Διονύσης Χαριτόπουλος
Αν είχε επιτραπεί στον EΛAΣ να μπει τον Οκτώβριο του '44 στην Αθήνα, θα είχαμε μια εντελώς διαφορετική εξέλιξη της χώρας. Δεν θα υπήρχε λόγος για το αιματοκύλισμα στα Δεκεμβριανά και στον Εμφύλιο που ακολούθησε, ούτε θα πρωταγωνιστούσαν μεταπολεμικά οι ακροδεξιές δυνάμεις που οδήγησαν στη δικτατορία του 1967 και την προδοσία της Κύπρου το 1974.
Στις 12 Οκτωβρίου 1944 οι Γερμανοί εγκαταλείπουν την Αθήνα.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου θα αφιχθεί στις 18 του μήνα.
Η πρωτεύουσα ήταν ορθάνοιχτη, μα ο ΕΛΑΣ δεν μπήκε.
Παρά τις καυχησιολογίες και τους παλικαρισμούς διαφόρων ακροδεξιών, ο καθ’ ύλην αρμόδιος στρατιωτικός διοικητής της Αθήνας, στρατηγός Σπηλιωτόπουλος, δεν είχε αυταπάτες:
«Εάν επιχειρούσε ο EΛAΣ να καταλάβει την εξουσίαν, και αν ακόμη έδιδα διαταγήν αντιστάσεως εις την εισβολήν, η απόκρουσίς της θα ήτο αδύνατος».
«Αν το EAM-EΛAΣ ήταν αποφασισμένο να καταλάβει την εξουσία με τη βία, αμέσως με την απελευθέρωση της Ελλάδας, η πρωτεύουσα ήταν απόλυτα στη διάθεσή του την ίδια μέρα που έφυγαν οι Γερμανοί. Αν το αποφάσιζε, μόνο με μια εισβολή που θα στοίχιζε ακριβά θα ήταν δυνατό να εκδιωχθεί – την οποία η συμμαχική πίεση και η κοινή γνώμη θα την έκαναν αδύνατη». (Woodhouse)
Δεν υπάρχει Ελληνας ή ξένος ιστορικός που να διαφωνεί.
«Το EAM είχε αποφασίσει να μην καταλάβει την εξουσία, σε μια στιγμή που θα μπορούσε εύκολα να το κάνει». (Mazower)
Το ερώτημα που επιχειρήθηκε να απαντηθεί εκ των υστέρων είναι τι θα γινόταν αν ο EΛAΣ καταλάμβανε την Αθήνα.
Επί πολλά χρόνια η μαύρη προπαγάνδα προεξοφλούσε ένα ζοφερό μέλλον: Ο EΛAΣ θα εγκαθιστούσε κομμουνιστική κυβέρνηση και η Ελλάδα θα γινόταν ένα ακόμη στρατόπεδο του ανατολικού μπλοκ.
Ενα φτωχό, καθυστερημένο κράτος με καταπιεστικό καθεστώς σαν του Χότζα και του Τσαουσέσκου.
Σε αυτήν τη θεωρία, που προεξοφλεί τη σοβιετοποίηση της χώρας, μπορεί βάσιμα να αντιταχθεί ότι -αντιθέτως- μέγα πλήγμα για την Ελλάδα ήταν η αγγλοσοβιετική συμπαιγνία που εμπόδισε τον EΛAΣ να καταλάβει την Αθήνα.
Αν γινόταν αυτό, η θέση της Ελλάδας δεν θα άλλαζε.
Θα παρέμενε ούτως ή άλλως στο δυτικό μπλοκ.
Στον καθορισμό των μεταπολεμικών ζωνών επιρροής, οι Μεγάλες Δυνάμεις υπολόγισαν μόνο τα δικά τους συμφέροντα και αδιαφόρησαν, σκανδαλωδώς, για τον κυρίαρχο ιδεολογικό προσανατολισμό των μικρότερων κρατών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα -και όχι το μόνο- η Ρουμανία, στην οποία επικρατούσαν οι συντηρητικές, αντικομμουνιστικές δυνάμεις. Παρότι το Κομουνιστικό Κόμμα ήταν σχεδόν ανύπαρκτο, επειδή η Ρουμανία ήταν πολύτιμη για τη Σοβιετική Ενωση, δεν πέρασε στο δυτικό, αλλά στο ανατολικό μπλοκ.
Αντιστοίχως, η Ελλάδα από το 1830 ήταν για τους Δυτικούς κυριολεκτικά αδιαπραγμάτευτη. Δεν επρόκειτο σε καμία περίπτωση να της επιτρέψουν να περάσει στον ανατολικό συνασπισμό.
Για τον Στάλιν ήταν «απαγορευμένος καρπός». (Απόδειξη ότι, ενώ ενίσχυε με όπλα όλα τα αντιστασιακά κινήματα στα Βαλκάνια, στην Ελλάδα καθ’ όλη τη διάρκεια της Αντίστασης δεν έστειλε ούτε μία σφαίρα. Η Ελλάδα ήταν εκτός δυνατοτήτων του.)
Και έκανε ό,τι μπορούσε για να συνδράμει τον Τσόρτσιλ. Οταν του ζητήθηκε, έσπευσε να στείλει στα ελληνικά βουνά μια επιτροπή αξιωματικών και κομισάριων να πιέσει το ΚΚΕ να μπει με υπουργούς στο βρετανικό μαντρί και να αποτρέψει την κατάληψη της εξουσίας.
Ο Στάλιν δεν επρόκειτο ποτέ να τα χαλάσει με τους Δυτικούς για την Ελλάδα, πριν ακόμα τελειώσει ο πόλεμος.
Αν λοιπόν ο EΛAΣ καταλάμβανε την εξουσία, ήταν παντελώς αδύνατον να εγκαταστήσει κυβέρνηση σοβιετικού τύπου – ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που θα το επιδίωκε.
Το EAM θα ερχόταν οπωσδήποτε σε συμβιβασμό με τους Βρετανούς, οι οποίοι ως έμπειροι παίχτες είχαν έτοιμα εναλλακτικά σενάρια για την Ελλάδα.
Ηδη από το 1943 ο Ιντεν είχε δηλώσει στον Ελληνα πρωθυπουργό Τσουδερό πως, «εάν στην Ελλάδα κατά την ώρα της απελευθερώσεως θα είναι στην εξουσία εαμική κυβέρνηση, θα την αναγνωρίσουν και θα συνεργασθούν μαζί της». (Tσουδερός)
Η βρετανική ηγεσία ήταν προετοιμασμένη για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Το σημειώνει ο Ιντεν προς τον Τσόρτσιλ στις 10 Oκτωβρίου 1944: «Είτε με μοναρχία είτε με δημοκρατία, εμείς πρέπει να διατηρήσουμε και να ενισχύσουμε τις σχέσεις μας με την Ελλάδα».
O Βρετανός πρωθυπουργός δεν έχει αγκυλώσεις, το μυαλό του τρέχει: «Ναι. Η πολιτική μας δεν πρέπει να κρέμεται σε μια κλωστή». Στην ανάγκη μπορεί να θυσιαστεί ένας βασιλιάς που δεν τον θέλει το «95% του λαού». (Ανδρικόπουλος)
Αν, λοιπόν, είχε επιτραπεί στον EΛAΣ να μπει τον Οκτώβριο στην Αθήνα, θα είχαμε μια εντελώς διαφορετική εξέλιξη της χώρας.
Δεν θα υπήρχε λόγος για το αιματοκύλισμα στα Δεκεμβριανά και στον Εμφύλιο που ακολούθησε, ούτε θα πρωταγωνιστούσαν μεταπολεμικά οι ακροδεξιές δυνάμεις που οδήγησαν στη δικτατορία του 1967 και την προδοσία της Κύπρου το 1974.
Ηδη τις λιγοστές μέρες ηρεμίας μετά την απελευθέρωση, είχαν αρχίσει ελπιδοφόρες πολιτικές ζυμώσεις και νέες πολιτικές συμμαχίες κυοφορούνταν.
Παράγοντες της Δεξιάς, εθνικώς αδιάβλητοι, συνομιλούν με το δυτικόφιλο εαμικό κόμμα της EΛΔ των Σβώλου - Tσιριμώκου και με προσωπικότητες της Αντίστασης. Οι έντιμοι δεξιοί δεν θέλουν τη συνύπαρξη με τους προδότες και τους νεόπλουτους εκμεταλλευτές της κατοχικής δυστυχίας.
Την ανεξαρτησία της Ελλάδας και τις ομαλές μεταπολεμικές εξελίξεις τις υπέσκαψαν οι Βρετανοί, σε αγαστή συνεργασία με τους Σοβιετικούς.
Ο Μιλτιάδης Πορφυρογέννης, μέλος του Π.Γ. του ΚΚΕ, που έζησε της καταστροφικές σοβιετικές παρεμβάσεις εκ των έσω, καταλογίζει στη Σοβιετική Ενωση τις ευθύνες που της αναλογούν:
«Αν οι Σοβιετικοί δεν επεμβαίναν και μας αφήναν ήσυχους, εμείς μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε μια κατάσταση εσωτερικά το λιγότερο σαν της Γαλλίας. Θα εξασφαλίζαμε τις δημοκρατικές ελευθερίες, θα αναγνωριζόταν η Εθνική Αντίσταση, δεν θα είχαμε αγγλική κατοχή, δεν θα είχαμε το Δεκέμβρη κι όλο το κακό που έγινε».
Υπάρχει λοιπόν και αυτή η εκδοχή, πολύ πιο αληθοφανής από τη ζοφερή που καλλιεργήθηκε μετεμφυλιακά.
Αν έμπαινε ο EΛAΣ στην Αθήνα, η Ελλάδα θα απολάμβανε από τότε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία δυτικού τύπου, δεν θα έχανε πολύτιμα χρόνια αυτοκαταστρεφόμενη, και οι αριστεροί δεν θα κατέληγαν οι νέγροι της πολιτικής ζωής.
https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/255725_o-elas-katalambane-tin-athina
Η Βάρκιζα
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ 08.08.2020, 14:37
Αλλο ΕΛΑΣ, άλλο ΔΣΕ
Διονύσης Χαριτόπουλος
Παρά την αδυσώπητη κρατική τρομοκρατία, ο αριθμός των πρώην ΕΛΑΣιτών που προσχώρησαν εθελοντικά στον ΔΣE, «για να ζήσουμε μια ώρα περισσότερο», όπως έλεγαν, ήταν εξαιρετικά περιορισμένος.
Οι Ελληνες πλήρωσαν ακριβά τη φιλοπατρία τους.
Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, πάνω από 100.000 ΕΑΜίτες και ΕΛΑΣίτες εξομοιώθηκαν με τους δολοφόνους της κομματικής OΠΛΑ, κυνηγήθηκαν, βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν και δολοφονήθηκαν. Οι οικογένειές τους διαλύθηκαν, οι περιουσίες τους καταστράφηκαν.
Oι διωκόμενοι είχαν να διαλέξουν ανάμεσα σε δύο δρόμους:
■ O πρώτος ήταν να μην κάνουν τίποτα και «να υπομείνουν τη μοίρα τους», όπως ήταν η εντολή της πολιτικής ηγεσίας. Oι δεκάδες χιλιάδες που ακολούθησαν αυτόν τον δρόμο κακοποιήθηκαν άγρια, δολοφονήθηκαν ή σάπισαν στις φυλακές.
«Ακόμα και τη δεκαετία του ’60, οι ελληνικές φυλακές ήταν γεμάτες με εκατοντάδες άνδρες και γυναίκες που το μόνο τους έγκλημα ήταν ότι είχαν πολεμήσει τους Γερμανούς» (Mazower).
■ O δεύτερος δρόμος ήταν να κρυφτούν.
Πολλοί προσπάθησαν να χαθούν στην ανωνυμία των μεγάλων πόλεων ή έζησαν τρυπωμένοι σαν αγρίμια στις σπηλιές και στις χαράδρες, ελπίζοντας σε καλύτερες ημέρες.
(Ενα μικρό τμήμα, περί τους 4.000, κυρίως μέλη του KKE, φυγαδεύτηκαν σταδιακά στις γειτονικές χώρες Αλβανία και Γιουγκοσλαβία, όπου δημιουργήθηκαν στρατόπεδα προσφύγων.)
■ Ενας τρίτος δρόμος παρουσιάστηκε για τους διωκόμενους ΕΛΑΣίτες μετά από έναν χρόνο, το 1946, όταν ο ηγέτης του KKE Ζαχαριάδης αποφάσισε τη δυναμική αναμέτρηση με την κυβέρνηση, που άρχισε με τις «ομάδες αυτοάμυνας» των διωκόμενων και συνεχίστηκε με τον ΔΣE (Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας).
Μα παρά την αδυσώπητη κρατική τρομοκρατία, ο αριθμός των πρώην ΕΛΑΣιτών που προσχώρησαν εθελοντικά στον ΔΣE, «για να ζήσουμε μια ώρα περισσότερο», όπως έλεγαν, ήταν εξαιρετικά περιορισμένος. Ο ΔΣE ούτε καθ’ υποψίαν πλησίασε τη μαζικότητα, τη συνοχή ούτε, φυσικά, τη λαϊκή αποδοχή του EΛAΣ. Στον κολοφώνα της ακμής του, με όλα τα μέλη του KKE στο βουνό και με τους χιλιάδες προερχόμενους από υποχρεωτική στρατολόγηση (άνδρες και γυναίκες), ζήτημα είναι αν έφτασε τους 20.000 μαχητές.
Σε αντίθεση με τους 130.000 μόνιμους και έφεδρους αντάρτες του EΛAΣ, που ήταν από τον πρώτο ώς τον τελευταίο, όλοι εθελοντές.
O Εμφύλιος ήταν το αποκορύφωμα σε μια σειρά λανθασμένων αποφάσεων της πολιτικής καθοδήγησης του ΚΚΕ. Είχαν προηγηθεί η καταστροφική αποχή από τις εκλογές και άλλα πολλά.
O ελληνικός λαός δεν ακολούθησε.
Το ΕΑΜικό κίνημα της Κατοχής των 2.000.000 μελών διαχώρισε τη θέση του με συνέπεια να χαρακτηριστούν συλλήβδην από την καθοδήγηση του ΚΚΕ «προδότες», «δειλοί» και «συμβιβασμένοι».
Oι Ελληνες είχαν κουραστεί και το μόνο που ήθελαν ήταν ειρήνη για να επουλώσουν τα τραύματά τους. Ομως πολλοί υποχρεώθηκαν να συμμετάσχουν, καθώς οι δύο αντίπαλες παρατάξεις δεν αναγνώριζαν ουδέτερους και εφάρμοζαν την υποχρεωτική στρατολόγηση: την «κρατική» οι μεν, την «επαναστατική» οι δε.
Ετσι, δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο πρώην ΕΑΜίτες ή ΕΛΑΣίτες να υπηρετούν στον Εθνικό Στρατό και μέλη δεξιών οικογενειών στον Δημοκρατικό.
Οι παλιοί καπετάνιοι του ΕΛΑΣ που βρέθηκαν στον ΔΣΕ δεν μπορούσαν να χωνέψουν το μέτρο της επιστράτευσης - εκτός από απάνθρωπο, τους φαινόταν και αναποτελεσματικό. Οι βιαίως επιστρατευθέντες, μόλις αυτό ήταν δυνατόν, το έσκαγαν και χάνονταν. Οι συνεχείς λιποταξίες μαχητών είχαν εξελιχθεί σε μάστιγα, με σοβαρές επιπτώσεις στο ηθικό των τμημάτων.
Ακόμη και οι παλιοί ΕΛΑΣίτες που είχαν υποχρεωθεί να καταταγούν έφευγαν μόλις μπορούσαν από τον στρατό του Ζαχαριάδη. Αλλωστε στον ΔΣE επικρατούσε μια απροκάλυπτη εχθρότητα για τον ΕΛΑΣ, όπου «είχαν τις διοικήσεις οι καραβανάδες και οι κατσαπλιάδες, οι καπεταναίοι με τα γένια και τις χαντζάρες».
Για τη γραφειοκρατική ηγετική ομάδα του ΚΚΕ, οι πρώην ΕΛΑΣίτες εθεωρούντο ύποπτοι και απροσάρμοστοι. Και, αν προέρχονταν από το περιβάλλον του Αρη, ακόμη χειρότερα.
O Ζαχαριάδης αγνόησε την ελληνική παράδοση και φιλοδόξησε να δημιουργήσει μονάδες απολύτως στρατιωτικοποιημένες, με νέους ηγήτορες της επιλογής του. Oύτε γένια και φισεκλίκια, αλλά ούτε και μόνιμοι αξιωματικοί, «καραβανάδες», που δεν τους ήθελε και δεν τον θέλανε.
Oρισμένα έμπιστα κομματικά στελέχη, Γ. Βοντίτσος (Γούσιας), Δ. Βλαντάς, X. Φλωράκης (Γιώτης) κ.ά., χωρίς ποτέ «να έχουν κρεμάσει αορτήρα στον ώμο τους» στην περίοδο της Αντίστασης, οι άκαπνοι των πολιτικών οργανώσεων, χρίστηκαν «στρατηγοί», με τραγικά επακόλουθα.
Οπως δηκτικά έγραψε στέλεχος του KKE και ταγματάρχης του ΔΣE, «οι θαλαμάρχες των φυλακών και οι γραφιάδες γίνανε μέλη της K.Ε. και στρατηγοί του ΔΣE». (Κουτρούκης) O ΔΣE ήταν στρατός εμφορούμενος από το πνεύμα της κομματικής ορθοδοξίας· είχε εντελώς άλλο περιεχόμενο από τον εθνικοαπελευθερωτικό EΛAΣ. Ενας παλιός ΕΛΑΣίτης καπετάνιος που βρέθηκε στον ΔΣΕ, έλεγε αργότερα σε έναν μόνιμο λοχαγό του EΛAΣ:
«Tι τα θέλεις, στον Δημοκρατικό Στρατό γίνονταν πράγματα που, αν τα ’κανες εσύ στον EΛAΣ, εγώ θα σε περνούσα από ανταρτοδικείο και θα σε τουφέκιζα εκατό φορές, κι αν τα ’κανα εγώ, διακόσιες φορές θα με τουφέκιζαν οι προϊστάμενοί μου!».
Tους ΕΛΑΣίτες δεν τους ήθελε κανείς.
Ιδιαίτερη μεταχείριση τους επιφύλαξε και η κρατική εξουσία.
Οταν συλλαμβάνονταν αιχμάλωτοι μαχητές του ΔΣE, δεν γινόταν να τους εκτελέσουν όλους. Συνήθως καταδικάζονταν από τα στρατοδικεία σε πολυετείς φυλακίσεις ή σε θάνατο, χωρίς να εκτελείται η ποινή τους.
Εκτός αν ήταν πρώην αντάρτες του EΛAΣ, οπότε καταδικάζονταν σε θάνατο και εκτελούνταν αμέσως. Tο 90% των εκτελεσθέντων μεταξύ 1945 και 1950 είχαν το στίγμα του ΕΛΑΣίτη.
Πότε τελείωσε ο Εμφύλιος;
Γιώργος Γιαννουλόπουλος
Κάποιοι ιστορικοί έχουν την τάση να αμφισβητούν τη συμβατική περιοδολόγηση που επιβάλλει ο τεμαχισμός του χρόνου σε αιώνες και επικαλούμενοι διάφορα κριτήρια μιλούν λ.χ. για τον «μακρύ» 19ο αιώνα, ο οποίος φτάνει μέχρι την έναρξη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου το 1914. Με αυτή τη λογική μπορούμε να θέσουμε το ερώτημα «πότε τελείωσε ο εμφύλιος;».
Κατά τη γνώμη μου ο Εμφύλιος τελείωσε το 1974 με την πτώση της χούντας και εξηγώ γιατί: τα αυτονόητα του μετεμφυλιακού καθεστώτος ανατράπηκαν και τη θέση τους πήραν άλλα που μέχρι τότε θεωρούνταν όχι απλώς αδύνατα αλλά αδιανόητα. Δεν αναφέρομαι μόνο στη νομιμοποίηση του ΚΚΕ· ο κοινοβουλευτισμός εκείνης της εποχής δεν ήταν αυτός που ξέρουμε σήμερα. Οι εκλογές νοθεύονταν, οι προεκλογικές εκστρατείες των περισσότερο ή λιγότερο αριστερών κομμάτων γίνονταν στόχος ανοιχτής βίας, ελευθερία λόγου δεν υπήρχε (η εφημερίδα «Αυγή» κυκλοφορούσε μεν νόμιμα, αλλά όποιος τη διάβαζε δημόσια συχνά κατέληγε στο αστυνομικό τμήμα διά τα περαιτέρω), ενώ, υπό το βλέμμα της Ασφάλειας στο αστικό κέντρο και της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής στην επαρχία, οποιαδήποτε αμφισβήτηση του αφηγήματος της διαβόητης εθνικοφροσύνης από τους εκατοντάδες χιλιάδες φακελωμένους επέφερε «δυσάρεστες» συνέπειες.
Σε όλα αυτά η μεταπολίτευση έβαλε οριστικό τέλος. Κανείς δεν μιλάει σήμερα για βία και νοθεία στις εκλογές, τα μεγάλα κόμματα εναλλάσσονται χωρίς προβλήματα στην εξουσία, η ελευθερία του λόγου δεν απειλείται και δεν υπάρχουν άνθρωποι που διώκονται για τις ιδέες τους. Φυσικά η πολιτική κόντρα μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς παραμένει. Και ευτυχώς διότι αποτελεί ένδειξη δημοκρατικής υγείας. Αν όμως τα παραπάνω ισχύουν, πώς εξηγείται η νοσταλγική επάνοδος στο Βίτσι και στον Γράμμο;
Ειλικρινά δεν ξέρω πότε ξεκίνησε αυτή η ιστορία. Θυμάμαι κάποια συνθήματα σε τοίχους πριν από την κρίση, όπως «Βάρκιζα τέλος» και «ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, Μελιγαλάς», τα οποία απέδωσα σε νεαρούς που ήθελαν να κάνουν τη δική τους επανάσταση. Πράγμα αναμενόμενο αλλά χωρίς ευρύτερη σημασία. Σημειώνω επίσης ότι με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, ορισμένοι ανανήψαντες αριστεροί κοινοποίησαν τη χαρά τους επειδή πριν από περίπου εβδομήντα χρόνια «Στο Βίτσι και στο Γράμμο σας θάψαμε στην άμμο». Τελευταία όμως το πράγμα μάλλον έχει ξεφύγει, αν κρίνουμε από την κόντρα στη Βουλή, όπου ο Παύλος Πολάκης δήλωσε ότι εμείς είμαστε με τον Βελουχιώτη και ο Αδωνις Γεωργιάδης μίλησε για «κατσαπλιάδες» (παρ’ τον έναν και χτύπα τον άλλον).
Για να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε τι συμβαίνει θα πρέπει να βάλουμε κατά μέρος την κομματική γραμμή που θέλουν να περάσουν όχι μόνο οι δεξιοί αλλά και οι αριστεροί ψάλτες –ναι, υπάρχουν κι αυτοί– και να παραδεχθούμε το εξής προφανές: ότι όλοι οι νεοδημοκράτες δεν είναι σαν τον Γεωργιάδη ή τον Σαμαρά και όλοι ο συριζαίοι δεν είναι σαν τον Πολάκη ούτε διαβάζουν «Documento». Σε αμφότερα όμως τα κόμματα βρίσκονται δυστυχώς άνθρωποι που για τους δικούς τους λόγους –από τυφλό φανατισμό μέχρι ιδιοτέλεια– θα ήθελαν να ξαναζήσουμε το Βίτσι και τον Γράμμο. Δεν εισηγούμαι να πέσουν γενικά οι τόνοι, διότι κατά καιρούς προκύπτουν θέματα για τα οποία αξίζει να συγκρουστούν, και σκληρά μάλιστα. Οχι όμως με αναπαράσταση των μαχών του ’49.
Οσο για την Αριστερά, η οποία με ενδιαφέρει πολύ περισσότερο από τη Δεξιά, θα πρέπει επιτέλους να βάλει φρένο σε αυτή την εμμονική ενασχόληση με το ηρωικό παρελθόν (ελλείψει ηρωικού παρόντος;) Φυσικά, τους έρχεται πιο εύκολα να μιλούν για τον Δημοκρατικό Στρατό αντί για τη συγκυβέρνηση με τον Καμμένο και τις τηλεφωνικές συνομιλίες του Νίκου Παππά, αλλά είναι ασεβές και ταυτόχρονα γελοίο να μετατρέπουν το Βίτσι και τον Γράμμο σε ένα είδος Disneyland της Αριστεράς όπου μοιράζουν κουπόνια ηθικού πλεονεκτήματος. Και είναι επίσης μέγα λάθος να παρακινούν τους νέους να διαβάζουν τα πράγματα με τα γυαλιά του Εμφυλίου, όπως ακριβώς έκανε ο Αδωνις Γεωργιάδης στην αντίπερα όχθη όταν μίλησε για κατσαπλιάδες. Το γεγονός και μόνο ότι η Αριστερά κέρδισε εκλογές, κυβέρνησε επί τεσσεράμισι χρόνια και μετά έχασε τις εκλογές και παρέδωσε την εξουσία, και όλα αυτά χωρίς να ανοίξει μύτη, αποδεικνύει ότι ο Εμφύλιος ανήκει στο παρελθόν.
Και μια και το 'φερε η κουβέντα, νομίζω ότι η νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να τρέχει στα πεδία των μαχών κάπου στην Πίνδο, θα μπορούσε να προσεγγίσει και να νουθετήσει τους συνομήλικούς της που αυτές τις μέρες ξεφαντώνουν στα διάφορα πάρτι και μπαρ με το σκεπτικό «εγώ θέλω να ξεσκάσω, τι με νοιάζουν οι άλλοι;». Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, εμένα πάντως πιο νεοφιλελεύθερο παρά αριστερό μου φαίνεται.
Μεταπολίτευση: η Ελλάδα στο μεταίχμιο δύο εποχών
Θωμάς Ψήμμας*
Ήταν το Καστελόριζο ο τόπος θυσίας και η υπογραφή του πρώτου Μνημονίου η ληξιαρχική πράξη θανάτου της Μεταπολίτευσης; Η περίοδος 1974-2009 (Μεταπολίτευση) μπορεί να αποτιμηθεί θετικά ή αρνητικά; Πώς οραματιζόμαστε τη νέα Μεταπολίτευση στη μετα-μνημονιακή Ελλάδα;
Το να πάρει κάποιος θέση στα προαναφερθέντα όλο και πιο συχνά κι επίμονα ερωτήματα προϋποθέτει –λογικά και χρονικά- να αποδεχθεί ως αναπότρεπτο, αδιαμφισβήτητο πια γεγονός το τέλος της Μεταπολίτευσης.
Δεν είμαι τόσο σίγουρος πάντως ότι βαριανασαίνουμε τις αναθυμιάσεις ενός τέλους εποχής κι ότι στεκόμαστε αμήχανοι μπροστά στις ωδίνες (ή οδύνες) ενός νέου, ελπιδοφόρου τοκετού.
Η συζήτηση για τη Μεταπολίτευση είναι πιο επίκαιρη από ποτέ, ως ανεξίτηλο σημάδι του παρελθόντος, ως βαριά σκιά του παρόντος, ως αχνό ίχνος ενός απροσδιόριστου μέλλοντος.
Δυστυχώς, σε εκδήλωση στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης για την πολύ αξιόλογη συλλογική προσπάθεια «Μεταπολίτευση: Η Ελλάδα στο μεταίχμιο δυο αιώνων» (σε επιμέλεια Μάνου Αυγερίδη, Έφης Γαζή και Κωστή Κορνέτη, εκδόσεις Θεμέλιο) διαπίστωσα με πικρία κι ανησυχία την παντελή απουσία νέων ανθρώπων.
Η σύγκρουση γενεών κορυφώνεται (π.χ. ασφαλιστικό), ωστόσο η ανοικοδόμηση της χώρας δεν μπορεί παρά να είναι μια διαγενεακή υπόθεση, με τις ταξικές αντιθέσεις όπως πάντα στο προσκήνιο της κοινωνικής εξέλιξης.
Κανείς μας δεν έχει την πολυτέλεια να απέχει από την ανάγνωση της ιστορίας ως «κτήματος ες αεί», από την καταγραφή της ως βιωμένης εμπειρίας και από τη διαμόρφωσή της μέσα από τον καθημερινό αγώνα για αξιοπρεπή διαβίωση.
Με λύπη παρατηρώ να βρίσκουν εύφορο έδαφος τρία ζιζάνια-τάσεις αποδόμησης (με τη μορφή του συλλογικού ψόγου, της επιλεκτικής ανάγνωσης και του συλλογικού επαίνου αντίστοιχα) του μεταπολιτευτικού μοντέλου οργάνωσης της πολιτικής, της οικονομίας, των κοινωνικών σχέσεων, της κουλτούρας.
Πρώτον, μια τάση πλήρους αδιαφορίας εκδηλώνεται απολιτικά (με τη μορφή στείρας αγανάκτησης) και στρέφεται προς την επίτευξη αντιδημοκρατικών στόχων («να καεί το μπουρδέλο η Βουλή»).
Η πιο αθώα πτυχή αυτής της ρηχής οργής, η οποία αδυνατεί (με ευθύνη και των ριζοσπαστικών πολιτικών σχηματισμών) να προσλάβει πιο δημιουργικά χαρακτηριστικά, αξιοποιεί αντιφιλελεύθερα κι ετερόνομα μοντέλα συλλογικής πολιτικής ευθύνης.
Στο (ναζιστικής έμπνευσης) δόγμα της συλλογικής ευθύνης «μαζί τα φάγαμε», το οποίο εκτοξεύει για λόγους κοινωνικού αυτοματισμού η πολιτική ελίτ, το ετερόκλητο πλήθος διαμαρτυρίας αρθρώνει την αυτοάμυνά του εξίσου απόλυτα κι άκριτα («όλοι ίδιοι είναι», «ο Αλή Μπαμπά και οι 300 κλέφτες»).
Το τσουβάλιασμα «φίλων» και «εχθρών», ο διχαστικός λόγος (Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο) διαστρέφει ενίοτε την πολιτική αντιπαράθεση σε αντιπολιτικές ατραπούς.
Η παρουσία νέων ανθρώπων στις συγκεντρώσεις μίσους της «αντιμνημονιακής», «αντισυστημικής» Χρυσής Αυγής αποδεικνύει περίτρανα τις επικίνδυνες προεκτάσεις που μπορεί να προσλάβει η πλήρης άρνηση και δαιμονοποίηση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας.
Όταν ο Φύρερ των νεοναζί ξεστόμισε εν μέσω επευφημιών «αυτά τα χέρια μπορεί να χαιρετάνε ναζιστικά, αλλά είναι καθαρά» φανερώθηκε στον ύψιστο βαθμό η σχετικοποίηση της ανθρώπινης αξίας και η φετιχοποίηση του χρήματος (είναι πιο αποδεκτό ηθικά να εξοντώνεις τον «άλλο», παρά να τον κλέβεις).
Το «όλα είναι σχετικά» είναι η αφετηρία (ας ελπίσουμε και η κατακλείδα) κάθε μηδενισμού που, ό,τι υπόσχεται, εξαντλείται στην καταστροφή (ακόμα και στον κυριολεκτικό αφανισμό με βίαια μέσα) καθετί απαξιωμένου ως «παλιού».
Μια δεύτερη τάση υπονόμευσης του μεταπολιτευτικού κεκτημένου (λιγότερο επίφοβη ως προς τα μέσα και τους σκοπούς της έκφρασης, αλλά περισσότερο ιδιοτελής ως προς τα κίνητρα) ταυτίζει τη Μεταπολίτευση, μια ολόκληρη περίοδο με τα limit ups και limit downs της, με την ιδεοληπτική αφήγηση μεμονωμένων στιγμών της.
Υπό αυτό το πρίσμα, πτυχές της Μεταπολίτευσης στιγματίζονται στην απεγνωσμένη προσπάθεια να δικαιωθούν τα ιερά και τα όσια της εκάστοτε ανταγωνιστικής ιδεολογίας.
Για σημαντική μερίδα της συντηρητικής Δεξιάς η μεταπολιτευτική ιστορία της Ελλάδας χαρακτηρίζεται, με εμφυλιοπολεμική ορολογία και πρόθεση, από «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς».
Η κρατούσα αντίληψη στο εκσυγχρονιστικό Κέντρο προσάπτει την κατηγορία του λαϊκισμού σε κάθε κοινωνική διεκδίκηση, θεωρώντας τον «λαϊκισμό» ρίζα κάθε κακού, κάθε αρνητικής έκβασης του, καταρχήν ελπιδοφόρου, μεταπολιτευτικού εγχειρήματος (καθυστέρηση, οπισθοδρόμηση, παρασιτισμός, βαλκανοποίηση, αντιευρωπαϊσμός).
Τέλος, μεγάλο τμήμα της ριζοσπαστικής, κομμουνιστογενούς Αριστεράς επαναλαμβάνει μονότονα κι αμήχανα «η Χούντα δεν τελείωσε το '73», τηρώντας ουσιαστικά ίσες αποστάσεις μεταξύ της δικτατορίας των συνταγματαρχών και της αποκατεστημένης, ριζικά ανανεωμένης, εμβαθυμένης (έστω προβληματικής ή ανάπηρης σε διάφορα σημεία της) δημοκρατίας.
Μια τρίτη τάση σαφούς απόστασης από τη Μεταπολίτευση (ως στιγμή, γεγονός, βίωμα, διακύβευμα εν εξελίξει) είναι η άκριτη υιοθέτηση εγγενών ελαττωμάτων της μεταπολιτευτικής πρακτικής ως κεκτημένου, αδιαπραγμάτευτου τρόπου ζωής.
Ο ρηχός εξευρωπαϊσμός, δηλαδή ο φετιχισμός του κοινού νομίσματος. Η αυτοπραγμάτωση μέσω της κατανάλωσης σαν να μην υπάρχει αύριο.
Η διεκδίκηση ισότητας στην παρανομία. Η αναξιοκρατία μέσω της επιβράβευσης της ήσσονος προσπάθειας.
Η τεράστια ανισότητα μεταξύ των insiders και των outsiders στην κατανομή της πίτας των προσδοκιών και των υλικών πόρων.
Ο ασφυκτικός εναγκαλισμός με τα κεκτημένα αντί για το τρυφερό χάδι των δικαιωμάτων. Η επικράτηση του συντεχνιακού σε βάρος του καθολικού.
Ο εφησυχασμός σε βάρος της ανησυχίας, το ατομικό βόλεμα σε βάρος ενός συλλογικού οράματος, η τυφλή πίστη σε δόγματα αντί για τη βαθιά αφοσίωση στον Άνθρωπο.
Ελπίζω να μην εκληφθεί το κείμενό μου σαν ένας ακόμα σπαραξικάρδιος επικήδειος, σαν ένα ακόμα λουλούδι (με πέταλα κι αγκάθια) στον τάφο της Μεταπολίτευσης.
Εξάλλου, ήμουν ακόμα αγέννητος την περίοδο εκείνη (1974-1989) που έπαιρναν σάρκα και οστά οι αγώνες και μεταφράζονταν σε αιτήματα για μια καλύτερη, δημοκρατική κοινωνία.
Ήμουν ακόμα
ανύπαρκτος τότε που η Γενιά του Πολυτεχνείου έσπερνε τον κήπο για να βλαστήσουν
«ψωμί, παιδεία, ελευθερία», αλλά ρίζωναν βαθιά στη γη οι κοντόφθαλμες
προσωπικές επιδιώξεις και οι προαιώνιες συλλογικές αυταπάτες.
Ως παιδί της κατασταλαγμένης, απομαγεμένης περιόδου της Μεταπολίτευσης
(1989-2008) και ως πολίτης επισφαλών δικαιωμάτων (στην εργασία και την ευτυχία)
στην Ελλάδα της κρίσης καταθέτω απλώς την ταπεινή μου μαρτυρία, την πλανερή μου
αλήθεια.
Το διάστημα 1974-2009, εκείνο στο οποίο συμφωνούμε όλοι ότι εκδηλώθηκε η μεταπολιτευτική δυναμική, δεν είναι ούτε ο υπέρτατος θεός ούτε ο απόλυτος δαίμονας.
Υπάρχουν σημαντικά κομμάτια του μεταπολιτευτικού παζλ που πρέπει να ανακτήσουμε όχι μόνο ως ιστορική μνήμη, αλλά και ως καθημερινό βίωμα (κοινωνικό κράτος δικαίου, εκδημοκρατισμός της πολιτικής ζωής).
Άλλα, που οι γονείς μας άφησαν στη μέση και έχουμε χρέος απέναντι στους εαυτούς μας, την κοινωνία μας και τις επόμενες γενιές να ολοκληρώσουμε (θεσμικός και διοικητικός εκσυγχρονισμός του κράτους, παραγωγική ανασυγκρότηση του τόπου).
Κι άλλα, που οφείλουμε να πετάξουμε στον κάλαθο των αχρήστων (κομματοκρατία, ατομικισμός, blame game του τύπου «μιλάς κι εσύ που…»), ώστε να ξαναχτίσουμε ο καθένας και όλοι μαζί, χωρίς ανεπιθύμητα βαρίδια, βήμα-βήμα από το μηδέν το νέο μας συλλογικό, χειραφετητικό όραμα (ενδεχομένως και τη νέα μας μεγάλη συλλογική αυταπάτη).
* Δικηγόρος, ΜΔΕ Ιστορίας, Φιλοσοφίας & Κοινωνιολογίας του Δικαίου (ΑΠΘ)