«Αν πέθανε ο Ιουλιανός, η αλήθεια θα επιζήσει για να καλύψει τις φωνές των ψευτών» – Λιβάνιος
Ο Ιουλιανός επιχείρησε να ανακόψει την
επέλαση του Χριστιανισμού και να αναζωογονήσει τη λατρεία των θεών της
Ελλάδας , μέσα από την οποία θα αναβίωναν οι αξίες και οι αρετές του
Ομήρου και των Ελλήνων φιλοσόφων. Μολονότι ο ίδιος έζησε σύμφωνα με τις
αξίες αυτές, έδειξε ανοχή στους αντιπάλους του και φρόντισε για την
ευημερία των υπηκόων του, συκοφαντήθηκε όσο κανένας άλλος και
περιφρονήθηκε ακόμα και από εκείνους που ωφέλησε. Τι άλλο γνωρίζουμε γι’
αυτόν εκτός απ’ το ότι ήταν ο «Αποστάτης» του Χριστιανισμού και
«Παραβάτης»;
Τα πρώτα χρόνια
Ο Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός γεννήθηκε
στις 6 Νοεμβρίου του 331 Κ.Χ στην Κωνσταντινούπολη από τον Ιούλιο
Κωνστάντιο και την Βασιλίνα. Ο πατέρας του ήταν αδελφός του αυτοκράτορα
Κωνσταντίνου, και η μητέρα του ήταν κόρη του επάρχου Ιουλιανού,
ελληνικής καταγωγής. Η Βασιλίνα πέθανε λίγους μήνες μετά τη γέννηση του
Ιουλιανού.
Το 337 ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος
πέθανε και ο γιος του Κωνστάντιος φροντίζει εκ των προτέρων να
απαλλαγεί από διεκδικητές του θρόνου. Έτσι, οι οπαδοί του δολοφονούν
τους δύο αδελφούς του Κωνσταντίνου και επτά από τα παιδιά τους. Ο
Ιουλιανός και ο αδελφός του Γάλλος φυγαδεύτηκαν εγκαίρως από φίλους και
ήταν οι μοναδικοί που διασώθηκαν.
Τα επόμενα δύο χρόνια ο Ιουλιανός τα
πέρασε κοντά στον Ευσέβιο της Νικομήδειας, ο οποίος ήταν συγγενής του
και Χριστιανός επίσκοπος πιστός στο δόγμα του αρειανισμού. Την φροντίδα
του ορφανού ανέλαβε ο ευνούχος Μαρδόνιος, ένας Σκύθης με ενθουσιασμό
για τα ελληνικά γράμματα, ο οποίος ήταν παλαιότερα στην υπηρεσία της
Βασιλίνας. Ο Μαρδόνιος ανέθρεψε με στοργή τον Ιουλιανό και φρόντισε
επιμελώς για την μόρφωσή του. Έργο εύκολο, αφού το παιδί αγαπούσε πολύ
τα γράμματα, είχε εκπληκτική ικανότητα απομνημόνευσης και εξαιρετική
ευφυΐα. Σπούδασε με ενθουσιασμό την ελληνική γραμματεία και λάτρεψε τον
Όμηρο. Μετά τον θάνατο του Ευσέβιου και ως το 349, φυλακίστηκε μαζί με
τον αδελφό του σε ένα φρούριο της Καππαδοκίας με διαταγή του
αυτοκράτορα. Εκεί μετείχε αναγκαστικά της αυστηρής χριστιανικής
παιδείας, και εκτελούσε μάλιστα χρέη αναγνώστη στις εκκλησίες της
Νικομήδειας.
Το 351, ο Κωνστάντιος έστειλε τον Γάλλο
στην Αντιόχεια, ως Καίσαρα, προκειμένου να αναχαιτίσει τις επιθέσεις των
Περσών κι έδωσε άδεια στον Ιουλιανό να έρθει στην Κωνσταντινούπολη. Σε
μυστικές συναντήσεις, μαθήτευσε τότε ο Ιουλιανός κοντά στον Λιβάνιο, τον
σπουδαιότερο και τελευταίο ρήτορα υπερασπιστή της Ελληνικής Θρησκείας.
Όταν μαθεύτηκε όμως αυτό, ο Κωνστάντιος τον έστειλε πίσω στη Νικομήδεια,
όπου για καλή του τύχη έφτασε μετά από λίγο και ο Λιβάνιος. Συνέχισε
έτσι τις κρυφές του σπουδές κοντά στο ίνδαλμά του και είχε την ευκαιρία
να γνωρίσει και άλλους σπουδαίους ανθρώπους των γραμμάτων, όπως τον
νεοπλατωνικό Αιδέσιο από την Πέργαμο και τους μαθητές του. Ένας από
αυτούς ήταν ο θεουργός Μάξιμος από την Έφεσο, κάτω από την επιρροή του
οποίου ο Ιουλιανός πήρε τις μεγάλες αποφάσεις της ζωής του. Απέρριψε τον
Χριστιανισμό και οραματίστηκε μία ισχυρή Πολυθεϊστική θρησκεία, στα
πρότυπα εκείνης που επικρατούσε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους κι
εμπλουτισμένη με στοιχεία του σύγχρονου Παγανισμού και της Θεουργίας των
Νεοπλατωνικών. Φυσικά, δεν αποκάλυψε τις προθέσεις του, και συνέχισε να
εκτελεί τα χριστιανικά του καθήκοντα με αξιοθαύμαστη εγκαρτέρηση.
Το 354 και αφού έχει ολοκληρώσει την
αποστολή που του ανατέθηκε, ο Γάλλος αποκεφαλίζεται είτε επειδή είχε
κατηγορηθεί για κακοδιαχείριση, είτε επειδή είχε παραγίνει δημοφιλής και
ο Κωνστάντιος φοβήθηκε πως ο θρόνος του κινδυνεύει. Πάντως, την ίδια
εποχή απομόνωσε και τον Ιουλιανό στα Μεδιόλανα (το σημερινό Μιλάνο) και
ίσως να είχε εκτελέσει κι αυτόν, αν δεν μεσολαβούσε η αυτοκράτειρα
Ευσεβία. Με την δική της μεσολάβηση ο Ιουλιανός εξορίστηκε στην Αθήνα.
Άλλο που δεν ήθελε! «Τέτοια μεγάλη ευχαρίστηση ένιωθα, που
αντί να μείνω στο σπίτι μου, μου έτυχε να πάω στην Ελλάδα, κι ας μην
είχα εκεί ούτε αγρό, ούτε κήπο, ούτε ένα σπιτάκι δικό μου».
(Επιστολή στον Θεμίστιο). Εκεί συναναστράφηκε με τους φιλοσόφους των
Αθηνών και μυήθηκε στα Ελευσίνια Μυστήρια από τον Μεγάλο Ιερέα της
Ελευσίνας. Αν και σύντομη, αυτή η περίοδος της ζωής του θα ήταν για
πάντα το ομορφότερο εξάμηνο του σύντομου και πολυτάραχου βίου του.
Σε ηλικία 24 ετών καλείται πάλι από τον
Κωνστάντιο, ο οποίος αντιμετώπιζε νέα προβλήματα. Του έδωσε την αδελφή
του Ελένη ως σύζυγο και τον έστειλε στη Γαλλία ως Καίσαρα, να
αντιμετωπίσει τις ορδές των Φράγκων και των Αλαμανών. Επί έξι χρόνια ο
Ιουλιανός, ως Καίσαρας του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας θα
επιδείξει μεγάλες ικανότητες στη διαχείριση της εξουσίας, τόσο στα
πολεμικά έργα όσο στα οικονομικά ζητήματα, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα
τις συνεχείς προσπάθειες υπονόμευσης από ανθρώπους του Κωνστάντιου. Όταν
οι προσπάθειες αυτές απέτυχαν, ο Κωνστάντιος απαίτησε από τον Ιουλιανό
να του παραδώσει το πιο αξιόμαχο τμήμα του στρατεύματός του για να το
χρησιμοποιήσει στα ανατολικά σύνορα. Το στράτευμα όμως στασίασε,
αρνήθηκε να υπηρετήσει τον Κωνστάντιο και ανακήρυξε τον Ιουλιανό
αυτοκράτορα το 360. Φτάνοντας στην Κωνσταντινούπολη τον Δεκέμβριο της
επόμενης χρονιάς με σκοπό να ανατρέψει τον Κωνστάντιο, μαθαίνει πως
αυτός είχε ήδη πεθάνει στην Ταρσό από πυρετό. Αφού τον κήδεψε με τον
Χριστιανικό τρόπο (αν και ο Ιουλιανός είχε πάψει να είναι Χριστιανός)
στον ναό των Αγίων Αποστόλων και τον συνόδεψε ως την ταφή του, ο
Ιουλιανός έθεσε αμέσως σε εφαρμογή το κυβερνητικό πρόγραμμα που ετοίμαζε
εδώ και χρόνια.
Η πολιτική και οι μεταρρυθμίσεις του
Γεμάτος ενθουσιασμό, ενημερώνει τους
φίλους του στην Αθήνα πως προτεραιότητά του είναι η καθιέρωση Ελληνικής
Θρησκείας και η μεταρρύθμιση της παιδείας, με πρότυπο το σύστημα του
Μάρκου Αυρηλίου. Έστειλε ακόμα επιστολές σε πολλούς διανοούμενους κάθε
θρησκείας και δόγματος, καλώντας τους να συμπράξουν στην αναστήλωση μίας
Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ισχυρής και ανεξίθρησκης. Οι πρώτη του ενέργεια
ήταν να ανακαλέσει από την εξορία τους «αιρετικούς» Χριστιανούς
επισκόπους (δηλαδή τους ορθοδόξους που είχε εξορίσει ο Κωνστάντιος που
ασπαζόταν το δόγμα του Αρείου), να τους επιστρέψει τις περιουσίες και να
καταργήσει τις επιδοτήσεις που έδινε το κράτος στην Χριστιανική
Εκκλησία.
Οι ναοί των θεών της παλιάς θρησκείας,
που είχαν καταστραφεί από τους Χριστιανούς, άρχισαν να αναστηλώνονται
και οι Χριστιανοί οφείλουν να καταβάλουν αποζημιώσεις. Το ιερατείο
ανέλαβε την αναβίωση των εορτών και των θυσιών, όχι μόνο στις περιοχές
που ο πληθυσμός των Πολυθεϊστών υπερτερούσε, αλλά κι εκεί που
κυριαρχούσαν οι Χριστιανοί. Οργάνωσε ακόμα και δείπνα για τους φτωχούς,
όποια θρησκεία και αν ασπάζονταν, κάτι που ως τώρα έκαναν μόνο οι
«Γαλιλαίοι» (έτσι ονόμαζαν του Χριστιανούς).
Μπορεί, στα έργα του να ασκεί σκληρή
κριτική τόσο στο ιουδαϊκό όσο και στο χριστιανικό δόγμα, δεν στράφηκε
όμως εναντίον των πιστών ούτε της μία θρησκείας ούτε της άλλης. Απέναντι
στους νόμους της αυτοκρατορίας όλοι ήταν ίσοι, ανεξαρτήτως
θρησκεύματος. Έναν μόνο περιορισμό έθεσε για εκείνους που δεν
ακολουθούσαν την Ελληνική Θρησκεία: δεν είχαν το δικαίωμα να διδάσκουν
Φιλοσοφία και ελληνική γλώσσα.