Σε συνέντευξή της στο περιοδικό insidestory , η
καθηγήτρια Ιστορίας Μαρία Ευθυμίου μιλά για τις αλήθειες και τους μύθους
της Επανάστασης του...
Σε συνέντευξή της στο περιοδικό insidestory,
η καθηγήτρια Ιστορίας Μαρία Ευθυμίου μιλά για τις αλήθειες και τους
μύθους της Επανάστασης του 1821 και επισημαίνει 10 πράγματα που θα
έπρεπε οπωσδήποτε να πει σε κάποιον που δεν γνωρίζει απολύτως τίποτα για
την Ελληνική Επανάσταση.
Η
Μαρία Ευθυμίου είναι καθηγήτρια Ιστορίας, ερευνήτρια Ιστορίας και
Αρχαιολογίας, συγγραφέας ιστορικών βιβλίων, επιμελήτρια και συνεργάτης
συλλογικών έργων και αρθρογράφος στην Ελληνική, Γαλλική και Αγγλική
γλώσσα. Η ίδια είναι Βραβευμένη με το βραβείο Εξαίρετης Πανεπιστημονικής
Διδασκαλίας. Στον ελεύθερo της χρόνο δίνει διαλέξεις σε όλη την Ελλάδα,
με δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους να την έχουν παρακολουθήσει. Η Μαρία
Ευθυμίου μιλά για τα διαχρονικά δυνατότερα σημεία του Ελληνισμού τα
4.000 τελευταία χρόνια.
1. Οι Έλληνες δεν ήταν οι πρώτοι που επαναστάτησαν ενάντια στους Οθωμανούς
Η
Ελληνική Επανάσταση, που ξεκίνησε το 1821 και τελείωσε το 1830 με την
αναγνώριση εθνικού ανεξάρτητου κράτους με το όνομα Ελλάς, είναι η
δεύτερη στα Βαλκάνια. Την πρώτη την έκαναν οι Σέρβοι το 1804. Είχαν
αρχηγό τους τον Γεώργιο Πέτροβιτς Καραγκεόργεβιτς, τον Καραγιώργη της
Σερβίας, τον οποίον τιμούμε με δρόμο στην πρωτεύουσά μας επειδή υπήρξε
σημαντική προσωπικότητα που έπαιξε ρόλο και στα ελληνικά πράγματα. Η
σερβική επανάσταση ήταν μακρόσυρτη, ολοκληρώθηκε το 1830, αλλά με
αυτονομία. Δηλαδή προέκυψε ένα αυτόνομο κράτος και όχι ανεξάρτητο, όπως
αργότερα το ελληνικό.
Ο
Καραγιώργης στο κέντρο της Συνέλευσης του Όρασατς στις 14 Φεβρουαρίου
1804, όταν οι Σέρβοι προύχοντες συγκεντρώθηκαν και αποφάσισαν να
ξεκινήσουν εξέγερση εναντίον των διοικητών των γενιτσάρων. Η επανάστασή
τους δεν έμοιαζε πολύ με τη δική μας, διότι αυτών ξεκίνησε ως εξέγερση
και εξελίχθηκε σε επανάσταση. Κατά την έκρηξη, δηλαδή, των γεγονότων,
δεν είχαν εθνικό διακύβευμα στον νου τους, καθώς ξεκίνησαν
διαμαρτυρόμενοι για την αθέτηση προνομίων που τους είχε παραχωρήσει η
Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τελικά η διαμαρτυρία έγινε επανάσταση. Αντίθετα,
η ελληνική ξεκίνησε προετοιμασμένη ως τέτοια. Τέλος η σερβική συνέβη
μέσα στους ναπολεόντειους πολέμους ενώ η ελληνική μετά τους
ναπολεόντειους πολέμους. Έχει σημασία αυτό, μια και το συνολικό σκηνικό
ήταν διαφορετικό στις δύο περιπτώσεις.
2. Η Ελλάδα ήταν το πρώτο ανεξάρτητο εθνικό κράτος στην ανατολική Μεσόγειο
Η
Ελλάδα υπήρξε το πρώτο ανεξάρτητο εθνικό κράτος που δημιουργήθηκε
αποκοπτόμενο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτό ήταν μεγάλη τομή, αν
σκεφθεί κανείς ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία επί αιώνες ήταν νικηφόρα, κι
αν έχανε εδάφη ─που έχανε δύσκολα─ ήταν προς όφελος μιας άλλη χώρας,
που έπαιρνε τις περιοχές. Και τώρα έρχεται ένα τμήμα της –όχι μεγάλο
βέβαια, διότι ήταν μικρά τα σύνορα του πρώτου ελληνικού κράτους– και
γίνεται ανεξάρτητο κράτος. Αυτό το γεγονός επηρέασε τις εξελίξεις διότι
οι υπόλοιποι Βαλκάνιοι θεώρησαν το ελληνικό παράδειγμα πρότυπο για την
δική τους εθνική πορεία κατά το δεύτερο μισό του 19ου και το πρώτο μισό
του 20ού αιώνα.
Ο
19ος αιώνας ονομάζεται «ο αιώνας του εθνισμού», της τάσης των λαών να
αποκοπούν από τις αυτοκρατορίες και να δημιουργήσουν δικά τους
ανεξάρτητα κράτη. Σε αυτό οι Έλληνες είναι μπροστά παγκοσμίως, καθώς
στην ίδια περίπου εποχή, με αρχηγούς άτομα σαν τον Σιμόν Μπολιβάρ
επαναστατικά γεγονότα γίνονται και στη Λατινική Αμερική, ενάντια στους
Ισπανούς, και διαμορφώνονται τα σημερινά εθνικά κράτη στην εκεί περιοχή.
3. Κύρια αιτία της ελληνικής πρωτοπορίας: η παιδεία
Καίριος
λόγος για το γεγονός ότι οι Έλληνες προηγήθηκαν ως προς την εθνική τους
επανάσταση είναι ότι είχαν την πιο διαδεδομένη και σημαντική παιδεία
στα Βαλκάνια, και μία γλώσσα με θαυμαστά χαρακτηριστικά πλούτου και
διάρκειας. Η ελληνική γλώσσα, η κινεζική και η χίντι των Ινδών είναι οι
μοναδικές ζώσες γλώσσες ανάμεσα στις περισσότερες από τις σημερινές
περίπου 6.000 γλώσσες της γης, που την πορεία τους παρακολουθεί κανείς
γραπτά επί σχεδόν 4.000 χρόνια. Υπήρξε δε, και ακόμα είναι, η γλώσσα της
Ορθοδοξίας. Ξεκίνησε ως γλώσσα ολόκληρου του Χριστιανισμού και
παρέμεινε για πολλούς αιώνες η κύρια γλώσσα της Ορθοδοξίας, γι’ αυτό και
οι Ορθόδοξοι, ανεξαρτήτως καταγωγής, λέγονται παγκοσμίως Greek
Orthodox, μια και τα τέσσερα πατριαρχεία της Ανατολής μιλούσαν ελληνικά –
και ακόμα μιλούν, εκτός από αυτό της Αντιοχείας που πρόσφατα υιοθέτησε
τα αραβικά, Το λέω αυτό διότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν θεοκρατική,
σε χώριζε ανάλογα με το θρήσκευμά σου. Εξ αυτού, το γεγονός ότι τα
εκατομμύρια των Χριστιανών Ορθοδόξων των Βαλκανίων, της Μικράς Ασίας και
της Μέσης Ανατολής διοικούνταν από ελληνόφωνα Πατριαρχεία προσέθετε
μεγάλο ειδικό βάρος στη σπουδαία αυτή γλώσσα. Και στην παιδεία της.
Κατά
τον 17ο, 18ο και 19ον αιώνα, οι Έλληνες είχαν τα περισσότερα και
καλύτερα σχολεία από κάθε άλλον Χριστιανικό Ορθόδοξο λαό στη Βαλκανική.
Όχι κρυφά σχολεία, αντίθετα, ολοφάνερα, και δυναμικά. Εξ αυτού είχαν
εγγράμματους, μορφωμένους και λογίους. Πίσω από το επίτευγμα αυτό, κατά
τους ίδιους αιώνες, κρύβεται η επίδοσή τους στο χερσαίο και το θαλασσινό
εμπόριο που τους έφερνε σε επαφή με Δύση και με Ανατολή, ενισχύοντας
την αυτοπεποίθησή τους, την ώρα που έφερνε γνώσεις και εμπειρίες, στον
καιρό του εθνισμού.
4. Επαναστατήσαμε λόγω υπεροχής
Αυτό
που συνήθως λέγεται είναι πως οι Έλληνες ξεκίνησαν το 1821 την
επανάστασή τους απελπισμένοι από τα 400 χρόνια σκλαβιάς. Τούτο φυσικά
ισχύει, αλλά παράλληλα ίσχυαν και άλλες πραγματικότητες. Αυτές
υπογραμμίζει και ο Σπυρίδωνας Τρικούπης, ο πατέρας του Χαριλάου
Τρικούπη, ο οποίος ήταν στέλεχος της Επανάστασης του 1821, λόγιος από το
Μεσολόγγι, που όταν τελείωσε η Επανάσταση συνέγραψε την Ιστορία της.
Στο προοίμιο του πολύτιμου αυτού έργου του ο Τρικούπης, αναφερόμενος στα
αίτια της Επανάστασης, τα τοποθετεί στο γεγονός ότι οι Έλληνες, παρότι
«δεσποζόμενοι», υπερείχαν και προόδευαν, ενώ οι Τούρκοι, παρότι
«δεσπόζοντες» παρέμεναν στάσιμοι. Στο γεγονός δηλαδή ότι οι Έλληνες
είχαν αποκτήσει αυτοπεποίθηση λόγω των επιδόσεών τους στα γράμματα, στο
εμπόριο κ.λπ. και εξ αυτού αισθάνθηκαν ότι ήρθε ή ώρα να κάνουν την
Επανάσταση. Ότι μπορούσαν να κάνουν την Επανάσταση. Και ότι είχαν
πιθανότητες να τα βγάλουν επιτυχώς πέρα.
5. Ο Φιλελληνισμός και η σύνδεση της Επανάστασης με τη Δύση
Ο
Φιλελληνισμός που εκδηλώθηκε κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης
είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο, μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία. Κανένας
λαός δεν θα μπορούσε, σε τέτοια κρίσιμη ώρα, να έχει το προνόμιο που
είχαν οι Έλληνες, οι οποίοι ήσαν γνωστοί χάρη στους προγόνους τους, που
οι λαοί της Ευρώπης από τον 14ο ήδη αιώνα θαύμαζαν και μελετούσαν. Ο
αγώνας των Σέρβων για παράδειγμα, δεν προξένησε τέτοιο κίνημα, γιατί οι
Σέρβοι ήταν σχεδόν άγνωστοι για τους Ευρωπαίους. Αντίθετα, Ευρωπαίοι και
Αμερικανοί, όταν πληροφορήθηκαν τον Αγώνα των Ελλήνων, συγκινήθηκαν
βαθιά νιώθοντας ότι τους αφορούσε, μια και οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούνταν
από τον δυτικό κόσμο η βάση των ιδεών και του πολιτισμού του. Το
γεγονός ότι όσο πιο μορφωμένος –άρα, κατά κανόνα, και κοινωνικά πιο
ισχυρός και πιο ευκατάστατος– τόσο πιο ελληνομαθής, είχε σημασία στα
πράγματα γιατί ισχυρά άτομα στάθηκαν στο πλευρό των Ελλήνων σε πολλές
κοινωνίες της Ευρώπης και της Αμερικής την εποχή αυτή. Αυτό έκανε τη
διαφορά στην Ελληνική Επανάσταση μια και, από ένα σημείο και πέρα,
Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία στάθηκαν υπέρ των Ελλήνων και αποφάσισαν πως θα
δημιουργηθεί ένα ελληνικό κράτος που θα είναι ανεξάρτητο. Κάτι που δεν
έζησαν οι Σέρβοι, με αποτέλεσμα να γίνουν ανεξάρτητοι πολύ αργότερα,
προς το τέλος του 19ου αιώνα, αρχές του 20ού.
Το
πιο θερμό φιλελληνικό κίνημα παρατηρήθηκε στη Γερμανία (κυρίως στη
Βαυαρία), στην Ελβετία, στη Γαλλία, στην Αγγλία, στις ΗΠΑ. Εκείνο της
Αγγλίας ήταν το πιο καίριο γιατί η Αγγλία την εποχή εκείνη ήταν η
ισχυρότερη δύναμη του κόσμου και, επομένως, από αυτήν αναμενόταν να
δοθεί η λύση –όπως και δόθηκε, τελικά– στο ελληνικό θέμα. Και δάνεια.
Και προστασία. Και επαγγελματίες στρατιωτικοί για να διοικήσουν τον
ελληνικό Αγώνα – όπως και έγινε, με απόφαση της Εθνοσυνέλευσης της
Τροιζήνας, με τον Τσερτς και τον Κόχραν(10ος κόμης του Ντάντοναλντ) το
1826 και 1827, που τοποθετήθηκαν αρχηγοί των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων,
της ξηράς και της θάλασσας αντιστοίχως. Δεν είναι εξ άλλου τυχαίο ότι
εκείνος που, μετά το 1823, άλλαξε την αρνητική στάση των Ευρωπαίων
απέναντι στην ελληνική υπόθεση ήταν ο υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας
Τζώρτζ Κάνινγκ, επηρεασμένος από φιλέλληνες Βρετανούς που έπεισαν αυτόν
και την αγγλική κυβέρνηση ότι συνέφερε στην Αγγλία και τη δράση της στην
Ανατολική Μεσόγειο η δημιουργία ενός ελληνικού κρατικού μορφώματος.
Η
αλλαγή στάσης της Αγγλίας συμπαρέσυρε και τη Γαλλία και τη Ρωσία, με το
γνωστό θετικό τελικό αποτέλεσμα για την Ελλάδα, το 1830. Εξ αυτού, δεν
είναι μη εξηγήσιμο το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία –χάρη κυρίως στους
δυτικότροπους λογίους της που οραματίζονταν τη δημιουργία ενός
σύγχρονου κράτους εναρμονισμένου με το πιο προχωρημένο τμήμα της γης, τη
Δυτική Ευρώπη– στράφηκε, κατά την Επανάστασή της, προς την Αγγλία και
τη Δύση, αντί προς τη Ρωσία, με την οποία συνδεόταν επί αιώνες
συναισθηματικά λόγω κοινού θρησκευτικού δόγματος και λόγω του γεγονότος
ότι η μεγάλη αυτή δύναμη του Βορρά συγκρουόταν επί αιώνες με τους
Οθωμανούς.