Χειμερινή τροπή του Ηλίου έχουμε στις 22 Δεκεμβρίου στις 5:55 π.μ. ώρα Ελλάδος. Την ημέρα αυτή
ο Ήλιος εισέρχεται στην Ο μοίρα του αστερισμού του Αιγόκερω, δηλαδή
βρίσκεται επάνω στην γραμμή του Τροπικού του Αιγόκερω και έτσι αρχίζει
αστρονομικά η εποχή του χειμώνα. Ο Ήλιος περνά από το ζενίθ το μεσημέρι στους
τόπους που βρίσκονται επάνω στον Τροπικό του Αιγόκερω. Η μετάπτωση, όμως
του άξονα της Γης έχει αλλάξει το νοτιότερο αυτό σημείο επάνω στην
ουράνια σφαίρα, και τώρα βρίσκεται νοτιοδυτικά του αστέρα μ Τοξότη στον ομώνυμο αστερισμό.
Αλλιώς λέγεται και Χειμερινό Ηλιοστάσιο.
Τι είναι όμως το Ηλιοστάσιο;
Ηλιοστάσιο ονομάζεται η χρονική στιγμή κατά την οποία ο άξονας της Γης εμφανίζεται στραμμένος όσο περισσότερο κοντά (περιήλιο) ή μακριά (αφήλιο) από τον Ήλιο και αυτό συμβαίνει λόγω της ελλειπτικής τροχιά της Γης γύρω από
αυτόν.
Αυτό ισοδυναμεί με τον Ήλιο να βρίσκεται στο βορειότερο ή στο νοτιότερο σημείο του ουρανού που βρίσκεται ποτέ το μεσημέρι, όπως εμφανίζεται σε εμάς επάνω στην επιφάνεια της Γης.
Η λέξη προέρχεται από το «ήλιος» και το «ίστημι»/«στάσις» επειδή κοντά στα ηλιοστάσια (λίγες ημέρες πριν ή μετά) ο Ήλιος φαίνεται να επιβραδύνει την φαινομενική κίνησή του προς τα βόρεια ή προς τα νότια, μέχρι που την ημέρα του ηλιοστασίου αυτή η κίνηση μηδενίζεται και αντιστρέφεται. Εξ ίσου ορθό ετυμολογικώς είναι και το συνώνυμο «ηλιοτρόπιο».
Με την ευρύτερη σημασία, ο όρος ηλιοστάσιο σημαίνει και την ημέρα που παρατηρείται αυτό το φαινόμενο, δύο φορές τον χρόνο, τον Ιούνιο και τον Δεκέμβριο. Τα ηλιοστάσια, όπως και οι Ισημερίες συνδέονται αναπόσπαστα με τις εποχές του έτους. Σε κάποιες χώρες ή γλώσσες, θεωρείται ότι αρχίζουν ή διαχωρίζουν τις εποχές, ενώ σε άλλες θεωρούνται τα κέντρα τους.
Οι δύο ισημερίες (φθινοπωρινή και εαρινή) και οι δυο τροπές του Ηλίου (χειμερινή και θερινή) αποτελούσαν και αποτελούν περιόδους με ιδιαίτερη σημασία, γιατί αντιπροσωπεύουν την πορεία της Φύσεως.
Σχετικά ο ίδιος ο Πυθαγόρας έλεγε:
«Η προς την Φύση λατρεία περιλαμβάνει και τα κατά μέρος αυτής και το πνεύμα αυτής.
Αντίθετα λατρεία προς πρόσωπο χωρίζει αυτό από την Φύση και το μειώνει. Λατρεύουμε, έλεγε, τους Θεούς ως κυρίους των δυνάμεων της Φύσης και όχι ως ατομικά Εγώ αυτής. Τα ατομικά Εγώ της Φύσης τιμούμε μόνον για τα έργα τους».
Οι πύλες των Ηλιοστασίων, στον Ελλαδικό χώρο, σύμφωνα με την ιερή μας γεωγραφία είναι κάθετες στον "Ισημερινό των Δελφών", ο οποίος αντιστοιχεί σε μία γραμμή Νότου – Βορρά, Ταινάρου – Δελφών – Ολύμπου.
Είναι η κατάλληλη στιγμή για να αποδείξουμε, όπως αναφέρει στο βιβλίο του Η ιερή γεωγραφία του Ελληνικού κόσμου ο Jean Richer, ότι αυτή η γραμμή έχει στην πραγματικότητα διπλή σημασία: είναι συγχρόνως πολική και ζωδιακή και αντιστοιχεί με την προβολή του κοσμικού άξονα επάνω στον ζωδιακό χάρτη. Χωρίς να το πει καθαρά, η ελληνίστρια φιλόλογος Marie Delcourt (1891 - 1975, Πανεπιστήμιο Λιέγης), προαισθάνθηκε ότι ο συμβολισμός του ομφαλού περιελάμβανε την μελέτη πολλών επιπέδων. Έγραψε σχετικά:
Το σχήμα όμως αυτό αποκτά σημασία εάν φαντασθούμε έναν άνθρωπο όρθιο στους Δελφούς να παρατηρεί στον ουρανό την κίνηση του ηλίου. Για περισσότερες διευκρινήσεις, δανειζόμαστε τους όρους του René Guènon:
( Ν.101-117): μας το φανερώνει επίσης:
Αλλιώς λέγεται και Χειμερινό Ηλιοστάσιο.
Τι είναι όμως το Ηλιοστάσιο;
Ηλιοστάσιο ονομάζεται η χρονική στιγμή κατά την οποία ο άξονας της Γης εμφανίζεται στραμμένος όσο περισσότερο κοντά (περιήλιο) ή μακριά (αφήλιο) από τον Ήλιο και αυτό συμβαίνει λόγω της ελλειπτικής τροχιά της Γης γύρω από
αυτόν.
Αυτό ισοδυναμεί με τον Ήλιο να βρίσκεται στο βορειότερο ή στο νοτιότερο σημείο του ουρανού που βρίσκεται ποτέ το μεσημέρι, όπως εμφανίζεται σε εμάς επάνω στην επιφάνεια της Γης.
Η λέξη προέρχεται από το «ήλιος» και το «ίστημι»/«στάσις» επειδή κοντά στα ηλιοστάσια (λίγες ημέρες πριν ή μετά) ο Ήλιος φαίνεται να επιβραδύνει την φαινομενική κίνησή του προς τα βόρεια ή προς τα νότια, μέχρι που την ημέρα του ηλιοστασίου αυτή η κίνηση μηδενίζεται και αντιστρέφεται. Εξ ίσου ορθό ετυμολογικώς είναι και το συνώνυμο «ηλιοτρόπιο».
Με την ευρύτερη σημασία, ο όρος ηλιοστάσιο σημαίνει και την ημέρα που παρατηρείται αυτό το φαινόμενο, δύο φορές τον χρόνο, τον Ιούνιο και τον Δεκέμβριο. Τα ηλιοστάσια, όπως και οι Ισημερίες συνδέονται αναπόσπαστα με τις εποχές του έτους. Σε κάποιες χώρες ή γλώσσες, θεωρείται ότι αρχίζουν ή διαχωρίζουν τις εποχές, ενώ σε άλλες θεωρούνται τα κέντρα τους.
Οι δύο ισημερίες (φθινοπωρινή και εαρινή) και οι δυο τροπές του Ηλίου (χειμερινή και θερινή) αποτελούσαν και αποτελούν περιόδους με ιδιαίτερη σημασία, γιατί αντιπροσωπεύουν την πορεία της Φύσεως.
«Τα Ελληνικά μυστήρια γενικά αποκάλυπταν ότι μετά την διαμόρφωση της μητέρας Γης και την σύσταση των μορφών της επιφάνειάς της, δημιουργήθηκε με την συνδρομή των ακτίνων του θείου Ηλίου η ψυχή της, η οποία υπήρξε ο συντελεστής των ζωικών μορφών που εξελίχθηκαν μέχρι της συστάσεως τού ανθρώπου.
Συνεπώς η ψυχή του ανθρώπου έχει μητέρα την Γη και πατέρα τον Ήλιο. Οι ακτίνες του Ηλίου μετέδωσαν στην μητέρα Γη το σπέρμα τής ανθρώπινης μορφής και αφού αυτή το διέθρεψε το εξεδήλωσε ως ανθρώπινο Ον.
Συνεπώς η ψυχή από της συστάσεώς της μέχρι την άφιξή της σε ανθρώπινο οργανισμό ακολούθησε την μεταμόρφωση που ακολούθησε και η μητέρα Γη.
Έτσι η ψυχή μέχρι να διαμορφωθεί σε Ον διανοούμενο και δυνάμενο να εκδηλώσει πλήρη αισθήματα πέρασε τέσσερις καταστάσεις. Συγκεκριμένα στην αρχή πέρασε το στάδιο της καλλιέργειας των Ιδεών οι οποίες έπρεπε να γονιμοποιηθούν, κατόπιν το στάδιο της εκδήλωσης των Ιδεών αυτών, στην συνέχεια το στάδιο της εναρμόνισης των Ιδεών αυτών προς τις αντίστοιχες Ιδέες της θείας Φύσης και τέλος το στάδιο της μεταμόρφωσης των Ιδεών αυτών σε καρπούς που να μπορούν να διατηρήσουν τον τύπο του ανθρωπίνου οργανισμού, οι οποίες σαφώς αντιπροσωπεύουν τις τέσσερις εποχές του χρόνου.»(*)Οι Πυθαγόρειοι τελούσαν τέσσερις εορτές τον χρόνο που γίνονταν κατά τις δυο ισημερίες και κατά τις δυο τροπές του Ηλίου σε εκδήλωση λατρείας προς την Φύση γιατί πίστευαν ότι η προς την Φύση λατρεία είναι η θειοτέρα όλων.
Σχετικά ο ίδιος ο Πυθαγόρας έλεγε:
«Η προς την Φύση λατρεία περιλαμβάνει και τα κατά μέρος αυτής και το πνεύμα αυτής.
Αντίθετα λατρεία προς πρόσωπο χωρίζει αυτό από την Φύση και το μειώνει. Λατρεύουμε, έλεγε, τους Θεούς ως κυρίους των δυνάμεων της Φύσης και όχι ως ατομικά Εγώ αυτής. Τα ατομικά Εγώ της Φύσης τιμούμε μόνον για τα έργα τους».
Οι πύλες των Ηλιοστασίων, στον Ελλαδικό χώρο, σύμφωνα με την ιερή μας γεωγραφία είναι κάθετες στον "Ισημερινό των Δελφών", ο οποίος αντιστοιχεί σε μία γραμμή Νότου – Βορρά, Ταινάρου – Δελφών – Ολύμπου.
Είναι η κατάλληλη στιγμή για να αποδείξουμε, όπως αναφέρει στο βιβλίο του Η ιερή γεωγραφία του Ελληνικού κόσμου ο Jean Richer, ότι αυτή η γραμμή έχει στην πραγματικότητα διπλή σημασία: είναι συγχρόνως πολική και ζωδιακή και αντιστοιχεί με την προβολή του κοσμικού άξονα επάνω στον ζωδιακό χάρτη. Χωρίς να το πει καθαρά, η ελληνίστρια φιλόλογος Marie Delcourt (1891 - 1975, Πανεπιστήμιο Λιέγης), προαισθάνθηκε ότι ο συμβολισμός του ομφαλού περιελάμβανε την μελέτη πολλών επιπέδων. Έγραψε σχετικά:
«Η γενετική ερμηνεία του ομφαλού (των Δελφών) έχει και έναν συμβολισμό που οφείλεται στην θέση που καταλαμβάνει στο σημείο τομής των δύο αξόνων του ανθρώπινου σώματος, μία κάθετη δηλ. και μία οριζόντια διάμεσο που περνούν παραπλεύρως του διαφράγματος.» (1)
Το σχήμα όμως αυτό αποκτά σημασία εάν φαντασθούμε έναν άνθρωπο όρθιο στους Δελφούς να παρατηρεί στον ουρανό την κίνηση του ηλίου. Για περισσότερες διευκρινήσεις, δανειζόμαστε τους όρους του René Guènon:
«Ο κάθετος άξονας που ενώνει τους δύο πόλους έχει προφανώς διεύθυνση από βορρά προς νότο. Με το πέρασμα από τον πολικό συμβολισμό στον ηλιακό, ο άξονας αυτός έπρεπε κατά κάποιο τρόπο να προβληθεί στον ζωδιακό χάρτη με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει μία κάποια αντιστοιχία όσο το δυνατόν ακριβέστερη με τον αρχέγονο άξονα. Επί πλέον, μέσα στον ετήσιο κύκλο, το χειμερινό και το θερινό ηλιοστάσιο είναι τα σημεία που, μέσα στον χώρο, αντιστοιχούν στον βορρά και τον νότο.Έτσι η εαρινή και η φθινοπωρινή ισημερία αντιστοιχούν στην ανατολή και την δύση.Το κοσμικό σπήλαιο που αναφέρεται στην Οδύσσεια
Ο άξονας που συμπληρώνει την υπόθεσή μας, είναι αυτός που ενώνει τα σημεία των δύο ηλιοστασίων και μπορούμε να πούμε ότι ο άξονας του ηλιοστασίου πρόκειται να παίξει τον ρόλο ενός σχετικά κάθετου άξονα σε σχέση με τον άξονα της ισημερίας ...»
( Ν.101-117): μας το φανερώνει επίσης:
« Ένα λιμάνι βρίσκεται του Φόρκυνα στο Θιάκι, του γέρου του θαλασσινού και δυο προβάλλουν κάβοι, απότομοι, στου λιμανιού γυρμένοι εμπρός το έμπα, που όξω κρατούν των δυνατών ανέμων τ’ άγριο κύμα και μέσα τα καμαρωτά καράβια παν και μένουν στ’ αραξοβόλι σαν ερθούν, χωρίς σκοινιά να δέσουν. Έχει κι ελιά στενόφυλλη στου λιμανιού το βάθος και μια κοντά της θαμπερή σπηλιά γεμάτη χάρες, πανάγιος τόπος των Ξωθιών, που τις καλούν Ναϊάδες. Εκεί κροντήρια βρίσκονται και πέτρινα πιθάρια που πάνε μέσα οι μέλισσες και πλάθουν τις κηρήθρες. Κι έχει πετρένιους αργαλειούς, μεγάλους, που οι Νεράϊδες φαίνουν θαλασσογάλανα πανιά, να βλέπεις θάμα. Τρέχουν αστέρευτες πηγές κι έχει η σπηλιά δυο πόρτες, μια προς το μέρος του βοριά, που κατεβαίνει ο κόσμος, και μια άλλη κατά το νοτιά, για τους θεούς, κι ούτ’ άλλος περνά θνητός, μόν’ των θεών ο δρόμος είναι εκείθε».
Υπάρχουν, λοιπόν, δύο αντιτιθέμενες "ζωδιακές πύλες" σύμφωνα με τον άξονα που προαναφέραμε, οι οποίες αντιστοιχούν στα δύο σημεία των ηλιοστασίων και εκ των οποίων η μία χρησιμεύει ως είσοδος και η άλλη ως έξοδος.
Στην πραγματικότητα, η έννοια των δύο αυτών "πυλών των ηλιοστασίων" συναντάται σαφώς στην πλειοψηφία των παραδόσεων, εκτός από την Οδύσσεια, ενώ είναι αξιοσημείωτη η συμβολική της σημασία.
Η πύλη της εισόδου ορίζεται ως η "πύλη των ανθρώπων" αυτών που μυούνται για πρώτη φορά στα "μικρά μυστήρια" ή αυτών που είναι αδαείς, αφού δεν ξεπέρασαν ακόμα την ανθρώπινη υπόστασή τους.
Αντίθετα η πύλη της εξόδου ορίζεται ως η "πύλη των Θεών" δηλαδή η πύλη από την οποία περνούν μονάχα τα άτομα που έχουν περάσει στα υπερατομικά στάδια". (2)
Σχετικά με αυτό το θέμα, αλλά και με πολλά άλλα, οι Πυθαγόρειοι επανεξέτασαν μία αρχαία παράδοση για την οποία γίνεται επίσης λόγος στην Bhagavad Gita
(3 ):