Την ελληνική Ανατολ. Θράκη
παρέδωσαν στην Τουρκία, Οι Γάλλοι, Ιταλοί, και Αγγλοι!!!!!!
Η Ελλάδα έβγαινε άκρως
ωφελημένη από τη Συνθήκη των Σεβρών (28 Ιουλίου 1920), καθώς κατοχύρωνε
επισήμως τη Δυτική Θράκη και, παράλληλα, ενσωμάτωνε και την Ανατολική, μέχρι
την Κωνσταντινούπολη (“εις απόστασιν 35 χλμ. από αυτής”). Επαιρνε ακόμη τα
νησιά Ιμβρο και Τένεδο και επισημοποιούσε την παρουσία της στην περιοχή της
Σμύρνης και τμήμα της ενδοχώρας της (βρισκόταν υπό ελληνικό έλεγχο από το
1919). Σημειωτέον ότι αυτή η Συνθήκη καθόριζε ελληνική κατοχή πενταετούς
διάρκειας, μετά το πέρας της οποίας οι κάτοικοι θα αποφάσιζαν την ενσωμάτωση
της περιοχής στην Ελλάδα.
Τα πριν και τα μετά είναι, λίγο
ως πολύ, γνωστά. Στις 2 Μαΐου 1919 ο ελληνικός στρατός αποβιβάζεται στη Σμύρνη
(Κλεμανσώ προς Βενιζέλον: «…η de facto κατοχή της Σμύρνης και της περιοχής της
ουδέν νέον δικαίωμα συνιστά δια το μέλλον»!), η απόπειρα κατά του Ελ. Βενιζέλου
(Ιούλιος 1920), η ήττα του στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, η κυβέρνηση των
φιλοβασιλικών-εθνικοφρόνων, η στρατιωτική επιχείρηση του Ιουλίου-Σεπτεμβρίου
1921 με κατεύθυνση την κατάληψη της Αγκυρας(!), η μεγάλη αντεπίθεση του Κεμάλ
κατά των ελληνικών στρατιωτικών θέσεων (άρχισε στο Αφιόν Καραχισάρ στις 13
Αυγούστου 1922 – εκατό αεροπλάνα γαλλικής κατασκευής συνέδραμαν τους
Τούρκους!), η οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού, η κατάρρευση και η
καταστροφή, η Επανάσταση του Σεπτεμβρίου (Πλαστήρας κλπ.), η Δίκη των Έξι, η
χρεοκοπία της Ελλάδος προ των θυρών…
Η πρωτοφανής αγριότητα της
Μικρασιατικής Καταστροφής βρήκε την Ελλάδα πρακτικά ακυβέρνητη, μετέωρη σε κάθε
επίπεδο, τη στιγμή που επιχειρούσε να διασώσει τον βαρύτατα αποδεκατισμένο
στρατό της. Σε αυτήν ακριβώς την περίοδο, υπό τις ίδιες δυσμενείς συνθήκες,
ήρθε η δεύτερη μεγάλη εθνική καταστροφή. Μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες από την
ημέρα που η Σμύρνη παραδόθηκε στις φλόγες, καταλύθηκε η ελληνική κυριαρχία της
Ανατολικής Θράκης, οδηγώντας τον πάλαι ποτέ ακμαίο πληθυσμό της στον ξεριζωμό
και την εγκατάλειψη προαιώνιων πατρογονικών εστιών. Ολα έπρεπε να γίνουν στο
μικρότερο χρονικό διάστημα(!), όσο για την επιστροφή εκεί, ούτε κουβέντα από τους…
συμμάχους.
Αυτή η δεύτερη μεγάλη εθνική απώλεια
ήρθε ως συνέπεια της συνθήκης, που υπογράφηκε την 11ην Οκτωβρίου 1922 στα
Μουδανιά της Προύσσας, μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας αφ΄ ενός και Τουρκίας
αφ΄ ετέρου, εν αγνοία της Ελληνικής Κυβέρνησης(!), η οποία ειδοποιήθηκε εκ των
υστέρων να αποστείλει αντιπρόσωπο. Επρόκειτο, ουσιαστικά, για την έγκριση
πάγιας αξίωσης της Τουρκίας, να της αποδοθεί δηλαδή η Θράκη μέχρι τον Εβρο!.
Ολα συνέβησαν με την Ελλάδα σε ρόλο βουβού, φοβισμένου, ανύπαρκτου παρατηρητή!
Αδυνατούσε ο
ελληνικός στρατός να ριχτεί σε νέα πολεμική σύγκρουση με τις δυνάμεις που
διέθετε, προκειμένου να διατηρήσει την περιοχή της Ανατολικής Θράκης, έστω και
με την υποστήριξη της Βρετανίας. Το ηθικό του ήταν καταρρακωμένο. Η ανεπάρκειά
του σε όλα τα επίπεδα ήταν εμφανής, εν αντιθέσει με τον τουρκικό στρατό, που,
ενθουσιώδης λόγω της νίκης του και πλήρως εφοδιασμένος από τους Γάλλους, τους
Ιταλούς και του Ρώσους Μπολσεβίκους, ήταν έτοιμος να περάσει στην ευρωπαϊκή
πλευρά του Βοσπόρου. Εκείνες τις ώρες, η Τουρκία επεδίωκε τάχιστη μεταφορά
στρατευμάτων στην περιοχή, δηλαδή από την Ασία στην Ευρώπη(!), γνωρίζοντας πολύ
καλά, ότι μια δεύτερη στρατιωτική ήττα στην Ανατολική Θράκη, ενδεχομένως να της
προσέφερε ερείσματα για διεκδίκηση υπέρογκων πολεμικών αποζημιώσεων,
καταβλητέων εκ μέρους της Ελλάδος.
Υπό το βάρος αυτών των
δεδομένων, η απόφαση για απόσυρση του ελληνικού στρατού από την Ανατολική Θράκη
και, ακολούθως, η εκχώρησή της στην Τουρκία, τον Οκτώβριο του 1922, η συνδιάσκεψη που συγκλήθηκε
στα Μουδανιά όρισε τους όρους ανακωχής. Απούσης της Ελλαδας ζητήθηκε από την
Ελλάδα να εκχωρήσει την Ανατολική Θράκη στους Τούρκους,
Με την “Ανακωχή των Μουδανιών”
προβλέφθηκαν τα ακόλουθα: Η γραμμή, πίσω από την οποία κλήθηκαν να συμπτυχθούν
οι ελληνικές δυνάμεις, ήταν η αριστερή όχθη του ποταμού Εβρου, από της εκβολής
του στο Αιγαίο Πέλαγος μέχρι το σημείο, όπου ο ποταμός διασχίζει τα σύνορα της
Θράκης προς τη Βουλγαρία. Επίσης, η ταχύτερη εκκένωση της Ανατολικής Θράκης.
Εντός και όχι πέραν των δεκαπέντε (15) ημερών(!) έπρεπε να αναχωρήσουν τα
τμήματα του ελληνικού στρατού, με τον οποίο θα μεταφέρονταν τρόφιμα και διάφορα
αποθέματα. Συγχρόνως, οι ελληνικές Αρχές και η Χωροφυλακή όφειλαν να αποσυρθούν
επίσης “το ταχύτερον δυνατόν”, αποσυρόμενες δε από τις περιοχές ευθύνης τους,
έπρεπε να παραδώσουν τις πολιτικές εξουσίες στις “Συμμαχικές” Αρχές, μετά την
αυθημερόν παράδοσή τους στις Τουρκικές Αρχές!
Το σοκ των Ελλήνων αξιωματικών,
οι οποίοι είχαν σταλεί στα Μουδανιά ήταν απερίγραπτο. Δεν πίστευαν στα μάτια
και τα αυτιά τους και αρνούνταν να δεχθούν την κατάπτυστη απόφαση. Ως και ο
επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στρατηγός Μαζαράκης αρνούνταν να
υπογράψει το κείμενο της Ανακωχής και να συνδέσει το όνομά του με ένα τέτοιο
εθνικό έγκλημα. Και όμως. Στην εκκένωση της Ανατολικής Θράκης, που άρχισε την
15η Οκτωβρίου, σύμπας ο θρακικός ελληνισμός – περισσότεροι από 350.000 κάτοικοι
– μαζί με τον στρατό εγκατέλειψαν άρον άρον οικίες και περιουσίες, κόπους μιας
ζωής, εστίες πατρογονικές χιλιετιών. Δικαίως αποκλήθηκε αυτή η κατάπτυστη
Ανακωχή δεύτερη ήττα της Ελλάδος.
Αυτά τα τραγικά για τον ελληνισμό
γεγονότα, που αφορούν στο ζήτημα της Ανατολικής Θράκης, αποτελούν μέρος του
ιστορικού δράματος, που ονομάστηκε Μικρασιατική Καταστροφή. Ελέχθη, ότι, όσα
ρυθμίστηκαν στα Μουδανιά έγιναν εξ ανάγκης, να εξασφαλιστεί, δηλαδή, η ευμενής
στάση των μεγάλων δυνάμεων για την οριστική ειρήνη με την Τουρκία, ώστε να
αποσοβηθεί εκ μέρους της Τουρκίας η διεκδίκηση της Δυτικής Θράκης, η απαίτηση
πολεμικής αποζημίωσης, που θα κατέληγε, λόγω έλλειψης άλλων πόρων, στην απώλεια
του ελληνικού στόλου! Στο ζήτημα, επίσης, των προσφύγων, η Ελλάδα είχε ανάγκη
κάθε δυνατής βοήθειας. Γι΄ αυτό και η απώλεια της Ανατολικής Θράκης!
Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ το
έθεσε πολύ επιτυχημένα: «Η Ελλάδα είχε αποκτήσει την αυτοκρατορία των ονείρων
της και την έχασε μόλις ξύπνησε»! Σε αντίθεση με τους Μικρασιάτες. οι
Ανατολικοθρακιώτες σώθηκαν όλοι, μεταφέροντας πάνω στους χιλιάδες αραμπάδες, με
τους οποίους διέσχισαν τον Εβρο, ένα στοιχειώδες μέρος της κινητής περιουσίας τους…
Η Συμφωνία των Μουδανιών
Η 30η Σεπτεμβρίου 1922 σηματοδοτεί μία από
τις πιο σκοτεινές στιγμές στην ιστορία του Ελληνισμού, καθώς τότε υπογράφηκε η
επαίσχυντη Συμφωνία των Μουδανιών, που επισφράγισε την τραγική έκβαση της
Μικρασιατικής Καταστροφής. Η συγκεκριμένη Συμφωνία όχι μόνο σήμανε την
αποχώρηση του ελληνικού στρατού από την Ανατολική Θράκη και την οριστική
εκδίωξη των Ελλήνων από τις πατρογονικές τους εστίες, αλλά και την αρχή μιας
πολιτικής κατευνασμού απέναντι στην Τουρκία, που δυστυχώς συνεχίζει να
χαρακτηρίζει τις ελίτ της χώρας μας μέχρι σήμερα.
Η Συμφωνία των Μουδανιών και οι επιπτώσεις της
Η Μικρασιατική Καταστροφή αποτέλεσε μια τραγωδία
ανυπολόγιστων διαστάσεων για τον Ελληνισμό. Μετά την ήττα του ελληνικού στρατού
από τις τουρκικές δυνάμεις του Κεμάλ Ατατούρκ, η Ελλάδα βρέθηκε σε δυσχερή
διπλωματική θέση. Στη Συμφωνία των Μουδανιών, οι Μεγάλες Δυνάμεις – Αγγλία,
Γαλλία, Ιταλία – επέλεξαν να στηρίξουν την Τουρκία, αφήνοντας την Ελλάδα έκθετη
και μόνη.
Η αποδοχή των όρων της Συμφωνίας από την ελληνική
πλευρά ήταν αποτέλεσμα όχι μόνο στρατιωτικής ήττας, αλλά και πολιτικής
αδυναμίας και έλλειψης στρατηγικής. Η Ελλάδα αποδέχθηκε τους όρους παραδίδοντας
την Ανατολική Θράκη χωρίς μάχη, μια απόφαση που θεωρήθηκε από πολλούς τότε και
σήμερα ως «προδοσία». Από εκείνο το σημείο και μετά, η πολιτική ελίτ της χώρας
φάνηκε να ακολουθεί μια προσέγγιση κατευνασμού απέναντι στην Τουρκία, που θα
σφράγιζε τις μελλοντικές εξελίξεις.
Η πολιτική του κατευνασμού: Ιστορική κληρονομιά ή
εθνική υποχώρηση;
Από τη Συμφωνία των Μουδανιών και μετέπειτα, οι
ελληνικές πολιτικές ελίτ υιοθέτησαν μια στάση φοβικής πολιτικής απέναντι στην
Τουρκία, μια τάση που φαίνεται να έχει περάσει στο DNA του ελληνικού πολιτικού
συστήματος και της άρχουσας ελίτ. Αντί για αποφασιστική στάση υπεράσπισης των
εθνικών δικαίων, βλέπουμε διαρκώς μια πολιτική υποχωρήσεων και συμβιβασμών.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πολιτικής ήταν
τα γεγονότα των Ιμίων το 1996. Αντί για μια δυναμική αντίδραση στις τουρκικές
προκλήσεις, η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε την υποχώρηση υπό την πίεση των ξένων
δυνάμεων. Η τότε κρίση στα Ίμια, που κορυφώθηκε με την απώλεια τριών Ελλήνων
αξιωματικών, αποτελεί το κλασικό παράδειγμα της αδράνειας και του φόβου που
κυριαρχεί στην ελληνική πολιτική σκηνή απέναντι στην τουρκική απειλή.
Η πολιτική ελίτ, αντί να δείξει πυγμή και
αποφασιστικότητα, άφησε την Τουρκία να διαμορφώσει ένα καθεστώς «γκρίζων ζωνών»
στο Αιγαίο, το οποίο συνεχίζει να απειλεί την εθνική κυριαρχία μέχρι σήμερα.
Αυτή η παθητική στάση, που παρατηρήθηκε τόσο στα Ίμια όσο και σε άλλες κρίσιμες
στιγμές, είναι μια άμεση συνέχεια της πολιτικής κατευνασμού που εγκαινιάστηκε
μετά τη Συμφωνία των Μουδανιών.
Το παράδειγμα του Oruc Reis: Νεότερες εκφάνσεις της
πολιτικής υποχωρήσεων
Ένα από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα αυτής της
πολιτικής ήταν η κρίση με το ερευνητικό σκάφος Oruc Reis το 2020. Όταν το
τουρκικό σκάφος εισήλθε σε ελληνική υφαλοκρηπίδα, αντί για αποφασιστική
στρατιωτική ή διπλωματική δράση, η ελληνική κυβέρνηση προτίμησε να παρακολουθεί
τις εξελίξεις δια της «διπλωματικής οδού», αποφεύγοντας τη δυναμική αντίδραση
που ίσως θα έστελνε το σωστό μήνυμα στην Άγκυρα. Οι συνεχείς διαπραγματεύσεις,
οι «κόκκινες γραμμές» που μετατοπίζονται και η γενική τάση αποφυγής σύγκρουσης
δείχνουν μια συνεχιζόμενη πολιτική κατευνασμού.
Το περιστατικό της Κάσου και το γεωπολιτικό ρίσκο στην
ηλεκτρική διασύνδεση Κύπρου και Ελλάδος
Σε συνέχεια του παραδείγματος του Oruc Reis έχουμε το
πρόσφατο περιστατικό της Κάσου, όπου ο Έλληνας ΥΠΕΞ κ. Γεραπετρίτης παραδέχθηκε
σε συνέντευξή του ότι αν είχαν σταλεί δυνάμεις στο πεδίο, θα τις είχαν
ανακαλέσει, ενώ τώρα προσπαθεί να μας πείσει ότι δεν έχει συμβεί τίποτα σε
διπλωματικό και πολιτικό πεδίο που να σηματοδοτεί ελληνική υποχώρηση. Την
προηγούμενη εβδομάδα, ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Σκυλακάκης
αναφέρθηκε στο γεωπολιτικό ρίσκο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κύπρου-Ελλάδος,
αφήνοντας υπονοούμενα ότι η Ελλάς δεν θα υπερασπισθεί πάση θυσία αυτό το
σπουδαίο έργο σε περίπτωση που φέρει αντιρρήσεις η Τουρκία!
Η Τουρκία από την πλευρά της, γνωρίζοντας αυτήν την
ελληνική αδυναμία, συνεχίζει να προωθεί τις διεκδικήσεις της στην Ανατολική
Μεσόγειο και το Αιγαίο, αμφισβητώντας τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και
της Κύπρου. Αυτή η τουρκική επιθετικότητα ενισχύεται από την αντίληψη ότι η
ελληνική πολιτική ελίτ, όπως και μετά τα Μουδανιά, είναι απρόθυμη ν’ αναλάβει
το κόστος μιας αποφασιστικής σύγκρουσης.
Συμπεράσματα
Η Συμφωνία των Μουδανιών αποτελεί ορόσημο της αρχής
μιας πολιτικής κατευνασμού που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Οι ελληνικές
πολιτικές ελίτ, από την τραγική Μικρασιατική Καταστροφή και μετά, δείχνουν
συχνά να φοβούνται την αντιπαράθεση με την Τουρκία, επιλέγοντας την τακτική των
συνεχών υποχωρήσεων. Ενώ η Τουρκία εντείνει τις διεκδικήσεις της, η Ελλάδα
φαίνεται να αντιδρά φοβικά, επιλέγοντας τον δρόμο της μυστικής διπλωματίας και
της αποφυγής της σύγκρουσης, γεγονός που ενισχύει την αίσθηση αδυναμίας στα
μάτια της Άγκυρας.
Αν η πολιτική αυτή συνεχιστεί, είναι πιθανό να
οδηγήσει σε περαιτέρω υποχωρήσεις και αποδυνάμωση της εθνικής κυριαρχίας. Η
ιστορία της Μικρασιατικής Καταστροφής και η Συμφωνία των Μουδανιών πρέπει να
μας διδάξουν ότι η υποχώρηση μπροστά στην επιθετικότητα ενός γείτονα δεν φέρνει
ποτέ την ειρήνη, αλλά μόνο ενισχύει τη βουλιμία του για περισσότερα εδάφη και
δικαιώματα.
Ήρθε η ώρα για μια νέα προσέγγιση, που θα βασίζεται
στην ισχυρή άμυνα, στην αποφασιστικότητα και στην επίδειξη ισχύος, ώστε η
Ελλάδα να πάψει να στέκεται φοβισμένη μπροστά σ’ έναν επιθετικό γείτονα, ο
οποίος μόνο με τη σταθερή και σθεναρή αντίσταση μπορεί να σεβαστεί την κυριαρχία
της χώρας μας.
Ανακωχή των Μουδανιών
Το κτίριο
όπου υπογράφτηκε η ανακωχή των Μουδανιών
Η ανακωχή των Μουδανιών (γνωστή και σαν συνθήκη των Μουδανιών)
είναι συμφωνία που υπογράφτηκε μεταξύ των νικητριών δυνάμεων του Α΄Π.Π. με την Τουρκία και η οποία καθόριζε τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας
– Τουρκίας έπειτα από την ήττα της Ελλάδας στον μεταξύ των δυο χωρών πόλεμο.
Συνομολογήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου του 1922
που την αποδέχτηκε αναγκαστικά και αποτέλεσε διπλωματική επιτυχία της τουρκικής
αντιπροσωπείας. Οι συνέπειές της υπήρξαν η απόσυρση του ελληνικού στρατού από
την Ανατολική Θράκη και η αναγκαστική
προσφυγοποίηση περίπου 250.000 χριστιανών κατοίκων της, ελληνικής καταγωγής.
Ιστορικό πλαίσιο
Το Σεπτέμβριο του 1922 ο ελληνικός στρατός είχε
εγκαταλείψει ηττημένος τη Μικρά Ασία, ενώ εκατοντάδες χιλιάδων πρόσφυγες
έφταναν κατησχυμένοι στην Ελλάδα, αναζητώντας καταφύγιο. Η διπλωματική,
πολιτική και οικονομική θέση της Ελλάδας ήταν ιδιαίτερα δυσμενής, ενώ οι
τούρκοι πίεζαν τις μεγάλες δυνάμεις να αποδεχτούν τις απαιτήσεις τους,
προκειμένου να τερματισθεί ο μικρασιατικός πόλεμος. Στις διεκδικήσεις τους
περιλαμβάνονταν η ενσωμάτωση ολόκληρης της Θράκης και η αποχώρηση των ελληνικών
πληθυσμών της. Ωστόσο, ο Κεμάλ Ατατούρκ δεν διέθετε πολεμικό ναυτικό
και το ελληνικό Δ΄ Σώμα στρατού που είχε υποχωρήσει συντεταγμένα και μη έχοντας
εμπλακεί στις κυρίως μάχες του Αυγούστου 1922 διατηρούσε ακέραιες τις δυνάμεις του
και τον έλεγχο της Ανατολικής Θράκης. Προκειμένου να εξευρεθεί μια λύση, στις
αρχές του Σεπτεμβρίου συναντήθηκαν στο Παρίσι εκπρόσωποι της ΚτΕ, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας και αποφάσιζαν να συγκαλέσουν μια διάσκεψη στις
20 Σεπτεμβρίου/3 Οκτωβρίου 1922 στα Μουδανιά, όπου θα προσκαλούσαν Ελλάδα και Τουρκία[2]
Η διάσκεψη
Η Τουρκική αντιπροσωπεία έφτασε πρώτη στα Μουδανιά και πέτυχε την έναρξη των
συνομιλιών της, πριν φτάσουν οι Έλληνες εκπρόσωποι (στρατηγός Αλέξανδρος Μαζαράκης - Αινιάν
και αντισυνταγματάρχης Πτολεμαίος Σαρηγιάννης). Ο επικεφαλής
της τουρκικής αποστολής Ισμέτ Ινονού πέτυχε να κάμψει τις αντιρρήσεις
των συμμάχων[3]
(που ήδη είχαν λάβει ανταλλάγματα από τη συνεργασία με τον Κεμάλ) και να γίνει
δεκτό το αίτημά τους για εκκένωση της Ανατολικής Θράκης από τους Έλληνες και
την παράδοσή της στην Τουρκία. Όταν οι Έλληνες απεσταλμένοι έφτασαν στη σύσκεψη
αρνήθηκαν να υπογράψουν τη συνθήκη και αποχώρησαν, όμως κατόπιν πιέσεων η Ελλάδα υποχρεώθηκε να δεχτεί τα
τετελεσμένα γεγονότα[4]
Στις 12/25 Νοεμβρίου 1922 ο έλεγχος της Ανατολικής Θράκης παραχωρήθηκε στην
Τουρκία.
Συνέπειες της συνθήκης
Τα αποτελέσματα της ανακωχής των Μουδανιών ήταν αρνητικά για την ελληνική
πλευρά, αφού συνολικά 400.000 Έλληνες (250.000 γηγενείς και 150.000
στρατιωτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι) υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν μέσα σε πολύ
σύντομο χρονικό διάστημα την Ανατολική Θράκη. Για την εφαρμογή της συμφωνίας,
8.000 τούρκοι αστυνομικοί έφτασαν στην περιοχή και εγκαταστάθηκαν ως αρχές
κατοχής, επιβλέποντας την ελληνική αποχώρηση. Ακόμη, η συμφωνία υπήρξε
προανάκρουσμα της Συνθήκης της Λωζάννης που ακολούθησε
και ρύθμισε οριστικά τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας. Τα ελληνοτουρκικά
χερσαία σύνορα ορίσθηκαν στο μέσο της κοίτης του ποταμού Έβρου, όπως ισχύουν έως σήμερα. Παρόμοιος
διακανονισμός όρισε και τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ των δυο χωρών και
συγκεκριμένα στη μέση γραμμή της απόστασης που χώριζε τα νησιά και τις νησίδες
του ανατολικού Αιγαίου από τις μικρασιατικές ακτές[5]