Του Υποστρατήγου
ε.α. Κωνσταντίνου Αργυροπούλου
Σας διαβεβαιώ, ότι δεν είμαι Έλληνας του
καναπέ. Υπάρχει ένας καναπές στο σπίτι μου, αλλά αποφεύγω να καθίσω εκεί για να
μη φθείρεται. Τον διατηρώ σε ανεκτή κατάσταση, με την προοπτική να αντέξει στα
όσα υπόλοιπα χρόνια μου απομένουν, για υποδοχή επισκεπτών, ώστε να είμαι εν
τάξει σε όσες κοινωνικές επιταγές έχουν απομείνει σύννομες. Τώρα πια δεν
υπολογίζω σε δαπάνες συντηρήσεως του χώρου μου, για τους γνωστούς επιβληθέντες
λόγους λιτότητας.
Προχθές ωστόσο τόλμησα και έγειρα
αναπαυτικά για λίγο στον καναπέ. Έπλεξα τα χέρια μου πίσω από τον αυχένα μου και
έκλεισα προς στιγμή τα βλέφαρά μου. Σε λίγο ένιωσα, ότι πετούσα. Εξέτεινα τα
χέρια μου και τα αισθάνθηκα σαν φτερά. Τα κίνησα πάνω κάτω και βρέθηκα ψηλά
στον ουρανό. Κάτω είδα τη γη σαν έργο τέχνης με ανάσα. Λιβάδια καταπράσινα.
Θάλασσα καταγάλανη. Νησιά μικρά, πολλά, μαγευτικά. Με ανεμόμυλους. Με μικρά
σπιτάκια. Κατάλευκα. Σκαλοπάτια στενά. Ασβεστωμένα. Με φυτά. Βουκαμβίλιες,
γιασεμιά. Το άρωμά τους έφτανε μέχρις εμένα, εκεί ψηλά. Αίσθηση ωραία.
Ονειρική.
Μακριά στον ορίζοντα πρόσεξα, ότι κάτι
σύννεφα με διάφανη λευκότητα μετασχηματίζονταν αργά και έλαβαν μορφή ανθρώπινη.
Ήταν η μορφή στρατιώτης; Ήταν πολιτικός; Έστρεψα το βλέμμα μου και γύρω μου
είδα και άλλους ομοίους ιπταμένους ανθρώπους. Ρώτησα τον διπλανό μου για το
φαινόμενο του ορίζοντα. Εκείνος μου αποκρίθηκε με προθυμία. Ήταν διαβασμένος.
Καταλάβαινε. Ήξερε.
Μου είπε, ότι το φαινόμενο αυτό είναι
ένας πραγματικός ηγέτης. Ένας ηγέτης εθνικός. Ένας ηγέτης με αυτοπεποίθηση.
Αυτός που ξέρει να οδηγεί. Που ξέρει να προβλέπει, να αξιολογεί, να αποφασίζει.
Να επιβλέπει στην εκτέλεση των αποφασισθέντων. Να είναι ενάρετος και άξιος
σεβασμού.
Υποκλίθηκα από σεβασμό προς τη μεγάλη
αυτή μορφή. Υποκλίθηκαν και οι υπόλοιποι.
Κάποιος ανάμεσά μας μίλησε. Αυτή η μορφή που βλέπετε, με τη δύναμη ενός
ολοκληρωμένου..
πνεύματος, τις παράλληλες δυνάμεις της εθνικής οικονομίας, των
ενόπλων δυνάμεων και τις λοιπές συνιστώσες, που απαρτίζουν την εθνική ισχύ,
κατόρθωσε να σταματήσει τις ύαινες, που τριγύριζαν κοντά για να καταβροχθίσουν
την πατρίδα. Αυτές οι ύαινες νόμισαν, ότι είχαν μπροστά τους ένα ψοφίμι ανάξιο
της ιστορίας του.