και κάτοικοι γηγενείς που δεν γνώριζαν την Αρβανίτικη διάλεκτο. Πως εξηγείται όμως το γεγονός ότι αργότερα όλοι οι κάτοικοι του Χελιού μιλούσαν τα Αρβανίτικα: Αυτό έχει απλή εξήγηση και συνέβη για δύο κυρίως λόγους.
Πρώτος λόγος είναι ότι οι γηγενείς και οι Αρβανίτες έποικοι πολύ γρήγορα ήλθαν σε επιμειξία μεταξύ τους και αφού λοιπόν Αρβανίτες και ντόπιοι συμπεθέριαζαν γρήγορα, αισθάνθηκαν και την ανάγκη να επικοινωνήσουν καλύτερα μεταξύ τους και έτσι έπρεπε να χρησιμοποιήσουν και κοινή γλώσσα, επεκράτησε δε η Αρβανίτικη γλώσσα γιατί ίσως ο! Αρβανίτες να ήσαν οι περισσότεροι, ίσως ακόμα και δυνατότεροι και να επέβαλαν τα Αρβανίτικα ευκολότερα από ότι 6α μπορούσαν να κάνουν οι γηγενείς με τα Ελληνικά.
Υπάρχει όμως και δεύτερος λόγος που δικαιολογεί ακόμη γιατί δεν επέβαλαν οι γηγενείς την γλώσσα τους αλλά συνέβη το αντίθετο να επιβάλουν οι έποικοι τη δική τους γλώσσα.
Είναι γνωστό ότι ο εποικισμός αυτός των Αρβανιτών έγινε στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, επίσης είναι γνωστό ότι σε όλα αυτά τα χωριά που υπήρχαν Αρβανίτες, οι Τούρκοι έστελναν Αγάδες Αλβανόφωνους για να μπορούν να συνεννοούνται με τους κατοίκους καλύτερα. Αφού λοιπόν οι Αγάδες ήσαν Αρβανίτες όλοι οι κάτοικοι του χωριού φρόντιζαν να μάθουν τα Αρβανίτικα, αυτοί βέβαια που δεν τα μιλούσαν, για να έχουν έτσι κάποια πρόσβαση προς τους εκάστοτε Αγάδες και να μπορούν έτσι να κερδίσουν την εύνοια τους και να μη καταπιέζονται από αυτούς όπως συνέβαινε με τους άλλους Έλληνες
Έτσι λοιπόν αναγκάζονται οι γηγενείς να μαθαίνουν τα Αρβανίτικα, χωρίς βεβαία να ξεχάσουν και τα Ελληνικά, τα οποία μιλούσαν παράλληλα και έτσι διατηρήθηκε και η Ελληνική γλώσσα σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αλλά συγχρόνως και τα Αρβανίτικα. Σήμερα μιλάνε ακόμα τα Αρβανίτικα σε όλα εκείνα τα χωριά που ήσαν απομονωμένα μακρυά από τα Αστικά Κέντρα και τέτοια χωριά είναι τα ορεινά της δυτικής Αργολίδας και ολόκληρη η Ερμιονίδα σε όσα βέβαια από αυτά είχε γίνει εποικισμός Αρβανιτών
Για το πως οι Αρβανίτες έφθασαν και εγκατασάθηκαν στο Χέλι από έρευνες που έγιναν διαπιστώθηκαν τα παρακάτω
Οι ιστορικοί αναφέρουν για πρώτη φορά το Χέλι το 1463 μ.Χ. δηλαδή δέκα χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους. Το 1453 ο Μέγας Βεζίρης ΜΑΧΜΟΥΤ έρχεται στην
21
Πελοπόννησο για να πολεμήσει τους Ενετούς. 0 Μαχμούτ καταλαμβάνει το Αργος και προχωρεί προς το Ναύπλιο, εκεί τον υποδέχονται οι μισθοφόροι τών Ενετών Αρβανίτες με φοβερή πολεμική μανία, οπότε αναγκάζεται ο Μαχμούτ να εγκαταλείψει το Ναύπλιο και να στραφεί προς την Αρκαδία και Μεσσηνία όπου σκορπίζει παντού τον θάνατο. Το ίδιο βέβαια έκανε ο Μαχμούτ και στα χωριά του Αργολικού κάμπου, τις κατούνες όπως τις έλεγαν στα οποία κατοικούσαν κυρίως Αρβανίτες, περνώντας σκότωνε και έκαιγε.
Οι Αρβανίτες του Αργολικού κάμπου τρομοκρατημένοι από την αγριότητα του Μαχμούτ, ετράπησαν σε φυγή προς τις γύρω περιοχές και κατέφυγαν άλλοι προς το Χέλι στο οροπέδιο του Αραχναίου και άλλοι προς Ερμιονίδα και από εκεί πολλοί πέρασαν στα ερημονήσια τότε Ύδρα και Σπέτσες.
Όσοι από αυτούς κατέφυγαν στο οροπέδιο του Αραχναίου, συγκεντρώθηκαν στην τοποθεσία "Τούρμιζα" που βρίσκεται, κοντά στη σκάλα όπως ανεβαίνουμε στο χωριό και από εκεί ήλθαν σε διαπραγματεύσεις με τους ντόπιους κατοίκους του Χελιού για να τους δεχθούν να εγκατασταθούν στα μέρη τους για καλύτερη ασφάλεια από τους Τούρκους
Οι Χελιώτες μετά από πολυήμερες διαπραγματεύσεις δέχθηκαν τελικά να εγκατασταθούν στο χωριό τους σαν πρόσφυγες αφού ήσαν καταδιωκόμενοι από τους Τούρκους οι οποίοι ήσαν κοινοί εχθροί.
Οι πρώτοι αυτοί Αρβανίτες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Χελιού, ίδρυσαν δικούς τους οικισμούς στην αρχή κατά οικογένειες (φάρες) και σιγά-σιγά με την επιμειξία έγινε η ανάμειξη με τους γηγενείς.
Για δεύτερη φορά αναφέρεται ο εποικισμός του Χελιού οπό Αρβανίτες το 1715 όταν άλλος Βεζίρης Ο ΑΛΗ-ΔΑΜΑΤ-ΠΑΣΑΣ με 100.000 στρατό εισβάλει στην Πελοπόννησο και πολιορκεί πάλι το Ναύπλιο που το κατέχουν οι Ενετοί. Οι υπερασπιστές του Ναυπλίου. Ενετοί, Έλληνες και Αρβανίτες προβάλουν σθεναρά αντίσταση και αμύνονται για αρκετές ημέρες. Μετά όμως από σκληρές μάχες που έγιναν έξω και μέσα στην Πόλη το Ναύπλιο κυριεύεται από τους Τούρκους, οι οποίοι σφάζουν όλους τους υπερασπιστές του, όσους βέβαια δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από εκεί.
Τότε άλλο ένα κύμα από Αρβανίτες όσοι μπόρεσαν να σωθούν από το ξίφος των Γενιτσάρων και του αιμοβόρου Πασά Αλή- Δαμάτ, τράπηκαν προς το βουνό Αραχναίο και αφού διείσδυσαν στις απόκρημνες χαράδρες της περιοχής ζήτησαν εκεί καταφύγιο.
Ο ιστορικός ΣΑΘΑΣ Κ. για τη νέα αυτή φυγή των Αρβανιτών γράφει
"Οι Αρβανίτες ετράπησαν προς το όρος Αραχναίο εις ούτοι αιγίλιπας διασφαγάς δίκην εγχελίων διεισδύσαντες εζήτησαν καταφύγιο". Δηλαδή Οι Αρβανίτες ετράπησαν προς το όρος Αραχναίο και αυτοί αφού διείσδυσαν σαν χέλια στις απόκρημνες χαράδρες, ζήτησαν εκεί καταφύγιο
22
Στην περικοπή μάλιστα ο κ Κ Σάθας προσπαθεί να δώση και μια για την ονομασία Χέλι και τους κατοίκους χελιώτες αλλά η ερμηνεία αυτή δεν ευσταθεί γιατί αποδίδεται στο γεγονός της φυγής των Αρβανιτών από τον αργολικό κάμπο προς το όρος αραχναίο το 1715 ενώ είναι γνωστό ότι το χέλι αναφέρεται από το 1463 που έγινε η πρώτη φυγή των αρβανιτών από το αργολικό κάμπο προς το οροπεδίου του Αραχναίου. Πέρα όμως από αυτές τις δύο μαρτυρίες για την εγκατάσταση των Αρβανιτών στο Χέλι υπάρχουν και άλλες εκδοχές για το γεγονός αυτό που πολλές είναι και αντιφατικές. Πρέπει όμως να αναφερθούν όλες οι εκδοχές και ο καθένας από τους αναγνώστες να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.
Είναι γνωστό πως στην Ερμιονίδα υπάρχει το χωριό Πόρτο Χέλι (λιμάνι Χέλι) η απλώς Χέλι όπως το λένε οι κάτοικοι της Ερμιονίδας. Από πολλούς γίνεται κάποιος συσχετισμός μεταξύ του Χελιού του οροπεδίου του Αραχναίου και του Πόρτο-Χελιού της Ερμιονίδας, από το γεγονός ότι στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας πάντοτε είχαμε μετακινήσεις πληθυσμών είτε από τα ορεινά προς τις παραλίες, είτε αντίστροφα από τις παραλίες προς τα ορεινά.
Πολλοί λοιπόν υποστηρίζουν ότι έγινε μετακίνηση των κατοίκων από το Χέλι προς τα παράλια της Ερμιονίδας, όπου ιδρύθηκε νέος οικισμός και ονομάστηκε Πόρτο-Χέλι, άλλοι όμως υποστηρίζουν το αντίθετο, ότι κάτοικοι του Πόρτο-Χελίου καταδιωγμένοι από τους Τούρκους, κατέφυγαν προς το ορεινό συγκρότημα του Αραχναίου και ίδρυσαν εκεί το ορεινό Χέλι.
Άλλοι ακόμα υποστηρίζουν ότι οι μετακινήσεις από το Χέλι και το Πόρτο-Χέλι ήσαν αμφίδρομες από το ένα χωριό στο άλλο και κατ επανάληψιν έτσι που να πιστεύεται ότι το Χέλι και το Πόρτο-Χέλι να έχουν κοινή προέλευση του ονόματος και το όνομα αυτό να έχει σχέση με τη σούβλα που στα Αρβανίτικα λέγεται Χέου ή Χέλ και ο συσχετισμός αυτός να έγινε πιθανότατα από τη χερσόνησο του Πόρτο-Χελιού λόγω της μορφής της σαν Χέλ (σούβλα) και από εκεί να πήρε το όνομα και το χωριό Χέλι. Στην Ερμιονίδα πολλά τοπωνύμια σχετίζονται με το σχήμα τους όπως π.Χ. συναντάμε το τοπωνύμιο Μπίστι που είναι μια μικρή χερσόνησος και που μοιάζει σαν ουρά, και στα Αρβανίτικα η ουρά λέγεται Μπίστι. Ο συσχετισμός όμως αυτός Χελιού και Πορτοχελίου δεν φαίνεται να ευσταθεί για ένα κυρίως λόγο.
Πρώτος λόγος είναι ότι οι γηγενείς και οι Αρβανίτες έποικοι πολύ γρήγορα ήλθαν σε επιμειξία μεταξύ τους και αφού λοιπόν Αρβανίτες και ντόπιοι συμπεθέριαζαν γρήγορα, αισθάνθηκαν και την ανάγκη να επικοινωνήσουν καλύτερα μεταξύ τους και έτσι έπρεπε να χρησιμοποιήσουν και κοινή γλώσσα, επεκράτησε δε η Αρβανίτικη γλώσσα γιατί ίσως ο! Αρβανίτες να ήσαν οι περισσότεροι, ίσως ακόμα και δυνατότεροι και να επέβαλαν τα Αρβανίτικα ευκολότερα από ότι 6α μπορούσαν να κάνουν οι γηγενείς με τα Ελληνικά.
Υπάρχει όμως και δεύτερος λόγος που δικαιολογεί ακόμη γιατί δεν επέβαλαν οι γηγενείς την γλώσσα τους αλλά συνέβη το αντίθετο να επιβάλουν οι έποικοι τη δική τους γλώσσα.
Είναι γνωστό ότι ο εποικισμός αυτός των Αρβανιτών έγινε στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, επίσης είναι γνωστό ότι σε όλα αυτά τα χωριά που υπήρχαν Αρβανίτες, οι Τούρκοι έστελναν Αγάδες Αλβανόφωνους για να μπορούν να συνεννοούνται με τους κατοίκους καλύτερα. Αφού λοιπόν οι Αγάδες ήσαν Αρβανίτες όλοι οι κάτοικοι του χωριού φρόντιζαν να μάθουν τα Αρβανίτικα, αυτοί βέβαια που δεν τα μιλούσαν, για να έχουν έτσι κάποια πρόσβαση προς τους εκάστοτε Αγάδες και να μπορούν έτσι να κερδίσουν την εύνοια τους και να μη καταπιέζονται από αυτούς όπως συνέβαινε με τους άλλους Έλληνες
Έτσι λοιπόν αναγκάζονται οι γηγενείς να μαθαίνουν τα Αρβανίτικα, χωρίς βεβαία να ξεχάσουν και τα Ελληνικά, τα οποία μιλούσαν παράλληλα και έτσι διατηρήθηκε και η Ελληνική γλώσσα σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αλλά συγχρόνως και τα Αρβανίτικα. Σήμερα μιλάνε ακόμα τα Αρβανίτικα σε όλα εκείνα τα χωριά που ήσαν απομονωμένα μακρυά από τα Αστικά Κέντρα και τέτοια χωριά είναι τα ορεινά της δυτικής Αργολίδας και ολόκληρη η Ερμιονίδα σε όσα βέβαια από αυτά είχε γίνει εποικισμός Αρβανιτών
Για το πως οι Αρβανίτες έφθασαν και εγκατασάθηκαν στο Χέλι από έρευνες που έγιναν διαπιστώθηκαν τα παρακάτω
Οι ιστορικοί αναφέρουν για πρώτη φορά το Χέλι το 1463 μ.Χ. δηλαδή δέκα χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους. Το 1453 ο Μέγας Βεζίρης ΜΑΧΜΟΥΤ έρχεται στην
21
Πελοπόννησο για να πολεμήσει τους Ενετούς. 0 Μαχμούτ καταλαμβάνει το Αργος και προχωρεί προς το Ναύπλιο, εκεί τον υποδέχονται οι μισθοφόροι τών Ενετών Αρβανίτες με φοβερή πολεμική μανία, οπότε αναγκάζεται ο Μαχμούτ να εγκαταλείψει το Ναύπλιο και να στραφεί προς την Αρκαδία και Μεσσηνία όπου σκορπίζει παντού τον θάνατο. Το ίδιο βέβαια έκανε ο Μαχμούτ και στα χωριά του Αργολικού κάμπου, τις κατούνες όπως τις έλεγαν στα οποία κατοικούσαν κυρίως Αρβανίτες, περνώντας σκότωνε και έκαιγε.
Οι Αρβανίτες του Αργολικού κάμπου τρομοκρατημένοι από την αγριότητα του Μαχμούτ, ετράπησαν σε φυγή προς τις γύρω περιοχές και κατέφυγαν άλλοι προς το Χέλι στο οροπέδιο του Αραχναίου και άλλοι προς Ερμιονίδα και από εκεί πολλοί πέρασαν στα ερημονήσια τότε Ύδρα και Σπέτσες.
Όσοι από αυτούς κατέφυγαν στο οροπέδιο του Αραχναίου, συγκεντρώθηκαν στην τοποθεσία "Τούρμιζα" που βρίσκεται, κοντά στη σκάλα όπως ανεβαίνουμε στο χωριό και από εκεί ήλθαν σε διαπραγματεύσεις με τους ντόπιους κατοίκους του Χελιού για να τους δεχθούν να εγκατασταθούν στα μέρη τους για καλύτερη ασφάλεια από τους Τούρκους
Οι Χελιώτες μετά από πολυήμερες διαπραγματεύσεις δέχθηκαν τελικά να εγκατασταθούν στο χωριό τους σαν πρόσφυγες αφού ήσαν καταδιωκόμενοι από τους Τούρκους οι οποίοι ήσαν κοινοί εχθροί.
Οι πρώτοι αυτοί Αρβανίτες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Χελιού, ίδρυσαν δικούς τους οικισμούς στην αρχή κατά οικογένειες (φάρες) και σιγά-σιγά με την επιμειξία έγινε η ανάμειξη με τους γηγενείς.
Για δεύτερη φορά αναφέρεται ο εποικισμός του Χελιού οπό Αρβανίτες το 1715 όταν άλλος Βεζίρης Ο ΑΛΗ-ΔΑΜΑΤ-ΠΑΣΑΣ με 100.000 στρατό εισβάλει στην Πελοπόννησο και πολιορκεί πάλι το Ναύπλιο που το κατέχουν οι Ενετοί. Οι υπερασπιστές του Ναυπλίου. Ενετοί, Έλληνες και Αρβανίτες προβάλουν σθεναρά αντίσταση και αμύνονται για αρκετές ημέρες. Μετά όμως από σκληρές μάχες που έγιναν έξω και μέσα στην Πόλη το Ναύπλιο κυριεύεται από τους Τούρκους, οι οποίοι σφάζουν όλους τους υπερασπιστές του, όσους βέβαια δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από εκεί.
Τότε άλλο ένα κύμα από Αρβανίτες όσοι μπόρεσαν να σωθούν από το ξίφος των Γενιτσάρων και του αιμοβόρου Πασά Αλή- Δαμάτ, τράπηκαν προς το βουνό Αραχναίο και αφού διείσδυσαν στις απόκρημνες χαράδρες της περιοχής ζήτησαν εκεί καταφύγιο.
Ο ιστορικός ΣΑΘΑΣ Κ. για τη νέα αυτή φυγή των Αρβανιτών γράφει
"Οι Αρβανίτες ετράπησαν προς το όρος Αραχναίο εις ούτοι αιγίλιπας διασφαγάς δίκην εγχελίων διεισδύσαντες εζήτησαν καταφύγιο". Δηλαδή Οι Αρβανίτες ετράπησαν προς το όρος Αραχναίο και αυτοί αφού διείσδυσαν σαν χέλια στις απόκρημνες χαράδρες, ζήτησαν εκεί καταφύγιο
22
Στην περικοπή μάλιστα ο κ Κ Σάθας προσπαθεί να δώση και μια για την ονομασία Χέλι και τους κατοίκους χελιώτες αλλά η ερμηνεία αυτή δεν ευσταθεί γιατί αποδίδεται στο γεγονός της φυγής των Αρβανιτών από τον αργολικό κάμπο προς το όρος αραχναίο το 1715 ενώ είναι γνωστό ότι το χέλι αναφέρεται από το 1463 που έγινε η πρώτη φυγή των αρβανιτών από το αργολικό κάμπο προς το οροπεδίου του Αραχναίου. Πέρα όμως από αυτές τις δύο μαρτυρίες για την εγκατάσταση των Αρβανιτών στο Χέλι υπάρχουν και άλλες εκδοχές για το γεγονός αυτό που πολλές είναι και αντιφατικές. Πρέπει όμως να αναφερθούν όλες οι εκδοχές και ο καθένας από τους αναγνώστες να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.
Είναι γνωστό πως στην Ερμιονίδα υπάρχει το χωριό Πόρτο Χέλι (λιμάνι Χέλι) η απλώς Χέλι όπως το λένε οι κάτοικοι της Ερμιονίδας. Από πολλούς γίνεται κάποιος συσχετισμός μεταξύ του Χελιού του οροπεδίου του Αραχναίου και του Πόρτο-Χελιού της Ερμιονίδας, από το γεγονός ότι στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας πάντοτε είχαμε μετακινήσεις πληθυσμών είτε από τα ορεινά προς τις παραλίες, είτε αντίστροφα από τις παραλίες προς τα ορεινά.
Πολλοί λοιπόν υποστηρίζουν ότι έγινε μετακίνηση των κατοίκων από το Χέλι προς τα παράλια της Ερμιονίδας, όπου ιδρύθηκε νέος οικισμός και ονομάστηκε Πόρτο-Χέλι, άλλοι όμως υποστηρίζουν το αντίθετο, ότι κάτοικοι του Πόρτο-Χελίου καταδιωγμένοι από τους Τούρκους, κατέφυγαν προς το ορεινό συγκρότημα του Αραχναίου και ίδρυσαν εκεί το ορεινό Χέλι.
Άλλοι ακόμα υποστηρίζουν ότι οι μετακινήσεις από το Χέλι και το Πόρτο-Χέλι ήσαν αμφίδρομες από το ένα χωριό στο άλλο και κατ επανάληψιν έτσι που να πιστεύεται ότι το Χέλι και το Πόρτο-Χέλι να έχουν κοινή προέλευση του ονόματος και το όνομα αυτό να έχει σχέση με τη σούβλα που στα Αρβανίτικα λέγεται Χέου ή Χέλ και ο συσχετισμός αυτός να έγινε πιθανότατα από τη χερσόνησο του Πόρτο-Χελιού λόγω της μορφής της σαν Χέλ (σούβλα) και από εκεί να πήρε το όνομα και το χωριό Χέλι. Στην Ερμιονίδα πολλά τοπωνύμια σχετίζονται με το σχήμα τους όπως π.Χ. συναντάμε το τοπωνύμιο Μπίστι που είναι μια μικρή χερσόνησος και που μοιάζει σαν ουρά, και στα Αρβανίτικα η ουρά λέγεται Μπίστι. Ο συσχετισμός όμως αυτός Χελιού και Πορτοχελίου δεν φαίνεται να ευσταθεί για ένα κυρίως λόγο.
7. Ιστορία του Χελιού (Αραχναίου)
Το πότε ακριβώς ιδρύθηκε ο οικισμός αυτός σε αυτή την περιοχή και πότε κτίσθηκε το Χέλι είναι άγνωστο, αφού κανένα γραπτό κείμενο δεν υπάρχει που να μαρτυρεί αυτό το γεγονός Σε γραπτά κείμενα η ονομασία Χέλι. από ότι τουλάχιστον έχει διαπιστωθεί αναφέρεται για πρώτη φορά το 1463 οπότε σημειώνεται η πρώτη μετακίνηση των Αρβανιτών που ήσαν εγκατεστημένοι στον Αργολικό Κάμπο προς το Χέλι. ύστερο από την ήττα που υπέστησαν οι Ενετοί με τους μισθοφόρους τους Αρβανίτες στο
15
Ναύπλιο από τα Τουρκικά στρατεύματα και για να αποφύγουν την τελειωτική τους καταστροφή και τον αφανισμό τους Οπωσδήποτε όμως υπήρχε εκεί ο οικισμός πριν από το 1463 και για το γεγονός αυτό υπάρχουν σαφείς αποδείξεις.
Πρώτη απόδειξη είναι το γεγονός που έχει προαναφερθεί ότι στην κορυφή του όρους Αραχναίου, το σημερινό Προφήτη Ηλία υπήρχε Βωμός του Δία και της-Ήρας όπου οι άνθρωποι της εποχής εκείνης θυσίαζαν προς τους θεούς σε περιόδους ανομβρίας! αυτό όμως φανερώνει ότι εκεί στο οροπέδιο του Αραχναίου ζούσαν φυσικά άνθρωποι που υφίσταντο τις συνέπειες της ανομβρίας και έκαναν τις θυσίες αυτές.
Δεύτερη απόδειξη είναι το γεγονός που αναφέρει ο Αισχύλος στον Αγαμέμνονα ( στ. 296 ) ότι στην κορυφή του όρους Αραχναίου ανάφτηκε πυρσός με τον οποίον αναγγέλθηκε στις Μυκήνες η άλωση της Τροίας. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί ότι στην περιοχή αυτή κατοικούσαν άνθρωποι στην Ομηρική εποχή, οι οποίοι πήραν το μήνυμα του γεγονότος της άλωσης της Τροίας από κάποια άλλη βουνοκορυφή, πιθανότατα από την Ακρόπολη των Αθηνών που έχει οπτική επαφή με την κορυφή του Αραχναίου και το μετέδωσαν με Τον ίδιο τρόπο: με τον πυρσό στις Μυκήνες.
Από τα πάρα πάνω βγαίνει το συμπέρασμα ότι στη Μυκηναϊκή εποχή λειτουργούσε οργανωμένο δίκτυο για τη μετάδοση ειδήσεων απο πολύ μακρινές αποστάσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα. "Ολα όμως αυτά μαρτυρούν ότι εκεί στην περιοχή του Οροπεδίου του Αραχναίου θα υπήρχε οικισμός για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες λειτουργίας της επικοινωνίας αυτής. Οι σταθμοί αυτοί της λήψης και μετάδοσης των ειδήσεων από και σε μακρινές αποστάσεις ονομάζονταν "ΦΡΥΚΤΩΡΙΑ!" και έτσι ακριβώς αναφέρονται στα αρχαία κείμενα.
Τρίτη .απόδειξη είναι τα εμφανή ίχνη καρόδρομου που υπάρχουν μέσα στην κοίτη του χειμάρρου από τον Αμαριανό μέχρι το σημερινό Χέλι και ακόμα πέρα από αυτό μέχρι τα Φράκια. Η κοίτη του Χειμάρρου αυτού αποτελεί και σήμερα ακόμα μια φυσική δίοδο από τον Αργολικό κάμπο προς το οροπέδιο του Αραχναίου. Η δίοδος αυτή σε αρκετά σημεία εκεί στη χούνι αποτελεί φαράγγι αρκετά στενό με απότομες βραχώδεις όχθες.
Κατά μήκος λοιπόν αυτής της φυσικής διόδου υπάρχουν και σήμερα ακόμα εμφανή τα ίχνη Καρόδρομου που διαπιστώνεται από τα παράλληλα αυλάκια επάνω στα βραχώδη μέρη της κοίτης και που φαίνεται πως έγιναν από το πέρασμα επάνω σε αυτά παράλληλων σιδερένιων τροχών ιππήλατης άμαξας. Τα ίχνη αυτά φαίνονται καθαρά και η χάραξη σε πολλά σημεία είναι τόσο βαθιά που το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι ο δρόμος αυτός χρησιμοποιήθηκε σε πολύ παλιά εποχή και για πολλές εκατονταετίες.
Σε πολλά σημεία του φαραγγιού όπου στο κάτω μέρος υπάρχουν πολύ καθαρά τα ίχνη του καρόδρομου, φαίνεται οτι και ο άνθρωπος έχει επέμβει εκεί πριν γίνει δρόμος και είχε λαξεύσει το βράχο για να φαρδύνει πρώτα τη πολύ στενή δίοδο, ώστε να αποκτήσει αρκετό πλάτος ικανό να περάσει το κάρο της εποχής εκείνης και στη συνέχεια να έγινε χρήση του δρόμου αυτού για παρά πολλά χρονιά. Τα ίχνη αυτά σήμερα διακρίνονται
16
μόνο στα μέρη της κοίτης του χειμάρρου που είναι βραχώδη Μέσα στο φαράγγι της Χούνης, όπως ονομάζεται ένα τμήμα του χείμαρρου. ει\αι εμφανεστέρα τα ίχνη σε αρκετά σημεία και σε πολλά τμήματα το ένα κοντά στο άλλο, ενώ πιο πάνω προς το Μοναστήρι της Παναγίας που η κοίτη είναι αμμώδης και μέχρι το χωριό, τα ίχνη αυτά είναι πολύ αραιά και μονό ση σημεία που μεσολαβούν σκληρά πετρώματα φαίνονται αυτά καθαρά.
Κάτω από το χωριό και στη τοποθεσία που βρισκόταν άλλοτε το αλώνι του Βετσερι επάνω ακριβώς στον παλαιό δρόμο και που το έδαφος ήταν βραχώδες υπήρχαν τέτοια ίχνη σε μήκος πενήντα περίπου μέτρων με μικρές βέβαια διακοπές, αλλά με την κατασκευή αργότερα του δρόμου προς Άργος και Ναύπλιο, τα ίχνη αυτά, άλλα μεν καταστράφηκαν από τα σκαπτικά μηχανήματα και όσα είχαν απομείνει καλύφθηκαν από τον ασφαλτικό τάπητα που κάλυψε το δρόμο και δεν σώζεται σήμερα κανένα ίχνος στην περιοχή αυτή.
Για όλα αυτά μια εξήγηση μπορεί να δοθεί ότι "Ιππήλατες Άμαξες" (κάρα) ξεκινούσαν από τις κατοικημένες περιοχές του Αργολικού κάμπου πιθανότατα το Αργός ή τις Μυκήνες και ακολουθώντας την κοίτη του χειμάρρου αυτού, που σήμερα υπάρχουν τα ίχνη, περνούσαν κάτω από το σημερινό χωριό και προχωρούσαν ακόμα προς ανατολάς, που είναι άγνωστο μέχρι που έφθαναν, γιατί ίχνη μέσα στο χείμαρρο υπήρχαν και μέχρι λίγο πριν από τα ΦΡΑΚΙΑ και οπό εκεί και πέρα τα ίχνη αυτά χάνονται.
Γεννάται συνεπώς το ερώτημα μέχρι που έφθανε ο Καρόδρομος αυτός; Φυσικά θα κατέληγε σε κάποιον οικισμό. Ο οικισμός αυτός ήταν το Χέλι; η περνούσε από την περιοχή που σήμερα βρίσκεται το Χελι και κατέληγε κάπου αλλού, ίσως στα Φράκια που και εκεί πιθανόν να υπήρχε οικισμός, αφού βεβαιωμένο είναι ότι αργότερα υπήρχε και μήπως ακόμη οπό τα φράκια συνέχιζε η οδική αυτή αρτηρία προς Αγγελόκαστρο ίσως και από εκεί προς Παλιά Κόρινθο.
Όλα αυτά είναι πιθανά. Γνωστό είναι ακόμα ότι υπήρχε αρχαίος οικισμός με το όνομα Δασκύλιον στην Δασκυλίτιδα περιοχή (στο σημερινό Δεσκλιά) κσι υπάρχει σήμερα δρόμος που συνδέει το Χέλι με το Λυγουριό και την Αρχαία Επίδαυρο και περνάει από το Δεσκλιά, δεν είναι δε καθόλου απίθανο ο Καρό δρόμος που πάρα πάνω αναφέρεται να συνέδεε τις Μυκήνες και τη Αρχαία Επίδαυρο εξυπηρετώντας έτσι και ενδιάμεσους Οικισμούς που υπήρχαν στο οροπέδιο του Αραχναίου. πιθανότατα δε και σημαντικό οικισμό που θα βρισκόταν στη θέση του σημερινού Αραχναίου ή κάπου εκεί κοντά.
Τέταρτη απόδειξη ότι στο Χέλι υπήρχε οικισμός τουλάχιστον στην προκλασική περίοδο είναι το γεγονός ότι πριν λίγα χρόνια κατά την εκσκαφή των θεμελίων σπιτιού από τον Γεώργιο Ρόζη μέσο στο χωριό και σε σκληρό μάλιστα έδαφος, βρέθηκε αρχαίος τάφος ο οποίος από την Αρχαιολογική Υπηρεσία του Ναυπλίου τοποθετήθηκε στον 6ο π.Χ. αιώνα Άρα η περιοχή που σήμερα βρίσκεται το Αραχναίο ήταν κατοικημένη περιοχή τουλάχιστον τον 6ο π.χ. αιώνα
17
Πέμπτη απόδειξη για μεταγενέστερες όμως εποχές, δηλαδή την βυζαντινή' περίοδο δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η περιοχή αυτή ήταν κατοικημένη για τους πάρα κάτω λόγους:
15
Ναύπλιο από τα Τουρκικά στρατεύματα και για να αποφύγουν την τελειωτική τους καταστροφή και τον αφανισμό τους Οπωσδήποτε όμως υπήρχε εκεί ο οικισμός πριν από το 1463 και για το γεγονός αυτό υπάρχουν σαφείς αποδείξεις.
Πρώτη απόδειξη είναι το γεγονός που έχει προαναφερθεί ότι στην κορυφή του όρους Αραχναίου, το σημερινό Προφήτη Ηλία υπήρχε Βωμός του Δία και της-Ήρας όπου οι άνθρωποι της εποχής εκείνης θυσίαζαν προς τους θεούς σε περιόδους ανομβρίας! αυτό όμως φανερώνει ότι εκεί στο οροπέδιο του Αραχναίου ζούσαν φυσικά άνθρωποι που υφίσταντο τις συνέπειες της ανομβρίας και έκαναν τις θυσίες αυτές.
Δεύτερη απόδειξη είναι το γεγονός που αναφέρει ο Αισχύλος στον Αγαμέμνονα ( στ. 296 ) ότι στην κορυφή του όρους Αραχναίου ανάφτηκε πυρσός με τον οποίον αναγγέλθηκε στις Μυκήνες η άλωση της Τροίας. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί ότι στην περιοχή αυτή κατοικούσαν άνθρωποι στην Ομηρική εποχή, οι οποίοι πήραν το μήνυμα του γεγονότος της άλωσης της Τροίας από κάποια άλλη βουνοκορυφή, πιθανότατα από την Ακρόπολη των Αθηνών που έχει οπτική επαφή με την κορυφή του Αραχναίου και το μετέδωσαν με Τον ίδιο τρόπο: με τον πυρσό στις Μυκήνες.
Από τα πάρα πάνω βγαίνει το συμπέρασμα ότι στη Μυκηναϊκή εποχή λειτουργούσε οργανωμένο δίκτυο για τη μετάδοση ειδήσεων απο πολύ μακρινές αποστάσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα. "Ολα όμως αυτά μαρτυρούν ότι εκεί στην περιοχή του Οροπεδίου του Αραχναίου θα υπήρχε οικισμός για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες λειτουργίας της επικοινωνίας αυτής. Οι σταθμοί αυτοί της λήψης και μετάδοσης των ειδήσεων από και σε μακρινές αποστάσεις ονομάζονταν "ΦΡΥΚΤΩΡΙΑ!" και έτσι ακριβώς αναφέρονται στα αρχαία κείμενα.
Τρίτη .απόδειξη είναι τα εμφανή ίχνη καρόδρομου που υπάρχουν μέσα στην κοίτη του χειμάρρου από τον Αμαριανό μέχρι το σημερινό Χέλι και ακόμα πέρα από αυτό μέχρι τα Φράκια. Η κοίτη του Χειμάρρου αυτού αποτελεί και σήμερα ακόμα μια φυσική δίοδο από τον Αργολικό κάμπο προς το οροπέδιο του Αραχναίου. Η δίοδος αυτή σε αρκετά σημεία εκεί στη χούνι αποτελεί φαράγγι αρκετά στενό με απότομες βραχώδεις όχθες.
Κατά μήκος λοιπόν αυτής της φυσικής διόδου υπάρχουν και σήμερα ακόμα εμφανή τα ίχνη Καρόδρομου που διαπιστώνεται από τα παράλληλα αυλάκια επάνω στα βραχώδη μέρη της κοίτης και που φαίνεται πως έγιναν από το πέρασμα επάνω σε αυτά παράλληλων σιδερένιων τροχών ιππήλατης άμαξας. Τα ίχνη αυτά φαίνονται καθαρά και η χάραξη σε πολλά σημεία είναι τόσο βαθιά που το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι ο δρόμος αυτός χρησιμοποιήθηκε σε πολύ παλιά εποχή και για πολλές εκατονταετίες.
Σε πολλά σημεία του φαραγγιού όπου στο κάτω μέρος υπάρχουν πολύ καθαρά τα ίχνη του καρόδρομου, φαίνεται οτι και ο άνθρωπος έχει επέμβει εκεί πριν γίνει δρόμος και είχε λαξεύσει το βράχο για να φαρδύνει πρώτα τη πολύ στενή δίοδο, ώστε να αποκτήσει αρκετό πλάτος ικανό να περάσει το κάρο της εποχής εκείνης και στη συνέχεια να έγινε χρήση του δρόμου αυτού για παρά πολλά χρονιά. Τα ίχνη αυτά σήμερα διακρίνονται
16
μόνο στα μέρη της κοίτης του χειμάρρου που είναι βραχώδη Μέσα στο φαράγγι της Χούνης, όπως ονομάζεται ένα τμήμα του χείμαρρου. ει\αι εμφανεστέρα τα ίχνη σε αρκετά σημεία και σε πολλά τμήματα το ένα κοντά στο άλλο, ενώ πιο πάνω προς το Μοναστήρι της Παναγίας που η κοίτη είναι αμμώδης και μέχρι το χωριό, τα ίχνη αυτά είναι πολύ αραιά και μονό ση σημεία που μεσολαβούν σκληρά πετρώματα φαίνονται αυτά καθαρά.
Κάτω από το χωριό και στη τοποθεσία που βρισκόταν άλλοτε το αλώνι του Βετσερι επάνω ακριβώς στον παλαιό δρόμο και που το έδαφος ήταν βραχώδες υπήρχαν τέτοια ίχνη σε μήκος πενήντα περίπου μέτρων με μικρές βέβαια διακοπές, αλλά με την κατασκευή αργότερα του δρόμου προς Άργος και Ναύπλιο, τα ίχνη αυτά, άλλα μεν καταστράφηκαν από τα σκαπτικά μηχανήματα και όσα είχαν απομείνει καλύφθηκαν από τον ασφαλτικό τάπητα που κάλυψε το δρόμο και δεν σώζεται σήμερα κανένα ίχνος στην περιοχή αυτή.
Για όλα αυτά μια εξήγηση μπορεί να δοθεί ότι "Ιππήλατες Άμαξες" (κάρα) ξεκινούσαν από τις κατοικημένες περιοχές του Αργολικού κάμπου πιθανότατα το Αργός ή τις Μυκήνες και ακολουθώντας την κοίτη του χειμάρρου αυτού, που σήμερα υπάρχουν τα ίχνη, περνούσαν κάτω από το σημερινό χωριό και προχωρούσαν ακόμα προς ανατολάς, που είναι άγνωστο μέχρι που έφθαναν, γιατί ίχνη μέσα στο χείμαρρο υπήρχαν και μέχρι λίγο πριν από τα ΦΡΑΚΙΑ και οπό εκεί και πέρα τα ίχνη αυτά χάνονται.
Γεννάται συνεπώς το ερώτημα μέχρι που έφθανε ο Καρόδρομος αυτός; Φυσικά θα κατέληγε σε κάποιον οικισμό. Ο οικισμός αυτός ήταν το Χέλι; η περνούσε από την περιοχή που σήμερα βρίσκεται το Χελι και κατέληγε κάπου αλλού, ίσως στα Φράκια που και εκεί πιθανόν να υπήρχε οικισμός, αφού βεβαιωμένο είναι ότι αργότερα υπήρχε και μήπως ακόμη οπό τα φράκια συνέχιζε η οδική αυτή αρτηρία προς Αγγελόκαστρο ίσως και από εκεί προς Παλιά Κόρινθο.
Όλα αυτά είναι πιθανά. Γνωστό είναι ακόμα ότι υπήρχε αρχαίος οικισμός με το όνομα Δασκύλιον στην Δασκυλίτιδα περιοχή (στο σημερινό Δεσκλιά) κσι υπάρχει σήμερα δρόμος που συνδέει το Χέλι με το Λυγουριό και την Αρχαία Επίδαυρο και περνάει από το Δεσκλιά, δεν είναι δε καθόλου απίθανο ο Καρό δρόμος που πάρα πάνω αναφέρεται να συνέδεε τις Μυκήνες και τη Αρχαία Επίδαυρο εξυπηρετώντας έτσι και ενδιάμεσους Οικισμούς που υπήρχαν στο οροπέδιο του Αραχναίου. πιθανότατα δε και σημαντικό οικισμό που θα βρισκόταν στη θέση του σημερινού Αραχναίου ή κάπου εκεί κοντά.
Τέταρτη απόδειξη ότι στο Χέλι υπήρχε οικισμός τουλάχιστον στην προκλασική περίοδο είναι το γεγονός ότι πριν λίγα χρόνια κατά την εκσκαφή των θεμελίων σπιτιού από τον Γεώργιο Ρόζη μέσο στο χωριό και σε σκληρό μάλιστα έδαφος, βρέθηκε αρχαίος τάφος ο οποίος από την Αρχαιολογική Υπηρεσία του Ναυπλίου τοποθετήθηκε στον 6ο π.Χ. αιώνα Άρα η περιοχή που σήμερα βρίσκεται το Αραχναίο ήταν κατοικημένη περιοχή τουλάχιστον τον 6ο π.χ. αιώνα
17
Πέμπτη απόδειξη για μεταγενέστερες όμως εποχές, δηλαδή την βυζαντινή' περίοδο δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η περιοχή αυτή ήταν κατοικημένη για τους πάρα κάτω λόγους:
6. Το Χωριό Χέλι (Αραχναίο)
Το Χέλι (σημερινό Αραχναίο) βρίσκεται στα βόρεια της ψηλότερης κορυφής του Αραχναίου όρους και στη Νότια πλευρά της Τραπαζώνας σε υψόμετρο εξακόσια πενήντα (650) περίπου μέτρα. Πάνω από το χωριό δεσπόζει η Νότια πλευρά της Τραπεζώνας, η ονομαζόμενη Μπρίνια, μια γυμνή από χλωρίδα πλαγιά της Τραπεζώνας της τετάρτης κατά σειρά ύψους κορυφής της οροσειράς του Αραχναίου. Στη Μπρίνια τα τελευταία χρόνια έχουν φυτευτεί αρκετά πεύκα και κυπαρίσσια τα οποία σήμερα δημιουργούν ένα μικρό αλσύλλιο που εκτείνεται πάνω απο του χωριό και κατά μήκος αυτού.
Το Χέλι βρίσκεται αποκομμένο από όλα τα κατοικημένα μέρη της Αργολίδας, σε απόσταση 26 περίπου χιλιομέτρων από το Αργός και 28 χιλιομέτρων από το Ναύπλιο και δεν έχει οπτική επαφή με κανένα κατοικημένο χώρο του Νομού. Βέβαια σήμερα ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος που το συνδέει με τα μεγάλα αστικά κέντρα το Αργός και το Ναύπλιο, έχει αρκετά δαμάσει τις άγριες ξεροτοπιές της περιοχής του Χελιού και έχει συνδέσει την αβοήθητη ερημιά του παρελθόντος με τη σημερινή ζωή του Κέντρου και του Πολιτισμού.
Το Χέλι έχει σήμερα περίπου 1200 κατοίκους που μένουν μόνιμα στο χωριό, ενώ είναι πολύ περισσότεροι αυτοί που έχουν μετοικίσει στον Άγιο Δημήτριο, στον Αμαριανό. στο Ναύπλιο στο Αργός, στα χωριά του Κάμπου, στην Κόρινθο, στην Αθήνα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, πέρα από τις εκατοντάδες που μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο βρέθηκαν μετανάστες, στην Αυστραλία, στον Καναδά και τη υπόλοιπη Αμερικανική Ηπειρο. Το χωριό είναι μακρόστενο και εκτείνεται από την Ανατολή προς τη Δύση. Βρίσκεται βόρεια της ευρείας Λεκάνης που περιβάλλεται από τους ορεινούς όγκους του όρους Αραχναίου, κυρίως από την Τραπεζωνα και το Σιούρι. Τα περισσότερα σπίτια του χωρίου που είναι και τα παλαιότερα, είναι χτισμένα σύμφωνα με την παλαιά τεχνοτροπία, είναι ολα ορθογώνια
14
παραλληλόγραμμα, στα οποία η υ α στενή τους όψη είναι συνήθως στραμμένη πάντοτε προς το δρόμο προσπέλασης και σε αυτή τη πλευρά υπάρχουν πάντοτε δυο στενά παράθυρα. στο δε μέσον της μιας μεγάλης πλευράς, υπάρχει πάντοτε η πόρτα στις μεγάλες πλευρές του σπιτιού υπάρχον και άλλα παράθυρα ανάλογα με τις διαστάσεις του σπιτιού. Όταν τα σπίτια είναι διώροφα, οι πόρτες και τα παράθυρα βρίσκονται στην ίδια ακριβώς θέση επάνω και κάτω Όλα τα σπίτια είναι λιθόκτιστα και ο χωρισμός μέσα σε δωμάτια έχει γίνει με σανίδες
Τα σπίτια αυτά είναι χαρακτηριστικά και τα ίδια σε όλα τα Αρβανιτοχώρια της- περιοχής μας και θυμίζουν τα σπίτια της βόρειας Ηπείρου με την μόνη διαφορά ότι έτσι κεραμοσκεπή, όλα δε είναι κτισμένα από Νομάδες. Λαγκαδιανους κτίστες που ολόκληρα καλοκαίρια έμεναν και δούλευαν στο χωριό. Σήμερα βέβαιο πολλά από τα παλαιά αυτά σπίτια έχουν αντικατασταθεί με μοντέρνα κτίρια κτισμένα με τσιμέντα και τούβλα.
Τα νερά της βροχής της ευρείας λεκάνης που βρίσκεται χτισμένο το χωριό σχηματίσουν ένα μαιανδρικό χείμαρρο που ξεκινάει από τα Φράκια διασχίζει όλη τη λεκάνη, σχηματίζει έπειτα μια βαθιά χαράδρα .περνάει κοντά στο Μοναστήρι (Μονή Ταλαντίου) και συνεχίζει την πορεία του μέσα στη Χούνι βγαίνει στον Αμαριανό και από εκεί διασχίζει και τον Αργολικό Κάμπο, περνάει από το χωριό Ποναρίτη και πολύ σπάνια τα νερά του φθάνουν στον Αργολικό Κόλπο, γιατί μετά το Παναρίτη σήμερα δεν υπάρχει καν κοίτη; επειδή έχει καταστραφεί από τους χωρικούς οι οποίοι την έχουν μετατρέψει σε χωράφια.
Στη διαδρομή του ο χείμαρρος αυτός σχηματίζει σε πολλά σημεία βαθιές χαράδρες και δέχεται πολλούς άλλους χείμαρρους, όπως τον χείμαρρο που κατεβαίνει από τον ΑΡΜΑ. το ττρόι - Λάζεριτ. το πρόί-Θέου. το πρόι -Φλώρου και άλλους πολλούς και στη λεκάνη του Αραχναίου και στη λεκάνη του Αμσριανού.
Οι σημερινοί κάτοικοι του χωριού είναι όλοι Αρβανίτες και οι μεγάλης ηλικίας μιλάνε ακόμα πολύ καλά τα Αρβανίτικα, αλλά σε διάλεκτο με πολλές παραφθαρμένες σύγχρονες Ελληνικές λέξεις, η οποία διάλεκτος αυτή διαφέρει πολύ από την διάλεκτο των Αρβανιτών των γειτονικών χωριών Λιμνών, Προσύμνης. Μηδέας κ.λ.π. όπως επίσης και από την διάλεκτο που μιλάει όλη η Ερμιονίδα.
Το Χέλι βρίσκεται αποκομμένο από όλα τα κατοικημένα μέρη της Αργολίδας, σε απόσταση 26 περίπου χιλιομέτρων από το Αργός και 28 χιλιομέτρων από το Ναύπλιο και δεν έχει οπτική επαφή με κανένα κατοικημένο χώρο του Νομού. Βέβαια σήμερα ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος που το συνδέει με τα μεγάλα αστικά κέντρα το Αργός και το Ναύπλιο, έχει αρκετά δαμάσει τις άγριες ξεροτοπιές της περιοχής του Χελιού και έχει συνδέσει την αβοήθητη ερημιά του παρελθόντος με τη σημερινή ζωή του Κέντρου και του Πολιτισμού.
Το Χέλι έχει σήμερα περίπου 1200 κατοίκους που μένουν μόνιμα στο χωριό, ενώ είναι πολύ περισσότεροι αυτοί που έχουν μετοικίσει στον Άγιο Δημήτριο, στον Αμαριανό. στο Ναύπλιο στο Αργός, στα χωριά του Κάμπου, στην Κόρινθο, στην Αθήνα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, πέρα από τις εκατοντάδες που μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο βρέθηκαν μετανάστες, στην Αυστραλία, στον Καναδά και τη υπόλοιπη Αμερικανική Ηπειρο. Το χωριό είναι μακρόστενο και εκτείνεται από την Ανατολή προς τη Δύση. Βρίσκεται βόρεια της ευρείας Λεκάνης που περιβάλλεται από τους ορεινούς όγκους του όρους Αραχναίου, κυρίως από την Τραπεζωνα και το Σιούρι. Τα περισσότερα σπίτια του χωρίου που είναι και τα παλαιότερα, είναι χτισμένα σύμφωνα με την παλαιά τεχνοτροπία, είναι ολα ορθογώνια
14
παραλληλόγραμμα, στα οποία η υ α στενή τους όψη είναι συνήθως στραμμένη πάντοτε προς το δρόμο προσπέλασης και σε αυτή τη πλευρά υπάρχουν πάντοτε δυο στενά παράθυρα. στο δε μέσον της μιας μεγάλης πλευράς, υπάρχει πάντοτε η πόρτα στις μεγάλες πλευρές του σπιτιού υπάρχον και άλλα παράθυρα ανάλογα με τις διαστάσεις του σπιτιού. Όταν τα σπίτια είναι διώροφα, οι πόρτες και τα παράθυρα βρίσκονται στην ίδια ακριβώς θέση επάνω και κάτω Όλα τα σπίτια είναι λιθόκτιστα και ο χωρισμός μέσα σε δωμάτια έχει γίνει με σανίδες
Τα σπίτια αυτά είναι χαρακτηριστικά και τα ίδια σε όλα τα Αρβανιτοχώρια της- περιοχής μας και θυμίζουν τα σπίτια της βόρειας Ηπείρου με την μόνη διαφορά ότι έτσι κεραμοσκεπή, όλα δε είναι κτισμένα από Νομάδες. Λαγκαδιανους κτίστες που ολόκληρα καλοκαίρια έμεναν και δούλευαν στο χωριό. Σήμερα βέβαιο πολλά από τα παλαιά αυτά σπίτια έχουν αντικατασταθεί με μοντέρνα κτίρια κτισμένα με τσιμέντα και τούβλα.
Τα νερά της βροχής της ευρείας λεκάνης που βρίσκεται χτισμένο το χωριό σχηματίσουν ένα μαιανδρικό χείμαρρο που ξεκινάει από τα Φράκια διασχίζει όλη τη λεκάνη, σχηματίζει έπειτα μια βαθιά χαράδρα .περνάει κοντά στο Μοναστήρι (Μονή Ταλαντίου) και συνεχίζει την πορεία του μέσα στη Χούνι βγαίνει στον Αμαριανό και από εκεί διασχίζει και τον Αργολικό Κάμπο, περνάει από το χωριό Ποναρίτη και πολύ σπάνια τα νερά του φθάνουν στον Αργολικό Κόλπο, γιατί μετά το Παναρίτη σήμερα δεν υπάρχει καν κοίτη; επειδή έχει καταστραφεί από τους χωρικούς οι οποίοι την έχουν μετατρέψει σε χωράφια.
Στη διαδρομή του ο χείμαρρος αυτός σχηματίζει σε πολλά σημεία βαθιές χαράδρες και δέχεται πολλούς άλλους χείμαρρους, όπως τον χείμαρρο που κατεβαίνει από τον ΑΡΜΑ. το ττρόι - Λάζεριτ. το πρόί-Θέου. το πρόι -Φλώρου και άλλους πολλούς και στη λεκάνη του Αραχναίου και στη λεκάνη του Αμσριανού.
Οι σημερινοί κάτοικοι του χωριού είναι όλοι Αρβανίτες και οι μεγάλης ηλικίας μιλάνε ακόμα πολύ καλά τα Αρβανίτικα, αλλά σε διάλεκτο με πολλές παραφθαρμένες σύγχρονες Ελληνικές λέξεις, η οποία διάλεκτος αυτή διαφέρει πολύ από την διάλεκτο των Αρβανιτών των γειτονικών χωριών Λιμνών, Προσύμνης. Μηδέας κ.λ.π. όπως επίσης και από την διάλεκτο που μιλάει όλη η Ερμιονίδα.
5. Το Χωριό Άγιος Δημήτριος
Εκτός από τους παραπάνω οικισμούς που υπάρχουν μέχρι σήμερα στη περιοχή του Αραχναίου, τα τελευταία χρόνια πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ιδρύθηκε ένας καινούργιος οικισμός του Χελιού που είχε πάρει το όνομα ΜΕΤΟΧΙ και ήταν ακριβώς εκεί που σήμερα βρίσκεται η Κοινότητα του Αγίου Δημητρίου. Ολόκληρη η περιοχή του σημερινού Αγίου Δημητρίου που καλλιεργείται, αλλά και η άγρια περιοχή αυτού, παλαιότερα ήταν περιουσία του
12
Μοναστηρίου Αγιου Δημητρίου (Καρακαλά) και χρησιμοποιείτο σαν βοσκότοπος κυρίως, υπήρχαν μονό και μερικές έκτασης με ελαιόδεντρα (Λιοστασια)
Το 1932 η περιοχή αυτη απαλλοτριώθηκε απο το κράτος και στη συνεχεία μοιράσθηκε σε ακτήμονες κατοίκους του Χελιου του κατσιγριου και των Μπρουτζαίικων. Εκατό περίπου οικογένειας ακτημόνων από το χέλι πήραν εκεί γεωργικό κλήρο από 40- 60 στρέμματα τα οποία όμως όλα ήσαν ρουμάνια από σκοίνα και πουρνάρια και αμέσως άρχισε η αξιοποίηση αυτών. Εκατοντάδες Χελιωτες εγκαταστάθηκαν εκεί σε πρόχειρες καλύβες που έκτισαν σχεδόν μόνοι τους και άρχισαν αμέσως εργασία για να αξιοποιήσουν τις εκτάσεις που πήραν.
Με τα ξινάρια άρχισαν να εκχερσώνουν τον κλήρο τους και σιγά - σιγά από τα ρουμάνια άρχισαν να δημιουργούνται εύφορα χωράφια συγχρόνως σε αξιοποιούσαν και τα κούτσουρα των θάμνων που ξερίζωναν αλλά και τα χοντρά ξύλα από αυτά, μεταποιώντας όλα σε ξυλοκάρβουνα φτιάχνοντας ειδικά καμίνια και έτσι δημιούργησαν και ένα πρώτο εισόδημα από την καινούργια τους περιουσία. Για αρκετά χρόνια εργάστηκαν έτσι σκληρά όλοι αυτοί οι κάτοικοι του χωριού μαζί με τις οικογένειες τους και κατάφεραν ολόκληρη αυτή την περιοχή να την μετατρέψουν σε μια απέραντη καλλιεργήσιμη έκταση.
Στις εκτάσεις που εκχερσώνανε, υπήρχαν και αγριελιές τις οποίες αφήναν ανέπαφες, αργότερα τις κέντρωναν και κατ αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκαν οι πρώτοι ελαιώνες σε διάφορες περιοχές οι οποίοι πύκνωναν με τον καιρό αφού οι κάτοικοι φύτευαν καινούργια ελαιόδεντρα. Μεσολάβησε ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η κατοχή όπου η ανάπτυξη της περιοχής αυτής επιβραδύνθηκε κάπως για να ξαναρχίσει εντονότερα μετά την απελευθέρωση το 1945. Ολόκληρη αυτή η περιοχή των έξι χιλιάδων στρεμμάτων μετατράπηκε σε μια απέραντη καλλιεργούμενη έκταση όπου σημαντικό μέρος αυτής κατείχαν οι ελαιώνες και που σιγά- σιγά δημιουργήθηκαν και άλλες καλλιέργειες κυρίως ειδικής ποικιλίας βερικοκιάς που κυριάρχησε στην περιοχή αυτή για μερικές δεκαετίες και που απέφερε σημαντικό εισόδημα στους κατοίκους της περιοχής.
Επακόλουθο όλων αυτών των δραστηριοτήτων των κατοίκων ήταν να αναπτυχθεί πολύ γρήγορα και ο εκεί οικισμός των Κατοίκων που στην αρχή πήρε το όνομα "ΜΕΤΟΧΙ" Πολύ γρήγορα άρχισαν να ξεφυτρώνουν διώροφα και σύγχρονα σπίτια σε όλη την έκταση του οικισμού που είχε δημιουργηθεί βάσει σχεδίου που είχε εφαρμοστεί από την αρχή.
Οι οικονομικές δραστηριότητες διαδέχονται η μια την άλλη δημιουργούνται επιχειρήσεις διάφορες ανοίγουν καταστήματα οι καλλιέργειες αναπτύσσονται ραγδαία γίνονται γεωτρήσεις αρκετές και πολλές γεωργικές εκτάσεις μετατρέπονται σε αρδευόμενες με τις κατάλληλες καλλιέργειες. Όλη η περιοχή παίρνει μια άλλη όψη. Ο κόσμος μεγαλώνει εξωραΐζεται και γίνεται πλέον ανεξάρτητη Κοινότητα που παίρνει
13
Το όνομα "ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ" από την εκεί κοντά βρισκόμενη Μονή του αγίου Δημητρίου (Καρακαλά).
Ο πληθυσμός αυξάνεται συνεχώς με την μετανάστευση εκεί και άλλων κατοίκων του Χελιού οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εκεί και αποκτούν και αυτοί περιουσιακά στοιχεία, είτε αγοράζοντας κτήματα από τους κατοίκους του Αγίου Αδριανού (Κατσιγκρίου), οι οποίοι τα πούλησαν επειδή ήσαν μακριά από το χωριό τους και συναντούσαν δυσκολίες στην καλλιέργεια αυτών είτε ακόμα από την ανακατανομή των κτημάτων των ιδίων των κατοίκων του Αγίου Δημητρίου με την δημιουργία νέων οικογενειών από επιγαμίες με κατοίκους του Χελιού, έτσι που ο πληθυσμός του Αγίου Δημητρίου σήμερα να υπερβαίνει τους χίλιους κατοίκους, παρά το γεγονός ότι πολλοί από τους κατοίκους έχουν φύγει και έχουν εγκατασταθεί σε διαφορά άλλα μέρη, κυρίως στην Αθήνα.
12
Μοναστηρίου Αγιου Δημητρίου (Καρακαλά) και χρησιμοποιείτο σαν βοσκότοπος κυρίως, υπήρχαν μονό και μερικές έκτασης με ελαιόδεντρα (Λιοστασια)
Το 1932 η περιοχή αυτη απαλλοτριώθηκε απο το κράτος και στη συνεχεία μοιράσθηκε σε ακτήμονες κατοίκους του Χελιου του κατσιγριου και των Μπρουτζαίικων. Εκατό περίπου οικογένειας ακτημόνων από το χέλι πήραν εκεί γεωργικό κλήρο από 40- 60 στρέμματα τα οποία όμως όλα ήσαν ρουμάνια από σκοίνα και πουρνάρια και αμέσως άρχισε η αξιοποίηση αυτών. Εκατοντάδες Χελιωτες εγκαταστάθηκαν εκεί σε πρόχειρες καλύβες που έκτισαν σχεδόν μόνοι τους και άρχισαν αμέσως εργασία για να αξιοποιήσουν τις εκτάσεις που πήραν.
Με τα ξινάρια άρχισαν να εκχερσώνουν τον κλήρο τους και σιγά - σιγά από τα ρουμάνια άρχισαν να δημιουργούνται εύφορα χωράφια συγχρόνως σε αξιοποιούσαν και τα κούτσουρα των θάμνων που ξερίζωναν αλλά και τα χοντρά ξύλα από αυτά, μεταποιώντας όλα σε ξυλοκάρβουνα φτιάχνοντας ειδικά καμίνια και έτσι δημιούργησαν και ένα πρώτο εισόδημα από την καινούργια τους περιουσία. Για αρκετά χρόνια εργάστηκαν έτσι σκληρά όλοι αυτοί οι κάτοικοι του χωριού μαζί με τις οικογένειες τους και κατάφεραν ολόκληρη αυτή την περιοχή να την μετατρέψουν σε μια απέραντη καλλιεργήσιμη έκταση.
Στις εκτάσεις που εκχερσώνανε, υπήρχαν και αγριελιές τις οποίες αφήναν ανέπαφες, αργότερα τις κέντρωναν και κατ αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκαν οι πρώτοι ελαιώνες σε διάφορες περιοχές οι οποίοι πύκνωναν με τον καιρό αφού οι κάτοικοι φύτευαν καινούργια ελαιόδεντρα. Μεσολάβησε ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η κατοχή όπου η ανάπτυξη της περιοχής αυτής επιβραδύνθηκε κάπως για να ξαναρχίσει εντονότερα μετά την απελευθέρωση το 1945. Ολόκληρη αυτή η περιοχή των έξι χιλιάδων στρεμμάτων μετατράπηκε σε μια απέραντη καλλιεργούμενη έκταση όπου σημαντικό μέρος αυτής κατείχαν οι ελαιώνες και που σιγά- σιγά δημιουργήθηκαν και άλλες καλλιέργειες κυρίως ειδικής ποικιλίας βερικοκιάς που κυριάρχησε στην περιοχή αυτή για μερικές δεκαετίες και που απέφερε σημαντικό εισόδημα στους κατοίκους της περιοχής.
Επακόλουθο όλων αυτών των δραστηριοτήτων των κατοίκων ήταν να αναπτυχθεί πολύ γρήγορα και ο εκεί οικισμός των Κατοίκων που στην αρχή πήρε το όνομα "ΜΕΤΟΧΙ" Πολύ γρήγορα άρχισαν να ξεφυτρώνουν διώροφα και σύγχρονα σπίτια σε όλη την έκταση του οικισμού που είχε δημιουργηθεί βάσει σχεδίου που είχε εφαρμοστεί από την αρχή.
Οι οικονομικές δραστηριότητες διαδέχονται η μια την άλλη δημιουργούνται επιχειρήσεις διάφορες ανοίγουν καταστήματα οι καλλιέργειες αναπτύσσονται ραγδαία γίνονται γεωτρήσεις αρκετές και πολλές γεωργικές εκτάσεις μετατρέπονται σε αρδευόμενες με τις κατάλληλες καλλιέργειες. Όλη η περιοχή παίρνει μια άλλη όψη. Ο κόσμος μεγαλώνει εξωραΐζεται και γίνεται πλέον ανεξάρτητη Κοινότητα που παίρνει
13
Το όνομα "ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ" από την εκεί κοντά βρισκόμενη Μονή του αγίου Δημητρίου (Καρακαλά).
Ο πληθυσμός αυξάνεται συνεχώς με την μετανάστευση εκεί και άλλων κατοίκων του Χελιού οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εκεί και αποκτούν και αυτοί περιουσιακά στοιχεία, είτε αγοράζοντας κτήματα από τους κατοίκους του Αγίου Αδριανού (Κατσιγκρίου), οι οποίοι τα πούλησαν επειδή ήσαν μακριά από το χωριό τους και συναντούσαν δυσκολίες στην καλλιέργεια αυτών είτε ακόμα από την ανακατανομή των κτημάτων των ιδίων των κατοίκων του Αγίου Δημητρίου με την δημιουργία νέων οικογενειών από επιγαμίες με κατοίκους του Χελιού, έτσι που ο πληθυσμός του Αγίου Δημητρίου σήμερα να υπερβαίνει τους χίλιους κατοίκους, παρά το γεγονός ότι πολλοί από τους κατοίκους έχουν φύγει και έχουν εγκατασταθεί σε διαφορά άλλα μέρη, κυρίως στην Αθήνα.
Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010
4. Οικισμοί που υπάρχουν μέχρι σήμερα στην περιοχή του Χελιού.
Οικισμοί στην περιοχή του Χελιού που υπάρχουν και σήμερα ακόμα είναι:
1.Οικισμός Αμαριανού 2.Οικισμός Γκάτζιας 3. Οικισμός Δεσκλιά 4.Οικισμός Κατσαβαίϊκα
1) Οικισμός Αμαριανού
Ξεκινώντας από το Χέλι για το Αργός, αφού διασχίσουμε την ορεινή περιοχή, φθάνουμε στη θέση Σκάλα και από εκεί με δρόμο που είναι όλο στροφές κατηφορίζουμε και μπαίνουμε σε μια κοιλάδα που αποτελεί την είσοδο στον Αργολικό Κάμπο. Η κοιλάδα αυτή σήμερα είναι μια αναπτυσσόμενη Γεωργική περιοχή που στο μεγαλύτερο μέρος της ανήκει στους κατοίκους του Χελιού. Οι Χελιώτες πήραν τα κτήματα αυτά που ήσαν
9
Μοναστηριακά μετά το 1932,αφού απαλλοτριώθηκαν από τη Μονή Ταλαντίου και από τότε άρχισε η συστηματική καλλιέργεια αυτών.
Η περιοχή αυτή σήμερα λέγεται Αμαριανός. Οι Χελιώτες όταν έγιναν κύριοι της περιοχής αυτής άρχισαν εντατική καλλιέργεια. Επειδή όμως τα κτήματα τους αυτά βρισκόντουσαν μακριά από τη μόνιμη κατοικία τους το Χέλι που βρισκόταν δύο με δύο και μισή ώρες πεζοπορία μακριά για να διευκολυνθούν στην καλλιέργεια αυτών .έκτισαν εκεί στην αρχή μικρά σπιτάκια τα οποία χρησίμευαν σαν πρόχειρες κατοικίες μόνο για τις περιόδους καλλιέργειας της περιοχής και για να διαφυλάξουν τα γεωργικά τους εργαλεία. Σιγά-σιγά τα μικρά αυτά σπιτάκια αντικαταστάθηκαν με άλλα μεγάλα, έγιναν κανονικά σπίτια και οι καλλιεργητές εγκαταστάθηκαν μόνιμα σε αυτά, αφού στο μεταξύ είχαν αγοράσει και άλλα κτήματα από τους κατοίκους της Μηδέας που και αυτοί τα είχαν πάρει από το Κράτος, αλλά επειδή ήσαν μακριά από το χωριό τους, το πούλησαν ,αφού φυσικά στο χωριό τους είχαν καλύτερα χωράφια. Έτσι δημιουργήθηκε εκεί ένας καινούργιος οικισμός που πήρε και αυτός το όνομα Αμαριανός και που σήμερα αριθμεί περί τους εκατό και πλέον κατοίκους. Η περιοχή του Αμαριανού θεωρείται πλέον μια πολύ εύφορη περιοχή στην οποία καλλιεργούνται κυρίως η ελιά, αλλά και άλλες δενδροκαλλιέργειες, εσπεριδοειδή βερικοκιές κ.λ.π.
Την κοιλάδα του Αμαριανού διασχίζουν πολλά ρέματα στα οποία πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο υπήρχε τρεχούμενο νερό όλο το χρόνο περισσότερο βέβαια το χειμώνα και λιγότερο το καλοκαίρι. Μετά όμως τον πόλεμο τα νερά αυτά άρχισαν να λιγοστεύουν μέχρι που το καλοκαίρι σταματούσαν τελείως, σιγά-σιγά δε το τρεχούμενο αυτό νερό χάθηκε παντελώς. Το γεγονός αυτό οφείλεται και στις ανομβρίες που παρατηρήθηκαν τα τελευταία χρόνια ,αλλά κυρίως στην αλόγιστη άντληση των υπογείων υδάτων του Αργολικού κάμπου που τροφοδοτείται κυρίως από τα υπόγεια νερά των γύρω ορεινών περιοχών και έτσι σταμάτησαν τελείως οι πηγές του Αμαριανού.
Κοντά στον οικισμό του Αμαριανού υπάρχουν ερείπια κτισμάτων και εμφανή ερείπια από έναν υδρόμυλο που λειτουργούσε στην περιοχή εκείνη. Αυτά σημαίνουν ότι πολύ παλαιότερα στα ρέματα του Αμαριανού κυλούσε αρκετό νερό, τουλάχιστο για να μπορεί να κινεί νερόμυλο και ακόμη ότι στην περιοχή αυτή ίσως γα υπήρχε και οικισμός, που είναι όμως άγνωστα τα αίτια της παρακμής αυτού και για μεγάλη περίοδο δεν υπήρχε ζωή στην περιοχή αυτή παρά μόνο το καλοκαίρι που κατέβαιναν από το Χέλι τσοπάνηδες με τα γίδια τους για πότισμα.
Βόρεια-Βορειοανατολικά του Αμαριανού υπάρχει ορεινή περιοχή ΤΟΥΡΜΙΖΑ (ΤΥΡΜΕΖΑ που σημαίνει το πλήθος, ο όχλος στα Λατινικά ) και ίσως η περιοχή αυτή να είναι εκείνη που μνημονεύουν τα Βενετικά αρχεία, σαν τόπο συγκέντρωσης των Αρβανιτών προσφύγων που είχαν καταφύγει εκεί από τον Αργολικό κάμπο κατά τον Τουρκοβενέτικο πόλεμο (1463-1469) και από εκεί άρχισαν διαπραγματεύσεις με τους γηγενείς Χελιώτες για την εγκατάσταση του μόνιμα στο Χέλι.
10
2) Οικισμός Γκάτζιας
Ο οικισμός της Γκάτζιας βρίσκεται σε ύψωμα του Αραχναίου σε μια γωνιά στην κοιλάδα του Αμαριανού και στο δημόσιο δρόμο που συνδέει τσ Χέλι με το Ναύπλιο που περνά και από τον Άγιο Δημήτριο. Από τον οικισμό αυτόν είναι ορατός ολόκληρος ο Αργολικός κάμπος, ο Αργολικός κόλπος και η Κυνουρία.
Για τη δημιουργία του οικισμού της Γκάτζιας υπάρχουν δυο εκδοχές που και οι δυο όμως συνδέονται με την Γκάτζια Αττικής το σημερινό Καμπά.
Η πρώτη εκδοχή λέει ότι τον οικισμό αυτόν τον ίδρυσαν οι Βενετοί οι
οποίοι μετέφεραν πληθυσμό από την Γκάτζια της Αττικής την οποίαν
κατείχαν κατά τό διάστημα 1394-1402 και είχαν συγκεντρώσει εκεί πολλούς
πολεμιστές Αρβανίτες για να ελέγχουν τον αυχένα Υμηττού-Πεντέλης και
που ο έλεγχος αυτός συνέβαλε πάρα πολύ στη άμυνα της Αθήνας από
τους Βενετούς με την βοήθεια των μισθοφόρων Αρβανιτών. Ειδικότερα
πιστεύεται ότι κατά το έτος 1396 ο εξουσιαστής και Καπετάνιος του Αργούς
Αλμπάνο-Κονταρίνι, γόνος μεγάλης Βενετικής οικογένειας, που μετατέθηκε
από την Αθήνα στην Αργολίδα/ μετέφερε συγχρόνως και μέρος των
κατοίκων της Κάτζιας Αττικής στην νέα επαρχία του την Αργολίδα και τους
εγκατέστησε στη σημερινή Κάτζια. ,
Η δεύτερη εκδοχή είναι ότι συνέβη ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή η Γκάτζια Αττικής να προήλθε από μετοίκηση των κατοίκων της Γκάτζιας Αργολίδας, όπως ακριβώς έγινε ο εποικισμός και πολλών άλλων χωρίων της Αττικής από την μετακίνηση Αρβανιτών από την Πελοπόννησο και ιδιαίτερα την Αργολίδα. Αν πράγματι συμβαίνει το δεύτερο θα πρέπει να ερευνηθεί πότε ιδρύθηκε ο οικισμός αυτός στην Αργολίδα και που οφείλεται η ονομασία αυτού. Στην περίπτωση αυτή η ονομασία της Γκάτζιας πιθανόν να οφείλεται στον Νέριο-Ατζεόλη ο οποίος πρώτος το 1336 περίπου θα εγκατέστησε σε αυτήν την ακραία περιοχή της επικράτειας του, Αρβανίτες σαν φύλακες των συνόρων της επικράτειας. Η δεύτερη αυτή εκδοχή ίσως είναι και η επικρατέστερη.
Οι σημερινοί κάτοικοι της Γκάτζιας είναι οι περισσότεροι Αρκάδες που έχουν εγκατασταθεί εκεί τα τελευταία χρόνια λίγο πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και οι οποίοι είχαν έλθει σαν τσοπάνηδες και κατ' αρχάς έμεναν στη Γκάτζια μόνο τους χειμερινούς μήνες, αλλά σιγά-σιγά έγιναν μόνιμοι κάτοικοι αυτής. Εκτός από τους Αρκάδες υπάρχουν στη Γκάτζια και Αρβανίτες που προέρχονται από το Χέλι
1.Οικισμός Αμαριανού 2.Οικισμός Γκάτζιας 3. Οικισμός Δεσκλιά 4.Οικισμός Κατσαβαίϊκα
1) Οικισμός Αμαριανού
Ξεκινώντας από το Χέλι για το Αργός, αφού διασχίσουμε την ορεινή περιοχή, φθάνουμε στη θέση Σκάλα και από εκεί με δρόμο που είναι όλο στροφές κατηφορίζουμε και μπαίνουμε σε μια κοιλάδα που αποτελεί την είσοδο στον Αργολικό Κάμπο. Η κοιλάδα αυτή σήμερα είναι μια αναπτυσσόμενη Γεωργική περιοχή που στο μεγαλύτερο μέρος της ανήκει στους κατοίκους του Χελιού. Οι Χελιώτες πήραν τα κτήματα αυτά που ήσαν
9
Μοναστηριακά μετά το 1932,αφού απαλλοτριώθηκαν από τη Μονή Ταλαντίου και από τότε άρχισε η συστηματική καλλιέργεια αυτών.
Η περιοχή αυτή σήμερα λέγεται Αμαριανός. Οι Χελιώτες όταν έγιναν κύριοι της περιοχής αυτής άρχισαν εντατική καλλιέργεια. Επειδή όμως τα κτήματα τους αυτά βρισκόντουσαν μακριά από τη μόνιμη κατοικία τους το Χέλι που βρισκόταν δύο με δύο και μισή ώρες πεζοπορία μακριά για να διευκολυνθούν στην καλλιέργεια αυτών .έκτισαν εκεί στην αρχή μικρά σπιτάκια τα οποία χρησίμευαν σαν πρόχειρες κατοικίες μόνο για τις περιόδους καλλιέργειας της περιοχής και για να διαφυλάξουν τα γεωργικά τους εργαλεία. Σιγά-σιγά τα μικρά αυτά σπιτάκια αντικαταστάθηκαν με άλλα μεγάλα, έγιναν κανονικά σπίτια και οι καλλιεργητές εγκαταστάθηκαν μόνιμα σε αυτά, αφού στο μεταξύ είχαν αγοράσει και άλλα κτήματα από τους κατοίκους της Μηδέας που και αυτοί τα είχαν πάρει από το Κράτος, αλλά επειδή ήσαν μακριά από το χωριό τους, το πούλησαν ,αφού φυσικά στο χωριό τους είχαν καλύτερα χωράφια. Έτσι δημιουργήθηκε εκεί ένας καινούργιος οικισμός που πήρε και αυτός το όνομα Αμαριανός και που σήμερα αριθμεί περί τους εκατό και πλέον κατοίκους. Η περιοχή του Αμαριανού θεωρείται πλέον μια πολύ εύφορη περιοχή στην οποία καλλιεργούνται κυρίως η ελιά, αλλά και άλλες δενδροκαλλιέργειες, εσπεριδοειδή βερικοκιές κ.λ.π.
Την κοιλάδα του Αμαριανού διασχίζουν πολλά ρέματα στα οποία πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο υπήρχε τρεχούμενο νερό όλο το χρόνο περισσότερο βέβαια το χειμώνα και λιγότερο το καλοκαίρι. Μετά όμως τον πόλεμο τα νερά αυτά άρχισαν να λιγοστεύουν μέχρι που το καλοκαίρι σταματούσαν τελείως, σιγά-σιγά δε το τρεχούμενο αυτό νερό χάθηκε παντελώς. Το γεγονός αυτό οφείλεται και στις ανομβρίες που παρατηρήθηκαν τα τελευταία χρόνια ,αλλά κυρίως στην αλόγιστη άντληση των υπογείων υδάτων του Αργολικού κάμπου που τροφοδοτείται κυρίως από τα υπόγεια νερά των γύρω ορεινών περιοχών και έτσι σταμάτησαν τελείως οι πηγές του Αμαριανού.
Κοντά στον οικισμό του Αμαριανού υπάρχουν ερείπια κτισμάτων και εμφανή ερείπια από έναν υδρόμυλο που λειτουργούσε στην περιοχή εκείνη. Αυτά σημαίνουν ότι πολύ παλαιότερα στα ρέματα του Αμαριανού κυλούσε αρκετό νερό, τουλάχιστο για να μπορεί να κινεί νερόμυλο και ακόμη ότι στην περιοχή αυτή ίσως γα υπήρχε και οικισμός, που είναι όμως άγνωστα τα αίτια της παρακμής αυτού και για μεγάλη περίοδο δεν υπήρχε ζωή στην περιοχή αυτή παρά μόνο το καλοκαίρι που κατέβαιναν από το Χέλι τσοπάνηδες με τα γίδια τους για πότισμα.
Βόρεια-Βορειοανατολικά του Αμαριανού υπάρχει ορεινή περιοχή ΤΟΥΡΜΙΖΑ (ΤΥΡΜΕΖΑ που σημαίνει το πλήθος, ο όχλος στα Λατινικά ) και ίσως η περιοχή αυτή να είναι εκείνη που μνημονεύουν τα Βενετικά αρχεία, σαν τόπο συγκέντρωσης των Αρβανιτών προσφύγων που είχαν καταφύγει εκεί από τον Αργολικό κάμπο κατά τον Τουρκοβενέτικο πόλεμο (1463-1469) και από εκεί άρχισαν διαπραγματεύσεις με τους γηγενείς Χελιώτες για την εγκατάσταση του μόνιμα στο Χέλι.
10
2) Οικισμός Γκάτζιας
Ο οικισμός της Γκάτζιας βρίσκεται σε ύψωμα του Αραχναίου σε μια γωνιά στην κοιλάδα του Αμαριανού και στο δημόσιο δρόμο που συνδέει τσ Χέλι με το Ναύπλιο που περνά και από τον Άγιο Δημήτριο. Από τον οικισμό αυτόν είναι ορατός ολόκληρος ο Αργολικός κάμπος, ο Αργολικός κόλπος και η Κυνουρία.
Για τη δημιουργία του οικισμού της Γκάτζιας υπάρχουν δυο εκδοχές που και οι δυο όμως συνδέονται με την Γκάτζια Αττικής το σημερινό Καμπά.
Η πρώτη εκδοχή λέει ότι τον οικισμό αυτόν τον ίδρυσαν οι Βενετοί οι
οποίοι μετέφεραν πληθυσμό από την Γκάτζια της Αττικής την οποίαν
κατείχαν κατά τό διάστημα 1394-1402 και είχαν συγκεντρώσει εκεί πολλούς
πολεμιστές Αρβανίτες για να ελέγχουν τον αυχένα Υμηττού-Πεντέλης και
που ο έλεγχος αυτός συνέβαλε πάρα πολύ στη άμυνα της Αθήνας από
τους Βενετούς με την βοήθεια των μισθοφόρων Αρβανιτών. Ειδικότερα
πιστεύεται ότι κατά το έτος 1396 ο εξουσιαστής και Καπετάνιος του Αργούς
Αλμπάνο-Κονταρίνι, γόνος μεγάλης Βενετικής οικογένειας, που μετατέθηκε
από την Αθήνα στην Αργολίδα/ μετέφερε συγχρόνως και μέρος των
κατοίκων της Κάτζιας Αττικής στην νέα επαρχία του την Αργολίδα και τους
εγκατέστησε στη σημερινή Κάτζια. ,
Η δεύτερη εκδοχή είναι ότι συνέβη ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή η Γκάτζια Αττικής να προήλθε από μετοίκηση των κατοίκων της Γκάτζιας Αργολίδας, όπως ακριβώς έγινε ο εποικισμός και πολλών άλλων χωρίων της Αττικής από την μετακίνηση Αρβανιτών από την Πελοπόννησο και ιδιαίτερα την Αργολίδα. Αν πράγματι συμβαίνει το δεύτερο θα πρέπει να ερευνηθεί πότε ιδρύθηκε ο οικισμός αυτός στην Αργολίδα και που οφείλεται η ονομασία αυτού. Στην περίπτωση αυτή η ονομασία της Γκάτζιας πιθανόν να οφείλεται στον Νέριο-Ατζεόλη ο οποίος πρώτος το 1336 περίπου θα εγκατέστησε σε αυτήν την ακραία περιοχή της επικράτειας του, Αρβανίτες σαν φύλακες των συνόρων της επικράτειας. Η δεύτερη αυτή εκδοχή ίσως είναι και η επικρατέστερη.
Οι σημερινοί κάτοικοι της Γκάτζιας είναι οι περισσότεροι Αρκάδες που έχουν εγκατασταθεί εκεί τα τελευταία χρόνια λίγο πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και οι οποίοι είχαν έλθει σαν τσοπάνηδες και κατ' αρχάς έμεναν στη Γκάτζια μόνο τους χειμερινούς μήνες, αλλά σιγά-σιγά έγιναν μόνιμοι κάτοικοι αυτής. Εκτός από τους Αρκάδες υπάρχουν στη Γκάτζια και Αρβανίτες που προέρχονται από το Χέλι
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)