Σ΄αυτό το ιστολόγιο θα διαβάσετε εκτός των άλλων και την ιστορία του χωριού Αραχναίο που βρίσκεται στο Νομό Αργολίδας.



Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

Αλκυονίδες μέρες: Ο υπέροχος μύθος της Αλκιόνης για τις μέρες καλοκαιρίας στη μέση του Χειμώνα

Αλκυονίδες ημέρες
Αλκυονίδες ημέρες: Από την αρχαία Ελλάδα ακόμα είχε παρατηρηθεί το φαινόμενο των ηλιόλουστων ημερών τον χειμώνα και από εκεί δόθηκε το όνομα.

Αλκυονίδες ημέρες: Ποιες είναι συνήθως οι μέρες

Η ονομασία τους προήλθε από τις αλκυόνες που τις μέρες αυτές γεννούν. Οι «Αλκυονίδες ημέρες» τοποθετούνται στο χρονικό διάστημα από την 15η Δεκεμβρίου έως και την 15η Φεβρουαρίου εκάστου έτους, με μεγαλύτερη συχνότητα το διάστημα 15-31 Δεκεμβρίου και 16-31 Ιανουαρίου.

Ποιος είναι ο μύθος;

Η Αλκυόνη πριν γίνει πουλί ήταν μία πανέμορφη γυναίκα κόρη του Θεού των ανέμων Αίολου και της Ενάρετης.
Η Αλκυόνη ήταν παντρεμένη με τον Κήυκα. Η ένωσή τους ήταν τέλεια κι ένιωθαν τόσο ευτυχισμένοι, ώστε να νομίζουν ότι δεν ήταν κοινοί άνθρωποι. Σιγά σιγά, άρχισαν να πιστεύουν ότι είναι ισάξιοι των Θεών.
Ο Κήυκας θεώρησε τον εαυτό του ισάξιο του Δία και η Αλκυόνη ισάξια της Ήρας.
Τόσο πολύ το πίστεψαν πού άρχισαν να φωνάζουν ο ένας τον άλλο με τα ονόματα Δίας και Ήρα. Η βλασφημία αυτή προκάλεσε τους θεούς.
Όταν το έμαθε ο Δίας θύμωσε τόσο που μια μέρα που ο Κήυκας ήταν με το καράβι του στ’ ανοιχτά έριξε κεραυνό και το κατέστρεψε. Το αποτέλεσμα αβοήθητος Κήυκας ήταν να πέσει στα μανιασμένα κύματα και να πνιγεί.
Αλκυονίδες ημέρες
Όταν έμαθε η Αλκυόνη το γεγονός πήγε με αγωνία στ’ ακρογιάλι μήπως μπορέσει να βρει τον αγαπημένο της. Το μόνο όμως που βρήκε ήταν λίγα σπασμένα ξύλα που είχε ξεβράσει το νερό. Μερόνυχτα θρηνούσε τον χαμό του αγαπημένου της.

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2020

Οι Νύμφες και η Παγίδα του Νερού

Οι Νύμφες κατά την Ελληνική Ιστορία ήταν γυναικείες ιδεατές μορφές θεϊκής καταγωγής, νεαρές στην ηλικία, που ζούσαν μέσα στην άγρια φύση, και τριγύριζαν στα βουνά, συνοδεύοντας την Άρτεμη και παίζοντας μαζί της. Ήταν όλες τους...
Οι Νύμφες και η Παγίδα του Νερού
Οι Νύμφες κατά την Ελληνική Ιστορία ήταν γυναικείες ιδεατές μορφές θεϊκής καταγωγής, νεαρές στην ηλικία, που ζούσαν μέσα στην άγρια φύση, και τριγύριζαν στα βουνά, συνοδεύοντας την Άρτεμη και παίζοντας μαζί της. Ήταν όλες τους πανέμορφες, η Θεά Άρτεμη όμως ξεχώριζε με την θωριά της ανάμεσά τους. Τραγουδούσαν και χόρευαν μαζί με τον Πάνα στα λιβάδια και στις πλαγιές, συνήθως κοντά στις πηγές των οποίων και αποτελούσαν στην πραγματικότητα την αλληγορική εκπροσώπησή τους. Υμνούσαν με τις γλυκές φωνές τους, τους Ολύμπιους Θεούς και ιδιαίτερα τον πατέρα του Πάνα, τον Θεό Ερμή. Μαζί τους χόρευε και η Θεά Αφροδίτη, μαζί με τις Χάριτες, όπως λέγει ο Όμηρος, στο βουνό Ίδα, στην Τροία. Άλλοτε τον χορό τους τον οδηγεί ο ο Θεός Απόλλωνας. Οι Νύμφες κατατάσσονταν γενικά μεταξύ θεών και θνητών, ως ημίθεες. Δεν ήταν αθάνατες, ζούσαν όμως πάρα πολύ και τρέφονταν με αμβροσία.
Συγγένευαν με μεγάλους Θεούς, ενώ ο Ερμής θεωρούταν γιος Νύμφης, της Μαίας. Γενικά, επικρατούσε η αντίληψη πως ήταν κόρες του Δία. Άλλοι, πάλι, τις θεωρούσαν κόρες ποταμών, είτε του μεγαλύτερου ποταμού που υπήρχε, του Ωκεανού, είτε του Αχελώου, είτε κόρες των τοπικών ποταμών ενός τόπου. Έτσι, κάθε περιοχή είχε τα ποτάμια της και καθένα απ’ αυτά είχε τις Νύμφες του, δηλαδή τις πηγές της περιοχής αυτής. Λ.χ. ο ποταμός Πηνειός ήταν ο πατέρας των Νυμφών (των πηγών) της Θεσσαλίας και ο ποταμός Ξάνθος ήταν ο γεννήτορας των Νυμφών αντίστοιχα της Τροίας. Πολύ συχνά εκείνες έδιναν τα ονόματά τους στις κοντινές πόλεις, όπως έγινε με την Νύμφη Σπάρτη, που ήταν κόρη του ποταμού Ευρώτα. Υπήρχαν όμως και κάποιες Νύμφες, οι οποίες λέγονταν Μελίες και είχαν γεννηθεί από τις σταγόνες του αίματος του Ουρανού, κι έπεσαν στην Γη, όταν ο Κρόνος, ο γιος του, του έκοψε τα γεννητικά του όργανα.
Ωστόσο, αν και θεότητες έξω από την πόλη, οι Νύμφες δεν μοιράζονται την αγνότητα της Άρτεμης «οὔτε γάμος οὐδείς ἄνευ Νυμφών συντελεῖται» (σχόλιο στον Πίνδαρο, Πύθια, 4, 106). Εξάλλου, η κρήνη αποτελεί το σημείο συνάντησης αγοριών και κοριτσιών -όταν βγαίνουν από τον κλειστό χώρο του σπιτιού- κι ερωτικών περιπτύξεων. Συχνά ερωτεύονται θνητούς, κυρίως βοσκούς που βόσκουν στις όχθες των ποταμών, τους οποίους απαγάγουν και βιώνουν τον Ερωτα μαζί τους μέσα σε σπηλιές.
Η λέξη νύμφη έχει σχέση στα ελληνικά με την νύψη, αυτή που είναι καλυμμένη με πέπλο, κατά συνέπεια νεαρή κοπέλα σε ηλικία γάμου. Άλλοι μελετητές ανάγουν την λέξη (όπως τη, λατινική nubere και την γερμανική Knospe) σε ρίζα που εκφράζει την ιδέα του φουσκώματος, μια από τις σημασίες της λέξης νύμγη είναι «μπουμπούκι τριαντάφυλλου».
Οι Νύμφες ονομάζονταν και κουροτρόφοι, γιατί είχαν αναλάβει την ανατροφή Ηρώων και Θεών, Δίας, Ποσειδών, Διόνυσος διασώζονται και τρέφονται από τις Νύμφες, ενώ σε αυτές δίνει τον γιο της Αγχίση η Αφροδίτη από τον Αινεία. Παραδίδεται ότι Νύμφες ανέθρεψαν ακόμη την Ήρα και την Περσεφόνη μέσα σε μια σπηλιά, τον Ερμή και τον Πάνα. Εξάλλου, η πρώτη τη τάξη νύμφη, η Άρτεμη, φρόντιζε την ευτοκία των ζώων και τα νεογνά. Στην Φιγάλεια μάλιστα την λάτρευαν με το όνομα Ευρυνόμη· εκεί άνοιγαν το ιερό της μια φορά τον χρόνο, την ημέρα της γιορτής της, όπου υπήρχε και το άγαλμά της, που την παρίστανε μισή γυναίκα και μισή ψάρι.
Αντίστοιχα, οι Ιωνίδες ή Ιωνιάδες νύμφες της Ολυμπίας λατρεύονταν ως θεραπευτικές των ζώων, μία μάλιστα από αυτές έφερε το χαρακτηριστικό όνομα Ίασις, ενώ οι Επιμηλίδες νύμφες ήταν προστάτιδες των προβάτων και των κοπαδιών (μῆλα = πρόβατα).
Οι Νύμφες ανήκουν στον θίασο του Διόνυσου από τότε που τον έσωσαν -είναι δηλαδή Βάκχες και Μαινάδες- αλλά συνδέονται και με τον Απόλλωνα που προσδιορίζεται και με το επίθετο νυμφηγέτης. Εξάλλου, οι πιστοί των Νυμφών, που σε κατάσταση έκστασης παίρνουν τα βουνά και κρύβονται σε απόμακρες σπηλιές, ονομάζονται νυμφόληπτοι και φοιβόληπτοι. Τόσο λοιπόν από την πλευρά του Απόλλωνα όσο, περισσότερο, του Διόνυσου συνδέονται με καταστάσεις έκστασης και μανίας, μέσα από την οποία επιτυγχάνουν τον «γάμο» με τον Θεό που ακολουθούν.
Επίσης, οι Νύμφες μπορεί να είναι ακόλουθες μιας άλλης, ανώτερης στην τάξη Νύμφης όπως είναι η Καλυψώ ή η Κίρκη. Ο Οδυσσέας γνωρίζει και τις δύο, ενώ στο νησί του Ήλιου είχαν δει σε σπηλιά τα καθίσματα και τις πίστες όπου χόρευαν οι Νύμφες. Στην Ιθάκη οι Νύμφες λατρεύονταν με σεβασμό. Κοντά στο λιμάνι του Φόρκυνα υπήρχε ιερό σπήλαιο Νυμφών Ναϊάδων, με τεράστια πέτρινα αργαλειά για να υφαίνουν. Οι ντόπιοι τις τιμούσαν με εκατόμβες, και σε αυτές προσευχήθηκε ο Οδυσσέας όταν έφτασε στο νησί. Κοντά στην πόλη της Ιθάκης υπήρχε κρήνη με βωμό για τις Κρηναίες Νύμφες. Σε αυτές προσευχήθηκε ο Εύμαιος για την επιστροφή του Οδυσσέα και στο δείπνο στην στάνη του ξεχώρισε μια μερίδα για τις Νύμφες και τον Ερμή, τον γιο της Νύμφης Μαίας (ξ 434-438).
Η σχέση τους με την Φύση.
Ήταν πλάσματα του γλυκού νερού και βρίσκονταν στα ποτάμια, στις πηγές και μέσα στα βουνά από τα οποία πήγαζαν ποτάμια. Συνόδευαν πάντα το νερό, τονίζοντας έτσι την μεγάλη του σημασία για την ύπαρξη ζωής. Χωρίς αυτό ούτε βλάστηση, ούτε γονιμότητα υπάρχει. Μέσω λοιπόν της ζωογόνου δύναμης του νερού οι Νύμφες εξαπλώθηκαν στα βουνά και στα δάση και συνδέθηκαν με την βλάστηση. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο θεωρούνται οι κόρες του Ωκεανού και των ποταμών.
Οι Νύμφες είναι τριών ειδών: 1) Ναϊάδες, δηλαδή Νύμφες των ποταμών, των πηγών και των κρηνών, που είναι και οι πιο γνωστές. 2) Ορεστιάδες, που κατοικούσαν στις πηγές των βουνών. 3) Δρυάδες ή Αμαδρυάδες, δηλαδή Νύμφες των μοναχικών δέντρων και των λιβαδιών, που ταυτίζονταν με τις Μελίες. Οι Ναϊάδες κατοικούσαν μέσα σε σπηλιές, που βρίσκονταν κοντά σε νερό ή μέσα σ’ αυτό, κάτω από την επιφάνεια των ποταμών. Μέσα στις σπηλιές τους απολάμβαναν τις χαρές του έρωτα με τον Θεό Ερμή ή τους Σιληνούς. Ζούσαν όσο και οι πηγές, κοντά στις οποίες κατοικούσαν. Όταν στέρευαν εκείνες, οι Ναϊάδες έσβηναν. Το ίδιο συνέβαινε με τις Αμαδρυάδες, που το όνομά τους σημαίνει «δέντρο και γυναίκα ταυτόχρονα». Τα πεύκα, τα έλατα και οι δρύες άρχιζαν να μεγαλώνουν με το που άρχιζε η ζωή μιας Νύμφης. Ήταν δέντρα δυνατά και ζούσαν για πολλά χρόνια, ενώ οι θνητοί απαγορευόταν να τα αγγίξουν με τσεκούρι.
Ο λόγος ήταν ότι θεωρούνταν δέντρα ιερά και τα ιερά άλση που σχημάτιζαν ήταν χώροι αφιερωμένοι στους θεούς. Όταν ερχόταν η ώρα της Νύμφης να πεθάνει, μαραινόταν πρώτα το δέντρο της μέσα στη γη. Κάποτε μια Νύμφη, καθώς χόρευε με τις όμοιές της, χλόμιασε παρατηρώντας τη βελανιδιά της να κουνιέται πέρα δώθε. Άφησε το χορό γεμάτη ανησυχία. Πολύ γρήγορα χάλασε η φλούδα, έπεσαν τα κλαδιά και ταυτόχρονα η ψυχή της Νύμφης πέταξε, αποχαιρετώντας το φως του Ήλιου. Οι Νύμφες, όταν βρέχει, χαίρονται, γιατί τρέφονται τα δέντρα, ή κλαίνε, όταν οι βελανιδιές χάνουν τα φύλλα τους.
«Νύμφες, του μεγαλόκαρδου Ωκεανού κορίτσια,
που στα υγρά περάσματα, κάτω απ’ της γης τα βάθη
την κατοικία έχετε κι όλο στριφογυρνάτε
κρύβοντας τα περάσματα, εσείς αγνές παρθένες,
που χαίρεστε μες στις σπηλιές και είστε η χαρά τους
και στις πηγές ανήκετε, πλανιέστε στον αέρα…» (Ορφ. Ύμν. LI)
τὸ δένδρον ἴσα τῷ θεῷ σέβειν. (Παυσ., Κορινθ., ΙΙ, 2, 7)
Ερωτικές περιπέτειες των Νυμφών.
Για τις Ναϊάδες, υπάρχουν πολλές ιστορίες, που αφορούν τις ερωτικές τους περιπέτειες. Έλεγαν ότι ο Ύλας, σύντροφος του Ηρακλή, πλησίασε σε μια πηγή, για να γεμίσει την υδρία του. Εκεί συνήθιζαν να μαζεύονται οι Νύμφες και χορεύοντας να τραγουδούν ύμνους στην Θεά Άρτεμη. Ο Ύλας είχε φτάσει ακριβώς την ώρα που οι Νύμφες άρχισαν να συγκεντρώνονται και μια απ’ αυτές, η Εφυδάτια, που κατοικούσε μέσα στην πηγή, σήκωσε το κεφάλι της και τον αντίκρισε. Θαμπώθηκε από την θεϊκή του ομορφιά και τον ερωτεύτηκε. Εκείνος, σκυμμένος είχε βουτήξει την υδρία του μέσα στο νερό, χωρίς να υποπτεύεται πως κάποιος τον παρακολουθεί με ερωτική προσοχή. Η Νύμφη άρπαξε την ευκαιρία τον αγκάλιασε απ’ τον λαιμό και τον τράβηξε μαζί της στον βυθό.
Ο Ηρακλής υποψιάστηκε τους Μυσούς για απαγωγή, απαίτησε ομήρους και διέταξε να ψάξουν για τον νεαρό άνδρα. Οι σύντροφοί του έψαξαν να τον βρουν και δεν μπορούσαν να εξηγήσουν την εξαφάνισή του. Σε ανάμνηση του οι κάτοικοι της Κίου (Προύσα) γιόρταζαν ετήσια γιορτή στην οποία αναζητούσαν τον Ύλα με ορειβασία κι έξοδο από τις πόλεις, ἐπὶ τὰς ἳλας, προς τα δάση. Οι ιερείς σε πομπή, φώναζαν το όνομά του. Το επεισόδιο της απαγωγής παριστάνεται σε τοιχογραφία από τα λουτρά του Γυμνασίου της Σαλαμίνας. (ρωμαϊκή περίοδος).
Πολύ γνωστές είναι οι ιστορίες των ερώτων των Νυμφών με βοσκούς, που έβοσκαν τα πρόβατά τους στις όχθες των ποταμών. Οι Νύμφες έφερναν στον κόσμο γιους θνητούς, σοφούς και γενναίους. Εξίσου ονομαστές ήταν οι ιστορίες για τους έρωτες του Θεού Απόλλωνα με Νύμφες και ιδιαίτερα η ιστορία της Δάφνης. Ο Θεός την πολιορκούσε με μεγάλη επιμονή, χωρίς επιτυχία. Μόλις του δόθηκε η κατάλληλη ευκαιρία, άρχισε να την κυνηγάει. Την στιγμή που ήταν έτοιμος να την αρπάξει, η Δάφνη παρακάλεσε απεγνωσμένα την μάνα της, την Γαία, να την βοηθήσει. Τότε άνοιξε η γη και κατάπιε την Δάφνη, ενώ στην θέση της φύτρωσε ένα φυτό που πήρε το όνομά της.
Συνηθισμένοι εραστές των Νυμφών είναι τα πλάσματα της φύσης, ο Παν, οι Σάτυροι, ο Πρίαπος κ.ά. ποτάμιοι Θεοί (Κηφισός) αλλά και Ολύμπιοι Θεοί, όπως ο Δίας, ο Διόνυσος, ο Απόλλων, ο Ερμής, από τους οποίους γεννούν γενναίους γιους, αλλά θνητούς, κυρίως μάντεις (Τειρεσίας, Τήνερος -από τον Απόλλωνα και την νύμφη Μελία), σοφούς (Επιμενίδης), γιατρούς (Ασκληπιός), γενάρχες (Αιακός· στην γενιά των Αιακιδών ανήκουν ονομαστοί ήρωες, όπως ο Πηλέας, ο Τελαμώνας, ο Αχιλλέας, ο Αίαντας, ο Νεοπτόλεμος), όμορφους νέους (Νάρκισσος, μητέρα η νύμφη Λειριόπη), Θεές και Βασιλοπούλες (Πασιφάη, κόρη του Ήλιου και της νύμφης Κρήτη).
Διάσημη επίσης ιστορία αφορά τον έρωτα της Σαλμακίδας για τον Ερμαφρόδιτο. Μια άλλη Νύμφη, η Ωκυρρόη, κόρη ενός ποταμού της Σάμου, επιχείρησε να φύγει με μια βάρκα από το νησί, για να γλιτώσει από τον Ερωτα του Θεού. Μάταια όμως, γιατί ο Απόλλωνας μεταμόρφωσε το βαρκάρη που την μετέφερε σε ψάρι και την βάρκα της σε βράχο.
Οι Νηρηίδες είναι οι Νύμφες των ήρεμων νερών της θάλασσας, οι Ναϊάδες ζουν στα νερά και τις πηγές, ενώ οι Ναϊάδες ενός ποταμού συχνά θεωρούνται κόρες του. Οι Ορεάδες ή Ορεστιάδες ζουν στα βουνά, οι Αλσηίδες στα δάση. Άλλες συνδέονται με ιδιαίτερους τόπους, όπως οι Αμαδρυάδες που γεννιούνται με το δέντρο που προστατεύουν και μοιράζονται την μοίρα του, θεωρείται μάλιστα ότι πεθαίνουν με το δέντρο. Αυτή, για παράδειγμα, είναι η περίπτωση της Νύμφης Σαγαρίτιδας που παίζει ρόλο στην παραλλαγή του μύθου του Άττη που αναφέρει ο Οβίδιος.
Ο Άττης παραβίασε την υπόσχεση που έδωσε στην Κυβέλη να παραμείνει αγνός και ενώθηκε με την Νύμφη Σαγαρίτιδα. Η Θεά προκάλεσε τον θάνατο της Νύμφης ξεριζώνοντας το δέντρο, με την ζωή του οποίου συνδεόταν η δική της ζωή. Ο Άττης παραφρόνησε κι ευνουχίστηκε. Άλλες πάλι φορές οι Αμαδρυάδες παρακαλούν ήρωες να σώσουν το δέντρο τους, ενώ κάποιες φορές τιμωρούν αυτόν που θα κόψει ένα δέντρο αγνοώντας τις παρακλήσεις τους. Αυτή είναι η περίπτωση της νύμφης ή βάκχης Αμβροσίας που της επιτέθηκε ο Λυκούργος με πέλεκυ, όταν εκείνη αρνήθηκε τις ερωτικές προτάσεις του. Η Γη την μεταμόρφωσε σε κλήμα που στραγγάλισε τον Λυκούργο. Το επεισόδιο παριστάνεται σε ψηφιδωτό στην Δήλο (166-100 π.κε.)
Oι Νύμφες ήταν τροφοί πολλών και σημαντικών Θεών και Ηρώων. Ήταν εκείνες που αναλάμβαναν την ανατροφή τους, όταν βρίσκονταν σε πολύ μικρή ηλικία. Τους θήλαζαν κι αποτελούσαν τις αντικαταστάτριες των μανάδων τους. Πρώτα πρώτα, ο ίδιος ο Θεός Δίας ανατράφηκε απ’ αυτές στην Κρήτη. Ακολουθούν οι Θεά Ηρα, η Περσεφόνη, ο Ερμής, ο Πάνας και ο Διόνυσος. Από τότε οι Νύμφες αποτελούν μέλη της Διονυσιακής παρέας, μαζί με τους Σατύρους. Ακόμη, η Θεά Αφροδίτη είχε εμπιστευθεί τον Αινεία, τον γιο της, στις Νύμφες του Τρωικού βουνού Ίδη.
Στις Ναϊάδες απέδιδαν ιδιότητες που έναναν τα νερά μιας πηγής ιαματικά, γι’ αυτό και συχνά πρόσφεραν οι θνητοί θυσίες προς τιμή τους. Οι πιο ονομαστές περιπτώσεις Ναϊάδων με παρόμοιες ικανότητες βρίσκονταν στην Πελοπόννησο και την Σικελία· εκεί, στις θερμές πηγές της Ιμέρας, πήγαινε ο Ηρακλής για ν’ ανανεωθεί η Δύναμή του.
Οι Ναϊάδες είχαν ιατρικές θεραπευτικές ικανότητες, κυρίως λόγω της σχέσης τους με τον Απόλλωνα, καθώς και το χάρισμα να προφητεύουν τα μελλούμενα. Για την ακρίβεια, ήξεραν να ερμηνεύουν την Θέληση της Ανώτερης Θεότητας. Η Ερατώ τις επιθυμίες του Θεού Πάνα ή η Δάφνη αυτές της Θεάς Γαίας. Στο σπήλαιο Σφραγίδιο του βουνού Κιθαιρώνας υπήρχε μαντείο των Νυμφών, ενώ πολλοί θνητοί, προικισμένοι με μαντικές ικανότητες, έλεγαν πως τις ικανότητές τους τις είχαν λάβει από κείνες. Επίσης, ήταν μητέρες πολλών σοφών θνητών, μάντεων και γιατρών, όπως η Χαρικλώ του Τειρεσία, η Φιλύρα του Χείρωνα και η Κορωνίδα, μάνα του Ασκληπιού.
Οι Νύμφες λατρεύονταν σ’ όλη την Ελλάδα, όπου δεν υπήρχαν φυσικά ναοί αφιερωμένοι σ’ αυτές και η λατρεία προς τιμή τους γίνονταν κοντά σε πηγές ή μέσα σε σπηλιές. Ο Οδυσσέας και οι κάτοικοι της Ιθάκης τις τιμούσαν με εκατόμβη, δηλαδή θυσία εκατό βοδιών. Συχνή ήταν και η ύπαρξη των βωμών τους μέσα σε ιερά άλλων Θεών. Όμως οι Νύμφες δεν είχαν δράση πάντοτε ευεργετική για τους θνητούς κι υπήρχαν φορές που προκαλούσαν μεγάλο κακό. Αν, για παράδειγμα, τύχαινε να δει κανείς μια Νύμφη την ώρα που έκανε το λουτρό της μέσα στην πηγή, έχανε τα λογικά του. Ήταν, όμως, ούτως ή άλλως ικανές να προκαλέσουν σύγχυση του νου στους θνητούς και να τους κάνουν τρελούς. Οι άνθρωποι που καταλαμβάνονταν από έκσταση κι ενθουσιασμό, έφευγαν από τα σπίτια τους και πήγαιναν στα βουνά, όπου κρύβονταν μέσα σε σπηλιές.
Οι απαρχές του συμβολισμού του δέντρου και η σύνδεσή του με τελετουργίες εντοπίζονται στο μεταβατικό στάδιο από την οικονομία του κυνηγιού στην οικονομία της γεωργίας, την περίοδο δηλαδή της συλλεκτικής οικονομίας και της τροφοσυλλογής από τα δέντρα και τα άγρια φυτά, οπότε η ανάπτυξη του δέντρου και η ωρίμανση των καρπών του συσχετίζεται με τις εναλλαγές των εποχών, και ταυτίζεται τελικά με το σύνολο της Φύσης και τον κύκλο της ζωής -γι’ αυτό και αργότερα το Ιερό Δέντρο πλαισιώνεται από κοσμογονικά σύμβολα (ήλιος, σελήνη) και τυποποιείται εικαστικά. Το μοτίβο του δέντρου εμφανίστηκε νωρίς στη Μινωική κεραμική και σε χρυσά σφραγιστικά δαχτυλίδια, άλλοτε ίσως για να τονίσουν τον αγροτικό χαρακτήρα της κοινωνίας των Μινωιτών (καμαραϊκά αγγεία), άλλοτε με τον ιδιαίτερο συμβολισμό του κύκλου της ζωής (μικρογλυφία).
Η Μεγάλη Θεά, της οποίας η ταύτιση με την Φύση υποβάλλεται στην Κρητομυκηναϊκή τέχνη με ποικίλους τρόπους, εμφανίζεται κάτω από το δέντρο να δέχεται προσφορές υποδεικνύοντας σκηνές υπαίθριας λατρείας, ή λατρευτής φέρνει σφάγιο στο Ιερό Δέντρο, μπροστά από το οποίο έχει τοποθετηθεί κινητός τραπεζιόσχημος βωμός· άλλοτε πάλι το δέντρο, στημένο σε βωμό, μεταφέρεται με πλοίο, ή πλαισιώνεται από δύο αντωπά ζώα. Η επίκληση της Θεότητας γίνεται με το άγγιγμα ή το σείσιμο των κλαδιών του δέντρου.
Η λατρεία της Φύσης διατηρήθηκε, ακόμη κι όταν η Μεγάλη Μητέρα Θεά παραγκωνίσθηκε από τον πολυθεϊσμό της Μυκηναϊκής εποχής που παγιώθηκε αργότερα στο Ολυμπιακό δωδεκάθεο. Στην ανεικονική τέχνη των Σκοτεινών Αιώνων επιβιώνει το μοτίβο του δέντρου, όπως και στον εικονογραφικό ρυθμό που ακολουθεί από το τέλος του 8ου αι. π.κ.ε. κατά την ανατολίζουσα περίοδο αλλά και στο Ολυμπιακό δωδεκάθεο με τον Θεό «δενδρίτη» και τον Διόνυσο, την Αθηνά και το Ιερό της δέντρο, την Ελιά. Ακόμη και στην Κρήτη, σε στατήρα από την Γόρτυνα του 4ου αι. π.κ.ε. (Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο), η Ευρώπη, κόρη του Φοίνικα (άλλη από την Ωκεανίδα Ευρώπη), εικονίζεται καθισμένη πάνω σε δέντρο κι όχι πάνω σε ταύρο.
Οι μύθοι παραδίδουν ότι η Ευρώπη λατρεύτηκε με το όνομα Ελλωτίς ή Ελλωτία και στα Ελλώτια, γιορτή χαράς για την ανάσταση της Φύσης, έπλεκαν στεφάνια γύρω από τους μηρούς του αγάλματός της. Η σημασία του δέντρου διατηρήθηκε και σε μαντεία, όπως στην Δωδώνη με την δρυ ή στους Δελφούς και στα Δίδυμα της Μιλήτου με την δάφνη του Απόλλωνα, που εκφράζουν ένα παλαιότατο λατρευτικό στάδιο, του οποίου παρέμειναν φορείς.
Το συμπέρασμα ότι οι Νύμφες είναι συνυφασμένες με τον κύκλο της ζωής, δηλαδή και με την ζωή και με τον θάνατο, έρχονται να το στηρίξουν και άλλες παραστάσεις στα έργα των τεχνών που τις δείχνουν να διαφυλάττουν την ζωή βρεφών που κινδυνεύουν αλλά και να παρευρίσκονται σε τελετουργικά θανάτου.
Οι Νύμφες έχουν επιζήσει στην παράδοση μέχρι σήμερα· είναι οι γνωστές νεράιδες, που ζουν στα βουνά, στις νεραϊδοσπηλιές και τις νεραϊδόβρυσες. Θεωρείται πάντοτε επικίνδυνο να τις συναντήσει κανείς, αφού υπάρχουν ακόμη οι ιστορίες για τους «νεραϊδοπαρμένους», όπως ήταν ο Ύλας στην αρχαιότητα. Μόνο οι «αλαφροΐσκιωτοι» δηλαδή οι ψυχικοί, μπορούν να τις αντιλαμβάνονται και να τις βλέπουν να χορεύουν.
Οι Νύμφες λατρεύονταν ως στοιχεία των πηγών και των ποταμών, δηλαδή γενικότερα του νερού. Η σημασία του νερού ως δύναμη ζωής και γονιμότητας είναι μεγάλη και ζωτική σε μια μεσογειακή χώρα, όπως είναι η Ελλάδα. Το νερό είναι πηγή ζωής. Βοηθά την ανάπτυξη και αναζωογονεί κάθε ζωντανό οργανισμό. Οι Νύμφες είναι πνεύματα της βλάστησης και του Θεικού Ερωτα, γι’ αυτό συμβολίσουν γενικότερα την οργιαστική δύναμη της Φύσης. Οπως το νερό τρέφει τα πάντα, έτσι και οι Νύμφες είναι τροφοί των φυτών, των ζώων και των ανθρώπων.
Νύμφες και Θάνατος
Κάτω: Σε αναθηματικό ανάγλυφο του 310 π.κ.ε. τρεις Νύμφες με τον Θεούς Ερμή και  Πάν στέκονται στην είσοδο σπηλιάς, ενώ δεξιά ο αναθέτης Αγαθήμερος τείνει τον κάνθαρο σε ένα νέο οινοχόο για να γεμίσει κρασί βουνό. Πρόκειται για σκηνή θανάτου αλλά κι επιβεβαίωση ότι η ζωή μετά θάνατον είναι ένα διαρκές συμπόσιο -ο κάνθαρος υπαινίσσεται την παρουσία και τον ρόλο του Διόνυσου, την υπόσχεση για μια μετά θάνατον ζωή που είναι ένα διαρκές συμπόσιο.

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020

Παλαμήδης: ο από μηχανής θεός του Τρωικού πολέμου

"Για τα παθήματα του Παλαμήδη δεν έχεις ακούσει; Γιατί γι’ αυτόν όλοι συνέθεσαν ύμνους, ότι χάθηκε, επειδή φθονήθηκε από τον Οδυσσέα για τη σοφία του."
(Ξενοφώντος Απομνημονεύματα)

 Ο Παλαμήδης ήταν γιος του Ναύπλιου και της Κλυμένης ή της Ησιόνης ή της Φιλύρας, αδελφός του Οίακα και του Ναυσιδέμοντα. Ξεχώριζε για τη σοφία του και την επινοητικότητά του. Θεωρείται επίσης εφευρέτης της ναυτιλίας, των φάρων των μέτρων και των σταθμών, των νομισμάτων, την αλφαβητική γραφή καθώς και της διαίρεσης του χρόνου σε ώρες, ημέρες και μήνες, αλλά και παιχνιδιών (επιτραπέζιων και στρατηγημάτων)...


Το κάστρο του Παλαμηδίου στο Ναύπλιο πήρε το όνομά του.
Τα παιχνίδια αυτά ονομάζονται και του  Παλαμήδους ή αθύρματα ή πεσσοί ή πεττοί. Υπήρξε ιατρός, αστρονόμος και άριστος εποποιός, αλλά όπως μας πληροφορεί το λεξικό Σουίδα και η αρχαία παράδοση, τα έπη του εξαφανίστηκαν από τους απογόνους του Αγαμέμνονος δια βασκανίαν δηλ. από ζηλοφθονία. Επινόησε τις φρυκτωρίες, τον άβακα και τα νομίσματα και την υποδιαίρεση του χρόνου.
Οι σοφιστές τον θεωρούσαν υπόδειγμα τους και είχαν εκμεταλλευτεί όλα όσα διηγούνταν γι΄αυτόν.
Παντού εμφανίζεται ως ένας από τους σοφότερους Έλληνες, γι΄αυτό και υπάρχουν χαρακτηριστικές παροιμιώδεις εκφράσεις, όπως "Παλαμήδους εξ εύρημα" , "Παλαμήδους σοφότερος" και "Παλαμήδους βούλευμα".
Οι εφευρέσεις του αυτές τον έχουν κατατάξει μεταξύ των πρώτων ευρετών όπως ονομάστηκαν μυθικά αλλά και ιστορικά πρόσωπα, θεοί και ήρωες, στους οποίους αποδόθηκαν διάφορες εφευρέσεις, όπως ο Απόλλων, ο Ήφαιστος, ο Ερμής, η Εργάνη Αθηνά, ο Λίνος, ο Δαίδαλος, ο Προμηθεύς, ο Φορωνεύς κ. ά.
Όταν ο Παλαμήδης έφτασε στο στάδιο της εφηβείας, τον έστειλε ο πατέρας του στον Κένταυρο Χείρωνα, τον σοφό παιδαγωγό του Πηλίου, κοντά στον οποίο μαθήτευαν όλες οι γενιές των ηρώων, που το όνομα τους έμεινε αθάνατο. Το γεγονός ότι περιλαμβάνεται στον κατάλογο των διάσημων μαθητών του Χείρωνα, δείχνει ότι ο ήρωας είχε καταξιωθεί ως ισότιμος με τους πιο γνωστούς ήρωες της ελληνικής μυθολογίας.
Κοντά στον Χείρωνα ο Παλαμήδης διδάχτηκε την τέχνη του πολέμου μαζί με τον Αχιλλέα, τον Νέστορα, τον Οδυσσέα τον Διομήδη, τον Αντίλοχο τον Αινεία, τον Πάτροκλο, τον Πρωτεσίλαο κ.α. Διδάχθηκε την ιατρική, με συντροφιά τους γιους του Ασκληπιού, Μαχάονα και Ποδαλείριο. Εκτός από την χειρουργική διδάχτηκαν την χρήση των βοτάνων του βουνού, για να καταπραΰνουν τους πόνους και να γιατρεύουν τις πληγές.
Επίσης ο Χείρων τους δίδαξε ακόμη την αστρονομία, τη μουσική, τη μαντική και κυνηγετική τέχνη. Μιλούσαν με θαυμασμό γι’ αυτόν και γρήγορα η φήμη του ως «πεπαιδευμένου και λογίου σοφού», εφευρετικού νου και ετοιμοπόλεμου, πέρασε τα σύνορα της Ναυπλίας.
Στο έργο «Ηρωϊκός» ο Φιλόστρατος για τον Παλαμήδη λέει τα εξής:
"Ήταν αυτοδίδακτος και, όταν πήγε στον Χείρωνα, ήταν ήδη σοφός και γνώριζε περισσότερα από εκείνον. Πριν από τον Παλαμήδη δεν υπήρχαν οι έννοιες εποχή, ούτε κύκλος του μήνα, στον χρόνο δεν είχε δοθεί η ονομασία του έτους, δεν υπήρχαν νομίσματα, ούτε μέτρα, ούτε σταθμά, ούτε αρίθμηση, αλλά και κανένας έρωτας για τη σοφία επειδή δεν υπήρχαν ακόμη τα γράμματα. ..."
Για την ετυμολογία του ονόματος «Παλαμήδης» υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Μερικοί υποστηρίζουν πως προέρχεται από το Πάλη (άμμος) + μήδος (επινόηση) = αυτός που επινοεί στην άμμο (γράφει δηλαδή πάνω στην άμμο).
Άλλοι πάλι λένε πως προέρχεται από το ρήμα παλαμάομαι = σχεδιάζω επιδέξια, μηχανεύομαι κατά τρόπο αριστοτεχνικό, επιχειρώ με επιτηδειότητα, εξυφαίνω και εφευρίσκω, δηλαδή ο «εφευρέτης, που μηχανεύεται σχέδια».Μια άλλη πάλι εκδοχή μας λέει πως προέρχεται από παλάμη + μήδομαι, αυτός που με τα έργα της χειρός του προσφέρει ευφυΐα, τέχνη, επινόημα. Αυτός συνδυάζει την πρακτική (παλάμη) με την πνευματική (μήδης) σοφία.
Τέλος  μπορεί να προέρχεται από το ρήμα «παλαίω» παλεύω και το «μήδομαι» σκέφτομαι, συμβουλεύω, δηλαδή «αυτός που σκέφτεται τη μάχη και δίνει συμβουλές γι´αυτήν».
 Ο Παλαμήδης συμμετείχε στον Τρωικό πόλεμο όμως ο Όμηρος δεν αναφέρει καθόλου τον Παλαμήδη στα δύο έπη του. Τον συναντούμε για πρώτη φορά στα Κύπρια (αναφέρονται σε περιστατικά και ήρωες πριν από την τρωική εκστρατεία και στα εννέα πρώτα χρόνια του τρωικού πολέμου), απ΄όπου παρέλαβαν την ιστορία του και τη διαμόρφωσαν ποικιλοτρόπως οι τραγικοί Αισχύλος και Ευριπίδης, όπως φαίνεται από μερικά αποσπάσματα που έχουν σωθεί του Ναυπλίου και του Υγίνου.
Ο Ι.Κακριδής εξηγεί την σιωπή του Ομήρου από το γεγονός ότι τα ομηρικά έπη αρχίζουν με τον τελευταίο χρόνο του πολέμου. Ο Όμηρος δεν ήθελε, προφανώς να μειώσει την φήμη του Οδυσσέα.
Ο Ξενοφών μαρτυρεί ότι ο Παλαμήδης τιμήθηκε, μαζί με άλλους ήρωες, από τους
θεούς και στην Απολογία Σωκράτους ρητά λέγει ότι του είναι παρήγορη η συνάντηση με τον Παλαμήδη τον οποίον εξ υμνούν περισσότερο από τον Οδυσσέα που τον θανάτωσαν άδικα.
Όταν τα πλοία με τα αχαϊκά στρατεύματα αναχωρούσαν για την Τροία, οι αρχηγοί της στήριξαν τις περισσότερες ελπίδες τους για νικηφόρα έκβαση της επιχείρησης στην σύνεση και ιδιοφυΐα του Παλαμήδη. Με την αποβίβαση των Αχαιών στα Τρωικά παράλια και από τις πρώτες εχθροπραξίες, ο εφευρετικός νους, η οργανωτική και στρατηγική μεγαλοφυΐα του Παλαμήδη, κυριάρχησαν, επισκιάζοντας τους άλλους ηγέτες. Φροντίζει για το στόλο, για τα οχυρωματικά του έργα, επιθεωρεί τις φρουρές.
Πρώτη του φροντίδα ήταν η κατασκευή ενός ισχυρού αμυντικού τείχους, που θα αναχαίτιζε τις επιθέσεις των Τρώων και θα εμπόδισε την πρόσβασή τους προς το μέρος που είχαν αγκυροβολήσει τα αχαϊκά πλοία.
Με τις διάφορες εφευρέσεις του, απαυγάσματα της «εντέχνου σοφίας» του, πρόσφερε παραμυθία, ψυχαγωγία και ειρηνική απασχόληση στους πολεμιστές, όταν δεν βρίσκονταν στα πεδία των μαχών, απομακρύνοντας τα δυσάρεστα επακόλουθα των επιδημιών που ενέσκηπταν στο στρατόπεδο και της απραξίας: Έριδες, κρούσματα απειθαρχίας, κρίσεις νοσταλγίας της πατρικής γης. 
Ο Παλαμήδης ήταν «ο από μηχανής θεός», η προσωποποίηση της ευρηματικότητας με μοναδική ικανότητα να δίνει την ιδανικότερη λύση και στην πιο δύσκολη κατάσταση, τόσο στο πεδίο της μάχης όσο και εκτός του πολέμου.
Κάθε φορά που οι Αχαιοί συναντούσαν κάποιο δύσκολο εμπόδιο που τους έφερνε σε αδιέξοδο και άλλοτε σε απόγνωση, προσέτρεχαν στον Παλαμήδη. Και αυτός απλούστευε και το πιο δύσκολο πρόβλημα με τον δικό του ιδιοφυή τρόπο που άλλος δεν μπορούσε. Είτε με την επινόηση μιας νέας εφευρέσεως, γέννημα της ιδιοφυΐας του, που είχε χαρακτηριστικό της την σφραγίδα της τελειότητας. Είτε με τις ιατρικές του γνώσεις αντιμετώπισε αποτελεσματικά μια θανατηφόρα επιδημία λοιμού που μάστιζε την γύρω περιοχή και απειλούσε με αφανισμό τον αχαϊκό στρατό.

Με την επινόηση των φρυκτωριών εγκατέστησε ένα πρωτοποριακό για την εποχή του δίκτυο επικοινωνίας με τις Μυκήνες και αναδείχθηκε ο πρόδρομος των τηλεπικοινωνιών. άλλοτε πάλι αποθανάτιζε τις ηρωικές πράξεις που ζούσε σε έπη με συντροφιά τον μαθητή του Κόριννο, ή σκυμμένος στους άβακες, στοχαζόταν και σχεδίαζε γράμματα, αριθμούς, πεσσούς, για να κάνει καλύτερη την ζωή των ανθρώπων.
Παραμελούσε τελείως τον εαυτό του, και το μόνο που τον απασχολούσε, κυρίως στις παραμονές των μαχών, ήταν ο σχεδιασμός της, ώστε να έχει αίσια έκβαση και η σωτηρία των ανδρών. Ο Αχιλλεύς επιζητούσε να τον έχει κοντά του στις μάχες και στις εκστρατείες κατά των νησιών και των παραθαλασσίων πόλεων και χαιρόταν όταν πολεμούσαν ο ένας πλάι στον άλλον. Ανάμεσα στον Παλαμήδη και τον πιο γενναίο ήρωα του Τρωικού πολέμου είχε αναπτυχθεί μια στενή φιλική σχέση και συνεργασία.
Λέγεται πως ο Παλαμήδης πολεμούσε με γενναιότητα και σύνεση, ενώ ο Αχιλλέας ήταν ασυγκράτητος και η υπερβολική ορμή του τον οδηγούσε σε αταξία. Γι’ αυτό χαιρόταν όταν πολεμούσε μαζί του ο Παλαμήδης, διότι συγκρατούσε την ορμητικότητα του και του υποδείκνυε πως πρέπει να πολεμά.
Ο Φιλόστρατος και ο Α. Σταγειρίτης, μας δίνουν μια περιγραφή του Παλαμήδη, όπως την αφηγήθηκε ο πρώτος νεκρός του Τρωικού πολέμου,  Πρωτεσίλαος:
«Το ύψος του ήταν σχεδόν σαν του μεγάλου Αίαντα και η ομορφιά του εφάμιλλη με του Αχιλλέα, του Αντιλόχου, του Πρωτεσίλαου, – όπως λέει ο ίδιος- και του Τρωαδίτη Εύφορβου.

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

Ο λιθοβολισμός του βουλευτή Λυκίδη επειδή διανοήθηκε να παραδώσει γη και ύδωρ στον Ξέρξη



Μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, της 28.9.480 π.Χρ., κατ’ εντολήν του Ξέρξη, ο αρχιστράτηγος των περσικών δυνάμεων εισβολής στην κατεχόμενη Ελλάδα, Μαρδόνιος, έστειλε διαδοχικά δύο ειδικούς απεσταλμένους, τον γιο του Αμύντα τον Αλέξανδρο και τον Ελλησπόντιο Μουρυχίδη, με δελεαστικές προτάσεις για συνθηκολόγηση, στους Αθηναίους.

Εκείνοι, ηγούμενοι της αντίστασης κατά των Μήδων, με επικεφαλής τον Θεμιστοκλή, κι επιλέγοντας τα «ξύλινα τείχη», βρισκόντουσαν πρόσφυγες στη Σαλαμίνα καθώς τη γη τους κατέλαβαν και πυρπόλησαν οι κατακτητές
  Την 1η πρόταση Μαρδονίου την απέρριψαν με το γνωστό έκτοτε «όσο ο ήλιος θ’ ακολουθεί τον ίδιο δρόμο που και σήμερα πορεύεται, αποκλείεται να κάνουμε συνθήκες με τον Ξέρξη». (η λαχτάρα της λευτεριάς μας παρακινεί να τον αντιμετωπίσουμε [τον κατακτητή] μ’ όση δύναμη έχουμε- Ηροδότου VIII-143).

Ο Μαρδόνιος πρότεινε να τους δώσει πίσω όλη τη γη τους κι επιπρόσθετα όποια άλλα εδάφη ήθελαν για να ορίζουν. Στις «Αποκαταστάσεις» πρότεινε να τους ξανακτίσει τους ναούς που είχαν καταστρέψει τα στρατεύματά του και στην πτυχή της «Διακυβέρνησης» τούς πρότεινε αναγνώριση της αυτονομίας τους, με μόνο αντάλλαγμα να συνθηκολογήσουν με τον Ξέρξη και να συνομολογήσουν συμμαχία μαζί του.Όπως μήνυσαν και στους Λακεδαιμονίους οι Αθηναίοι, «μολονότι ξέρουμε καλά πως θα 'χουμε μεγαλύτερο κέρδος αν κάνουμε συνθήκες με τον Πέρση παρά αν τον πολεμάμε.


ΤΟ ΦΡΟΝΗΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΡΥΣΤΑΛΛΙΝΟ ΝΑ ΜΗΝ ΠΡΟΔΩΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ».


Μετά την πρώτη απόρριψη των προτάσεών του, ο Μαρδόνιος τις ξανάστειλε με τον Μουρυχίδη στη Σαλαμίνα, στην εξ εξορία Βουλή των 500. Τότε ένας βουλευτής, ονόματι Λυκίδης, -γράφει ο Ηρόδοτος- πρότεινε να δεχτούν τις προτάσεις και να τις πάνε για έγκριση στην εν εξορία Εκκλησία του Δήμου. Κι ο Ηρόδοτος συνεχίζει: «Οι Αθηναίοι όμως αγανάκτησαν κι αμέσως, όσοι έβγαιναν από τη Βουλή κι όσοι ήρθαν απ’ έξω μόλις το 'μαθαν, έβαλαν στη μέση τον Λυκίδη και τον σκότωσαν με λιθοβολισμό («περιστάντες Λυκίδην κατέλευσαν βάλλοντες»).


Έμαθαν κι οι γυναίκες των Αθηναίων το τι τρέχει και ξεσηκώνοντας η μια την άλλη βάδιζαν στο σπίτι του Λυκίδη και σκότωσαν με λιθοβολισμό τη γυναίκα του και καταλιθοβόλησαν και τα παιδιά του».

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

Ο Πόλεμος της Ελληνικής Γλώσσας

Τι είναι το γλωσσικό ζήτημα; Οι Έλληνες οι καλλίτεροι, οι πιο ζουμεροί, οι πιο ζωντανοί, είναι όλοι τους δημοτικιστές, ή είναι έτοιμοι να δεχτούνε τη δημοτική. Τι πάει να πει αυτό; Μήπως το ζήτημα το...
Ο Πόλεμος της Ελληνικής Γλώσσας
Τι είναι το γλωσσικό ζήτημα;
Οι Έλληνες οι καλλίτεροι, οι πιο ζουμεροί, οι πιο ζωντανοί, είναι όλοι τους δημοτικιστές, ή είναι έτοιμοι να δεχτούνε τη δημοτική. Τι πάει να πει αυτό; Μήπως το ζήτημα το γλωσσικό δεν είναι μόνο γλωσσικό; Με το να πληθαίνουν κάθε ώρα οι δημοτικιστές, μήπως σημαίνει, πως σιγά-σιγά αλλάζει το μυαλό των Ελλήνων, κι αρχίζει και νοιώθει πράματα που δεν τα ένοιωθε πριν;
Τι γίνεται; Οι Έλληνες μέρα με την ημέρα γίνονται πραγματικώτεροι, πιο σύμφωνοι με τον εαυτό τους, τον αληθινό, τον τωρινό. Ξεπετιούνται και ξελευτερώνουνται από μερικές βαρειές σκλαβιές, από σιδερένιες φορεσιές που τους κάθισε ο φιλελληνισμός των ξένων, η αρχαιομανία των γραμματισμένων, κι ο βυζαντινισμός των Φαναριωτών λαϊκών και παπάδων.
Οι Φιλέλληνες και οι γραμματισμένοι μας είπαν πως είμαστε Περικλήδες, Θεμιστοκλήδες, Σωκράτηδες, Αριστοτέληδες και Σοφοκλήδες. Μας μασκάρεψαν με κράνη και περικεφαλαίες, με δόρατα, σάνταλα, χιτώνες, θώρακες -όλα χάρτινα και ξύλινα, χρυσωμένα με χρυσόχαρτα κολλημένα. Από την άλλη μεριά, η παράδοση κ’ οι Φαναριώτες, ενεργούσαν. Αυτοί πάλι έλεγαν: «Θα πάρουμε την Πόλη», «ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς κ’ η κόκκινη, μηλιά», «η Αγιά Σοφιά», το βυζαντινό κράτος -η Μεγάλη Ιδέα.
Οι Φιλέλληνες κ’ οι γραμματισμένοι Ρωμιοί έπλασαν και την αντίληψη της μικρής Ελλάδας, εκείνην που έχουν οι Ελλαδικοί σήμερα, τοποθέτησαν την τωρινή Ελλάδα επάνω στην κλασική Ελλάδα, και είπαν: «Τα σύνορά της θα είναι και σύνορά σας, για να είναι η εικόνα σας πανομοιότυπη». Η βυζαντινή παράδοση πάλι, έφτειασε τη φαντασία μιας πολύ μεγάλης Ελλάδας, με κέντρο την Πόλη, ξαναδημιούργησε κι ανάστησε τη βυζαντινή αυτοκρατορία στα κεφάλια των Ελλήνων.
Όλ’ αυτά πέφτουνε τώρα, γκρεμίζουνται. Με την ελεεινότητα του Ελληνικού κράτους, που μας έκανε κορόιδο, χάσαμε την πίστη μας σ’ αυτά που μας έλεγαν οι Φιλέλληνες, οι Γραμματισμένοι και οι Φαναριώτες, και μαζί χάσαμε σκεδόν και την πίστη στον εαυτό μας, στη δύναμη της φυλής μας. Αυτό το τελευταίο είναι κακό μεγάλο, μα είναι η φυσική αντίδραση. Πρέπει να περάσει. Και τώρα καθένας αγάλι αγάλι ξυπνά και λέει:
«Όσα μας είπαν είναι λοιπόν ψευτιές, θέλουμε μεις αλήθεια. Οι Φιλέλληνες, οι Δασκαλογραμματισμένοι, και οι Φαναριώτες είπανε ψέματα στους γονιούς μας, και επειδή είταν απλοϊκοί άνθρωποι, τους επίστεψαν. Μα εμείς πια δε θέλουμε να γελιούμαστε. Πού είναι η αλήθεια; Δεν ήμαστε Περικλήδες, Σοφοκλήδες και Σωκράτηδες, κάτω οι χάρτινες περικεφαλαίες και τα ξύλινα δόρατα. Αυτά είναι ψευτιές. Δε θα πάρουμε την Πόλη. Πέθανε ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς. Μεις είμαστε μικροί, ανάξιοι, τιποτένιοι.
Έλα, ας πιάσουμε να δούμε τι έχουμε και δεν έχουμε. Η αρχαία γλώσσα δεν υπάρχει, είναι ψέμα. Το σκολειό που μας μαθαίνει πως υπάρχει, λέει ψέματα. Έπειτα το σχολειό όλο θεωρίες μας διδάσκει, ενώ μεις θέλουμε πραγματικότητες, θετικά, πραχτικά πράματα. Να κάνουμε πρέπει σκολειά πραχτικά, εμπορικά, επαγγελματικά, που δε θα μας μαθαίνουν άχρηστες γνώσες. Ούτε καιρό γι’ αυτές έχουμε ούτε όρεξη. Ο κόπος μας ας πάει αλλού. Γλώσσα θα μεταχειριζόμαστε αυτή που έχουμε και μιλούμε. Αυτή μας σώνει, άλλη δε χρειαζόμαστε. Ό,τι κι αν θέλουμε να πούμε, μ’ αυτή θα το λέμε. Όποιος λέει πως μας χρειάζεται άλλη γλώσσα, καλλίτερη, λέει ψέματα. Το κράτος δε θα προκόψει με τα σκολειά και ταρχαία γράμματα. Με το να λέμε και να ξαναλέμε πως ο Περικλής είταν παπούλης μας, και πως είτανε μεγάλος άνθρωπος, δεν πάει να πει πως κ’ εμείς είμαστε ή γινήκαμε μεγάλοι. Το κράτος θέλει στρατό και στόλο.
Τάλλα όλα είναι κουρουφέξαλα. Ναι, η Μεγάλη Ιδέα είναι φαντασία, και γι’ αυτό έπεσε στην υπόληψή μας, αλλά βέβαια μένει η πραγματικότητα ότι πολλά ελληνικά χώματα είναι σκλαβωμένα στον Τούρκο και πρέπει να ξεσκλαβωθούν και να ενωθούν με τη μικρή Ελλάδα. Γιατί ούτε η κλασική Ελλάδα με τα κλασικά της σύνορα (που τα φύλαγε, σαν κέρβερος, ο στενόμυαλος Δημοστένης), είναι κανένα πρότυπο για τη σημερινή Ελλάδα, ούτε πάλε η απέραντη βυζαντινή αυτοκρατορία, με τα αναρίθμητα έθνη της, μπορεί να γίνει παράδειγμα για μια τωρινήν Ελλάδα.
Η δική μας η τωρινή Ελλάδα θέλει σύνορα εκεί που τελειώνει η Ελληνική φυλή. Για να φτειαστεί η Ελλάδα αυτή, χρειάζεται να δουλέψουμε.
Η ελευτεριά δεν πέφτει από τον ουρανό σαν το μ ά ν α. Τι, περιμένουμε; Από τ ώ ρ α πρέπει ναρχίσουμε να δουλεύουμε, δούλοι κ’ ελεύτεροι, για να ενωθεί η φυλή μας σ’ έ ν α κράτος. Μα και οι νόμοι και τα συστήματα, που μας φόρτωσαν εμάς τους Ελλαδίτες, οι πρώτοι και κατοπινοί μας νομοθέτες -νομοθέτες θεότυφλο- είναι στραβά κι ανάποδα. Σύντριψαν την αυτοδιοίκηση, που ύπαρχε χιλιάδες χρόνια, και μας έντυσαν με ρούχα που δε μας έρχονται. Για, ας ανοίξουμε τα μάτια μας να δούμε. Όταν ήρθαν και μας πλάκωσαν οι βαυαρέζικοι κι άλλοι νόμοι, τι είχαμε; Είχαμε, κοινότητες και τοπική αυτοδιοίκηση. Ας δοκιμάσουμε, τώρα που ανοίξαμε τα μάτια μας, να ξαναφτειάσουμε κείνο, που έτσι αστόχαστα κλωτσοπατήσαμε τότε. Ας αφήσουμε να ξαναφυτρώσουν μονάχες τους οι κοινότητες.»
Κ’ έτσι και σ’ όλα τάλλα. Η γλωσσική αλλαγή φέρνει κι άλλα κρυφά κουσούρια -χρυσά κι ατίμητα κουσούρια- σ’ όποιον την παθαίνει. Η δημοτική γλώσσα είναι μιαν αρρώστια -χρυσή και αξιαγάπητη αρρώστια που δεν έρχεται μονάχη, παρά φέρνει μαζί της χίλια μύρια καλά, σέρνει σωρούς κι αρμαθιές τις ιδέες, τις αντίληψες, τα φώτα, τις σκέψες, τα αισθήματα- καινούρια, δροσερά, ανοιξιάτικα, και τι όμορφα! Τέτοια είναι, που μόνο να τα συγκρίνεις με τους σωρούς και τους μεγαλόπρεπους όγκους της αρχαιοπρέπειας των περασμένων γενεών, αμέσως διαγνώνεις πως τούτα είναι ψ ό φ ι α, ενώ τα σημερινά είναι ζ ω ν τ α ν ά. Και αν θέλει ρώτημα, τι είναι καλλίτερο απ’ τα δυο, η ζωή γιά η ν έ κ ρ α, ας βρεθεί κανείς να πει πως καλλίτερα έχει τη νέκρα, την αρχαιόπρεπη, κι ας έρθει εδώ μπροστά μου να το μολογήσει, να τον ονομάσω ευτύς κ’ ήσυχα-ήσυχα «Ψ ο φ ί μ ι! ».
Να πώς το γλωσσικό ζήτημα δεν είναι ξερά ξερά γλωσσικό ζήτημα, παρά είναι κοινωνικό ζήτημα. Πιστεύω πως οι άνθρωποι που θα πρωτοστατήσουν στο έθνος μας, σε τούτης τη γενιά -δηλαδή στη γενιά που φύτρωσε ύστερα από το 97- θα είναι όλοι ή δημοτικιστές δηλωμένοι, ή έτοιμοι για να δεχτούν τη ζωντανή, τη δημοτική γλώσσα.
@Ίων Δραγούμης / Δημοσιεύτηκε στον αριθ. 274 (16 του Δεκέβρη 1907) του «Νουμά», με υπογραφή: ΙΔΑΣ και με ημερομηνία 26 του Νοέμβρη 1907.
ellhniki glossa-1Ο Γλωσσικός Πόλεμος
Το ελληνικό γλωσσικό ζήτημα είναι ένα θέμα πιθανόν «λελυμένο» τουλάχιστον νομοθετικά, λένε, για την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Μέχρι νεωτέρας φυσικά. Ωστόσο ως μέσο ιδεολογικής και κοινωνικής επιβολής ταλαιπώρησε και δίχασε την ελληνική κοινωνία επί σειρά αιώνων και είναι λογικό για ένα κράτος που ήταν και είναι υπό κατοχή. Ο κάθε νέος Αφέντης  αποφασίζει για την γλώσσα που θα ομιλούν οι υποτακτικοί του, αυτά που θα του επιτρέπει να γνωρίζει και υπό ποιά οπτική.
Μου κάνει εντύπωση που σήμερα το γλωσσικό ζήτημα, (μεταξύ πολλών ακόμη σοβαρών θεμάτων) είναι ένα θέμα άγνωστο στον Έλληνα!!! Είναι άγνωστος ο πόλεμος για την γλώσσα που ομιλεί και γράφει, δηλαδή, την γλώσσα που επικοινωνεί. Όμως ένας τεράστιος γλωσσικός πόλεμος βρίσκεται σε εξέλιξη, ναι, ακόμη και σήμερα που είναι το θέμα φαινομενικά «λελυμένο νομοθετικά» και η σχεδόν καθολική, επιβολή της ανορθογραφίας και των γκρικλς ως κάτι «φυσιολογικό» κι αποδεχτό γίνεται από εξαίρεση, ο κανόνας. Θα μου πεις πάντοτε οι μάζες (οι Κοινοί, οι Μαλλιαροί) ήταν κι αμόρφωτοι, κι αναλφάβητοι, κι ανορθόγραφοι, κι ασύντακτοι, αλλά σήμερα, στην τεχνική εποχή, αυτό θα έπρεπε να έχει εκλείψει, ειδικά αφού οι περισσότεροι -αν όχι όλοι- δραστηριοποιούνται ολημερίς σε κάποιο κοινωνικό μαντρί και η γραφή είναι απαραίτητη για να εκφραστούν και να επικοινωνήσουν.
Αλλά θα μου ξαναπείς ότι και οι μαϊμούδες επικοινωνούν και δεν χρειάζονται ούτε γλώσσα ούτε ορθογραφία, και θα σου απαντήσω, ότι, υπάρχει αυτό το κάτι που μας διαφοροποιεί από τις μαϊμούδες κι αυτό είναι η γλώσσα μας, οι λέξεις της με την  ετυμολογία τους, η ορθογραφία τους, το συντακτικό της και ο ορθός τρόπος χρήσης της.
Η Γνώση είναι άμμεσα συνδεδεμένη με την γλώσσα της. Αυτά που σου επιτρέπουν να γνωρίζεις, ο τρόπος που σου επιτρέπουν να εκφράζεσαι είναι προκαθορισμένο από τον Αφέντη (κατόπιν οι Μυστικές Εταιρίες, στοές και λαγούμια θα στην επιβάλλουν) κι όποιος καθορίζει την γλώσσα σου καθορίζει και τις σκέψεις σου και τα συναισθήματα σου και το περιβάλλον σου και πάει λέγοντας. Κοντολογίς Η ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΖΩΗ ΣΟΥ. Την ποιότητα της, το πώς θα ζήσεις, το αν θα είσαι ασθενής ή υγιής, από ποια ασθένεια θα νοσήσεις, πως θα αντιλαμβάνεσαι τις τέχνες, τις επιστήμες, τα υψηλά νοήματα, τις αφηρημένες κι αμφίσημες έννοιες, το πώς θα τις επεξεργάζεσαι, η ικανότητα σου στην ΔΙΑΚΡΙΣΗ, η διαφοροποίηση, η ταυτοποίηση και η ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΟΛΟΦΑΝΕΡΟΥ, τα οικονομικά και ο πλούτος σου … και χιλιάδες άλλα, εξαρτώνται αποκλειστικά και ΜΟΝΟΝ, από την γλώσσα που ομιλείς.
Το γλωσσικό θέμα έχει μια πολύ σοβαρή φυσική και μεταφυσική προέκταση, μα δεν θα το αναλύσω εδωνά, χωρίς πρώτα να γνωρίζεις τι είναι και πως εξελίσσεται ο Ελληνικός Γλωσσικός πόλεμος. Αν σε ενδιαφέρει η ζωή και η υγεία σου, η επιβίωση σου, η τύχη σου κι ο πλούτος σου, η κληρονομιά σου και τα δυναμικά σου, το γλωσσικό είναι το θέμα που απαιτεί πρωτίστως και καθολικά την προσοχή σου. Σήμερα μιλάμε αγγλικά και γερμανικά με ελληνικές λέξεις, και από άποψη γραμματικής και από άποψη συντακτικού, το μόνο που λείπει είναι να γράφουμε με λατινικούς χαρακτήρες!!
Εδώ απλώς ίσα -ίσα που σκαλίζουμε λίγο την επιφάνεια, ενός τόσο σημαντικού ζητήματος, όπως το γλωσσικό, αν δε προστεθούν τα κομμουνιστικά, μασωνικά και δόλια συμφέροντα κάθε είδους κομμάτων κι αποκομμάτων, με πολιτική, θρησκευτική ή οικονομική ροπή και την δική του ατζέντα, που είχαν να κάνουν με την διαστρέβλωση, τον εξοβελισμό και την αποσάθρωση της Ελληνικής γλώσσας, χρειάζονται πολλές σελίδες ανάλυσης. Είναι όμως ένα πολύ σημαντικό θέμα που απαιτεί την προσοχή σου και την εις βάθος μελέτη.
Σκέψου μονάχα ετούτο: Η αρχαία Ελληνική γλώσσα, που ήταν αρχαία για τους αρχαίους και δεν γνώριζαν τότε την καταγωγή της, είναι η γλώσσα που δημιουργεί σύμπαντα και εξυψώνει τον άνθρωπο από μιμιδίζουσα μαϊμού, σε Μετάνθρωπο. Σιγά μην την άφηναν ανεξέλεκτη. Και σιγά μην άφηναν το Ελληνικό DNA να ομιλεί την πατρογονική του γλώσσα. Εχει γούστο, αν μη τι άλλο, το να γνωρίζουμε τα καραγκιοζιλίκια ένθεν κι ένθεν των παπαρολογοειδικών (γνωστών κέντρων και λαγουμιών) κόντρα στην αγνή καθαρή ψυχή όσων πάλεψαν για την ελληνική γλώσσα.
Αττική Διάλεκτος
Η Αττική διάλεκτος είναι η πιο γνωστή από τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους. Γεννήθηκε στην Αθήνα όπου λέγοταν τότε όλη η Αττική και ήταν ταυτόσημες έννοιες. Από τις αρχαίες διαλέκτους είναι η πιο όμοια με τα μετέπειτα ελληνικά και είναι η τυποποιημένη μορφή της γλώσσας που μελετάται στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών. Η πιο παλαιά καταγραμμένη ελληνική λογοτεχνία, των «Ομηρικών Επών» χρονολογείται στον 7ο ή 8ο αιώνα π.κ.ε. και δεν γράφτηκε στην αττική διάλεκτο, αλλά σε παλαιά Ιωνική και Αιολική, αλλά η γραπτή μορφή της επηρεάζεται από την Αττική διάλεκτο. Η Αθήνα και η διάλεκτός της παρέμειναν σχετικά άγνωστες  έως ότου οδήγησαν οι αλλαγές του πολιτεύματός της στην δημοκρατία το 594 π.κ.ε την έναρξη της κλασσικής περιόδου και την άνοδο της αθηναϊκής επιρροής.
Τα πρώτα εκτενή έργα της λογοτεχνίας σε αττικό επίπεδο είναι τα έργα των δραματουργών Αισχύλου, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Αριστοφάνη και Μενάνδρου τον 5ο αιώνα π.κ.ε. Τα κείμενα του Αθηναίου Πλάτωνα χρονολογούνται επίσης από εκείνον τον αξιοπρόσεκτο ιερό αιώνα της φιλοσοφίας. Οι στρατιωτικοί άθλοι των Αθηναίων οδήγησαν λόγιους που τους μελέτησαν παγκοσμίως και θαύμασαν την ιστορία της γλώσσας αυτής, στην οποία είναι γραμμένα τα έργα του Θουκυδίδη και του Ξενοφώντα. Ελαφρώς λιγότερο γνωστοί επειδή είναι πιο τεχνικοί και νομικοί είναι οι λόγοι των ρητόρων όπως του Αντιφώντα, του Δημοσθένους, του Λυσία, του Ισοκράτη και πολλών άλλων. Ο αττικιστής Έλληνας φιλόσοφος Αριστοτέλης (384-322 π.κ.ε.) ως μαθητής του Πλάτωνα, χρονολογείται από την περίοδο στην οποία η κλασσική αττική αντεξελίσσεται στην κοινή Ελληνιστική.
Τι είναι η γλωσσική διμορφία;
Ενας Γλωσσικός Εμφύλιος
Το γλωσσικό ζήτημα είναι ένα θέμα πιθανόν λελυμένο –τουλάχιστον νομοθετικά- για την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Μέχρι νεωτέρας φυσικά. Ωστόσο ως μέσο ιδεολογικής και κοινωνικής επιβολής ταλαιπώρησε την ελληνική κοινωνία επί σειρά αιώνων. Μου κάνει εντύπωση που σήμερα το γλωσσικό ζήτημα, να παρακολουθήσουμε την εξέλιξή του από την ελληνιστική περίοδο μέχρι την οριστική επίλυσή του και τέλος να δούμε ποιες υπήρξαν οι συνέπειές του στις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, την πολιτική ζωή και την εκπαίδευση του νεοελληνικού κράτους.
Η γλώσσα δεν είναι η ίδια σε όλες τις περιστάσεις και για όλους τους ανθρώπους. Εμφανίζει ποικιλότητα, δηλαδή διαφοροποίηση, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε ατόμου (ιδιόλεκτος, διάλεκτος, κοινωνιόλεκτος), με την περίσταση χρήσης της (επίπεδο ύφους) και ανάλογα με το επίπεδο γνώσης της ως δεύτερης/ξένης (διαγλώσσα). Οι επαγγελματίες ομιλητές ήδη από μικρή ηλικία και ουσιαστικά καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους, μαθαίνουν και χρησιμοποιούν διαφορετικές γλωσσικές ποικιλίες ανάλογα με το περικείμενο στο οποίο βρίσκονται, δηλαδή τις δραστηριότητες, τα πρόσωπα, τις συνθήκες, τους ρόλους κλπ. που εντοπίζονται σε κάθε περίσταση. Με άλλα λόγια, οι ομιλητές εξοικειώνονται και τελικά χρησιμοποιούν διαφορετικά επίπεδα ύφους, καθένα από τα οποία συνήθως συνδέεται με ένα συγκεκριμένο κειμενικό είδος.
Με τον όρο γλωσσικό ζήτημα εννοείται ο γλωσσικός διχασμός, σε γραπτό λόγο (λόγιο) και καθομιλούμενη γλώσσα (δημώδη), ο οποίος ως αποτέλεσμα της διασποράς των δυτικών ιδεολογιών στην ελληνική κοινωνία, την σημάδευσε επί σειρά ετών. Το μόνο πράγμα το οποίο άλλαζε κατά τήν διάρκεια τής ιστορίας 20 αιώνων τού γλωσσικού ζητήματος ήταν η ένταση και τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα της εκάστοτε εποχής.
Στα ελληνικά έχουν προταθεί και διάφοροι άλλοι όροι γι’ αυτή την κατάσταση (μεταξύ των οποίων διγλωσσία, κοινωνική διμορφία, διπλογλωσσία, τεχνητή διγλωσσία, εσωτερική διγλωσσία, ιστορική διγλωσσία κλπ.) η οποία συνδέεται με το λεγόμενο γλωσσικό ζήτημα – την διάκριση καθαρεύουσας και δημοτικής. Η κοινωνική διγλωσσία είναι μια σχετικά σταθερή γλωσσική κατάσταση η οποία έχει τρία κύρια χαρακτηριστικά:
1. Δύο διαφορετικές ποικιλίες της ίδιας γλώσσας χρησιμοποιούνται σε μία γλωσσική κοινότητα, μία από τις οποίες θεωρείται «Υψηλή» ποικιλία (Υ) και η άλλη «Χαμηλή» ποικιλία (Χ). Δηλαδή, εκτός από τις βασικές διαλέκτους της γλώσσας, υπάρχει μια ιδιαίτερα διαφοροποιημένη, τυποποιημένη (και συνήθως γραμματικά πιο περίπλοκη) ποικιλία (Υ), η οποία είναι φορέας μιας μεγάλης και σεβαστής γραπτής φιλολογικής παράδοσης και έχει μεγάλο κύρος. Η ποικιλία αυτή μπορεί να προέρχεται από προηγούμενη φάση της ίδιας γλώσσας ή από άλλη συγγενή γλωσσική κοινότητα.
2. Η κάθε ποικιλία χρησιμοποιείται σε διαφορετικές περιστάσεις έτσι ώστε η Υ και η Χ συμπληρώνουν η μία την άλλη αλλά δεν είναι συμβατές σε καμία περίπτωση. Για παράδειγμα, η Υ διδάσκεται συστηματικά στην επίσημη εκπαίδευση και χρησιμοποιείται στις περισσότερες γραπτές ή επίσημες προφορικές χρήσεις (τα δημόσια έγγραφα, τις εφημερίδες, την τηλεόραση, την λογοτεχνία, τους πολιτικούς λόγους, την θρησκεία κλπ.). Αντίθετα, η Χ μονοπωλεί σχεδόν τις ανεπίσημες περιστάσεις επικοινωνίας (συζήτηση, καθημερινές συναλλαγές). Η χρήση της Υ εκεί που αναμένεται Χ, αλλά και το αντίστροφο, μοιάζει παράδοξη, προκαλεί γέλιο και μπορεί να στιγματίσει τον/την ομιλητή/τρια.
3. Κανένα κομμάτι του πληθυσμού δεν χρησιμοποιεί την Υ στην αυθόρμητη καθημερινή επικοινωνία, εφόσον δεν αποτελεί μητρική γλώσσα κανενός. Ως μητρική γλώσσα αναγνωρίζεται η Χ.
Η Γλώσσα στην Αρχαία Ελλάδα
Αυτή η διμορφία (όρος ο οποίος δυστυχώς δεν επικράτησε) μπορεί εύκολα να εντοπιστεί διάσπαρτη (αν κι όχι με αυτή την ονομασία) στην αρχαία Ελληνική γραμματεία. Προσωκρατικοί συγγραφείς όπως ο Φερεκύδης, ο Παρμενίδης και ο Ξενοφάνης επέλεγαν όχι τον πεζό λόγο (καταλογάδην συγγραφή) αλλά την ποιητική γλώσσα ως παλαιότερη και πιο σεβαστή. Παρόμοιες αναφορές μπορούμε να βρούμε και στον Αριστοτέλη («τιμιώτατον μὲν γὰρ τὸ πρεσβύτατον, ὅρκος δὲ τὸ τιμιώτατόν ἐστιν»).
Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η «Τέχνη Γραμματκή» τού Διονυσίου τού Θρᾳκός (η πρώτη Ελληνική και Ευρωπαϊκή γραμματική), στην οποία ανέλυε την παλαιότερη λογοτεχνική γλώσσα τών ποιητών. Προς τούτοις, ο Θουκυδίδης επέλεγε να γράφει σε γλώσσα πιο αυστηρά (βλέπε τα τρίτα πρόσωμα των προσωπικών αντωνυμιών σφεῖς, σφῶν κτλ αντί των τότε εν χρήσει αττικών αὐτοί αὐτῶν, οὗτοι τούτων ή ἐκείνοι ἐκείνων), τις παλαιές μεταβολές του διπλού σσ σε σρ, διότι τα πρό αυτού χρόνια το ρρ το έλεγαν ττ. Βλ. ακόμη τους εκλιπόντες τύπους δοτικής -οισι από του Ε΄ αιώνος σε -οις (ἀνθρώποισι – ἀνθρώποις) κτλ. Όμως ο «δημοτικιστής» της εποχής Ἀριστοφάνης στους Βατράχους γράφει ακόμη «τοῖς μὲν γὰρ παιδαρίοισίν ἐστι» και άλλα πάμπολλα παραδείγματα. Μάλιστα εκεί κατηγορείται τον Αἰσχύλο ότι γράφει τις παραστάσεις του σε γλώσσα ακατανόητη στον απλό λαό (Βάτραχοι, στίχος 926).
Ακόμη φαίνεται ότι υπήρχε σαφεστάτη διαφορά μεταξύ του γραπτού και του προφορικού λόγου, όπως για παράδειγμα η γλώσσα των ποιητών οι οποίοι ανεμίγνυαν στοιχεία πεπαλαιωμένα (χορό στην Δωρική διάλεκτο των τραγικών, η οποία ήταν η «καθαρεύουσα»). Έγραφαν διαλέγοντες ένα κράμα από Δωρικά Αιολικά/Ιωνικά και επικά στοιχεία, γλώσσα η οποία θεωρητικά είναι αδύνατον να μιλήθηκε ποτε.
Περίπου τον 1ο αιώνα μ.κ.ε. οι αττικιστές, με ρομαντική πάντως διάθεση, προσπάθησαν να μεταρρυθμίσουν την γλώσσα, όχι στο πώς χρησιμοποιείται αλλά στο πώς πρέπει να χρησιμοποιείται βάσει τής Αττικής διαλεκτου τού 5ου π.κ.ε. αι. Τότε και άρχεται επισήμως το περίφημο γλωσσικό ζήτημα, όταν δηλαδή αυτή η διάκριση του ύφους απευθύνεται ως οδηγία στις μεγάλες μάζες τών ανθρώπων. Αυτό είχε ως ακόλουθο την ταχεία εξάπλωση του διαχωρισμού τής λογίας από την δημώδη γλώσσα.
Mετά τις κατακτήσεις του Μακεδόνα Αλεξάνδρου, το κράτος των Μακεδόνων βασιλέων του υιοθετεί την αττική διάλεκτο για τις διοικητικές, εμπορικές και διπλωματικές του ανάγκες. Η αττική διάλεκτος διαμορφώνεται σταδιακά σε νέα μορφή ελληνικής γλώσσας, την Ελληνιστική ή Κοινή, η οποία θα καθορίσει αργότερα την Βυζαντινή και την νέα Ελληνική γλώσσα. Οι πολιτικές, θεσμικές και κοινωνικές αλλαγές, η επικράτηση της νέας θρησκείας, είναι οι κύριες αιτίες θεμελίωσης και επικράτησης της Κοινής, που έχει υποστεί αλλοιώσεις τόσο στην φωνητική όσο και στην μορφολογία, την σύνταξη και το λεξιλόγιο. Οι Αλεξανδρινοί γραμματικοί επινοούν τους τόνους και, πιστεύοντας ότι με την χρήση της αττικής θα συνεχιζόταν η παράδοση στη συγγραφή έργων, διδάσκουν τον αττικισμό, με αποτέλεσμα την στροφή των λογίων σε ένα τεχνητό γραπτό ιδίωμα, και την αρχή ενός πολέμου των ακραίων αρχαιστών και των ακραίων δημοτικιστών, ή όπως τους ονόμαζαν οι πρώτοι «χυδαίων».
Για την γραπτή και προφορική μετάδοση της διδασκαλίας του χριστιανισμού χρησιμοποιείται αρχικά η Κοινή. Η Παλαιά Διαθήκη μεταφράζεται σε αυτήν και η Καινή Διαθήκη γράφεται σχεδόν εξ ολοκλήρου αρχικά σε αυτή την γλώσσα, αλλά αργότερα οι Τρεις Ιεράρχες χρησιμοποιούν τον αττικισμό στον επίσημο εκκλησιαστικό λόγο για λόγους συμφιλίωσης και εξοικείωσης με την ελληνική παιδεία. Στην συνέχεια, κατά του βυζαντινούς χρόνους, η διγλωσσία, μεταξύ γραπτής-ομιλούμενης, αττικής –κοινής συνετέλεσε στην χωριστή τους εξέλιξη. Ο γραπτός λόγος οδηγείται σε μια προοδευτική συντακτική στρυφνότητα, ενώ ο προφορικός απλοποιείται φωνητικά και μορφοσυντακτικά λαμβάνων τεράστιο αριθμό λατινικών αρχικά λέξεων και στην συνέχεια σλαβικών και τουρκικών. Συγχρόνως εισάγονται νέες λέξεις δάνειες, τόσο αρχαίες όσο και από άλλους λαούς, εξαιτίας του εκχριστιανισμού τους.
Η Ελληνική Γλώσσα στο Βυζάντιο.
Η Ελληνική γλώσσα εκείνη την εποχή μπορεί να διακριθεί σε τρείς υποπεριόδους. Την Πρώιμη Βυζαντινή (6ος-12ος αι.), την όψιμη (12ος-15ος αι.) και την μεταβυζαντινή (15ος-19ος αι.). Αυτές οι περίοδοι είναι πολύ σημαντικές καθώς σε αυτές μπορούμε να εντοπίσουμε σχεδόν όλες τις φάσεις τού γλωσσικού ζητήματος. Κατά την πρώτη (συγκεκριμένα τον 12ο αιώνα στα λεγόμενα «Πτωχοπροδρομικά» τού Θεοδώρου Προδρόμου) πρωτοεμφανίζονται λογοτεχνικά κείμενα στην δημώδη γλώσσα και κατά την δεύτερη, βαθμηδόν, εξαπλώνεται η χρήση αυτής στον γραπτό λόγο (αναμεμειγμένη με την λογία) και δημιουργούνται οι περισσότερες μετέπειτα εμφανιζόμενες διαλεκτικές μορφές τής γλώσσας (βλ. τα «ἱπποτικά μυθιστορήματα»).
Αυτή η διεργασία συντελείται μετά την πτώση τής Πόλεως στις 29 Μαΐου τού 1453 υπό τών Οθωμανών, λόγω τής απουσίας ενός συντεταγμένου κράτους το οποίο να λειτουργεί συνδετικώς για τους κατοίκους απομακρυσμένων περιοχών. Δήλον λοιπόν ότι ελλείψει κράτους και Παιδείας και υπό ξένης κατοχής θα εισήγετο και πληθύς ξένων λέξεων. Παραδείγματα αποτελούν η Κρήτη και η Κύπρος, οι οποίες και συνδυάζουν τα τοπικά διαλεκτικά στοιχεία με ξένες λέξεις υπό την επίδραση τής παλαιάς λογιας γλώσσας.
Παρόμοιες εξελίξεις φαίνεται ότι προσεπάθησε να εμποδίσει λίγους αιώνες πριν ένα νέο κύμα αττικισμού τον δεύτερο μισό τού 10ου αιώνος, όταν και μετηγράφησαν, θρησκευτικά κυρίως, κείμενα, ενώ στα χρόνια τής Άννας τής Κομνηνής η γλώσσα υπέστη περαιτέρω κάθαρση και στην συντακτική της δομή με πιο εκλεπτυσμένες και παρωχημένες συντάξεις. Οι τρείς κύριες αντιμαχόμενες ομάδες κατά τα χρόνια τού Βυζαντίου ήταν οι υποστηρικτές τής γλώσσας τής υμνογραφίας και καθόλου τής χριστιανικής λατρείας (βασισμένη στην Κοινή τού Ευαγγελίου), οι αττικιστές και οι υπέρ τής ομιλουμένης τής τελευταίας τών ανωτέρω περιόδων.
Τα Ελληνικά στην Τουρκοκρατία
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας εξαιτίας τής περαιτέρω και παντελούς απόσχισης περιοχών τού πρώην βυζαντινού κράτους, των διαφόρων κατακτητών σε περιοχές του και της απομόνωσης περιοχών του, παρατηρείται και η τελική διαμόρφωση τής ιδιωματικής δημοτικής επηρεασμένη τα μέγιστα, κυρίως λεξιλογικώς, από την Τουρκική γλώσσα και την Ιταλική, που εξασθενούν με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Χαρακτηριστική είναι η τάση των Ελλήνων να συνδεθούν ψυχικά με την αρχαιότητα καθώς δίνουν αρχαία ονόματα στα παιδιά τους και στα καράβια τους. Η αρχαιολατρεία αυτή είναι συνέπεια της αναγεννητικής ορμής τού έθνους που αφυπνίζεται και ζητά να στηριχτεί στην κλασσική κληρονομιά του. Εδώ αξίζει να αναφερθεί και η «κακήν κακώς» απόσυρση μιας μεταφράσεως της Καινής Διαθήκης μόλις το 1638 ύστερα από την έντονη αντίδραση της εκκλησίας, κάτι το οποίο στάθηκε ως παράδειγμα πρακτικής προς αποφυγήν για τους μετέπειτα (έως ότου να αποτύχει εκ νέου με την μετάφραση του Ἀλ. Πάλλη το 1901).
Εξαιρετικά σημαντική προσωπικότητα υπήρξεν ο Νικόλαος Σοφιανός, ο οποίος εξέδωσε περίπου το 1540 μ.κ.ε. τήν πρώτη γραμματική τής τότε ομιλουμένης γλώσσας (την οποία ονόμαζε Κοινή). Ο απώτερος σκοπός τού Σοφιανού ήταν ότι αυτή η γλώσσα έδει να αποτελέσει πρότυπο ώστε να γίνουν τα θρησκευτικά κείμενα αντιληπτά από τούς αμαθείς ώς και στις… γυναίκες! Το παράδειγμά του μιμίθηκε και ο Ἀθανάσιος Λάνδος (Ἀγάπιος ὁ Κρής, περ. 1580-1657) για να απευθυνθεί στους ανθρώπους κατωτέρου μορφωτικού επιπέδου.
Λίγο αργότερα, κατά τόν 17ο αιώνα, αυτό το ύφος επιλέγουν (αντί τού αρχαΐζοντος) οι Φραγκίσκος Σκούφος και Ηλίας Μηνιάτης. Μάλιστα στο βιβλίο τού Μηνιάτη, «Τέχνη ῥητορικῆς», αναφέρει ότι «ἡ κοινή μας γλῶσσα εἶναι πτωχὴ ἀπὸ λέξαις καὶ πολλαῖς φοραῖς κάλλιον ἠθέλησα νὰ σιωπήσω καὶ ὑψηλὰ νοήματα, παρὰ νὰ διηγηθῶ ἢ μὲ φωνὴν βάρβαρον ἢ μὲ ὁλότελα ἑλληνικήν». Αυτούς όμως τούς συγγραφείς και τις ιδέες των έψεξε ως αξιοθρηνήτους και ζημιογόνους για την πατρίδα ο επιφανής Λαρισαίος λόγιος Ἀλέξανδρος Ἑλλάδιος.
Ο γλωσσικός πόλεμος σε όλη του την έκταση ξεκίνησε από τον Εὐγένιο Βούλγαρι, ο οποίος υποστήριζε ότι η χρήση τής Κοινής γλώσσας (τών αμόρφωτων) είναι απαράδεκτη για πονήματα υψηλοτέρου κύρους και αποδοκιμάζεται εντόνως (πράγμα το οποίο λόγω τής αδυναμίας αυτής ήταν αληθές). Η απάντηση στον Βούλγαρι προέρχεται από τον, διάσημο πλέον, μαθητή του Ἰώσηπο Μοισιόδακα. Αυτός έμπλεως σεβασμού πρός τον δάσκαλό του και μέσω ενός πονήματος «Θεωρία Γεωγραφίας» εισηγείται την χρήση υψηλοτέρου μεν ύφους, απέχοντος δε διαρρήδην από τού αρχαΐζοντος. Μπορεί να ειπωθεί ότι αυτή η γλώσσα (ή σωστότερα «ὕφος», λέξη την οποία και ο ίδιος εισήγαγε) είναι ο πρόδρομος της Καθαρευούσης τού Ἀδαμαντίου Κοραῆ
«Μοῦ ἐφάνη ὅτι οἱ Ἱεροκύρηκες, ὅταν διδάσκουσι, καὶ οἱ Σπουδαῖοι, ὅταν συνομιλοῦν, πρέπει νὰ μεταχειρίζωνται ἕνα Ὕφος ὑψηλότερον ἀπὸ τὸ τετριμμένον. Τὸ ἴδιον ἔπραξαν καὶ πράττουν καὶ οἱ Εὐρωπαῖοι, χωρὶς οὐδὲ ποσῶς νὰ ζημιοῦνται οἱ ἁπλούστεροί των».
Το ύφος του διαφαίνεται καθαρά και από το ανωτέρω έργο του, όπου και δικαιολογεί τον «απλοϊκό» τρόπο τής γραφής του γράφων τα εξής: «Ἐγὼ διὰ λόγους, τοὺς ὁποίους ἐπιφέρω, ἔκρινα νὰ ἐξυφάνω τὴν παροῦσαν συγγραφὴν ἐν τῷ ἁπλῷ ὕφει, σώζων ὅμως ἀεὶ τοὺς ὡρισμένους ὅρους τῶν πραγμάτων, οἵτινες ἦσαν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἀρχαίοις, καὶ μεθαρμόζων ἀεὶ τὸ ὕφος ἐπὶ τὸ σεμνότερον, ἢ ἐλάχιστον ἐπὶ τὸ πρεπωδέστερον τῇ ἀνὰ χεῖρας πραγματευομένῃ ὕλῃ».
Καθ’ όν λοιπόν τρόπον ο Μοισιόδαξ εκφράζει την πεποίθησή του, δίκην τού επερχομένου Κοραή, ότι πρέπει να υπάρξει Καθαρισμός τής γλώσσας καί ως πρός την γραμματική και ως πρός την αποβολή ξένων λέξεων. Σημειωτέον εδώ ότι η χρήση τού Όρου «Κοινή» εκείνη την περίοδο (μετά από τήν Κοινή τού Ευαγγελίου και τήν Κοινή τών αγραμμάτων) πρέπει να ταυτίζεται με την απλή Καθαρεύουσα και ουδαμώς με την μετέπειτα Δημοτική.
Προϊόντος κατά βραχύ τού χρόνου εμφανίζεται ο Δημήτριος Κατρατζής, ο οποίος παρουσιάζει ως πρότυπο «Κοινής» (αυτή η μεταβαλλόμενη νοηματικώς λέξη εδώ σημαίνει προφορική και γραπτή γλώσσα όλων) τήν Λογία, καίπερ γέμουσα τοπικών ιδιωματισμών, ομιλουμένη γλώσσα τής Κωνσταντινουπόλεως. Αυτή η Κοινή τής Πόλεως γλώσσα βρήκε λίγους μιμητές (συγκεκριμένα τούς Δανιήν Φιλιππίδη και Γρηγόριο Κωνσταντά) οι οποίοι κατά το παράδειγμα τού δασκάλου τους έγραψαν το βιβλίο «Νεωτερικὴ Γεωγραφία», το οποίο απετέλεσε αιτία να αναφωνήσει ο Κατρατζής «ὁ μαθητής μου χάλασε τὴ Γλῶσσα μου!».
Επόμενο λοιπόν ότι η ταχεία αυτή εγκατάλειψη τού ύφους και από τους λιγοστούς πλέον υποστηρικτές τού Καταρτζή ευνόησε την απλή Καθαρεύουσα, την οποίαν και τελικώς και ακολούθησαν. Σε αυτό το σημείο εμφανίζεται ο Νικηφόρος Θεοτόκης, μορφωμένος κληρικός, ο οποίος κατά τα πρότυπα τών Σκούφου και Μηνιάτη προχωρεί έτι περαιτέρω στην διαμόρφωση της Καθαρεύουσας. Προϊότος όμως τού χρόνου ο Θεοτόκης επιφέρει μεγάλο καθαρισμό στην Καθαρεύουσα από τα λόγια στοιχεία, σε σημείο να επαινείται από τον Σάθα. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο ο Θεοτόκης τοποθετείται στο μεταίχμιο τής λογίας δημώδους γλώσσης με την Καθαρεύουσα, της οποίας και θεωρείται κύριος διαμορφωτής.
Σημαντικές, ως προς τις απόψεις και όχι τον αντίκτυπο, ήσαν και οι φυσιογνωμίες τών Ιωάννη Βηλαρά και Αθ. Χριστόπουλου (προερχόμενοι περιέργως από την ομάδα τού Κατρατζή). Οι Βηλαράς και Χριστόπουλος προσπάθησαν να εισαγάγουν σε όλες τής μορφές τής γνώσσας τήν τών ποιημάτων και τραγουδιών. Οι ριζοσπαστικότατες, ανιστόριτες και άκρως φανατισμένες θεωρίες τού πρώτου περί τής φωνητικής γραφής έφεραν τα αντίθετα, όπως ήταν φυσικό, αποτελέσματα, ενώ κατά τινα τρόπον απετέλεσε πρόδρομο τού Ψυχάρη.
Το 1814 ο Βηλαράς δημοσίευσε ένα βιβλίο ονομασθέν «Ρομεηκη γλοσα», στο οποίο υποστήριζε την παντελή εγκατάλειψη τής ιστορικής ορθογραφίας «Τουτη λεγο, η νεκρομιαλη λογιοτατη μας δεν εσπουδαξαν τη γλοσα του γενου τους την τορεσνη, δεν κατακηταξαν τες φρασες της τες ομορφοτατες κε επιτηδηοτατες, τες φθορες της, τες αποκοπες της κε τα επιληπα καλη της, οπου μ’ αφτα γραφοντας και πηητηκα και λογογραφικα να στολησουν τη φησηκη τους γλοσα, καθος εστοληστηκαν ολες η γλοσες».
Από την άλλη ο Χριστόπουλος επηρεάστηκε από την Αιολοδωρική θεωρία και το 1805 συνέταξε στην Βιέννη το βιβλίο «Γραμματικὴ τῆς Αἰολοδωρικῆς, ἤτοι τῆς ὁμιλουμένης τωρινῆς τῶν Ἑλλήνων γλώσσας». Με αυτό τον τρόπο ο Χριστόπουλος συνέδεσε απευθείας την αρχαία αιολική και δωρική διάλεκτο με την σύμπασα σημερινή Κοινή ομιλουμένη γλώσσα, επιχείρημα το οποίο ασπάστηκαν πολλοί και περιφανείς λόγιοι όπως οι Κοραής, Κατρατζής, Φιλιππίδης, Νερουλός, Κοδρικάς κ.ά. Ωστόσο αυτό δεν οφείλετο σε περιορισμένες γνώσεις αλλά στην απουσία τής νεοσυστάτου επιστήμης τής γλωσσολογίας. Τελικώς όμως κατέρρευσε εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη υπό της πένας τού Γ. Χατζιδάκι, όπου και έδειξε ότι η τότε (και σημερινή) Κοινή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η συνέχεια τής Αττικής διαλέκτου μέσω τών αιώνων. Πιο περιορισμένο ήταν το έργο τού Ρ. Φεραίου (Αντώνιος Κυριαζής), ο οποίος άν και στην αρχή υπήρξε λόγιος, βαθμηδόν κατέληξε να συγκαταλέγεται με τους αρχαϊστές.
Εκείνα τα χρόνια εμφανίζεται μία από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες, άν όχι η πιο σημαντική για την ιστορία τού Γλωσσικού ζητήματος. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Αδ. Κοραῆς. Για τον Αδαμάντιο Κοραή η γλώσσα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση παιδείας, η οποία και θα αποτελέσει και την κατοχύρωση της ελευθερίας. Πρός αυτά τα ιδανικά αποβλέπων ο Κοραής ταυτίστηκε με την έννοια τού Διαφωτισμού για όλο το γένος χωρίς καμμία εξαίρεση. Το έργο του ήταν τόσο σημαντικό και σεβαστό ώστε θεωρείται υπό πάντων τών εμπλεκομένων στο γλωσσικό ζήτημα ως ο άνθρωπος με την μεγαλύτερη επιρροή επί τών αντιμαχομένων ομάδων.
Εικόνα κάτω: Αμύνεσθαι περί Πάτρας: 1894 η διαμάχη του «γλωσσικού ζητήματος».
Ο Μιστριώτης απεικονίζεται με τα σήματα-κατατεθέντα της εμφάνισής του, ομπρέλα και ημίψηλο. Ο Γεώργιος Μιστριώτης (1839-1916) ήταν καθηγητής της Ελληνικής Φιλολογίας στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1839. Την τετραετία 1858-1862 σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κατά τη διάρκεια των σπουδών του διακρίθηκε με δύο βραβεύσεις στο Ροδοκανάκειο διαγωνισμό, για τις πραγματείες του «Περί του καθ’ Όμηρον πολιτεύματος των ηρωικών χρόνων» και «Περί του καθ’ Όμηρον οικιακού βίου των Ελλήνων». Συνέχισε τις σπουδές του στο εξωτερικό, αρχικά στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας κι έπειτα στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, από όπου το 1867 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Φιλολογίας.
Διετέλεσε πρόεδρος πλήθους επιστημονικών εταιρειών και συλλόγων («Ελληνικός Διδασκαλικός Σύλλογος», «Ελληνική Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία» κ.λ.π) και ήταν τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας της ελληνικής παροικίας της Τεργέστης Κλειώ. Δύο φορές εξελέγη κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής και το ακαδημαϊκό έτος 1890-1891 ανέλαβε πρυτανικά καθήκοντα. Στην διαμάχη περί του γλωσσικού ζητήματος ήταν επικεφαλής της μερίδας των οπαδών της καθαρεύουσας και δημοσίευσε μεγάλο αριθμό έργων για να υποστηρίξει την θέση του στο ζήτημα αυτό. Συγκεκριμένα, το όνομά του συνδέθηκε με τα περίφημα «Ορεστειακά», την διαμάχη δηλαδή που ξέσπασε μεταξύ των δημοτικιστών και των υπέρμαχων της καθαρεύουσας με αφορμή την διδασκαλία στα νέα ελληνικά της ομώνυμης τετραλογίας του Αισχύλου από το Βασιλικό Θέατρο (1903). Ήταν εισηγητής σε πλήθος ποιητικών και λογοτεχνικών διαγωνισμών και μετάφρασε έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
ellhniki glossa +1
«Η φρικτοτέρα χυδαιότης είναι η έλλειψις του απαρεμφάτου» Αδαμάντιος Κοραής
Ο Αδαμάντιος Κοραής.
Το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, στην νεότερη ιστορία του διαμορφώνει ένα εκπαιδευτικό σύστημα οργανωμένο από την Αντιβασιλεία και μεταφυτευμένο από την Γερμανία, δημιουργημένο στις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες του γερμανικού κράτους, που δεν είχαν καμία σχέση με αυτές του, ρημαγμένου απ’ τον πόλεμο, νέου ελληνικού κράτους. Το ποια γλώσσα πρέπει να χρησιμοποιείται στην λογοτεχνία αλλά και στην εκπαίδευση και στις επίσημες εκδηλώσεις, αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα. Η λαϊκή γλώσσα είναι ακαλλιέργητη, παραφθαρμένη και δεν μπορεί να εκφράσει πολυσύνθετες ιδέες.
Ο Αδαμάντιος Κοραής, κύριος εκφραστής του εκδυτικισμού στην Ελλάδα, στο ζήτημα της διένεξης για το ποια θα είναι η εθνική γλώσσα του κράτους, ξεκινά μια τάση καθαρισμού της γλώσσας από ξένα στοιχεία και τροποποιεί και προτείνει την καθαρεύουσα, η οποία καθιερώνεται ως επίσημη γλώσσα του κράτους (1834).
Αυτή η κάθαρση της Κοινής ομιλουμένης γλώσσας οδήγησε στην Καθαρεύουσα με την γνωστή της, εν πολλοίς, μορφή. Φυσικά είχε αρκετές διαφορές από την Καθαρεύουσα τού Θεοτόκη και τών Φαναριωτών, οι οποίες όμως προήλθαν από αντίστροφη κάθαρση λογίων στοιχείων τής γραφομένης γλώσσας. Η μέση αυτή οδός σήμαινε κατά τον Κοραή ότι η γνώση τής νεωτέρας Ελληνικής προϋποθέτει τουλάχιστον την στοιχειώδη γνώση τής αρχαίας, ιδέα την οποία υπεστήριξαν και πολλοί μετέπειτα φιλόλογοι όπως ο Αχιλλέας Τζάρτζανος.
Τις σκληρότερες επιθέσεις τις δέχθηκε από τον λόγιο Φαναριώτη Παναγιώτη Κοδρικά. Αυτός ο κατά τάλλα άξιος περί τα φιλολογικά άνδρας το 1818 εξέδωσε στο Παρίσι, όπου και διέμενε, ένα βιβλίο υπό τον τίτλο «Μελέτη τῆς Κοινῆς Ἑλληνικῆς Διαλέκτου», στο οποίο ανέφερε ότι η νέα γλώσσα έπρεπε να βασίζεται μόνον στο ύφος τής λογίας τού Πατριαρχείου γλώσσας και τής Πόλεως, ενώ δεν είναι δυνατόν η χύδην γλώσσα τού λαού να συνεχίσει να ομιλείται σε όλες τις περιστάσεις. Μέσα από πολλές αντιφάσεις, προτείνων ουσιαστικά ένα ύφος ελάχιστα αποκλίνον τού ύφους τού Κοραή, θα μείνει στην ιστορία απλώς ως ο πολέμιος του Ἀδαμαντίου Κοραή με μοναδικό σκοπό να επιτεθεί άνευ πραγματικής αιτίας (όπως επεσήμηνε και ο Δ. Βερναρδάκης). Κάτι παρόμοιο ανέφερε και ο Κ. Δημαράς, αναφέρων ότι όλος αυτός ο πόλεμος μόνον τον ίδιο αδίκησε, καθώς τού άξιζε να μείνει στην ιστορία ως κάτι παραπάνω από ένας απλός λιβελλογράφος.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα παρέχει ο Browning όπου ο Κοραής διορθώνει το «ψάρι» σε «ὀψάριον» ενώ ο Κοδρικάς σε «ἰχθύς». Φυσικά η επίθεση τού Κοδρικά παρείχε σε πολλούς λογίους και δημοτικιστές τον γέλωτα καθώς συνέκλινε σε ενενηνταοκτώ πράγματα και πολεμούσε σφοδρά για τα δύο. Κάτι το οποίο φαίνεται και από τον τρόπο καθ’ όν έγραφαν καθώς εν πολλοίς ήταν σχεδόν αδύνατο να διαχωρίσεις ποιος έγραψε τί βάσει του ύφους. Όπως ήταν φυσικό οι επιθέσεις εκατέρωθεν δεν ήταν δυνατόν να πάψουν. Έτσι η καθαρεύουσα αυτή τού Κοραή ονομάσθηκε «Κορακίστικα» από τον Φαναριώτη Ρίζο Νερουλό (ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα συνετάχθη με αυτόν!), «τρακαριστά» (διότι τρικλίζει ακροβατούσα μεταξύ δύο αντιθέτων υφών) από τόν Νεόφυτο Δούκα κτλ.
Εξαιρετικώς άστοχα τον ταύτιζε και ο ακραίος δημοτικιστής Σολωμός με τους πλέον σκληρούς τών αρχαϊστών. Αντίθετα ο Δ. Γληνός, μετά από μερικά έτη, ήταν αυτός ο οποίος, καίπερ απέχων ιδεολογικώς από τις θέσεις τού Κοραή, τον τοποθέτησε στο Πάνθεον ως μέγα ανθρωπιστή, γνώστη τής εποχής και «άστρο λαμπρό πάλω απ’ όλους τους συγχρόνους και κατοπινούς φιλολόγους».
Αυτό, σύμφωνα με την Γληνό, δεν σημαίνει ότι τα έκανε όλα σωστά, καθώς σταμάτησε στην μέση λόγω τής υπέρμετρης συμβιβαστικότητός του. Καθ’ όμοιον τρόπον παρουσιάστηκε και από τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη στα τελευταία έτη τού γλωσσικού ζητήματος. Ο απώτερος και άμεσος σκοπός του Κοραή ήταν ο περιορισμός των άκρων, π.χ. χαρακτηριστικά ψέγει μία μετάφραση του Θουκυδίδου όπου ο (μακαρονιστής) μεταφραστής φοβούμενος μη δεν γίνει αντιληπτή η λέξη «ὀργίζομαι» την μετέφρασε «χαλεπαίνω»!
Το ίδιο ψέγει και τους μαλλιαριστές που αντί να χρησιμοποιούν τις λέξεις λ.χ. «σημαία» και «κήρυκας» (κῆρυξ τότε) χρησιμοποιούσαν τις λέξεις «παρντιέρα» καί «κράχτης». Οι βασικές σκέψεις του Κοραή επί του παρόντος ζητήματος συνοψίζονται από τον Beaton και περιέχονται στα εξής τρία στοιχεία. 1ον. Ο Εθνικός αυτοπροσδιορισμός βασίζεται στην επανεκτίμηση της αρχαίας Ελληνικής.
«Η φρικτοτέρα χυδαιότης είναι η έλλειψις του απαρεμφάτου. Η απαιδευσία θα εξαφανιζόταν με τον γλωσσικό «καλλωπισμό» και την διόρθωση των βαρβαρικών στοιχείων. Πρέπει να φύγουν όλα τα «σαπημένα της γλώσσης», τα «ζιζάνια της χυδαιότητος», ώσπου να περάσουν λέξεις και φράσεις διορθωμένες «από το βιβλίον του λαού εις του λαού τα στόματα». Για τον λόγο αυτόν πρότεινε τον καθαρισμό και τη μορφολογική διόρθωση των βαρβαρικών στοιχείων. Πρότεινε: όχι πια άρτος, οίνος, πτηνόν, ιχθύς, χοίρος, ούτε ψωμί, κρασί, ψάρι, γουρούνι, αλλά ψωμίον, κρασίον, ψάριον, γουρούνιον»
Η νέα γραπτή γλώσσα πρέπει να συμβαδίζει με την γραμματική της σύγχρονης ομιλουμένης των μορφωμένων τάξεων των πόλεων ως αναπόσπαστα στοιχεία του λαού. Οι δυο προτάσεις συνδυάζονται με ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα, το οποίο θα διορθώνει τα κακώς έχοντα της προφορικής εκείνης γλώσσας και την καθιστούν όλως απέναντι της κλασσικής Ελληνικής (π.χ. τουρκικό και γενικά αλλοδαπό λεξιλόγιο το οποίο εχρησιμοποιείτο αυτολεξεί στην ομιλουμένη όπως δεπαρταμένα αντί dipartemento, ἀπελατζιόνε αντί appelazione, κεχαγιάς, τζέργα κ.ο.κ.)
Εκτός των ανωτέρω ο Κοραής θεωρούσε αναγκαία την εισαγωγή λεξιλογίου από την αρχαία προς κάλυψιν βασικών αναγκών της γλώσσας όπως φάνηκε από τα προηγούμενα. Θεωρούσε επίσης και δήλωνε ότι η άποψη των ακραίων λογίων περί βαθμιαίας επιστροφής στην κλασσική ως σύμβολο εθνικής υπερηφανείας και όχι δουλείας δεν είχε καμμία σχέση με την πραγματικότητα και μάλιστα ετάσσετο κατά της συγγραφής βιβλίων στην κλασσική «Τίς εἶναι τόσον μωρὸς ἢ εἰς τίνα περισσεύει τόσος καιρὸς, ὥστε ν’ ἀφήσῃ τοὺς Ὁμήρους, τοὺς Πλάτωνας… διὰ νὰ ἀναγινώσκῃ τὸν νέον τοῦτον Ἑλληνιστήν;» Το δε γεγονός ότι προσπαθούσε να ταυτίσει έμπρακτα την γλώσσα με το έθνος σε όλες του τις βαθμίδες και τάξεις βρήκε ευήκοα ώτα σε μερίδα λογίων και δημοτικιστών. Ένα παράδειγμα της γραπτής του γλώσσας είναι το κάτωθι:
«Ἡ μήτηρ μου ἔλαβεν ἐλευθερωτέραν ἀνατροφήν, διότι εὐτύχησε νὰ ἔχῃ πατέρα Ἀδαμάντινον τὸν Ῥύσιον, τὸν σοφώτατον ἐκείνου τοῦ καιροῦ εἰς τὴν ἑλληνικὴν φιλολογίαν ἄνδρα, ὅστις ἀπέθανεν ἓν ἔτος (1747) πρὸ τῆς γεννήσεώς μου. Αὐτὸς ἐχρημάτισε ἔτι νέος ὤν, διδάσκαλος τῆς ἑλληνικῆς φιλολογίας εἰς Χίον· Μετὰ ταῦτα ἦλθεν εἰς Σμύρνην, ὅπου ἐνυμφεύθη χήραν τινὰ Ἀγκυριανήν…». Όπως φαίνεται αποφεύγει την χρήση της δοτικής όπου σύμφωνα με την σύνταξη θα έπρεπε να βρίσκεται σε μερικά σημεία, την απλή αντικατάσταση μεμονωμένων λέξεων με πιο λόγιες χωρίς όμως να αλλάζει την σύνταξη αποβλέπων στην κλασσική. Όπως υποστήριζε «ἐὰν τὸ βιβλίον εἶναι γραμμένον μὲ προσοχὴν καί εἰς γλῶσσαν μετρίως καλλωπισμένην μανθάνουν καὶ αὐτοὶ (οι αγράμματοι) κατὰ μικρὸν νὰ καλλωπίσωσι τὴν ὁμιλίαν των»
Το γεγονός ότι είχε φίλους εκατέρων των παρατάξεων δεν σημαίνει ότι δεν είχε και εχθρούς. Πράγματι λοιπόν πολεμήθηκε και από τους δύο για τελείως διαφορετικούς λόγους. Οι μεν δημοτικίζοντες τον εγκαλούσαν ότι προσπαθεί να δώσει μια μορφή της γλώσσας η οποία δεν εξελίχτηκε με φυσιολογικό τρόπο όπως η τότε δημοτική ή η καθαρεύουσα των λογίων.
Πόλεμος φυσικά ξέσπασε και με τον Π. Σοῦτσο, και όπως συνηθίζετο εκείνη την περίοδο ο Σοῦτσος εξέδωσε ένα βιβλίο με το οποίο όχι απλώς επεσήμαινε αλλά και έψεγε τους σολοικισμούς άλλων συγγραφέων. Τον χαρακτήριζε η παραδοχή του ότι η λανθασμένη χρήση της γλώσσας θα λυνόταν με την στενότερη επαφή αυτής με την αρχαία. Μεγάλο μέρος αυτών των λαθών κατ’ αυτόν υπήρχε λόγω της αθέμιτης προσμίξεως της κλασσικής με την καθαρεύουσα του Κοραή, την οποία χαρακτήριζε ως «ἀνεπαρκῆ συμβιβασμόν». Το ίδιο συνεχίστηκε καθώς πολλοί διόρθωναν τα έργα του Κοραή με πρότυπο την κλασσική και άλλοι με πρότυπο την δημοτικίστικη. Οι πρώτοι κατηγορούσαν τον Κοραή όχι τόσο για την έλλειψη των γνώσεών του (αυτό σε σπάνιες περιπτώσεις σημείωνε ο Γ. Χατζιδάκις) όσο για την πορεία του στην «μέσην ὁδόν» απέχων εξ ίσου από τους πλέον αγραμμάτους και τους λογίους (σοφούς) του έθνους. Η μέση αυτή οδός βασιζόταν στην ερώτηση:

Η Επικούρεια Τετραφάρμακος

«Οὐκ ἔστιν ἡδέως ζῆν ἄνευ τοῦ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως οὐδὲ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως ἄνευ τοῦ ἡδέως· ὅτῳ δὲ τοῦτο μὴ ὑπάρχει͵ οὐκ ἔστι τοῦτον ἡδέως ζῆν». «Δεν είναι δυνατό να ζει...
Η Επικούρεια Τετραφάρμακος
«Οὐκ ἔστιν ἡδέως ζῆν ἄνευ τοῦ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως οὐδὲ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως ἄνευ τοῦ ἡδέως· ὅτῳ δὲ τοῦτο μὴ ὑπάρχει͵ οὐκ ἔστι τοῦτον ἡδέως ζῆν».
«Δεν είναι δυνατό να ζει κανείς ευχάριστα, αν δεν ζει φρόνιμα, ηθικά και δίκαια, όπως και δεν μπορεί να ζει φρόνιμα, ηθικά και δίκαια, αν δεν ζει ευχάριστα». Επίκουρος, Κύριαι δόξαι εδ.5
«..πᾶσαν αἵρεσιν καὶ φυγὴν ἐπανάγειν οἶδεν ἐπὶ τὴν τοῦ σώματος ὑγίειαν καὶ τὴν τῆς ψυχῆς ἀταραξίαν, ἐπεὶ τοῦτο τοῦ μακαρίως ζῆν ἐστι τέλος..». Επίκουρος, επιστολή προς Μενοικέα
Η Τετραφάρμακος αποτελεί την συμπύκνωση των κυριότερων διδασκαλιών του Επίκουρου σχετικά με το πώς να ζει ο άνθρωπος την ζωή του. Είναι γνωστή από κείμενο του Επικούρειου φιλοσόφου Φιλόδημου που διασώθηκε στην βίλα των παπύρων στο Ηράκλειο της Ιταλίας (σημ. Ercolano, αρχαίο Herculaneum) κι αναφέρει:
«Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον»
«Ο θεός δεν είναι επίφοβος, ο θάνατος είναι ανύποπτος και το αγαθό εύκολα αποκτιέται, (τα υλικά αγαθά, ό,τι πραγματικά χρειάζεσαι) το δε πολύ κακό εύκολα αντέχεται.
Η αγωνιώδης και ατελέσφορη ενασχόληση με τις σκιές των θρησκειών και τα φαντάσματα των σύγχρονων επιστημών θεωρείται άγονο χασομέρι. Η Επικούρεια φυσική φιλοσοφία, είναι υποταγμένη στην Επικούρεια ηθική (δηλ. στην ΛΟΓΙΚΗ) και γι’ αυτό έχει, θαυμαστή διαχρονικότητα.
Χαρακτηρίζεται από: α. Ατομικότητα: η ύπαρξη των ατόμων πρωτοαναφέρεται στην Δημοκρίτεια φιλοσοφία. Ο Επίκουρος θεωρούσε ότι τα άτομα έχουν βάρος. Η ύλη είναι σύζευξη ατόμων και κενού. β. Τυχαιότητα: η Επικούρεια φιλοσοφία άφηνε ανοιχτό το φαινόμενο της τυχαιότητος σε αντίθεση με τα αιτιοκρατικά και τελεολογικά αιτήματα των Πλατωνιστών και Αριστοτελικών. Επίσης σε αντίθεση με την χρήση της «αναγκαιότητος» του Δημόκριτου. γ. Υλισμός: θεωρεί υλική ακόμη και την ψυχή. δ. Clinamen: είναι η τυχαία κίνηση των ατόμων του Επίκουρου από τροχιά σε τροχιά, που δημιουργεί και την ποικιλότητα στην φύση. …Αυτή κι αν είναι κάθετα άχρονη κι εντυπωσιακή οπτική.
Άφοβον ο θεός
Σύμφωνα με τον Επίκουρο -και πολλούς άλλους φιλοσόφους- οι Θεοί δεν είναι όπως οι άνθρωποι, με επιθυμίες και πάθη αλλά πλάσματα χωρίς ανθρώπινες επιθυμίες που εξ ορισμού δεν ανακατεύονταν στα ανθρώπινα πράγματα. Αυτό γιατί η όποια ενέργεια των Θεών θα φανέρωνε κάποιο σκοπό και ως εκ τούτου κάποια επιθυμία. Αυτό με την σειρά του θα φανέρωνε κάποια έλλειψη που αυτομάτως θα καθιστούσε τον Θεό λιγότερο από ανώτερο. Σύμφωνα με τον Επίκουρο οι Θεοί υπάρχουν μεν, αλλά δεν ασχολούνται με τα ανθρώπινα πράγματα. Η εις άτοπον απαγωγή του Επίκουρου ειναι καταλυτική: αν ο θεός είναι πανάγαθος και παντοδύναμος τότε το κακό δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Όμως υπάρχει, άρα ο θεός είτε δεν είναι πανάγαθος, είτε δεν είναι παντοδύναμος. Ο Επίκουρος εν τέλει λύνει σαν Γόρδιο δεσμό το γνωστό αυτό φιλοσοφικό παράδοξο, καταλήγοντας ότι ο Θεός (του οποίου την ύπαρξη δεν αρνείται) απλά δεν επεμβαίνει στα ανθρώπινα. Συνεπώς δεν υπάρχει λόγος να τον φοβόμαστε (ούτε εκείνον, ούτε τους αυτόκλητους κήρυκες τους) και να γεμίζουμε την ψυχή μας με άγχος για την κρίση ή την τιμωρία του.
«Το εύθυμον κι άφθαρτο ον· ούτε το ίδιο έχει προβλήματα ούτε προκαλεί σε άλλον. Έτσι, ούτε την οργή γνωρίζει ούτε χάρες κάνει. Γιατί όλα αυτά χαρακτηρίζουν το αδύναμο ον» Επίκουρος
Η χαώδης απόσταση από τον εκδικητή Γιαχβέ-Χριστό, μοχθηρό θεό των Εβραίων είναι σημαντική και διανύθηκε χάρη στο Δυνατό Ελληνικό Φιλοσοφικό Πνεύμα που τόλμησε να ανδρώσει το ανάστημά του μπροστά στους θεούς. Ο Προμηθέας είναι γνήσιο τέκνο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Ως πρακτική φιλοσοφική αντίληψη για την ζωή, ο ιουδαϊκός γιαχβεδισμός-χριστιανισμός μπόρεσε να ριζώσει στον ελληνικό κόσμο και παρά τη εκατόμβη νεκρών κι αρπαγών, μόνον εφόσον αποδέχτηκε και διαστρέβλωσε, θεωρητικά και πρακτικά, Επικούρειες και πλήθος άλλες Ελληνικές φιλοσοφικές θέσεις. Το αποτέλεσμα είναι φυσικά εκτρωματικά ιλαρόν σε όσους είναι κάπως εξοικειωμένοι με την ιστορία των Ιδεών, ωστόσο η παραλογική ασυνέπεια μια ιδεολογικής κατασκευής σπανίως στάθηκε εμπόδιο στην επιβολή της, ειδικά αφού απευθύνεται σε αμόρφωτους κι αδαείς. Ακόμη και σήμερα, εν έτη 2019, πλήθη γιαβεδιστών πιστών προσκυνούν έναν μοχθηρό ιουδαίο θεό παρά την εξωφρενική απόσταση που προφανέστατα χωρίζει την μιαρή θρησκευτική παραμυθία, από τα Ελληνικά φιλοσοφικά πρότυπα και ιδεώδη.
Ανύποπτον ο θάνατος
Λέγει ο Επίκουρος «Ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτε για εμάς, γιατί όταν υπάρχουμε ο θάνατος δεν είναι παρών, ενώ όταν ο θάνατος είναι παρών εμείς έχουμε πάψει να υπάρχουμε» Οι Επικούρειοι δεν συμμερίζονταν την κοινή πίστη στην ύπαρξη ζωής μετά θάνατον και θεωρούσαν ότι με τον θάνατο όλα τελειώνουν καθώς δεν έβλεπαν κάποιο αποδεικτικό στοιχεία για την ύπαρξη της υποτιθέμενης μετά θάνατον ζωής. Σύμφωνα με τον Επίκουρο η αναμονή κι ο φόβος του θανάτου είναι η μεγαλύτερη από όλες τις αγωνίες, τόσο σε διάρκεια όσο και σε ένταση. Αυτή οδήγησε και στην δημιουργία της πίστης περί μετά θάνατον ζωής η οποία όμως δημιουργεί αγωνία στους ανθρώπους καθώς συνεπάγεται είτε μια αιωνιότητα ευτυχίας για τους ηθικούς, είτε μια αιωνιότητα δυστυχίας για τους ανήθικους. Οι Επικούρειοι διαλύουν και τερματίζουν αυτήν την αγωνία μην πιστεύοντας στο περί μετά θάνατον ζωής. Αλλωστε κάθε φιλόσοφος ως αναζητητής της Γνώσης και της Δύναμης, οφείλει να γνωρίζει κι όχι να πιστεύει, ό,τι δεν γνωρίζει το αναζητά, αλλά ποτέ δεν πέφτει στην δεισιδαιμονία της πίστης.
«Κοίτα να συνηθίζεις την ιδέα ότι ο θάνατος είναι ένα τίποτα για μας (μηδέν προς ημάς) διότι κάθε καλό και κακό βρίσκεται στην αίσθηση, ενώ ο θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Γι΄ αυτό, η ορθή γνώση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας κάνει να απολαμβάνουμε την θνητότητα του βίου. Όχι επειδή μας χαρίζει άπειρα χρόνια, αλλά επειδή μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας. Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό στην ζωή, για εκείνον που έχει αληθινά καταλάβει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μην ζεί. Άρα είναι ανόητος όποιος λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει, αλλά επειδή υποφέρει με την προσδοκία του θανάτου. Γιατί ότι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν δεν υπάρχει λόγος να σε στεναχωρεί όταν το περιμένεις. Το πιο ανατριχιαστικό, λοιπόν από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, και όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς. Ο θάνατος λοιπόν, δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με του πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι πεθαμένοι δεν υπάρχουν πιά»
«Γιατί ο θάνατος είτε είναι ύπνος ανονείρευτος, όποτε θα ήταν κέρδος θαυμαστό, είτε αποδημία της ψυχής σε έναν άλλο κόσμο …και τι δεν θα έδινε ένας άνθρωπος αν μπορούσε να βρεθει μαζί με τον Ορφέα, τον Ησίοδο και τον Όμηρο. Γιατί, αν είναι έτσι, θα ήθελα να πέθαινα χίλιες φορές» Απολογία Σωκράτους
Τ’ αγαθόν μεν εύκτητον
Εδώ ο φιλόσοφος λέγει ότι τα απολύτως απαραίτητα αγαθά όπως τροφή, στέγη, ένδυση, σθένος, κοινωνικότητα κλπ. είναι πολύ εύκολο να αποκτηθούν από οποιονδήποτε. Όταν όμως απαιτείς κι αναζητάς περισσότερα από τα αναγκαία (αλαζονεία, απληστία, λαιμαργία, φιλαργυρία, φιληδονία, κτλ) τότε δημιουργείς ανεκπλήρωτες ανάγκες που οδηγούν στην δυστυχία σου. Οι πλεονάζουσες ανάγκες είναι  πλασματικές, ενώ αυτά που πραγματικά χρειάζεσαι είναι πολύ εύκολο να αποκτηθούν. Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι είχαν ασχοληθεί με τις έννοιες της Αρετής, της Ηθικής, (δηλ. της ΛΟΓΙΚΗΣ) καταλήγοντας σε ιδανικές ιδιότητες κι αξίες του ανθρώπου, όπως ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια. Επιζητούσαν το ΜΕΤΡΟ, έτσι η έλλειψη ή η υπερβολή οδηγεί σε έκφυλες καταστάσεις. Οι πόροι του πλανήτη φτάνουν για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες όλων κατοίκων του, αλλά, δεν είναι αρκετοί για την απληστία του ανθρώπου.
Στα Ηθικά Νικομάχεια ο Αριστοτέλης επισημαίνει ότι οι Αρετές είναι δύο ειδών: η Διανοητική και η Ηθική (ΛΟΓΙΚΗ) Αρετή. Η Διανοητική προκύπτει από την διδασκαλία και θέλει χρόνο και εμπειρία για να αποκτηθεί. Η Ηθική Αρετή είναι αποτέλεσμα του Εθους (συνήθεια). Το Ηθος και το Εθος έχουν ένα γράμμα διαφορά. Ο Αριστοτέλης αναφέρει με απλότητα ότι η καλή ζωή είναι η ευτυχισμένη ζωή. Εξετάζει στα «Ηθικά» του όχι πως να γίνονται οι άνθρωποι καλοί άνθρωποι, όπως ο Πλάτων, αλλά πως να γίνονται ευτυχείς. Όλα τα άλλα πράγματα εκτός της ευδαιμονίας, αναζητούνται με κάποιο άλλο σκοπό. Μόνον η ευτυχία αναζητείται για τον εαυτόν της. Ορισμένα πράγματα είναι αναγκαία για την διαρκή ευτυχία: η καλή γέννηση, η καλή υγεία, το κάλλος, η καλή τύχη, η καλή υπόληψη, οι καλοί φίλοι, τα καλά χρήματα και η καλοσύνη. «Όσοι λένε ότι ο βασανιζόμενος στο τροχό ή αυτός που υπόκειται σε μεγάλες συμφορές, είναι ευτυχής, αρκεί να είναι καλός, λένε ανοησίες».
Ο Αριστοτέλης ξεχωρίζει τα αγαθά που είναι από μόνα τους αγαθά, από τα δευτερεύοντα, τα μέσα που οδηγούν στα απόλυτα αγαθά. Χωρίζει τα αγαθά σε τρεις κατηγορίες, στα επαινετά, στα τίμια και στις δυνάμεις που αντιστοιχούν τα εξωτερικά αγαθά (τα εκτός αγαθά). Τα αγαθά είναι εκείνα που εξασφαλίζουν το «ζην» κοινωνική θέση, περιουσία, σωματική ακεραιότητα και ασφάλεια.
[…] Ούτε μπορεί ο ίδιος άνθρωπος να είναι φρόνιμος και την ίδια στιγμή να είναι ακρατής· γιατί όπως δείξαμε ο φρόνιμος άνθρωπος είναι την ίδια στιγμή και ηθικά καλός άνθρωπος. Έπειτα, για να είναι κανείς φρόνιμος δεν είναι αρκετό να γνωρίζει μόνο τί είναι το σωστό· πρέπει, επιπλέον, να είναι σε θέση και να το πράττει -και ο ακρατής άνθρωπος δεν είναι σε θέση να το πράττει (τίποτε, από την άλλη, δεν εμποδίζει τον δεινό άνθρωπο να είναι ακρατής· αυτός είναι και ο λόγος που μερικές φορές κάποιοι άνθρωποι θεωρούνται φρόνιμοι, μαζί όμως και ακρατείς, ακριβώς για τον λόγο ότι η δεινότητα διαφέρει από την φρόνηση με τον τρόπο που είπαμε στην πρώτη μας παρουσίαση του θέματος: από την άποψη της συλλογιστικής ικανότητας η δεινότητα βρίσκεται πολύ κοντά στην φρόνηση, διαφέρει όμως από αυτήν από την άποψη της προαίρεσης), και όχι, πάλι, όπως ο άνθρωπος που έχει γνώση και την χρησιμοποιεί, αλλά όπως ο κοιμισμένος ή ο μεθυσμένος.
Ενεργεί, επίσης, με την θέλησή του (γνωρίζει, πράγματι, κατά κάποιο τρόπο και τί κάνει και για ποιόν σκοπό), κακός όμως δεν είναι· γιατί η προαίρεσή του είναι καλή· αυτό θα πει ότι είναι μόνο κατά το ήμισυ κακός. Δεν είναι, επίσης, άδικος· ο λόγος είναι ότι δεν είναι δόλιος και επίβουλος: από τους δύο τύπους ακρατούς ανθρώπου ο ένας δεν μένει σταθερός στις αποφάσεις που παίρνει ύστερα από σκέψη, ενώ ο ευέξαπτος τύπος ούτε καν σκέφτεται. Στην πραγματικότητα ο ακρατής άνθρωπος μοιάζει με την πόλη που εκδίδει όλα τα σωστά ψηφίσματα και έχει εξαίρετους νόμους, που δεν εφαρμόζει όμως τίποτε από όλα αυτά — όπως το είπε σκωπτικά ο Αναξανδρίδης «Η πόλη το ᾽θελε, που για τους νόμους δεν της καίγεται καρφί»
Η εγκράτεια και η ακράτεια αποτελούν υπερβολή σε σύγκριση με την έξη της πλειονότητας των ανθρώπων: ο εγκρατής παρουσιάζει μεγαλύτερη, ο ακρατής μικρότερη σταθερότητα και αντοχή από αυτήν που μπορούν να παρουσιάζουν οι περισσότεροι άνθρωποι. Από τις μορφές της ακράτειας η ακράτεια των ευέξαπτων ανθρώπων θεραπεύεται πιο εύκολα από την ακράτεια εκείνων που σκέφτονται και παίρνουν αποφάσεις, δεν μένουν όμως σταθεροί σ᾽ αυτές· το ίδιο οι ακρατείς από συνήθεια παρά αυτοί που είναι ακρατείς εκ φύσεως· είναι, πράγματι, πιο εύκολο να αλλάξεις τις συνήθειες κάποιου παρά την φύση του· φυσικά, και την συνήθεια δεν είναι εύκολο να την αλλάξεις, ακριβώς γιατί είναι σαν δεύτερη φύση, όπως το λέει και ο Εύηνος «Η αδιάκοπη άσκηση είναι, σου λέω, φίλε μου, που κάνει την συνήθεια, κι αυτή στο τέλος καταντά η φύση μας να είναι». Είπαμε λοιπόν τί είναι η εγκράτεια και τί η ακράτεια, τί είναι η καρτερία και τί η μαλθακότητα, καθώς και σε ποιά σχέση βρίσκονται αυτές οι έξεις μεταξύ τους. […] Αριστοτέλης -Ἠθικὰ Νικομάχεια 
Το δε δεινόν ευκαρτέρητον
Ο πόνος είναι είτε σύντομος και δριμύς είτε χρόνιος και μικρός. Στην πρώτη περίπτωση, ο πόνος θα περάσει σχετικά γρήγορα, ενώ στην δεύτερη, ο πόνος συνηθίζεται σχετικά εύκολα. Ο πόνος που είναι και δριμύς και χρόνιος είναι πολύ σπάνιος. Έτσι δεν χρειάζεται κανείς να αγωνιά και να φοβάται τον πόνο και την δυστυχία. Η φιλοσοφία του Επίκουρου για τον τρόπο διαβίωσης των ανθρώπων συμπυκνώνεται στο «Λάθε Βιώσας» δηλ. να ζεις απαρατήρητος, να μην επιδιώκεις την προβολή. Η αφάνεια σου εξασφαλίζει την ανωνυμία (απουσία ταυτότητας = απουσία εγωπάθειας) και την δυνατότητα να είσαι αυτάρκης, ελεύθερος, ενώ η διασημότητα δημιουργεί αντιπαλότητα κι έχθρα με αποτέλεσμα να χάνεται η αταραξία, που είναι προϋπόθεση για το «Ζην Ηδέως». Αξίζει να μένεις στην αφάνεια, για να διαφυλάξεις την γαλήνη (εὐθυμία) και να καλλιεργήσεις τον Νου σου. Η Γνώση πρέπει να βοηθά στην συσσώρευση Δύναμης, για να εκλείψουν οι δεισιδαιμονίες και οι πλάνες και για να κατακτήσει ο άνθρωπος το ανώτερο αγαθό που είναι η Ηδονική Γαλήνη (εὐθυμία). Δεν χρειαζόμαστε καμία γνώση που δεν έχει σχέση με την Ευθυμη κι Ευδαιμονική ζωή, που δεν μεγαλώνει την ευτυχία μας ή που δεν μειώνει τον πόνο μας.
ΣΥΜΜΕΤΡΗ ΖΩΗ ΓΙΑ ΓΑΛΗΝΗ
Οι φίλοι του Κήπου θεωρούν ανώφελο και ανόητο να υποβάλλεται με την θέλησή μας το σώμα σε βάσανα και δοκιμασίες, σύμφωνα με τις πρακτικές που ακολουθούσαν οι μυστικιστικές σέχτες της εποχής του και εκατοντάδες χιλιάδες πιστοί, μέχρι τις μέρες μας από τα βδελυρά κι ανόσια εκκλησιαστικά ιερατεία. Κατά τον Επίκουρο, η φιλοσοφία είναι μια δραστηριότητα χρήσιμη για την ευτυχισμένη ζωή, είναι η ίδια τέχνη και θαυμαστή επιστήμη της ζωής.
«Φυσικές και αναγκαίες είναι όσες επιθυμίες, όταν ικανοποιηθούν, ανακουφίζουν τους πόνους, όπως το ποτό την δίψα κι όσες επιθυμίες δεν προκαλούν πόνο αν δεν ικανοποιηθούν δεν είναι αναγκαίες. Οι φυσικές επιθυμίες που δεν προκαλούν πόνο αν δεν ικανοποιηθούν -δεν είναι δηλαδή αναγκαίες- αλλά η προσπάθεια που καταβάλλει κανείς για την ικανοποίηση τους παραμένει έντονη, γεννιούνται από ματαιοδοξία, και δεν οφείλονται στην φύση τους το ότι δεν απομακρύνονται, αλλά στην ματαιοδοξία του ανθρώπου.»