Πριν από λίγες μέρες έκανε τον γύρο του διαδικτύου η είδηση της λιτανείας για πρόκληση βροχών στην Ρόδο. Οι χλευαστές πολλοί. Αλλά κοιτώντας πίσω στα χρόνια τα παλιά, αναρωτηθήκαμε πως αντιμετώπιζαν οι πρόγονοί μας τέτοιες περιόδους ανομβρίας; πως μας έχουν περιγράψει οι ιστορικοί και η μυθολογία μας, τις επεμβάσεις των θεών και σε ποια μέρη της Ελλάδας; Ποιος θεός -κατά κύριο λόγο- φρόντιζε να σταματήσει την ανομβρία; και εν τέλει τους λύτρωνε από την αγωνία της επιβίωσης; Ας πάμε όμως να ξετυλίξουμε το κουβάρι....
Οι άνθρωποι πάντα είχανε την αγωνία της επιβίωσης. Και οι τωρινοί και οι παλαιότεροι. Μια επιβίωση που κατά κύριο λόγο εξαρτιόταν από τα αγαθά της γης και ό,τι αυτή προσέφερε, άλλες φορές πλούσια και άλλες πιο λιτά και φτωχικά. Οι θεοί των Ελλήνων στην αγωνία αυτή των ανθρώπων, δεν ήταν- και ούτε είναι- απλοί παρατηρητές. Προστάτευαν και χάριζαν απλόχερα τα δώρα τους, αρκεί βέβαια και οι θνητοί να είχαν φροντίσει να προσφέρουν τις κατάλληλες θυσίες και σπονδές. Σε καιρούς ανομβρίας και ξηρασίας οι κίνδυνοι από πείνα και λοιμούς ήταν κάτι παραπάνω από ορατή.
Σπονδή, θυσία, προσφορά απαρχών, αυτά αποτελούν την σύνοψη των ευσεβών πράξεων. Δύσκολα υπάρχει τελετουργία χωρίς προσευχή και αντιστρόφως καμιά σημαντική προσευχή χωρίς τελετουργία: λιταί-θυσίαι αποτελούν μια παλιά και σταθερή σύζευξη. Η λέξη λιτανεία
"ξυνίζει" πολύ κόσμο. Και όχι άδικα ίσως, μιας και στο πέρασμα των
αιώνων χρησιμοποιήθηκε και κατάφερε να τις αποδοθεί μια πιο
δεισιδαιμονική υπόσταση από ότι στην αρχαιότητα.
Ετυμολογικά το όνομα λιτανεία προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «Λιτή» = δέηση, παράκληση, ικεσία, προσευχή. και δηλώνει την ενέργεια του «λιτανεύει»,
δηλαδή, την πάνδημο παράκληση προς επέμβαση Θεών, σε περιόδους
επιδημίας, ανομβρίας κλπ. Παράγωγα αυτών ήταν τα ρήματα λιτανεύω, σπανιότερα λιταίνω,και τα ρήματα λίσσομαι, λίτομαι. Το επίθετο λιτανός για παράδειγμα που σημαίνει ικετευτικός.
Η λιτανεία ως τελετουργία ανάγεται στην αρχαία
ελληνική «πομπή» που τελούνταν επ΄ ευκαιρία της εορτής των διαφόρων
Μυστηρίων. Στο πληθυντικό Λιταί ως κύριο όνομα σήμαιναν τη προσωποποίηση των προσευχών. Οι Λιτές σύμφωνα με την μυθολογία ήταν θεές της μετάνοιας και των παρακλήσεων. Ο Όμηρος
τις περιγράφει σαν κουτσές, αλλήθωρες και ζαρωμένες στην όψη, ενώ
άκουγαν με ευλάβεια όποιον προσευχόταν σε εκείνες. (περισσότερα για τις Λιτές εδώ: http://mythiki-anazitisi.blogspot.gr/2013/10/blog-post_5469.html)
Ο Δίας, ο πατέρας όλων, έχει εκατοντάδες προσωνύμια. Πολλά από αυτά του έχουν αποδοθεί σχετίζονται με τον καιρό. Αυτός έστελνε και τους ανέμους, τα σύννεφα, την βροχή, το χαλάζι, το
χιόνι, την αστραπή, την βροντή, τον κεραυνό κάτω στην γη, είτε για το
καλό είτε για το κακό των ανθρώπων. "Δία των νεφών, των κεραυνών, Δία δωρητή των πάντων, φύλαγε τον
κόσμο απ᾽ τη φριχτή ανεγνωμιά· πατέρα, σκόρπα την πέρ᾽ απ᾽ τις ψυχές,
και κάμε να ᾽βρουν όλοι το νου, που δίκια εσύ μ᾽ αυτόν τα πάντα
τιμονεύεις." μας λέει ο Κλεάνθης στον ύμνο προς τον Δία.
Για αυτό στον Όμηρο έχει τα επίθετα
νεφεληγερέτης, κελαινεφής (μαυροσύννεφος), εριβρεμέτης (βαρύβροντος),
υψιβρεμέτης, ερίγδουπος, αστεροπητής, στεροπηγερέτης, αργικέραυνος,
τερπικέραυνος για αυτό και τον λάτρευαν ως Ικμαίο (γιατί έστελνε τα
δροσερά μελτέμια το καλοκαίρι), Ευάνεμο, Υέτιο, Όμβριο, Καταιβάτη κτλ.
Τα νερά της βροχής λέγονταν τα Διός ύδατα. Όταν οι Αθηναίοι ήθελαν
βροχή, τον παρακαλούσαν: "Ύσον, Ύσον, ώ φίλε Ζεύ, κατά της αρούρας των
Αθηναίων και των πεδίων". Επίσης στην καθημερινή ομιλία αντί του "βρέχει"
έλεγαν επίσης "ο Ζεύς βρέχει". Μας λέει σε ένα ποίημά του ο Αλκαίος: "Ύει μεν ο Ζευς, εκ δ’ οράνω μέγας χείμων, πεπάγαισιν δ’ υδάτων ρόαι... " (Ρίχνει βροχή ο ∆ίας. Μεγάλη καταιγίδα ορμά από τον ουρανό και τα νερά έχουν παγώσει.)
Στο βουνό Αραχναίο της Αργολίδας θυσίαζαν στον Δία και στην
Ήρα όταν αργούσε να πέσει η βροχή. Στην Αρκαδία όταν είχε αναβροχιά και
τα σπαρτά και τα δέντρα πήγαιναν να ξεραθούν, ανέβαινε ο ιερέας του Δία
στην πηγή Αγνώ πάνω στο βουνό Λύκαιο, προσευχόταν, πρόσφερε θυσία και
έπειτα με ένα κλαδί από δρυ ανατάραζε πάνω πάνω τα νερά της. Αμέσως
ανέβαινε μία θολή αντάρα που σιγά σιγά πύκνωνε σε σύννεφο, και σε λίγο
έπεφτε βροχή σε όλη την χώρα.
Στην κορυφή του πιο ψηλού βουνού της
Αίγινας, που και σήμερα λέγεται Όρος βρέθηκαν τα ερείπια ενός βωμού του
Ελλάνιου Δία. Τον είχαν στήσει, έλεγαν, οι κάτοικοι ολόκληρης της
Ελλάδας, όταν ύστερα από μία περίοδο μεγάλης ξηρασίας ο θεός είχε
στείλει ευεργετικές βροχές.Το 1906 βρέθηκε μία χάλκινη υδρία η οποία ήταν
αφιερωμένη στον Ελλάνιο Δία. Είναι επίσης πιθανό στην συγκεκριμένη
τοποθεσία να υπήρχε ναός αφιερωμένος στην Εκάτη. Χαρακτηριστική είναι η
αρχαία δοξασία (αναφέρεται από το Θεόφραστο) που είναι γνωστή μέχρι
σήμερα -και συνδέεται με τον πρώτο μυθικό βασιλιά της Αίγινας, Αιακό -και
την δέηση που έκανε στο Ελλάνιο Δία, να λήξει την ανομβρία που
επικρατούσε τότε στην Ελλάδα –ότι άμα η κορυφή του Όρους σκεπαστεί με
σύννεφα θα βρέξει. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη μυθική παράδοση, ο πρώτος
βασιλιάς του νησιού και γενάρχης του γένους των Αιακιδών, ο Αιακός, ανέβηκε στο ψηλότερο βουνό του νησιού, για να παρακαλέσει εκ
μέρους όλων των Ελλήνων τον πατέρα του να στείλει την πολυπόθητη βροχή
ύστερα από την καταστροφική ξηρασία που είχε πλήξει την Ελλάδα. Ο Δίας
ανταποκρίθηκε στην επίκληση του κι ο φημισμένος για τη
δικαιοσύνη του Αιγινήτης βασιλιάς, θέλοντας να τον ευχαριστήσει, ίδρυσε
στην κορυφή του βουνού ιερό αφιερωμένο στον Ελλάνιο Δία. Προς τιμήν του Αιακού και του κατορθώματός του, έκτοτε στην Αίγινα τελούνταν τα Αιάκεια. Τα Αιάκεια περιλάμβαναν σπουδαίους γυμνικούς αγώνες, τους οποίους είχε υμνήσει και ο Πίνδαρος.
Μια άλλη επέμβαση σε περίοδο ξηρασίας είναι και η παρακάτω. Ο μύθος εξελίσσεται στο νησί Κέα.
Η νήσος χαρακτηρίζεται από το υγρό κλίμα και την αφθονία των πηγών,
στοιχεία που ευνόησαν την οργιώδη βλάστηση. Χαρακτηριστικό είναι
πως η πρώτη ονομασία που φέρεται να είχε η Κέα ήταν «Υδρούσσα». Νύμφες ζούσαν στις πολυάριθμες πηγές μέσα στα δάση, όμως μια μέρα έντρομες εξαφανίστηκαν στα βόρεια παράλια του νησιού μόλις
έκανε την εμφάνισή του ένα τρομερό λιοντάρι.
Τότε επικράτησε στον τόπο
το λαμπρότερο άστρο του ουράνιου θόλου, ο Σείριος. Κατάκαιγε με τις
φοβερές του ακτίνες την κυκλαδική γη και ειδικότερα τη γη της Κέας, με
αποτέλεσμα τα υδάτινα αποθέματα να περιοριστούν απελπιστικά και, ύστερα
από μια περίοδο παρατεταμένης ξηρασίας, η βλάστηση να
συρρικνωθεί. Κατά μία άλλη εκδοχή στη
νήσο είχαν βρει καταφύγιο κακούργοι και ο Απόλλωνας
έστειλε ασυνήθιστα καύματα που κράτησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, με
αποτέλεσμα να ξεραθούν τα πάντα. Προκειμένου να εξιλεωθούν από αυτή τη «θεία μήνι», οι
κάτοικοι του νησιού αναζήτησαν βοήθεια -έπειτα από κάποιο χρησμό- από το γιο του θεού Απόλλωνα και
της Νύμφης Κυρήνης που ζούσε στη Θεσσαλία, τον ημίθεο Αρισταίο.
Ο
Αρισταίος κατέφθασε στο νησί, οι κακούργοι βρέθηκαν και τιμωρήθηκαν για
τα ανομήματα τους και ο Αρισταίος κάθαρε το νησί από το κακό με
τελετές
και δεήσεις στον πατέρα του Απόλλωνα και στον πατέρα των θεών Δία, οι
οποίοι τις εισάκουσαν και έστειλαν δροσερά μελτέμια και ευεργετικές
βροχές. Ο Δίας εισάκουσε τις προσευχές του κι έστειλε τα μελτέμια
(τους δροσερούς ανέμους), για να αλλάξουν το κλίμα στο νησί. Από τότε
τα μελτέμια πνέουν όταν κάνει πολλή ζέστη και καθαρίζουν την ατμόσφαιρα
των Κυκλάδων. Η Μυθολογία μας αποκαλύπτει ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για
το ταξίδι στο νησί:
«εκείνος, λοιπόν, έπλευσε σ’ αυτό το νησί και – επειδή είχε
εξαπλωθεί λοιμός στην Ελλάδα – έκανε θυσία υπέρ όλων των Ελλήνων. Η
θυσία έγινε κατά την ανατολή τού άστρου τού Σείριου, τότε που πνέουν οι
ετήσιες, οπότε σταμάτησε η λοιμώδης νόσος. Μόνον αυτό αν συλλογιζόταν
κάποιος, δικαιολογημένα θα θαύμαζε την ιδιαιτερότητα των περιστάσεων:
εκείνος που είδε τον γιο του να πεθαίνει από τα σκυλιά, ο ίδιος έβαλε
τέλος στην επίδραση τού ουράνιου αστέρα – που είχε το ίδιο όνομα, και
για τον οποίον πίστευαν ότι εξοντώνει τους ανθρώπους – και έγινε αίτιος
σωτηρίας των άλλων ανθρώπων».
Μυθολογικά έχουμε τις Υάδες λέξη που σημαίνει «οι της βροχής», ήταν αδελφές Νύμφες, που έφερναν τη βροχή (από το αρχαίο ρήμα υώ = βρέχω). Οι Υάδες θεωρούνταν οι θεότητες της βροχής στον ουρανό και στη γη οι νύμφες της γονιμοποιού υγρασίας, οι πηγές και οι ποταμοί, οι τροφοί της φύσης. Στα αρχαία κείμενα οι Υάδες αναφέρονται σαν βροχερά άστρα, τα οποία δημιουργούν θύελλες, υγρασία και «υετόν»,
γιατί η θέση τους σε σχέση με τον Ήλιο επιδρούσε στον καιρό. Μερικοί,
μάλιστα, υποθέτουν, ότι η ονομασία προέρχεται από τις λέξεις «ύειν» και «υετός», που σημαίνουν «βρέχει» και «βροχή».
Έτσι ο Οβίδιος αναφέρει: «Οι Υάδες υπό των Ελλήνων από τις βροχές ονομάστηκαν» και στην «Αινειάδα» ο Βιργίλιος «και τις βροχερές Υάδες». «Οι
Υάδες είναι δεινός και οχληρός αστήρ, προξενών θυέλλας και καταιγίδας,
αι οποίαι επιφέρουν βλάβας, τόσον επί της ξηράς, όσον και επί της
θαλάσσης». μας λέει ο Πλίνιος. (περισσότερα για τις Υάδες εδώ: (http://mythiki-anazitisi.blogspot.gr/2014/11/blog-post_12.html ).
Στη λήξη των Ελευσινίων οι μύστες άδειαζαν δυο κρατήρες, προφανώς
γεμάτους με νερό, τον ένα στην Ανατολή και τον άλλον στη Δύση,
φωνάζοντας προς τον ουρανό ὕει, δηλαδή βρέξε, και προς τη γη κύε, δηλαδή σύλλαβε. Τελετουργικό της επίκλησης προς τον θεό των καιρικών φαινομένων Δία να στείλει βροχή και να γονιμοποιήσει την καμένη από το κρύο ή τη ζέστη γη.
Στα Ορφικά, συναντούμε ύμνους προς τις αγροτικές θεότητες όπου γίνεται
σαφής επίκληση για βροχή, αλλά και επίκληση στο Θεό-Δία να προκαλέσει
βροχή ευεργετική.
Στα χρόνια μας επιβιώνει ένα πανάρχαιο έθιμο που ανάγεται στις επικλήσεις για βροχή. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδος, Μακεδονία, Θεσσαλία,
Θράκη, Εύβοια, Φθιώτιδα και αλλού, 29 Ιουνίου, τελούνταν και σε ορισμένες τελείται
ακόμη και σήμερα το έθιμο της περπερίτσας ή περπερούνας ή Πιρπιρούνας (η ονομασία διαφέρει από τόπο σε τόπο). Σκοπός της τελετής και της επίκλησης μέσω του τραγουδιού
αλλά και του ομώνυμου χορού είναι η άμεση βροχόπτωση με σκοπό να
αναπτυχθούν όλα τα φυτά και οι καρποί, ώστε να ευοδωθούν οι κόποι των
αγροτών και να πλουταίνει το βιός τους. Κατά τον Στίλπωνα Κυριακίδη (Κυριακίδης, 1990, σ.15), αποτελεί πανάρχαιο
έθιμο, το οποίο συνδέεται με την πρόκληση βροχής σε περιόδους
ανομβρίας, ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες.
Κατά την τέλεση της Πιρπιρούνας μαζεύονται όλα τα παιδιά του χωριού και
σκεπάζουν ένα κορίτσι ή ένα αγόρι,
ανάλογα με την περιοχή όπου τελείται το δρώμενο, με χόρτα και λουλούδια, το
επονομαζόμενο «περπερίτσα».
Σύμφωνα λοιπόν με το έθιμο, ένα ορφανό και φτωχό
κοριτσάκι ντύνονταν με τσουβάλια
και στολίζονται σε όλο το σώμα τους με φύλλα και κρατάνε στα χέρια τους
διάφορα αγγεία νερού. Το κοριτσάκι αυτό παρίστανε την λεγόμενη
πιρπιρούνα. Η πιρπιρούνα συνοδευόμενη από τα υπόλοιπα μικρά
κορίτσια του
χωριού γυρνούσαν από πόρτα σε πόρτα τραγουδώντας ένα τραγούδι που
λεγόταν επίσης "πιρπιρούνα". Όποιον συναντούσαν στο δρόμο τον ράντιζαν
με το νερό και του τραγουδούσαν. Κάθε φορά που τα κορίτσια έφταναν σε
κάποιο
σπίτι, βουτούσαν τα βούζια (αγριόχορτα) στομαστραπά (δοχείο γεμάτο
νερό) που κρατούσαν και μ΄ αυτό κατέβρεχαν τη νοικοκυρά. Το ίδιο έκανε
και η νοικοκυρά βρέχοντας τα χόρτα. Τινάζονταν η Πιρπιρούνα και έπεφταν
οι σταγόνες στο έδαφος όπως η βροχή. Μετά η κάθε νοικοκυρά τους έδινε
κεράσματα ή χρήματα.
Γυρίζουν τις γειτονιές και τραγουδούν το τραγούδι της περπερίτσας, το τραγούδι της βροχής:
"Περπερούνα περπατεί, το Θεό παρακαλεί για να βρέξει μια βροχή,
μια βροχή μια σιγανή. Θεέ μου βρέξε μια βροχή, μια βροχή μια σιγανή, μια
βροχή μια σιγανή, μια βροχή καλή βροχή. Μια βροχή καλή βροχή κι άλλη
μια καλύτερη για να γίνουν τα σιτάρια και της γης τα χορταράκια. Να
φυτρώσουν και ν’ ανθίσουν και τον κόσμο να πλουτίσουν τα σιτάρια, τα
μπαμπάκια και τα δροσερά χορτάρια. Μπάρες, μπάρες το νερό και το γέννημα
σωρό. Μπάρες, μπάρες τα νερά μπάρες, μπάρες τα κρασιά." Αφού τελείωνε η "περιφορά" της πιρπιρούνας στο χωριό, οι γυναίκες
μαζεύονταν σ’ ένα σπίτι και έφτιαχναν πίτες για το γλέντι που θα
ακολουθούσε το βράδυ.Το ντυμένο με φύλλα κορίτσι, συμβόλιζε τη διψασμένη βλάστηση που αναζητούσε απεγνωσμένα το νερό για να καρποφορήσει. Επίσης, επιλεγόταν ένα ορφανό παιδί, γιατί πίστευαν ότι έτσι θα δημιουργηθεί μεγαλύτερο αίσθημα λύπης στο θεό.
Κάπως έτσι τελειώνει η έρευνα για την πρόκληση βροχής και τις
λιτανείες στους αρχαίους καιρούς. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι,
όμως ερευνώντας και παρατηρώντας τα ήθη και έθιμα βλέπουμε πως στην λαϊκή συνείδηση η μνήμη-γνώση επιβιώνει. Μπορεί οι θεοί να "αντικαταστάθηκαν" αλλά "δεν χάθηκαν μέσα στο λυκόφωτο" όπως μας λέει ο Νίτσε.
Η έρευνα έγινε από την Γιώβη Βασιλική