Σ΄αυτό το ιστολόγιο θα διαβάσετε εκτός των άλλων και την ιστορία του χωριού Αραχναίο που βρίσκεται στο Νομό Αργολίδας.



Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

94. Η Σφαγή των Εξήντα Ομήρων


Τη νύχτα αυτή έβαλαν μπροστά το τελικό τους σχέδιο για την εκτέλεση και των εξήντα ομήρων. Από τον τόπο που είχαν στρατοπεδεύσει έπαιρναν τους ομήρους κατά μικρές ομάδες 2-3 και τους οδηγούσαν λίγα μέτρα μακρύτερα σε μέρος που δεν φαινόντουσαν λόγω της πυκνής βλάστησης, για να τους κάνουν δήθεν μια μικρή ανάκριση.
Αντί όμως για ανάκριση εκεί που τους πήγαιναν, τους περίμεναν οι δήμιοι στο χείλος του πηγαδιού και δεμένοι όπως ήσαν εκεί χειροπόδαρα με σύρματα και καλώδια, έναν- έναν τους πλησίαζαν και αφού πρώτα έδιναν στον καθένα δύο-τρεις μαχαιριές γύρω από το λαιμό, φαίνεται πως ήσαν καλοί χασάπηδες, γιατί τους έκοβαν αμέσως την καρωτίδα και χωρίς να περιμένουν να ξεψυχήσουν τους πετούσαν μέσα στο ξεροπήγαδο για να πεθάνουν εκεί, ο ένας κοντά στον άλλον, από ακατάσχετη αιμορραγία.
Το αποτρόπαιο έργο τους συνεχίστηκε μέχρι να σφαγούν και οι πενήντα εννέα από τους εξήντα ομήρους και όλους τους έριξαν μέσα στο πηγάδι τον έναν πάνω στον άλλον. Είχαν αφήσει μόνο ζωντανό ακόμα ένα παιδάκι οκτώ χρονών, τον Κωστάκη Μπέλεση του Δημητρίου, τον οποίον έδιωχναν να φύγει, αλλά αυτό τρομοκρατημένο μέσα στην νύχτα έκλαιγε και ζητούσε συνέχεια την μητέρα του που ήδη την είχαν σφάξει και την είχαν ρίξει μέσα στο πηγάδι και τότε για να απαλλαγούν από το παιδάκι αυτό και να μην ακούν τις φωνές του και τα κλάματα του, κατά τις πρωινές ώρες πήραν και αυτό, το έσφαξαν και το πέταξαν μέσα στο πηγάδι.
Η σφαγή ανθρώπων ήταν πια μια ρουτίνα για τους αντάρτες, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Όλες τις σκηνές της σφαγής παρακολουθούσαν από εκεί κοντά κάποιοι Καρβουνιάρηδες που δούλευαν και διανυκτέρευαν στη περιοχή εκείνη και δεν μπορούσαν τη νύχτα εκείνη να απομακρυνθούν επειδή φοβόντουσαν μήπως οι αντάρτες τους αντιληφθούν και ίσως τότε να είχαν και αυτοί την ίδια τύχη με τους Χελιώτες.
Για μεγαλύτερη δε ασφάλεια ανέβηκαν επάνω σε μεγάλα δέντρα και χωρίς να το θέλουν έγιναν μάρτυρες όλης της διαδικασίας της σφαγής. Δεν έβλεπαν γιατί ήταν νύχτα, άκουγαν όμως όλη τη νύχτα τις φωνές και τα βογκητά αυτών που σφάζονταν και για πολλές ώρες μετά αφού οι σφαγείς είχαν τελειώσει το έργο τους, συνέχιζαν να ακούν οιμωγές μέσα από το πηγάδι, χωρίς να τολμήσουν να πλησιάσουν κοντά για να δώσουν κάποια βοήθεια.
Οι ίδιοι αυτοί μάρτυρες, χωρίς να το θέλουν, έλεγαν πως οι οιμωγές ακούγονταν και την άλλη ημέρα της σφαγής, γιατί φαίνεται πως οι μαχαιριές που δεχόντουσαν τα θύματα δεν προκαλούσαν αμέσως τον θάνατο σε όλους και έτσι το μαρτύριο των άτυχων μαρτύρων, συνεχιζόταν μέσα στο πηγάδι για πολλές ώρες και αυτό ήταν το πιο φρικτό από όλα.
Οι αιμοσταγείς δήμιοι αφού τέλειωσαν το μακάβριο έργο της σφαγής και πέταξαν όλα τα θύματα μέσα στο πηγάδι, έκοψαν στη συνέχεια κλαδιά από τους παρακείμενους θάμνους, τα οποία πέταξαν μέσα στο πηγάδι για να καλύψουν τα πτώματα και έπειτα κύλησαν και έριξαν μέσα στο πηγάδι επάνω στα κλαδιά έναν ογκόλιθο που είχαν αποσπάσει από το στόμιο του πηγαδιού, τελειώνοντας έτσι το έργο τους και σφραγίζοντας το πηγάδι για να μη μπορεί κανείς να βγει από εκεί μέσα και ας παρέμενε ζωντανός για αρκετές ώρες.
Όταν το έργο τους τελείωσε και οι αντάρτες αποσύρθηκαν κάπου εκεί κοντά, τότε και οι αθέλητοι μάρτυρες της σφαγής μπόρεσαν να απομακρυνθούν προς την αντίθετη κατεύθυνση και έτσι γλίτωσαν από το μαχαίρι των ανταρτών. Οι αντάρτες παρέμειναν στη περιοχή αυτή για 3-4 ημέρες και γι' αυτό κανένας δεν μπορούσε να πλησιάσει το πηγάδι που ήταν ο τάφος των ομήρων. Αργότερα διαπιστώθηκε πως μέσα στο πηγάδι εκτός από τους εξήντα Χελιώτες, σφάχτηκαν και ρίχτηκαν μέσα και άλλα άτομα από τη Νέα Επίδαυρο που είχαν πιαστεί εκείνες τις ημέρες, αλλά και άλλοι που κατά τύχη βρέθηκαν μπροστά τους, στην πορεία τους για τον τόπο της σφαγής.
Αφού πέρασαν από τότε 2-3 μήνες και οι αντάρτες είχαν φύγει από την περιοχή εκείνη, μερικοί συγγενείς των ομήρων από το Χέλι, πήγαν και αναζήτησαν τον τόπο της σφαγής. Για την περιοχή που έγινε η σφαγή, υπήρχαν σχετικές πληροφορίες, δεν ήταν δε καθόλου δύσκολο να βρεθεί το πηγάδι, γιατί η δυσοσμία που έβγαινε από μέσα ήταν τόσο έντονη, που από πολύ μακριά μπορούσε να επισημανθεί, ήταν όμως αδύνατο να πλησιάσουν εκεί κοντά για να ιδούν με τα μάτια τους τον ομαδικό τάφο των δικών τους ανθρώπων. Μέσα στο πηγάδι έμειναν τα πτώματα για ένα ολόκληρο χρόνο,
Έγινε η απελευθέρωση της χώρας μας, οι κατακτητές έφυγαν, μεσολάβησαν τα Δεκεμβριανά, για μερικούς μήνες ακόμα η ύπαιθρος χώρα ήταν ανταρτοκρατούμενη, η κυκλοφορία των πολιτών δεν ήταν ακόμα ασφαλής και ο καιρός περνούσε, έως ότου παγιωθεί η τάξη και η ασφάλεια και είχαμε φθάσει έτσι στα μέσα του καλοκαιριού οπότε αποφασίστηκε από τους Χελιώτες, να πάνε στην Αγναντα, να παραλάβουν τα πτώματα και να τα μεταφέρουν στο χωριό για την κανονική τους ταφή.

Κυριακή 17 Απριλίου 2011

93. Πορεία των Ομήρων προς τον τόπο του Μαρτυρίου.


Όλους τους παραπάνω ομήρους δεμένους πισθάγκωνα όπως τους είχαν, τους πήρανε από το Σχολείο και τους οδήγησαν εκεί κοντά στο Μεγάλο Πουρνάρι της Λούτσας και εκεί τους έβαλαν να καθίσουν στον ίσκιο γιατί ήταν ήδη μεσημέρι και η καλοκαιρινή ζέστη ήταν αφόρητη. Φαίνεται πως σταμάτησαν εκεί για να συσκεφθούν οι αντάρτες ποια διαδρομή θα ακολουθούσαν για να τους οδηγήσουν στον τόπο που εκ των προτέρων είχαν επιλέξει για τον ομαδικό τους τάφο.
Αφού παρέμειναν λίγη ώρα εκεί, σηκώθηκαν και τους τοποθέτησαν σε μια ατέλειωτη φάλαγγα και ξεκίνησαν παίρνοντας το δρόμο, που οδηγούσε στον Πηλιαρό. Πέρασαν έξω από το παλαιό εκκλησάκι ΜΕΤΟΧΙ, ακολουθώντας ένα δύσβατο μονοπάτι που οδηγούσε προς το Λυγουριό, σε μια πορεία θανάτου, με τα πόδια φυσικά, χωρίς καθόλου στη διαδρομή τους να τους ενοχλήσει κανένας.
Οι ένοπλοι του χωριού νοιάστηκαν μόνο για τα δικά τους κεφάλια και αδιαφόρησαν τελείως για τους ομήρους που πήραν οι αντάρτες, παρά το γεγονός ότι μεταξύ των ομήρων ήσαν και άτομα δικά τους, γονείς, γυναίκες, αδέλφια και ανήλικα ακόμα παιδιά. Αυτοί μετά την κατάληψη του χωριού και την πυρπόληση του από τους αντάρτες, έφυγαν προς τα Φράκια και από εκεί πεζοπορώντας ανάμεσα από βουνά και λαγκάδια, κατέβηκαν στο Ναύπλιο, όπου εντάχθηκαν στα Τάγματα Ασφαλείας, γιατί εκεί ένοιωθαν περισσότερο ασφαλείς.
Όταν η φάλαγγα των ομήρων είχε φθάσει στα χωραφάκια, τότε οι Τσολιάδες του Ναυπλίου, που στο μεταξύ είχαν πληροφορηθεί για την επίθεση των ανταρτών στο Χέλι και είχαν ξεκινήσει από το Ναύπλιο πεζοπορώντας έφθασαν κατά το απόγευμα στην τοποθεσία Βίγκλιεζα και από εκεί είδαν τους καπνούς από τα καιγόμενα σπίτια του Χελιού και άρχισαν να κατηφορίζουν με σκοπό να πλησιάσουν στο χωριό.
Τότε έτρεξε προς τα εκεί ο Οικονόμου Χαράλαμπος του Μιχαήλ και τους πληροφόρησε τι ακριβώς είχε συμβεί στο χωριό, και τους ικέτευε να επέμβουν για να σώσουν τους ομήρους που είχαν πάρει οι αντάρτες και που ακόμη βρίσκονταν εκεί κοντά στα χωραφάκια και αυτοί απάντησαν ότι δεν είχαν τέτοια εντολή να επέμβουν, αλλά τότε γιατί είχαν έλθει; μόνο για να ιδούν και να φύγουν;
Τότε ο Χαράλαμπος Οικονόμου τους είπε: " Δώστε μας τα όπλα να πάμε εμείς τουλάχιστον να σώσουμε τους ανθρώπους μας, μα ούτε και αυτό έγινε και άφησαν τους ανθρώπους να οδηγηθούν προς την σφαγή, μένοντας αυτοί απαθείς θεατές σε όλα τα γεγονότα που συνέβαιναν στο χωριό. Η συνοδεία συνέχιζε την πορεία της και έφθασε στον Πηλιαρό. Εκεί έκαναν πάλι μια μικρή στάση για να πιουν νερό και να ξεκουραστούν κυρίως οι συνοδοί.


293
Στον Πηλιαρό κάποιος αντάρτης κάλεσε τον όμηρο Αναστάσιο Εμμανουήλ για τον οποίον ενδιαφερόταν φαίνεται να τον ελευθερώσει, του έλυσε τα χέρια και του είπε: "Μπάρμπα Τάσο πήγαινε πιο κάτω στο πηγάδι να βγάλεις νερό και μόλις εμείς ξεκινήσουμε, εσύ να πέσεις κάτω πίσω από το αλώνι του πηγαδιού για να μη φαίνεσαι από εμάς και θα μείνεις εκεί μέχρις ότου εμείς απομακρυνθούμε και έπειτα να σηκωθείς και να φύγεις γρήγορα για το χωριό, γιατί όλοι οι άλλοι εδώ Χελιώτες είναι καταδικασμένοι να πεθάνουν."
Έτσι ο Εμμανουήλ Αναστάσιος γλίτωσε το μαχαίρι και οι όμηροι έμειναν πλέον εξήντα τρεις. Η συνοδεία συνέχιζε την πορεία της προς το Λυγουριό και όταν είχε φθάσει κοντά στον Γκύκλο, κάπου μακριά από κει ένα τσοπάνης (πιθανόν ο Γκατζίφας) έριξε δύο Τουφεκιές με το δίκαννο στον αέρα και οι αντάρτες με το άκουσμα των πυροβολισμών, τρομοκρατήθηκαν και αφού εγκατέλειψαν πρόσκαιρα τους ομήρους σκόρπισαν για να σωθούν.
Από το επεισόδιο αυτό γίνεται φανερό ότι αν οι ένοπλοι του χωριού ή οι Τσολιάδες επενέβαιναν κάπου στο δρόμο θα μπορούσαν να είχαν σωθεί οι όμηροι με πολύ λίγα ίσως θύματα. Η πορεία συνεχίστηκε προς το Λυγουριό και όταν συνάντησαν το Δημόσιο δρόμο Λυγουριού-Επιδαυρου, ακολούθησαν πια αυτόν τον δρόμο και έφθασαν πεζοπορώντας πάντα στην Νέα Επίδαυρο (Πιάδα) και στρατοπέδευσαν κοντά στην Εκκλησία του Αγίου Λεωνίδη, όπου και διανυχτέρευσαν και παρέμειναν εκεί και ολόκληρη την άλλη ημέρα.
Την επόμενη βραδιά στη περιοχή εκείνη κοντά σε ένα πηγάδι, σκότωσαν δύο παιδιά των Μαλταίων, τους: Κωστούρο Αναστάσιο του Γεωργίου και Κωστούρο Ιωάννη του Νικολάου, τα οποία είχαν πιάσει πριν ακόμα κάνουν την επίθεση οι αντάρτες στο Χέλι, με την κατηγορία ότι είχαν προδώσει στους Τσολιάδες κάποιον αντάρτη Παπαμάρκου από το Κατσίγκρι που κρυβόταν κάπου εκεί στον σημερινό Άγιο Δημήτριο.
Την τρίτη ημέρα ξεκίνησαν από την Πιάδα, νηστικοί, διψασμένοι, κατάκοποι, βουβοί και αμίλητοι με μόνη εξαίρεση τα κλάματα των μικρών παιδιών που και σε αυτά τα δάκρυα είχαν στερέψει στις τρεις αυτές ημέρες που περπατούσαν στο δρόμο του μαρτυρίου, χωρίς το κλάμα τους να σταματήσει καθόλου.
Σε αυτή τη μαρτυρική πορεία δεν μπορούσαν να αντέξουν μερικοί γέροντες που και αυτοί ήσαν κρατούμενοι και οι οποίοι έπεσαν λιπόθυμοι κάτω, αλλά γι' αυτούς οι αιμοσταγείς συνοδοί τους και δεσμοφύλακες, βρήκαν εύκολο τρόπο να απαλλαγούν και να απαλλάξουν και τους ίδιους από το φοβερό μαρτύριο της συνεχούς πορείας και η λύση που τελικά έδωσαν ήταν η θανάτωση τους με μια μαχαιριά στο λαιμό και στη συνέχεια η εγκατάλειψη τους μέσα στους ελαιώνες που βάδιζαν και εκεί έμειναν άταφοι για αρκετές ημέρες.
Οι πρώτοι αυτοί μάρτυρες από την φάλαγγα των ομήρων στη διάρκεια της πορείας των ήσαν:
1.                    Ζαφείρης Αναστάσιος Δημητρίου
2.         Μάρκου Αθανάσιος Δημητρίου και
3.         Πασπαλιάρης Αθανάσιος Δημητρίου

294
Τη νύχτα 31-7-1944 προς ξημέρωμα της τετάρτης 1-8-1944 η φάλαγγα των εξήντα πια ομήρων που είχαν απομείνει, φρουρούμενοι αυστηρά από τους αντάρτες έφθασαν και στρατοπέδευσαν σε μια ερημική περιοχή κοντά στο Μοναστήρι της Αγνούντας της Νέας Επιδαύρου, τοποθεσία που με επιμέλεια τόσες ημέρες είχαν επιλέξει σαν τόπο εκτέλεσης όλων των ομήρων, γιατί εκεί κοντά βρισκόταν ένα ξεροπήγαδο βάθους 5-6 μέτρων έτοιμος ομαδικός τάφος για τους εξήντα ομήρους.
Οι όμηροι κατάκοποι, πεινασμένοι, διψασμένοι και νυσταγμένοι, αφού από την Κυριακή το πρωί που τους είχαν πιάσει ούτε έφαγαν τίποτα, ούτε ήπιαν νερό μα και ούτε κοιμήθηκαν καθόλου, ξάπλωσαν κάτω στο έδαφος και περίμεναν με αγωνία πάντα να ιδούν ποιο θα ήταν το τέλος του μαρτυρίου τους. Ελπίζανε και περίμεναν κάποια βοήθεια από τους δικούς τους, από τους ανθρώπους που βρίσκονταν ελεύθεροι στο Ναύπλιο ή σε οποιοδήποτε άλλο μέρος και που δεν έφθασε ποτέ.
Οι αντάρτες είχαν ήδη πάρει την απόφαση τους να εξοντώσουν όλους τους ομήρους, χωρίς να αφήσουν κανέναν, είχαν δε ακόμα σχεδιάσει και τον τρόπο της εκτέλεσης τους. Δεν έπρεπε να γλιτώσει κανένας για να είναι μάρτυρας των όσων θα συνέβαιναν εκεί εκείνο το βράδυ.

Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

92. Σύλληψη των Ομήρων και Λεηλασία του Χωριού.

Μεταξύ των ανταρτών βρισκόταν και ο Μυλωνάς που είχε πιαστεί αιχμάλωτος από τους Χελιώτες, στην Τραπεζώνα, ο οποίος ανέβηκε στη μικρή βεράντα του Σχολείου και από εκεί άρχισε να κάνει τις επιλογές των μελλοθάνατων. Είπε εκεί στο πλήθος ότι θυμόταν όλους όσους είχαν περάσει από μπροστά του, εκεί στο Κοινοτικό Γραφείο που ήταν αιχμάλωτος και δεμένος και τον είχαν ραπίσει ή και φτύσει κατάμουτρα.
Πρώτον που αναγνώρισε ήταν ο Δημήτριος Μπιμπής με διακριτικά χαρακτηριστικά, φορούσε στο κεφάλι ένα μαύρο μαντήλι, λόγω πένθους από τον θάνατο των τριών αδελφών του που είχαν εκτελεστεί από τους Γερμανούς. Ο Μυλωνάς τον κάλεσε εκεί κοντά και έδωσε εντολή σε δύο αντάρτες να τον δείρουν και αμέσως άρχισαν και οι δυο να τον κτυπούν μέχρι σημείου που έπεσε αναίσθητος κάτω και ο ένας από τους αντάρτες τον καλούσε να σηκωθεί, αυτός όμως δεν μπορούσε και τότε ο άλλος αντάρτης έσκυψε κάτω πήρε στα χέρια του μία μεγάλη πέτρα και ήταν έτοιμος να την πετάξει επάνω στο κεφάλι του.
Εκείνη τη στιγμή πετάχτηκε όρθιος ο πατέρας του Δημητρίου Μπιμπή, Ιωάννης Μπιμπής και πηγαίνοντας κοντά στους αντάρτες τους ικέτευε λέγοντας: " Βρε παιδιά όλα μου τα παιδιά τα σκότωσαν οι Γερμανοί, αυτός εδώ μόνο μου έμεινε και εσείς θέλετε να σκοτώσετε και αυτόν;" και αντί άλλης απαντήσεως ο αντάρτης του είπε: "Πατέρας του είσαι εσύ; έλα λοιπόν κοντά μαζί του". Με αυτόν τον τρόπο συνέχισαν τις επιλογές από το πλήθος και κράτησαν εκεί πολλά άτομα, τους δε υπόλοιπους τους άφησαν ελεύθερους.
Στη διάρκεια της επιλογής κάποιος αντάρτης παρακινούσε τον Παναγιώτη Σοφό (Ντακαρούνη) να φύγει, μα αυτός παρέμεινε εκεί για να ακολουθήσει τη μοίρα των άλλων. Από το σχολείο δραπέτευσε πηδώντας από το παράθυρο, χωρίς να τον αντιληφθούν οι αντάρτες, ο Ιωάννης Εμμανουήλ (Εγγλέζος) και είχε προσπαθήσει να πάρει μαζί του και τον κουνιάδο του Δημήτριο Μπιμπή, ο οποίος όμως δεν τον ακολούθησε και παρέμεινε εκεί για να είναι κατόπιν ο πρώτος που επελέγη για μελλοθάνατος.
Δύο άλλοι επίσης αντάρτες απελευθέρωσαν τον Γεώργιο Οικονόμου (Τσούφη) που ήταν γνωστός τους και του είπαν να φύγει και φεύγοντας τους υποσχέθηκε πως θα πιάσει από τους καταζητούμενους δύο-τρεις και θα τους φέρει εκεί. έφυγε όμως χωρίς να ξαναγυρίσει πίσω αφού αγνόησε και την υπόσχεση που τους είχε δώσει.

291
Τα άτομα που κράτησαν για ομήρους στην επιλογή που έκαναν ήταν τα παρακάτω εξήντα τέσσερα.
1 Ασπρος Αναστάσιος Δημητρίου 
2 Βαρδάκας Αναστάσιος Χρήστου 
3 Βαρδάκας Δημήτριος Αθανασίου
4 Γεώργας Αθανάσιος Παναγιώτου
5 Δρουγκας Παναγιώτης Αναγνώστου       
6 Εμμανουήλ Αναστάσιος Κωνσταντίνου 
7 Ζαφείρης Αναστάσιος Δημητρίου 
8 Ζέρβας Ανστάσιος Δημητρίου 
9 Ζέρβας Νικόλαος Δημητρίου
10 Καραγιάννης Αθανάσιος Νικολάου
11 Κατσαρός Δημήτριος Γεωργίου
12 Κόλλια Αικατερίνη Σταυρου
13 Κόλλιας Αθανάσιος Ιωάννου
14 Κόλλιας Γεώργιος Κυριάκου
15 Κωστούρος Χρήστος Ιωάννου
16 Κωστούρου Δήμητρα Χρήστου
17 Μακρής Αναστάσιος Αθανασίου
18 Μανώλης Αναστάσιος Εμμανουήλ
19 Μανώλης Δημήτριος Εμμανουήλ
20 Μανώλης Χρήστος Εμμανουήλ
21 Μανώλης Χρήστος Δημητρίου
22 Μάρα Μαγδαληνή Γεωργίου
23 Μάρας Γεώργιος Αναστασίου
24 Μάρας Δημήτριος Γεωργίου
25 Μάρκου Αθανάσιος Δημητρίου
26 Μάρκου Αναστάσιος Ιωάννου
27 Μάρκου Αναστάσιος Δημητρίου
28 Μπέλεση Δήμητρα Δημητρίου
29 Μπέλεσης Κωνσταντίνος Δημητρίου
30 Μπιμπής Δημήτριος Ιωάννου
31 Μπιμπής Ιωάννης Δημητρίου
32 Οικονόμου Αικατερίνη Ιωάννου 
33.Οικονόμου Γεώργιος Γεωργίου  
34.Οικονόμου Γεώργιος Ευαγγέλου 
35.Οικονόμου Δημήτριος Ιωάννου 
36.Οικονόμου Ιωάννης Δημητρίου
 37.Οικονόμου Ιωάννης Σπυρίδωνος      
38.Οικονόμου Ιωάννης Παναγιώτου
39.Οικονόμου Νικόλαος Αναστασίου 
 40.Οικονόμου Παντελής Αναστασίου
41.Πασπσλιάρης Αθανάσιος Δημητρίου  
42.Πασπαλιάρης Γεώργιος Αθανασίου 
43.Πασπαλιάρης Ιωάννης Αθανασίου 
44.Πασπαλιάρης Σταύρος Ιωάννου 
 45.Πίτσας Κωνσταντίνος Αθανασίου 
 46.Σοφός Παναγιώτης Δημητρίου 
47.Σχίζας Δημήτριος Γεωργίου 
 48.Ταμπάκης Δημήτριος Ιωάννου
49.Τζαρίμας Γεώργιος Αναστασίου  
50.Τζαρίμας Παναγιώτης Αναστασίου 
51.Τόσκα Αικατερίνη Γεωργίου 
52.Τόσκα Γκόλφω Γεωργίου
53.Τόσκα Μαρίνα Γεωργίου
54.Τόσκα Μαρίνα Ιωάννου
55.Τόσκας Αναστάσιος Παναγιώτου  
56.Τόσκας Δημήτριος Παναγιώτου 
57.Τόσκας Ιωάννης Χρήστου  
58.Τόσκας Χρήστος Δημητρίου 
59.Τριμπόνιας Αναστάσιος Δημητρίου
60.Τριμπόνιας Δημήτριος Παναγιώτου 
61.Τριμπόνιας Ιωάννης Δημητρίου  
62.Τριμπόνιας Ιωάννης Παναγιώτου  
63.Χρήστου Άννα Γεωργίου  
 64.Χρήστου Χρήστος Αθανασίου





       
       Αφού οι αντάρτες έκαναν την επιλογή αυτών των εξήντα τεσσάρων ομήρων, η πρώτη τους δουλειά ήταν να τους δέσουν τα χέρια πίσω με καλώδια ή σύρματα ή ότι άλλο είχαν στη διάθεση τους πιο πρόχειρο, για να μη μπορεί κανείς από αυτούς να τους διαφύγει.
Αμέσως μετά αφού μερικοί αντάρτες έμειναν εκεί για να φυλάνε τους ομήρους, οι υπόλοιποι βγήκαν από το Σχολείο και επιδόθηκαν στη λεηλασία όλων των σπιτιών του χωριού που δεν είχαν καεί και όλα τα λεηλατηθέντα και αρπαγέντα πράγματα των Χελιωτών, από προίκες κοριτσιών, άλλα είδη ρουχισμού, είδη τροφίμων, λάδια, τυριά, βούτυρα, σιτάρια, δέματα καπνού και ότι άλλα χρήσιμα μπορούσαν να πάρουν και να τα μεταφέρουν, όλα τα φόρτωσαν σε διακόσια περίπου μουλάρια τα οποία  άρπαξαν και αυτά από το χωριό και όλα τα μεταφέρανε λάφυρα στα χωριά τους Λίμνες και Γκέρμττεση, από όπου οι περισσότεροι από αυτούς κατάγονταν.