Μετά τα παραπάνω γεγονότα ο πρόεδρος του χωριού με μερικούς ακόμα από το χωριό πήραν την πρωτοβουλία και κατέβηκαν στο Ναύπλιο, ήρθαν σε επαφή με τα τάγματα ασφαλείας που είχαν τότε συγκροτηθεί και δρούσαν με την ανοχή των Γερμανών και που στην πραγματικότητα ήσαν όργανα τους αφού αυτοί τους εξόπλιζαν, και από τα τάγματα ασφαλείας προμηθεύτηκαν 40-50 όπλα και αρκετά πυρομαχικά, με τα οποία νόμισαν ότι θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τους αντάρτες του Ε.Λ.ΑΣ. από εκεί και πέρα
Γύρισαν στο χωριό και σχημάτισαν μια ένοπλη ομάδα που ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει τους αντάρτες, όταν θα επιχειρούσαν να κάνουν την εμφάνιση τους και πάλι μέσα στο χωριό. Οι αντάρτες είχαν πληροφορηθεί όλα όσα συνέβαιναν στο χωριό και όσο μπορούσαν στην αρχή προσπαθούσαν να βρίσκονται μακριά από αυτό, αποφεύγοντας να πλησιάζουν στο χωριό.
Κάθε βράδυ οι χελιώτες έβγαζαν φρουρές και έστηναν πολλά φυλάκια γύρο από το χωριό για να προστατέψουν από νυχτερινή επίθεση ανταρτών. Ο Σαϊνης ο γενικός υπεύθυνος του ΕΑΜ στο χωριό και στη γύρο περιοχή, είχε εξαφανισθεί από το χωριό πριν μπουν μέσα οι Γερμανοί και ήταν άγνωστο που βρίσκονταν τόσες ημέρες. Κάποτε έγινε γνωστό ότι περιφερόταν και περνούσε τον καιρό του στην περιοχή πέρα από τα Φράκια, αποφεύγοντας και αυτός να γυρίσει μέσα στο χωριό. Οι Χελιώτες
281
όταν έμαθαν σε ποια περιοχή κρυβόταν ο Σάινης, οργάνωσαν ολόκληρη επιχείρηση για να τον βρουν και να τον συλλάβουν.
Ανακάλυψαν ότι κρυβόταν στην περιοχή Πίουγια, όπου περικυκλώθηκε από τους ένοπλους Χελιώτες, πιάστηκε εκεί και δέσμιος μεταφέρθηκε στο χωριό.
Οι κάτοικοι του χωριού που τον θεωρούσαν υπεύθυνο για όλα τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί στο Χέλι, τον αντιμετώπισαν με άγριες διαθέσεις και όλοι μαζί με πρωτοπόρους τις χήρες και τα ορφανά των θυμάτων των Γερμανών και με την προτροπή του Παπαγιώργη και άλλων πρωτεργατών του Χελιού, επιτέθηκαν εναντίον του και αφού πρώτα τον προπηλάκισαν, στη συνέχεια αφού εξαγριώθηκαν περισσότερο επιτέθηκαν με πολύ άγριες διαθέσεις και τον λιντσάρισαν στην κυριολεξία και έτσι μισοπεθαμένο τον έσερναν στους δρόμους μέσα στο χωριό και στη συνέχεια τον έσυραν μέχρι κάτω στο ρέμα και εκεί τον πέταξαν μέσα σε ένα λάκκο.
Κατά την διαδρομή από το χωριό στο ρέμα μισοπεθαμένος όπως ήταν ο Σαϊνης εκλιπαρούσε τον όχλο να τον λυπηθεί και να μην το σκοτώσει και όταν δεν έβλεπε έλεος από κανέναν, τότε τους απειλούσε και απευθυνόμενος σε όλους τους Χελιώτες έλεγε: " Με αυτά που κάνετε θα το πληρώσετε ακριβά όλοι σας μια μέρα. Οι αντάρτες θα σας κάψουν και θα σας σκοτώσουν όλους. Πόσο αλήθεια προφητικός ήταν ο Σαίνης με αυτά που έλεγε. Εκεί μέσα στη γούβα που τον είχαν πετάξει οι Χελιώτες, ο Σαίνης δέχτηκε και την χαριστική βολή από δύο Χελιώτες, έπειτα από προτροπή του Παπαγιώργη που πάντα βρισκόταν εκεί. Παρά το γεγονός όμως αυτό ο Σαίνης δεν ήθελε να πεθάνει.
Όλοι οι παραβρισκόμενοι εκεί Χελιώτες είχαν εκπλαγεί από το γεγονός αυτό και δε μπορούσαν να δώσουν καμιά εξήγηση, έπειτα από δύο σφαίρες που είχε φάει στο κεφάλι να παραμένει ακόμα ζωντανός. Τότε κάποιος χελιώτης τον πλησίασε και με ένα μαχαίρι του έκοψε τις φλέβες του ενός χεριού και όταν άρχισε να τρέχει το αίμα από τις φλέβες τελείωσε πια εκεί μέσα στη γούβα που βρισκόταν και εκεί έπειτα οι Χελιώτες τον σκέπασαν με πέτρες κλαδιά και χώματα. Μέσα εκεί στη γούβα έμεινε θαμμένος ο Σαίνης για αρκετό καιρό.
Πολύ αργότερα είχε πάει στο Χέλι η γυναίκα του Βούλα, η οποία αναζήτησε το μέρος που είχε ταφή ο άντρας της και επισκέφθηκε το μέρος αυτό, έκανε δε τη σκέψη να τον πάρει και να τον μεταφέρει στην πατρίδα της, αλλά τελικά δεν πραγματοποιήθηκε η επιθυμία της αυτή ποτέ και έτσι ο Σαίνης έμεινε για πάντα θαμμένος στην τοποθεσία αυτή.