Όλους τους παραπάνω ομήρους δεμένους πισθάγκωνα όπως τους είχαν, τους πήρανε από το Σχολείο και τους οδήγησαν εκεί κοντά στο Μεγάλο Πουρνάρι της Λούτσας και εκεί τους έβαλαν να καθίσουν στον ίσκιο γιατί ήταν ήδη μεσημέρι και η καλοκαιρινή ζέστη ήταν αφόρητη. Φαίνεται πως σταμάτησαν εκεί για να συσκεφθούν οι αντάρτες ποια διαδρομή θα ακολουθούσαν για να τους οδηγήσουν στον τόπο που εκ των προτέρων είχαν επιλέξει για τον ομαδικό τους τάφο.
Αφού παρέμειναν λίγη ώρα εκεί, σηκώθηκαν και τους τοποθέτησαν σε μια ατέλειωτη φάλαγγα και ξεκίνησαν παίρνοντας το δρόμο, που οδηγούσε στον Πηλιαρό. Πέρασαν έξω από το παλαιό εκκλησάκι ΜΕΤΟΧΙ, ακολουθώντας ένα δύσβατο μονοπάτι που οδηγούσε προς το Λυγουριό, σε μια πορεία θανάτου, με τα πόδια φυσικά, χωρίς καθόλου στη διαδρομή τους να τους ενοχλήσει κανένας.
Οι ένοπλοι του χωριού νοιάστηκαν μόνο για τα δικά τους κεφάλια και αδιαφόρησαν τελείως για τους ομήρους που πήραν οι αντάρτες, παρά το γεγονός ότι μεταξύ των ομήρων ήσαν και άτομα δικά τους, γονείς, γυναίκες, αδέλφια και ανήλικα ακόμα παιδιά. Αυτοί μετά την κατάληψη του χωριού και την πυρπόληση του από τους αντάρτες, έφυγαν προς τα Φράκια και από εκεί πεζοπορώντας ανάμεσα από βουνά και λαγκάδια, κατέβηκαν στο Ναύπλιο, όπου εντάχθηκαν στα Τάγματα Ασφαλείας, γιατί εκεί ένοιωθαν περισσότερο ασφαλείς.
Όταν η φάλαγγα των ομήρων είχε φθάσει στα χωραφάκια, τότε οι Τσολιάδες του Ναυπλίου, που στο μεταξύ είχαν πληροφορηθεί για την επίθεση των ανταρτών στο Χέλι και είχαν ξεκινήσει από το Ναύπλιο πεζοπορώντας έφθασαν κατά το απόγευμα στην τοποθεσία Βίγκλιεζα και από εκεί είδαν τους καπνούς από τα καιγόμενα σπίτια του Χελιού και άρχισαν να κατηφορίζουν με σκοπό να πλησιάσουν στο χωριό.
Τότε έτρεξε προς τα εκεί ο Οικονόμου Χαράλαμπος του Μιχαήλ και τους πληροφόρησε τι ακριβώς είχε συμβεί στο χωριό, και τους ικέτευε να επέμβουν για να σώσουν τους ομήρους που είχαν πάρει οι αντάρτες και που ακόμη βρίσκονταν εκεί κοντά στα χωραφάκια και αυτοί απάντησαν ότι δεν είχαν τέτοια εντολή να επέμβουν, αλλά τότε γιατί είχαν έλθει; μόνο για να ιδούν και να φύγουν;
Τότε ο Χαράλαμπος Οικονόμου τους είπε: " Δώστε μας τα όπλα να πάμε εμείς τουλάχιστον να σώσουμε τους ανθρώπους μας, μα ούτε και αυτό έγινε και άφησαν τους ανθρώπους να οδηγηθούν προς την σφαγή, μένοντας αυτοί απαθείς θεατές σε όλα τα γεγονότα που συνέβαιναν στο χωριό. Η συνοδεία συνέχιζε την πορεία της και έφθασε στον Πηλιαρό. Εκεί έκαναν πάλι μια μικρή στάση για να πιουν νερό και να ξεκουραστούν κυρίως οι συνοδοί.
293
Στον Πηλιαρό κάποιος αντάρτης κάλεσε τον όμηρο Αναστάσιο Εμμανουήλ για τον οποίον ενδιαφερόταν φαίνεται να τον ελευθερώσει, του έλυσε τα χέρια και του είπε: "Μπάρμπα Τάσο πήγαινε πιο κάτω στο πηγάδι να βγάλεις νερό και μόλις εμείς ξεκινήσουμε, εσύ να πέσεις κάτω πίσω από το αλώνι του πηγαδιού για να μη φαίνεσαι από εμάς και θα μείνεις εκεί μέχρις ότου εμείς απομακρυνθούμε και έπειτα να σηκωθείς και να φύγεις γρήγορα για το χωριό, γιατί όλοι οι άλλοι εδώ Χελιώτες είναι καταδικασμένοι να πεθάνουν."
Έτσι ο Εμμανουήλ Αναστάσιος γλίτωσε το μαχαίρι και οι όμηροι έμειναν πλέον εξήντα τρεις. Η συνοδεία συνέχιζε την πορεία της προς το Λυγουριό και όταν είχε φθάσει κοντά στον Γκύκλο, κάπου μακριά από κει ένα τσοπάνης (πιθανόν ο Γκατζίφας) έριξε δύο Τουφεκιές με το δίκαννο στον αέρα και οι αντάρτες με το άκουσμα των πυροβολισμών, τρομοκρατήθηκαν και αφού εγκατέλειψαν πρόσκαιρα τους ομήρους σκόρπισαν για να σωθούν.
Από το επεισόδιο αυτό γίνεται φανερό ότι αν οι ένοπλοι του χωριού ή οι Τσολιάδες επενέβαιναν κάπου στο δρόμο θα μπορούσαν να είχαν σωθεί οι όμηροι με πολύ λίγα ίσως θύματα. Η πορεία συνεχίστηκε προς το Λυγουριό και όταν συνάντησαν το Δημόσιο δρόμο Λυγουριού-Επιδαυρου, ακολούθησαν πια αυτόν τον δρόμο και έφθασαν πεζοπορώντας πάντα στην Νέα Επίδαυρο (Πιάδα) και στρατοπέδευσαν κοντά στην Εκκλησία του Αγίου Λεωνίδη, όπου και διανυχτέρευσαν και παρέμειναν εκεί και ολόκληρη την άλλη ημέρα.
Την επόμενη βραδιά στη περιοχή εκείνη κοντά σε ένα πηγάδι, σκότωσαν δύο παιδιά των Μαλταίων, τους: Κωστούρο Αναστάσιο του Γεωργίου και Κωστούρο Ιωάννη του Νικολάου, τα οποία είχαν πιάσει πριν ακόμα κάνουν την επίθεση οι αντάρτες στο Χέλι, με την κατηγορία ότι είχαν προδώσει στους Τσολιάδες κάποιον αντάρτη Παπαμάρκου από το Κατσίγκρι που κρυβόταν κάπου εκεί στον σημερινό Άγιο Δημήτριο.
Την τρίτη ημέρα ξεκίνησαν από την Πιάδα, νηστικοί, διψασμένοι, κατάκοποι, βουβοί και αμίλητοι με μόνη εξαίρεση τα κλάματα των μικρών παιδιών που και σε αυτά τα δάκρυα είχαν στερέψει στις τρεις αυτές ημέρες που περπατούσαν στο δρόμο του μαρτυρίου, χωρίς το κλάμα τους να σταματήσει καθόλου.
Σε αυτή τη μαρτυρική πορεία δεν μπορούσαν να αντέξουν μερικοί γέροντες που και αυτοί ήσαν κρατούμενοι και οι οποίοι έπεσαν λιπόθυμοι κάτω, αλλά γι' αυτούς οι αιμοσταγείς συνοδοί τους και δεσμοφύλακες, βρήκαν εύκολο τρόπο να απαλλαγούν και να απαλλάξουν και τους ίδιους από το φοβερό μαρτύριο της συνεχούς πορείας και η λύση που τελικά έδωσαν ήταν η θανάτωση τους με μια μαχαιριά στο λαιμό και στη συνέχεια η εγκατάλειψη τους μέσα στους ελαιώνες που βάδιζαν και εκεί έμειναν άταφοι για αρκετές ημέρες.
Οι πρώτοι αυτοί μάρτυρες από την φάλαγγα των ομήρων στη διάρκεια της πορείας των ήσαν:
1. Ζαφείρης Αναστάσιος Δημητρίου
2. Μάρκου Αθανάσιος Δημητρίου και
3. Πασπαλιάρης Αθανάσιος Δημητρίου
294
Τη νύχτα 31-7-1944 προς ξημέρωμα της τετάρτης 1-8-1944 η φάλαγγα των εξήντα πια ομήρων που είχαν απομείνει, φρουρούμενοι αυστηρά από τους αντάρτες έφθασαν και στρατοπέδευσαν σε μια ερημική περιοχή κοντά στο Μοναστήρι της Αγνούντας της Νέας Επιδαύρου, τοποθεσία που με επιμέλεια τόσες ημέρες είχαν επιλέξει σαν τόπο εκτέλεσης όλων των ομήρων, γιατί εκεί κοντά βρισκόταν ένα ξεροπήγαδο βάθους 5-6 μέτρων έτοιμος ομαδικός τάφος για τους εξήντα ομήρους.
Οι όμηροι κατάκοποι, πεινασμένοι, διψασμένοι και νυσταγμένοι, αφού από την Κυριακή το πρωί που τους είχαν πιάσει ούτε έφαγαν τίποτα, ούτε ήπιαν νερό μα και ούτε κοιμήθηκαν καθόλου, ξάπλωσαν κάτω στο έδαφος και περίμεναν με αγωνία πάντα να ιδούν ποιο θα ήταν το τέλος του μαρτυρίου τους. Ελπίζανε και περίμεναν κάποια βοήθεια από τους δικούς τους, από τους ανθρώπους που βρίσκονταν ελεύθεροι στο Ναύπλιο ή σε οποιοδήποτε άλλο μέρος και που δεν έφθασε ποτέ.
Οι αντάρτες είχαν ήδη πάρει την απόφαση τους να εξοντώσουν όλους τους ομήρους, χωρίς να αφήσουν κανέναν, είχαν δε ακόμα σχεδιάσει και τον τρόπο της εκτέλεσης τους. Δεν έπρεπε να γλιτώσει κανένας για να είναι μάρτυρας των όσων θα συνέβαιναν εκεί εκείνο το βράδυ.