Τι είναι το γλωσσικό ζήτημα;
Οι
Έλληνες οι καλλίτεροι, οι πιο ζουμεροί, οι πιο ζωντανοί, είναι όλοι
τους δημοτικιστές, ή είναι έτοιμοι να δεχτούνε τη δημοτική. Τι πάει να
πει αυτό; Μήπως το ζήτημα το γλωσσικό δεν είναι μόνο γλωσσικό; Με το να
πληθαίνουν κάθε ώρα οι δημοτικιστές, μήπως σημαίνει, πως σιγά-σιγά
αλλάζει το μυαλό των Ελλήνων, κι αρχίζει και νοιώθει πράματα που δεν τα
ένοιωθε πριν;
Τι γίνεται; Οι Έλληνες
μέρα με την ημέρα γίνονται πραγματικώτεροι, πιο σύμφωνοι με τον εαυτό
τους, τον αληθινό, τον τωρινό. Ξεπετιούνται και ξελευτερώνουνται από
μερικές βαρειές σκλαβιές, από σιδερένιες φορεσιές που τους κάθισε ο
φιλελληνισμός των ξένων, η αρχαιομανία των γραμματισμένων, κι ο
βυζαντινισμός των Φαναριωτών λαϊκών και παπάδων.
Οι
Φιλέλληνες και οι γραμματισμένοι μας είπαν πως είμαστε Περικλήδες,
Θεμιστοκλήδες, Σωκράτηδες, Αριστοτέληδες και Σοφοκλήδες. Μας μασκάρεψαν
με κράνη και περικεφαλαίες, με δόρατα, σάνταλα, χιτώνες, θώρακες -όλα
χάρτινα και ξύλινα, χρυσωμένα με χρυσόχαρτα κολλημένα. Από την άλλη
μεριά, η παράδοση κ’ οι Φαναριώτες, ενεργούσαν. Αυτοί πάλι έλεγαν: «Θα
πάρουμε την Πόλη», «ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς κ’ η κόκκινη, μηλιά», «η
Αγιά Σοφιά», το βυζαντινό κράτος -η Μεγάλη Ιδέα.
Οι
Φιλέλληνες κ’ οι γραμματισμένοι Ρωμιοί έπλασαν και την αντίληψη της
μικρής Ελλάδας, εκείνην που έχουν οι Ελλαδικοί σήμερα, τοποθέτησαν την
τωρινή Ελλάδα επάνω στην κλασική Ελλάδα, και είπαν: «Τα σύνορά της θα
είναι και σύνορά σας, για να είναι η εικόνα σας πανομοιότυπη». Η
βυζαντινή παράδοση πάλι, έφτειασε τη φαντασία μιας πολύ μεγάλης Ελλάδας,
με κέντρο την Πόλη, ξαναδημιούργησε κι ανάστησε τη βυζαντινή
αυτοκρατορία στα κεφάλια των Ελλήνων.
Όλ’
αυτά πέφτουνε τώρα, γκρεμίζουνται. Με την ελεεινότητα του Ελληνικού
κράτους, που μας έκανε κορόιδο, χάσαμε την πίστη μας σ’ αυτά που μας
έλεγαν οι Φιλέλληνες, οι Γραμματισμένοι και οι Φαναριώτες, και μαζί
χάσαμε σκεδόν και την πίστη στον εαυτό μας, στη δύναμη της φυλής μας.
Αυτό το τελευταίο είναι κακό μεγάλο, μα είναι η φυσική αντίδραση. Πρέπει
να περάσει. Και τώρα καθένας αγάλι αγάλι ξυπνά και λέει:
«Όσα
μας είπαν είναι λοιπόν ψευτιές, θέλουμε μεις αλήθεια. Οι Φιλέλληνες, οι
Δασκαλογραμματισμένοι, και οι Φαναριώτες είπανε ψέματα στους γονιούς
μας, και επειδή είταν απλοϊκοί άνθρωποι, τους επίστεψαν. Μα εμείς πια δε
θέλουμε να γελιούμαστε. Πού είναι η αλήθεια; Δεν ήμαστε Περικλήδες,
Σοφοκλήδες και Σωκράτηδες, κάτω οι χάρτινες περικεφαλαίες και τα ξύλινα
δόρατα. Αυτά είναι ψευτιές. Δε θα πάρουμε την Πόλη. Πέθανε ο
μαρμαρωμένος Βασιλιάς. Μεις είμαστε μικροί, ανάξιοι, τιποτένιοι.
Έλα,
ας πιάσουμε να δούμε τι έχουμε και δεν έχουμε. Η αρχαία γλώσσα δεν
υπάρχει, είναι ψέμα. Το σκολειό που μας μαθαίνει πως υπάρχει, λέει
ψέματα. Έπειτα το σχολειό όλο θεωρίες μας διδάσκει, ενώ μεις θέλουμε
πραγματικότητες, θετικά, πραχτικά πράματα. Να κάνουμε πρέπει σκολειά
πραχτικά, εμπορικά, επαγγελματικά, που δε θα μας μαθαίνουν άχρηστες
γνώσες. Ούτε καιρό γι’ αυτές έχουμε ούτε όρεξη. Ο κόπος μας ας πάει
αλλού. Γλώσσα θα μεταχειριζόμαστε αυτή που έχουμε και μιλούμε. Αυτή μας
σώνει, άλλη δε χρειαζόμαστε. Ό,τι κι αν θέλουμε να πούμε, μ’ αυτή θα το
λέμε. Όποιος λέει πως μας χρειάζεται άλλη γλώσσα, καλλίτερη, λέει
ψέματα. Το κράτος δε θα προκόψει με τα σκολειά και ταρχαία γράμματα. Με
το να λέμε και να ξαναλέμε πως ο Περικλής είταν παπούλης μας, και πως
είτανε μεγάλος άνθρωπος, δεν πάει να πει πως κ’ εμείς είμαστε ή γινήκαμε
μεγάλοι. Το κράτος θέλει στρατό και στόλο.
Τάλλα
όλα είναι κουρουφέξαλα. Ναι, η Μεγάλη Ιδέα είναι φαντασία, και γι’ αυτό
έπεσε στην υπόληψή μας, αλλά βέβαια μένει η πραγματικότητα ότι πολλά
ελληνικά χώματα είναι σκλαβωμένα στον Τούρκο και πρέπει να ξεσκλαβωθούν
και να ενωθούν με τη μικρή Ελλάδα. Γιατί ούτε η κλασική Ελλάδα με τα
κλασικά της σύνορα (που τα φύλαγε, σαν κέρβερος, ο στενόμυαλος
Δημοστένης), είναι κανένα πρότυπο για τη σημερινή Ελλάδα, ούτε πάλε η
απέραντη βυζαντινή αυτοκρατορία, με τα αναρίθμητα έθνη της, μπορεί να
γίνει παράδειγμα για μια τωρινήν Ελλάδα.
Η
δική μας η τωρινή Ελλάδα θέλει σύνορα εκεί που τελειώνει η Ελληνική
φυλή. Για να φτειαστεί η Ελλάδα αυτή, χρειάζεται να δουλέψουμε.
Η
ελευτεριά δεν πέφτει από τον ουρανό σαν το μ ά ν α. Τι, περιμένουμε;
Από τ ώ ρ α πρέπει ναρχίσουμε να δουλεύουμε, δούλοι κ’ ελεύτεροι, για να
ενωθεί η φυλή μας σ’ έ ν α κράτος. Μα και οι νόμοι και τα συστήματα,
που μας φόρτωσαν εμάς τους Ελλαδίτες, οι πρώτοι και κατοπινοί μας
νομοθέτες -νομοθέτες θεότυφλο- είναι στραβά κι ανάποδα. Σύντριψαν την
αυτοδιοίκηση, που ύπαρχε χιλιάδες χρόνια, και μας έντυσαν με ρούχα που
δε μας έρχονται. Για, ας ανοίξουμε τα μάτια μας να δούμε. Όταν ήρθαν και
μας πλάκωσαν οι βαυαρέζικοι κι άλλοι νόμοι, τι είχαμε; Είχαμε,
κοινότητες και τοπική αυτοδιοίκηση. Ας δοκιμάσουμε, τώρα που ανοίξαμε τα
μάτια μας, να ξαναφτειάσουμε κείνο, που έτσι αστόχαστα κλωτσοπατήσαμε
τότε. Ας αφήσουμε να ξαναφυτρώσουν μονάχες τους οι κοινότητες.»
Κ’
έτσι και σ’ όλα τάλλα. Η γλωσσική αλλαγή φέρνει κι άλλα κρυφά κουσούρια
-χρυσά κι ατίμητα κουσούρια- σ’ όποιον την παθαίνει. Η δημοτική γλώσσα
είναι μιαν αρρώστια -χρυσή και αξιαγάπητη αρρώστια που δεν έρχεται
μονάχη, παρά φέρνει μαζί της χίλια μύρια καλά, σέρνει σωρούς κι αρμαθιές
τις ιδέες, τις αντίληψες, τα φώτα, τις σκέψες, τα αισθήματα- καινούρια,
δροσερά, ανοιξιάτικα, και τι όμορφα! Τέτοια είναι, που μόνο να τα
συγκρίνεις με τους σωρούς και τους μεγαλόπρεπους όγκους της
αρχαιοπρέπειας των περασμένων γενεών, αμέσως διαγνώνεις πως τούτα είναι ψ
ό φ ι α, ενώ τα σημερινά είναι ζ ω ν τ α ν ά. Και αν θέλει ρώτημα, τι
είναι καλλίτερο απ’ τα δυο, η ζωή γιά η ν έ κ ρ α, ας βρεθεί κανείς να
πει πως καλλίτερα έχει τη νέκρα, την αρχαιόπρεπη, κι ας έρθει εδώ
μπροστά μου να το μολογήσει, να τον ονομάσω ευτύς κ’ ήσυχα-ήσυχα «Ψ ο φ ί
μ ι! ».
Να πώς το γλωσσικό ζήτημα δεν
είναι ξερά ξερά γλωσσικό ζήτημα, παρά είναι κοινωνικό ζήτημα. Πιστεύω
πως οι άνθρωποι που θα πρωτοστατήσουν στο έθνος μας, σε τούτης τη γενιά
-δηλαδή στη γενιά που φύτρωσε ύστερα από το 97- θα είναι όλοι ή
δημοτικιστές δηλωμένοι, ή έτοιμοι για να δεχτούν τη ζωντανή, τη δημοτική
γλώσσα.
@Ίων Δραγούμης / Δημοσιεύτηκε
στον αριθ. 274 (16 του Δεκέβρη 1907) του «Νουμά», με υπογραφή: ΙΔΑΣ και
με ημερομηνία 26 του Νοέμβρη 1907.
Ο Γλωσσικός Πόλεμος
Το
ελληνικό γλωσσικό ζήτημα είναι ένα θέμα πιθανόν «λελυμένο» τουλάχιστον
νομοθετικά, λένε, για την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Μέχρι
νεωτέρας φυσικά. Ωστόσο ως μέσο ιδεολογικής και κοινωνικής επιβολής
ταλαιπώρησε και δίχασε την ελληνική κοινωνία επί σειρά αιώνων και είναι
λογικό για ένα κράτος που ήταν και είναι υπό κατοχή. Ο κάθε νέος
Αφέντης αποφασίζει για την γλώσσα που θα ομιλούν οι υποτακτικοί του,
αυτά που θα του επιτρέπει να γνωρίζει και υπό ποιά οπτική.
Μου
κάνει εντύπωση που σήμερα το γλωσσικό ζήτημα, (μεταξύ πολλών ακόμη
σοβαρών θεμάτων) είναι ένα θέμα άγνωστο στον Έλληνα!!! Είναι άγνωστος ο
πόλεμος για την γλώσσα που ομιλεί και γράφει, δηλαδή, την γλώσσα που
επικοινωνεί. Όμως ένας τεράστιος γλωσσικός πόλεμος βρίσκεται σε εξέλιξη,
ναι, ακόμη και σήμερα που είναι το θέμα φαινομενικά «λελυμένο
νομοθετικά» και η σχεδόν καθολική, επιβολή της ανορθογραφίας και των
γκρικλς ως κάτι «φυσιολογικό» κι αποδεχτό γίνεται από εξαίρεση, ο
κανόνας. Θα μου πεις πάντοτε οι μάζες (οι Κοινοί, οι Μαλλιαροί) ήταν κι
αμόρφωτοι, κι αναλφάβητοι, κι ανορθόγραφοι, κι ασύντακτοι, αλλά σήμερα,
στην τεχνική εποχή, αυτό θα έπρεπε να έχει εκλείψει, ειδικά αφού οι
περισσότεροι -αν όχι όλοι- δραστηριοποιούνται ολημερίς σε κάποιο
κοινωνικό μαντρί και η γραφή είναι απαραίτητη για να εκφραστούν και να
επικοινωνήσουν.
Αλλά θα μου ξαναπείς
ότι και οι μαϊμούδες επικοινωνούν και δεν χρειάζονται ούτε γλώσσα ούτε
ορθογραφία, και θα σου απαντήσω, ότι, υπάρχει αυτό το κάτι που μας
διαφοροποιεί από τις μαϊμούδες κι αυτό είναι η γλώσσα μας, οι λέξεις της
με την ετυμολογία τους, η ορθογραφία τους, το συντακτικό της και ο
ορθός τρόπος χρήσης της.
Η Γνώση είναι άμμεσα συνδεδεμένη με την γλώσσα της.
Αυτά που σου επιτρέπουν να γνωρίζεις, ο τρόπος που σου επιτρέπουν να
εκφράζεσαι είναι προκαθορισμένο από τον Αφέντη (κατόπιν οι Μυστικές
Εταιρίες, στοές και λαγούμια θα στην επιβάλλουν) κι όποιος καθορίζει την
γλώσσα σου καθορίζει και τις σκέψεις σου και τα συναισθήματα σου και το
περιβάλλον σου και πάει λέγοντας. Κοντολογίς Η ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΖΩΗ
ΣΟΥ. Την ποιότητα της, το πώς θα ζήσεις, το αν θα είσαι ασθενής ή
υγιής, από ποια ασθένεια θα νοσήσεις, πως θα αντιλαμβάνεσαι τις τέχνες,
τις επιστήμες, τα υψηλά νοήματα, τις αφηρημένες κι αμφίσημες έννοιες, το
πώς θα τις επεξεργάζεσαι, η ικανότητα σου στην ΔΙΑΚΡΙΣΗ, η
διαφοροποίηση, η ταυτοποίηση και η ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΟΛΟΦΑΝΕΡΟΥ, τα
οικονομικά και ο πλούτος σου … και χιλιάδες άλλα, εξαρτώνται
αποκλειστικά και ΜΟΝΟΝ, από την γλώσσα που ομιλείς.
Το γλωσσικό θέμα έχει μια πολύ σοβαρή φυσική και μεταφυσική προέκταση,
μα δεν θα το αναλύσω εδωνά, χωρίς πρώτα να γνωρίζεις τι είναι και πως
εξελίσσεται ο Ελληνικός Γλωσσικός πόλεμος. Αν σε ενδιαφέρει η ζωή και η
υγεία σου, η επιβίωση σου, η τύχη σου κι ο πλούτος σου, η κληρονομιά σου
και τα δυναμικά σου, το γλωσσικό είναι το θέμα που απαιτεί πρωτίστως
και καθολικά την προσοχή σου. Σήμερα μιλάμε αγγλικά και γερμανικά με
ελληνικές λέξεις, και από άποψη γραμματικής και από άποψη συντακτικού,
το μόνο που λείπει είναι να γράφουμε με λατινικούς χαρακτήρες!!
Εδώ
απλώς ίσα -ίσα που σκαλίζουμε λίγο την επιφάνεια, ενός τόσο σημαντικού
ζητήματος, όπως το γλωσσικό, αν δε προστεθούν τα κομμουνιστικά, μασωνικά
και δόλια συμφέροντα κάθε είδους κομμάτων κι αποκομμάτων, με πολιτική,
θρησκευτική ή οικονομική ροπή και την δική του ατζέντα, που είχαν να
κάνουν με την διαστρέβλωση, τον εξοβελισμό και την αποσάθρωση της
Ελληνικής γλώσσας, χρειάζονται πολλές σελίδες ανάλυσης. Είναι όμως ένα
πολύ σημαντικό θέμα που απαιτεί την προσοχή σου και την εις βάθος
μελέτη.
Σκέψου μονάχα ετούτο: Η αρχαία
Ελληνική γλώσσα, που ήταν αρχαία για τους αρχαίους και δεν γνώριζαν τότε
την καταγωγή της, είναι η γλώσσα που δημιουργεί σύμπαντα και εξυψώνει
τον άνθρωπο από μιμιδίζουσα μαϊμού, σε Μετάνθρωπο. Σιγά μην την άφηναν
ανεξέλεκτη. Και σιγά μην άφηναν το Ελληνικό DNA να ομιλεί την
πατρογονική του γλώσσα. Εχει γούστο, αν μη τι άλλο, το να γνωρίζουμε τα
καραγκιοζιλίκια ένθεν κι ένθεν των παπαρολογοειδικών (γνωστών κέντρων
και λαγουμιών) κόντρα στην αγνή καθαρή ψυχή όσων πάλεψαν για την
ελληνική γλώσσα.
Αττική Διάλεκτος
Η Αττική διάλεκτος είναι η πιο γνωστή από τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους. Γεννήθηκε στην Αθήνα όπου λέγοταν τότε όλη η Αττική και ήταν ταυτόσημες έννοιες.
Από τις αρχαίες διαλέκτους είναι η πιο όμοια με τα μετέπειτα ελληνικά
και είναι η τυποποιημένη μορφή της γλώσσας που μελετάται στο μάθημα των
αρχαίων ελληνικών. Η πιο παλαιά καταγραμμένη ελληνική λογοτεχνία, των
«Ομηρικών Επών» χρονολογείται στον 7ο ή 8ο αιώνα π.κ.ε. και δεν γράφτηκε
στην αττική διάλεκτο, αλλά σε παλαιά Ιωνική και Αιολική, αλλά η γραπτή
μορφή της επηρεάζεται από την Αττική διάλεκτο. Η Αθήνα και η διάλεκτός
της παρέμειναν σχετικά άγνωστες έως ότου οδήγησαν οι αλλαγές του
πολιτεύματός της στην δημοκρατία το 594 π.κ.ε την έναρξη της κλασσικής
περιόδου και την άνοδο της αθηναϊκής επιρροής.
Τα
πρώτα εκτενή έργα της λογοτεχνίας σε αττικό επίπεδο είναι τα έργα των
δραματουργών Αισχύλου, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Αριστοφάνη και Μενάνδρου τον
5ο αιώνα π.κ.ε. Τα κείμενα του Αθηναίου Πλάτωνα χρονολογούνται επίσης
από εκείνον τον αξιοπρόσεκτο ιερό αιώνα της φιλοσοφίας. Οι στρατιωτικοί
άθλοι των Αθηναίων οδήγησαν λόγιους που τους μελέτησαν παγκοσμίως και
θαύμασαν την ιστορία της γλώσσας αυτής, στην οποία είναι γραμμένα τα
έργα του Θουκυδίδη και του Ξενοφώντα. Ελαφρώς λιγότερο γνωστοί επειδή
είναι πιο τεχνικοί και νομικοί είναι οι λόγοι των ρητόρων όπως του
Αντιφώντα, του Δημοσθένους, του Λυσία, του Ισοκράτη και πολλών άλλων. Ο
αττικιστής Έλληνας φιλόσοφος Αριστοτέλης (384-322 π.κ.ε.) ως μαθητής του
Πλάτωνα, χρονολογείται από την περίοδο στην οποία η κλασσική αττική
αντεξελίσσεται στην κοινή Ελληνιστική.
Τι είναι η γλωσσική διμορφία;
Ενας Γλωσσικός Εμφύλιος
Το
γλωσσικό ζήτημα είναι ένα θέμα πιθανόν λελυμένο –τουλάχιστον
νομοθετικά- για την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Μέχρι νεωτέρας
φυσικά. Ωστόσο ως μέσο ιδεολογικής και κοινωνικής επιβολής ταλαιπώρησε
την ελληνική κοινωνία επί σειρά αιώνων. Μου κάνει εντύπωση που σήμερα το
γλωσσικό ζήτημα, να παρακολουθήσουμε την εξέλιξή του από την
ελληνιστική περίοδο μέχρι την οριστική επίλυσή του και τέλος να δούμε
ποιες υπήρξαν οι συνέπειές του στις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, την
πολιτική ζωή και την εκπαίδευση του νεοελληνικού κράτους.
Η γλώσσα δεν είναι η ίδια σε όλες τις περιστάσεις και για όλους τους ανθρώπους. Εμφανίζει ποικιλότητα, δηλαδή διαφοροποίηση,
ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε ατόμου (ιδιόλεκτος,
διάλεκτος, κοινωνιόλεκτος), με την περίσταση χρήσης της (επίπεδο ύφους)
και ανάλογα με το επίπεδο γνώσης της ως δεύτερης/ξένης (διαγλώσσα). Οι
επαγγελματίες ομιλητές ήδη από μικρή ηλικία και ουσιαστικά καθ’ όλη τη
διάρκεια της ζωής τους, μαθαίνουν και χρησιμοποιούν διαφορετικές
γλωσσικές ποικιλίες ανάλογα με το περικείμενο στο οποίο βρίσκονται,
δηλαδή τις δραστηριότητες, τα πρόσωπα, τις συνθήκες, τους ρόλους κλπ.
που εντοπίζονται σε κάθε περίσταση. Με άλλα λόγια, οι ομιλητές
εξοικειώνονται και τελικά χρησιμοποιούν διαφορετικά επίπεδα ύφους,
καθένα από τα οποία συνήθως συνδέεται με ένα συγκεκριμένο κειμενικό
είδος.
Με τον όρο γλωσσικό ζήτημα
εννοείται ο γλωσσικός διχασμός, σε γραπτό λόγο (λόγιο) και καθομιλούμενη
γλώσσα (δημώδη), ο οποίος ως αποτέλεσμα της διασποράς των δυτικών
ιδεολογιών στην ελληνική κοινωνία, την σημάδευσε επί σειρά ετών. Το μόνο
πράγμα το οποίο άλλαζε κατά τήν διάρκεια τής ιστορίας 20 αιώνων τού
γλωσσικού ζητήματος ήταν η ένταση και τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα της εκάστοτε εποχής.
Στα
ελληνικά έχουν προταθεί και διάφοροι άλλοι όροι γι’ αυτή την κατάσταση
(μεταξύ των οποίων διγλωσσία, κοινωνική διμορφία, διπλογλωσσία, τεχνητή
διγλωσσία, εσωτερική διγλωσσία, ιστορική διγλωσσία κλπ.) η οποία
συνδέεται με το λεγόμενο γλωσσικό ζήτημα – την διάκριση καθαρεύουσας και
δημοτικής. Η κοινωνική διγλωσσία είναι μια σχετικά σταθερή γλωσσική
κατάσταση η οποία έχει τρία κύρια χαρακτηριστικά:
1. Δύο διαφορετικές ποικιλίες της ίδιας γλώσσας
χρησιμοποιούνται σε μία γλωσσική κοινότητα, μία από τις οποίες
θεωρείται «Υψηλή» ποικιλία (Υ) και η άλλη «Χαμηλή» ποικιλία (Χ). Δηλαδή,
εκτός από τις βασικές διαλέκτους της γλώσσας, υπάρχει μια ιδιαίτερα
διαφοροποιημένη, τυποποιημένη (και συνήθως γραμματικά πιο περίπλοκη)
ποικιλία (Υ), η οποία είναι φορέας μιας μεγάλης και σεβαστής γραπτής
φιλολογικής παράδοσης και έχει μεγάλο κύρος. Η ποικιλία αυτή μπορεί να
προέρχεται από προηγούμενη φάση της ίδιας γλώσσας ή από άλλη συγγενή
γλωσσική κοινότητα.
2. Η κάθε ποικιλία χρησιμοποιείται σε διαφορετικές περιστάσεις
έτσι ώστε η Υ και η Χ συμπληρώνουν η μία την άλλη αλλά δεν είναι
συμβατές σε καμία περίπτωση. Για παράδειγμα, η Υ διδάσκεται συστηματικά
στην επίσημη εκπαίδευση και χρησιμοποιείται στις περισσότερες γραπτές ή
επίσημες προφορικές χρήσεις (τα δημόσια έγγραφα, τις εφημερίδες, την
τηλεόραση, την λογοτεχνία, τους πολιτικούς λόγους, την θρησκεία κλπ.).
Αντίθετα, η Χ μονοπωλεί σχεδόν τις ανεπίσημες περιστάσεις επικοινωνίας
(συζήτηση, καθημερινές συναλλαγές). Η χρήση της Υ εκεί που αναμένεται Χ,
αλλά και το αντίστροφο, μοιάζει παράδοξη, προκαλεί γέλιο και μπορεί να
στιγματίσει τον/την ομιλητή/τρια.
3. Κανένα κομμάτι του πληθυσμού δεν χρησιμοποιεί την Υ στην αυθόρμητη καθημερινή επικοινωνία, εφόσον δεν αποτελεί μητρική γλώσσα κανενός. Ως μητρική γλώσσα αναγνωρίζεται η Χ.
Η Γλώσσα στην Αρχαία Ελλάδα
Αυτή η διμορφία
(όρος ο οποίος δυστυχώς δεν επικράτησε) μπορεί εύκολα να εντοπιστεί
διάσπαρτη (αν κι όχι με αυτή την ονομασία) στην αρχαία Ελληνική
γραμματεία. Προσωκρατικοί συγγραφείς όπως ο Φερεκύδης, ο Παρμενίδης και ο
Ξενοφάνης επέλεγαν όχι τον πεζό λόγο (καταλογάδην συγγραφή) αλλά την
ποιητική γλώσσα ως παλαιότερη και πιο σεβαστή. Παρόμοιες αναφορές
μπορούμε να βρούμε και στον Αριστοτέλη («τιμιώτατον μὲν γὰρ τὸ
πρεσβύτατον, ὅρκος δὲ τὸ τιμιώτατόν ἐστιν»).
Ενδεικτικό
παράδειγμα αποτελεί η «Τέχνη Γραμματκή» τού Διονυσίου τού Θρᾳκός (η
πρώτη Ελληνική και Ευρωπαϊκή γραμματική), στην οποία ανέλυε την
παλαιότερη λογοτεχνική γλώσσα τών ποιητών. Προς τούτοις, ο Θουκυδίδης
επέλεγε να γράφει σε γλώσσα πιο αυστηρά (βλέπε τα τρίτα πρόσωμα των
προσωπικών αντωνυμιών σφεῖς, σφῶν κτλ αντί των τότε εν χρήσει αττικών
αὐτοί αὐτῶν, οὗτοι τούτων ή ἐκείνοι ἐκείνων), τις παλαιές μεταβολές του
διπλού σσ σε σρ, διότι τα πρό αυτού χρόνια το ρρ το έλεγαν ττ. Βλ. ακόμη
τους εκλιπόντες τύπους δοτικής -οισι από του Ε΄ αιώνος σε -οις
(ἀνθρώποισι – ἀνθρώποις) κτλ. Όμως ο «δημοτικιστής» της εποχής
Ἀριστοφάνης στους Βατράχους γράφει ακόμη «τοῖς μὲν γὰρ παιδαρίοισίν
ἐστι» και άλλα πάμπολλα παραδείγματα. Μάλιστα εκεί κατηγορείται τον
Αἰσχύλο ότι γράφει τις παραστάσεις του σε γλώσσα ακατανόητη στον απλό
λαό (Βάτραχοι, στίχος 926).
Ακόμη
φαίνεται ότι υπήρχε σαφεστάτη διαφορά μεταξύ του γραπτού και του
προφορικού λόγου, όπως για παράδειγμα η γλώσσα των ποιητών οι οποίοι
ανεμίγνυαν στοιχεία πεπαλαιωμένα (χορό στην Δωρική διάλεκτο των
τραγικών, η οποία ήταν η «καθαρεύουσα»). Έγραφαν διαλέγοντες ένα κράμα
από Δωρικά Αιολικά/Ιωνικά και επικά στοιχεία, γλώσσα η οποία θεωρητικά
είναι αδύνατον να μιλήθηκε ποτε.
Περίπου
τον 1ο αιώνα μ.κ.ε. οι αττικιστές, με ρομαντική πάντως διάθεση,
προσπάθησαν να μεταρρυθμίσουν την γλώσσα, όχι στο πώς χρησιμοποιείται
αλλά στο πώς πρέπει να χρησιμοποιείται βάσει τής Αττικής διαλεκτου τού
5ου π.κ.ε. αι. Τότε και άρχεται επισήμως το περίφημο γλωσσικό ζήτημα,
όταν δηλαδή αυτή η διάκριση του ύφους απευθύνεται ως οδηγία στις
μεγάλες μάζες τών ανθρώπων. Αυτό είχε ως ακόλουθο την ταχεία εξάπλωση
του διαχωρισμού τής λογίας από την δημώδη γλώσσα.
Mετά τις κατακτήσεις του Μακεδόνα Αλεξάνδρου, το κράτος των Μακεδόνων βασιλέων του υιοθετεί την αττική διάλεκτο
για τις διοικητικές, εμπορικές και διπλωματικές του ανάγκες. Η αττική
διάλεκτος διαμορφώνεται σταδιακά σε νέα μορφή ελληνικής γλώσσας, την Ελληνιστική ή Κοινή,
η οποία θα καθορίσει αργότερα την Βυζαντινή και την νέα Ελληνική
γλώσσα. Οι πολιτικές, θεσμικές και κοινωνικές αλλαγές, η επικράτηση της
νέας θρησκείας, είναι οι κύριες αιτίες θεμελίωσης και επικράτησης της
Κοινής, που έχει υποστεί αλλοιώσεις τόσο στην φωνητική όσο και στην
μορφολογία, την σύνταξη και το λεξιλόγιο. Οι Αλεξανδρινοί γραμματικοί
επινοούν τους τόνους και, πιστεύοντας ότι με την χρήση της αττικής θα
συνεχιζόταν η παράδοση στη συγγραφή έργων, διδάσκουν τον αττικισμό,
με αποτέλεσμα την στροφή των λογίων σε ένα τεχνητό γραπτό ιδίωμα, και
την αρχή ενός πολέμου των ακραίων αρχαιστών και των ακραίων
δημοτικιστών, ή όπως τους ονόμαζαν οι πρώτοι «χυδαίων».
Για
την γραπτή και προφορική μετάδοση της διδασκαλίας του χριστιανισμού
χρησιμοποιείται αρχικά η Κοινή. Η Παλαιά Διαθήκη μεταφράζεται σε αυτήν
και η Καινή Διαθήκη γράφεται σχεδόν εξ ολοκλήρου αρχικά σε αυτή την
γλώσσα, αλλά αργότερα οι Τρεις Ιεράρχες χρησιμοποιούν τον αττικισμό στον
επίσημο εκκλησιαστικό λόγο για λόγους συμφιλίωσης και εξοικείωσης με
την ελληνική παιδεία. Στην συνέχεια, κατά του βυζαντινούς χρόνους, η
διγλωσσία, μεταξύ γραπτής-ομιλούμενης, αττικής –κοινής συνετέλεσε στην
χωριστή τους εξέλιξη. Ο γραπτός λόγος οδηγείται σε μια προοδευτική
συντακτική στρυφνότητα, ενώ ο προφορικός απλοποιείται φωνητικά και
μορφοσυντακτικά λαμβάνων τεράστιο αριθμό λατινικών αρχικά λέξεων και
στην συνέχεια σλαβικών και τουρκικών. Συγχρόνως εισάγονται νέες λέξεις
δάνειες, τόσο αρχαίες όσο και από άλλους λαούς, εξαιτίας του
εκχριστιανισμού τους.
Η Ελληνική Γλώσσα στο Βυζάντιο.
Η
Ελληνική γλώσσα εκείνη την εποχή μπορεί να διακριθεί σε τρείς
υποπεριόδους. Την Πρώιμη Βυζαντινή (6ος-12ος αι.), την όψιμη (12ος-15ος
αι.) και την μεταβυζαντινή (15ος-19ος αι.). Αυτές οι περίοδοι είναι πολύ
σημαντικές καθώς σε αυτές μπορούμε να εντοπίσουμε σχεδόν όλες τις
φάσεις τού γλωσσικού ζητήματος. Κατά την πρώτη (συγκεκριμένα τον 12ο
αιώνα στα λεγόμενα «Πτωχοπροδρομικά» τού Θεοδώρου Προδρόμου)
πρωτοεμφανίζονται λογοτεχνικά κείμενα στην δημώδη
γλώσσα και κατά την δεύτερη, βαθμηδόν, εξαπλώνεται η χρήση αυτής στον
γραπτό λόγο (αναμεμειγμένη με την λογία) και δημιουργούνται οι
περισσότερες μετέπειτα εμφανιζόμενες διαλεκτικές μορφές τής γλώσσας (βλ. τα «ἱπποτικά μυθιστορήματα»).
Αυτή
η διεργασία συντελείται μετά την πτώση τής Πόλεως στις 29 Μαΐου τού
1453 υπό τών Οθωμανών, λόγω τής απουσίας ενός συντεταγμένου κράτους το
οποίο να λειτουργεί συνδετικώς για τους κατοίκους απομακρυσμένων
περιοχών. Δήλον λοιπόν ότι ελλείψει κράτους και Παιδείας και υπό ξένης
κατοχής θα εισήγετο και πληθύς ξένων λέξεων. Παραδείγματα αποτελούν η
Κρήτη και η Κύπρος, οι οποίες και συνδυάζουν τα τοπικά διαλεκτικά
στοιχεία με ξένες λέξεις υπό την επίδραση τής παλαιάς λογιας γλώσσας.
Παρόμοιες
εξελίξεις φαίνεται ότι προσεπάθησε να εμποδίσει λίγους αιώνες πριν ένα
νέο κύμα αττικισμού τον δεύτερο μισό τού 10ου αιώνος, όταν και
μετηγράφησαν, θρησκευτικά κυρίως, κείμενα, ενώ στα χρόνια τής Άννας τής
Κομνηνής η γλώσσα υπέστη περαιτέρω κάθαρση και στην συντακτική της δομή
με πιο εκλεπτυσμένες και παρωχημένες συντάξεις. Οι τρείς κύριες
αντιμαχόμενες ομάδες κατά τα χρόνια τού Βυζαντίου ήταν οι υποστηρικτές
τής γλώσσας τής υμνογραφίας και καθόλου τής χριστιανικής λατρείας
(βασισμένη στην Κοινή τού Ευαγγελίου), οι αττικιστές και οι υπέρ τής
ομιλουμένης τής τελευταίας τών ανωτέρω περιόδων.
Τα Ελληνικά στην Τουρκοκρατία
Κατά
την περίοδο της Τουρκοκρατίας εξαιτίας τής περαιτέρω και παντελούς
απόσχισης περιοχών τού πρώην βυζαντινού κράτους, των διαφόρων κατακτητών
σε περιοχές του και της απομόνωσης περιοχών του, παρατηρείται και η
τελική διαμόρφωση τής ιδιωματικής δημοτικής επηρεασμένη
τα μέγιστα, κυρίως λεξιλογικώς, από την Τουρκική γλώσσα και την
Ιταλική, που εξασθενούν με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.
Χαρακτηριστική είναι η τάση των Ελλήνων να συνδεθούν ψυχικά με την αρχαιότητα καθώς δίνουν αρχαία ονόματα στα παιδιά τους και στα καράβια τους. Η αρχαιολατρεία αυτή είναι συνέπεια της αναγεννητικής ορμής τού έθνους που αφυπνίζεται και ζητά να στηριχτεί στην κλασσική κληρονομιά του.
Εδώ αξίζει να αναφερθεί και η «κακήν κακώς» απόσυρση μιας μεταφράσεως
της Καινής Διαθήκης μόλις το 1638 ύστερα από την έντονη αντίδραση της
εκκλησίας, κάτι το οποίο στάθηκε ως παράδειγμα πρακτικής προς αποφυγήν
για τους μετέπειτα (έως ότου να αποτύχει εκ νέου με την μετάφραση του
Ἀλ. Πάλλη το 1901).
Εξαιρετικά
σημαντική προσωπικότητα υπήρξεν ο Νικόλαος Σοφιανός, ο οποίος εξέδωσε
περίπου το 1540 μ.κ.ε. τήν πρώτη γραμματική τής τότε ομιλουμένης γλώσσας
(την οποία ονόμαζε Κοινή). Ο απώτερος σκοπός τού Σοφιανού ήταν ότι αυτή
η γλώσσα έδει να αποτελέσει πρότυπο ώστε να γίνουν τα θρησκευτικά
κείμενα αντιληπτά από τούς αμαθείς ώς και στις… γυναίκες! Το παράδειγμά
του μιμίθηκε και ο Ἀθανάσιος Λάνδος (Ἀγάπιος ὁ Κρής, περ. 1580-1657) για
να απευθυνθεί στους ανθρώπους κατωτέρου μορφωτικού επιπέδου.
Λίγο
αργότερα, κατά τόν 17ο αιώνα, αυτό το ύφος επιλέγουν (αντί τού
αρχαΐζοντος) οι Φραγκίσκος Σκούφος και Ηλίας Μηνιάτης. Μάλιστα στο
βιβλίο τού Μηνιάτη, «Τέχνη ῥητορικῆς», αναφέρει ότι «ἡ
κοινή μας γλῶσσα εἶναι πτωχὴ ἀπὸ λέξαις καὶ πολλαῖς φοραῖς κάλλιον
ἠθέλησα νὰ σιωπήσω καὶ ὑψηλὰ νοήματα, παρὰ νὰ διηγηθῶ ἢ μὲ φωνὴν
βάρβαρον ἢ μὲ ὁλότελα ἑλληνικήν». Αυτούς όμως τούς συγγραφείς και
τις ιδέες των έψεξε ως αξιοθρηνήτους και ζημιογόνους για την πατρίδα ο
επιφανής Λαρισαίος λόγιος Ἀλέξανδρος Ἑλλάδιος.
Ο γλωσσικός πόλεμος σε όλη του την έκταση ξεκίνησε από τον Εὐγένιο Βούλγαρι, ο οποίος υποστήριζε ότι η χρήση τής Κοινής γλώσσας (τών αμόρφωτων) είναι απαράδεκτη για πονήματα υψηλοτέρου κύρους
και αποδοκιμάζεται εντόνως (πράγμα το οποίο λόγω τής αδυναμίας αυτής
ήταν αληθές). Η απάντηση στον Βούλγαρι προέρχεται από τον, διάσημο
πλέον, μαθητή του Ἰώσηπο Μοισιόδακα. Αυτός έμπλεως σεβασμού πρός τον
δάσκαλό του και μέσω ενός πονήματος «Θεωρία Γεωγραφίας» εισηγείται την
χρήση υψηλοτέρου μεν ύφους, απέχοντος δε διαρρήδην από τού αρχαΐζοντος.
Μπορεί να ειπωθεί ότι αυτή η γλώσσα (ή σωστότερα «ὕφος», λέξη την οποία
και ο ίδιος εισήγαγε) είναι ο πρόδρομος της Καθαρευούσης τού Ἀδαμαντίου
Κοραῆ
«Μοῦ ἐφάνη ὅτι οἱ
Ἱεροκύρηκες, ὅταν διδάσκουσι, καὶ οἱ Σπουδαῖοι, ὅταν συνομιλοῦν, πρέπει
νὰ μεταχειρίζωνται ἕνα Ὕφος ὑψηλότερον ἀπὸ τὸ τετριμμένον. Τὸ ἴδιον
ἔπραξαν καὶ πράττουν καὶ οἱ Εὐρωπαῖοι, χωρὶς οὐδὲ ποσῶς νὰ ζημιοῦνται οἱ
ἁπλούστεροί των».
Το ύφος του
διαφαίνεται καθαρά και από το ανωτέρω έργο του, όπου και δικαιολογεί τον
«απλοϊκό» τρόπο τής γραφής του γράφων τα εξής: «Ἐγὼ διὰ λόγους,
τοὺς ὁποίους ἐπιφέρω, ἔκρινα νὰ ἐξυφάνω τὴν παροῦσαν συγγραφὴν ἐν τῷ
ἁπλῷ ὕφει, σώζων ὅμως ἀεὶ τοὺς ὡρισμένους ὅρους τῶν πραγμάτων, οἵτινες
ἦσαν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἀρχαίοις, καὶ μεθαρμόζων ἀεὶ τὸ ὕφος ἐπὶ τὸ
σεμνότερον, ἢ ἐλάχιστον ἐπὶ τὸ πρεπωδέστερον τῇ ἀνὰ χεῖρας
πραγματευομένῃ ὕλῃ».
Καθ’ όν
λοιπόν τρόπον ο Μοισιόδαξ εκφράζει την πεποίθησή του, δίκην τού
επερχομένου Κοραή, ότι πρέπει να υπάρξει Καθαρισμός τής γλώσσας καί ως
πρός την γραμματική και ως πρός την αποβολή ξένων λέξεων.
Σημειωτέον εδώ ότι η χρήση τού Όρου «Κοινή» εκείνη την περίοδο (μετά
από τήν Κοινή τού Ευαγγελίου και τήν Κοινή τών αγραμμάτων) πρέπει να
ταυτίζεται με την απλή Καθαρεύουσα και ουδαμώς με την μετέπειτα
Δημοτική.
Προϊόντος κατά βραχύ τού
χρόνου εμφανίζεται ο Δημήτριος Κατρατζής, ο οποίος παρουσιάζει ως
πρότυπο «Κοινής» (αυτή η μεταβαλλόμενη νοηματικώς λέξη εδώ σημαίνει
προφορική και γραπτή γλώσσα όλων) τήν Λογία, καίπερ γέμουσα τοπικών
ιδιωματισμών, ομιλουμένη γλώσσα τής Κωνσταντινουπόλεως. Αυτή η Κοινή τής
Πόλεως γλώσσα βρήκε λίγους μιμητές (συγκεκριμένα τούς Δανιήν Φιλιππίδη
και Γρηγόριο Κωνσταντά) οι οποίοι κατά το παράδειγμα τού δασκάλου τους
έγραψαν το βιβλίο «Νεωτερικὴ Γεωγραφία», το οποίο απετέλεσε αιτία να
αναφωνήσει ο Κατρατζής «ὁ μαθητής μου χάλασε τὴ Γλῶσσα μου!».
Επόμενο
λοιπόν ότι η ταχεία αυτή εγκατάλειψη τού ύφους και από τους λιγοστούς
πλέον υποστηρικτές τού Καταρτζή ευνόησε την απλή Καθαρεύουσα, την οποίαν
και τελικώς και ακολούθησαν. Σε αυτό το σημείο εμφανίζεται ο Νικηφόρος
Θεοτόκης, μορφωμένος κληρικός, ο οποίος κατά τα πρότυπα τών Σκούφου και
Μηνιάτη προχωρεί έτι περαιτέρω στην διαμόρφωση της Καθαρεύουσας.
Προϊότος όμως τού χρόνου ο Θεοτόκης επιφέρει μεγάλο καθαρισμό στην
Καθαρεύουσα από τα λόγια στοιχεία, σε σημείο να επαινείται από τον Σάθα.
Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο ο Θεοτόκης τοποθετείται στο μεταίχμιο τής
λογίας δημώδους γλώσσης με την Καθαρεύουσα, της οποίας και θεωρείται
κύριος διαμορφωτής.
Σημαντικές, ως προς
τις απόψεις και όχι τον αντίκτυπο, ήσαν και οι φυσιογνωμίες τών Ιωάννη
Βηλαρά και Αθ. Χριστόπουλου (προερχόμενοι περιέργως από την ομάδα τού
Κατρατζή). Οι Βηλαράς και Χριστόπουλος προσπάθησαν να εισαγάγουν σε όλες
τής μορφές τής γνώσσας τήν τών ποιημάτων και τραγουδιών. Οι
ριζοσπαστικότατες, ανιστόριτες και άκρως φανατισμένες θεωρίες τού πρώτου
περί τής φωνητικής γραφής έφεραν τα αντίθετα, όπως ήταν φυσικό,
αποτελέσματα, ενώ κατά τινα τρόπον απετέλεσε πρόδρομο τού Ψυχάρη.
Το 1814 ο Βηλαράς δημοσίευσε ένα βιβλίο ονομασθέν «Ρομεηκη γλοσα», στο οποίο υποστήριζε την παντελή εγκατάλειψη τής ιστορικής ορθογραφίας «Τουτη
λεγο, η νεκρομιαλη λογιοτατη μας δεν εσπουδαξαν τη γλοσα του γενου τους
την τορεσνη, δεν κατακηταξαν τες φρασες της τες ομορφοτατες κε
επιτηδηοτατες, τες φθορες της, τες αποκοπες της κε τα επιληπα καλη της,
οπου μ’ αφτα γραφοντας και πηητηκα και λογογραφικα να στολησουν τη
φησηκη τους γλοσα, καθος εστοληστηκαν ολες η γλοσες».
Από
την άλλη ο Χριστόπουλος επηρεάστηκε από την Αιολοδωρική θεωρία και το
1805 συνέταξε στην Βιέννη το βιβλίο «Γραμματικὴ τῆς Αἰολοδωρικῆς, ἤτοι
τῆς ὁμιλουμένης τωρινῆς τῶν Ἑλλήνων γλώσσας». Με αυτό τον τρόπο ο
Χριστόπουλος συνέδεσε απευθείας την αρχαία αιολική και δωρική διάλεκτο
με την σύμπασα σημερινή Κοινή ομιλουμένη γλώσσα, επιχείρημα το οποίο
ασπάστηκαν πολλοί και περιφανείς λόγιοι όπως οι Κοραής, Κατρατζής,
Φιλιππίδης, Νερουλός, Κοδρικάς κ.ά. Ωστόσο αυτό δεν οφείλετο σε
περιορισμένες γνώσεις αλλά στην απουσία τής νεοσυστάτου επιστήμης τής
γλωσσολογίας. Τελικώς όμως κατέρρευσε εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη υπό της
πένας τού Γ. Χατζιδάκι, όπου και έδειξε ότι η τότε (και σημερινή) Κοινή
δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η συνέχεια τής Αττικής διαλέκτου
μέσω τών αιώνων. Πιο περιορισμένο ήταν το έργο τού Ρ. Φεραίου (Αντώνιος
Κυριαζής), ο οποίος άν και στην αρχή υπήρξε λόγιος, βαθμηδόν κατέληξε
να συγκαταλέγεται με τους αρχαϊστές.
Εκείνα
τα χρόνια εμφανίζεται μία από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες, άν όχι
η πιο σημαντική για την ιστορία τού Γλωσσικού ζητήματος. Αυτός ο
άνθρωπος ήταν ο Αδ. Κοραῆς. Για τον Αδαμάντιο Κοραή η γλώσσα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση παιδείας, η οποία και θα αποτελέσει και την κατοχύρωση της ελευθερίας. Πρός αυτά τα ιδανικά αποβλέπων ο Κοραής ταυτίστηκε με την έννοια τού Διαφωτισμού
για όλο το γένος χωρίς καμμία εξαίρεση. Το έργο του ήταν τόσο σημαντικό
και σεβαστό ώστε θεωρείται υπό πάντων τών εμπλεκομένων στο γλωσσικό
ζήτημα ως ο άνθρωπος με την μεγαλύτερη επιρροή επί τών αντιμαχομένων
ομάδων.
Εικόνα κάτω: Αμύνεσθαι περί Πάτρας: 1894 η διαμάχη του «γλωσσικού ζητήματος».
Ο
Μιστριώτης απεικονίζεται με τα σήματα-κατατεθέντα της εμφάνισής του,
ομπρέλα και ημίψηλο. Ο Γεώργιος Μιστριώτης (1839-1916) ήταν καθηγητής
της Ελληνικής Φιλολογίας στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1839. Την τετραετία 1858-1862 σπούδασε
φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κατά τη διάρκεια των σπουδών του
διακρίθηκε με δύο βραβεύσεις στο Ροδοκανάκειο διαγωνισμό, για τις
πραγματείες του «Περί του καθ’ Όμηρον πολιτεύματος των ηρωικών χρόνων»
και «Περί του καθ’ Όμηρον οικιακού βίου των Ελλήνων». Συνέχισε τις
σπουδές του στο εξωτερικό, αρχικά στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας κι έπειτα
στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, από όπου το 1867 αναγορεύτηκε διδάκτωρ
της Φιλολογίας.
Διετέλεσε πρόεδρος
πλήθους επιστημονικών εταιρειών και συλλόγων («Ελληνικός Διδασκαλικός
Σύλλογος», «Ελληνική Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία» κ.λ.π) και ήταν τακτικός
συνεργάτης της εφημερίδας της ελληνικής παροικίας της Τεργέστης Κλειώ.
Δύο φορές εξελέγη κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής και το ακαδημαϊκό έτος
1890-1891 ανέλαβε πρυτανικά καθήκοντα. Στην διαμάχη περί του γλωσσικού
ζητήματος ήταν επικεφαλής της μερίδας των οπαδών της καθαρεύουσας και
δημοσίευσε μεγάλο αριθμό έργων για να υποστηρίξει την θέση του στο
ζήτημα αυτό. Συγκεκριμένα, το όνομά του συνδέθηκε με τα περίφημα
«Ορεστειακά», την διαμάχη δηλαδή που ξέσπασε μεταξύ των δημοτικιστών και
των υπέρμαχων της καθαρεύουσας με αφορμή την διδασκαλία στα νέα
ελληνικά της ομώνυμης τετραλογίας του Αισχύλου από το Βασιλικό Θέατρο
(1903). Ήταν εισηγητής σε πλήθος ποιητικών και λογοτεχνικών διαγωνισμών
και μετάφρασε έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
«Η φρικτοτέρα χυδαιότης είναι η έλλειψις του απαρεμφάτου» Αδαμάντιος Κοραής
Ο Αδαμάντιος Κοραής.
Το
ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, στην νεότερη ιστορία του διαμορφώνει ένα
εκπαιδευτικό σύστημα οργανωμένο από την Αντιβασιλεία και μεταφυτευμένο
από την Γερμανία, δημιουργημένο στις πολιτικές,
κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες του γερμανικού κράτους, που δεν
είχαν καμία σχέση με αυτές του, ρημαγμένου απ’ τον πόλεμο, νέου
ελληνικού κράτους. Το ποια γλώσσα πρέπει να χρησιμοποιείται στην
λογοτεχνία αλλά και στην εκπαίδευση και στις επίσημες εκδηλώσεις,
αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα. Η λαϊκή γλώσσα είναι ακαλλιέργητη,
παραφθαρμένη και δεν μπορεί να εκφράσει πολυσύνθετες ιδέες.
Ο
Αδαμάντιος Κοραής, κύριος εκφραστής του εκδυτικισμού στην Ελλάδα, στο
ζήτημα της διένεξης για το ποια θα είναι η εθνική γλώσσα του κράτους,
ξεκινά μια τάση καθαρισμού της γλώσσας από ξένα στοιχεία και τροποποιεί
και προτείνει την καθαρεύουσα, η οποία καθιερώνεται ως επίσημη γλώσσα του κράτους (1834).
Αυτή
η κάθαρση της Κοινής ομιλουμένης γλώσσας οδήγησε στην Καθαρεύουσα με
την γνωστή της, εν πολλοίς, μορφή. Φυσικά είχε αρκετές διαφορές από την
Καθαρεύουσα τού Θεοτόκη και τών Φαναριωτών, οι οποίες όμως προήλθαν από
αντίστροφη κάθαρση λογίων στοιχείων τής γραφομένης γλώσσας. Η μέση αυτή
οδός σήμαινε κατά τον Κοραή ότι η γνώση τής νεωτέρας Ελληνικής προϋποθέτει τουλάχιστον την στοιχειώδη γνώση τής αρχαίας, ιδέα την οποία υπεστήριξαν και πολλοί μετέπειτα φιλόλογοι όπως ο Αχιλλέας Τζάρτζανος.
Τις
σκληρότερες επιθέσεις τις δέχθηκε από τον λόγιο Φαναριώτη Παναγιώτη
Κοδρικά. Αυτός ο κατά τάλλα άξιος περί τα φιλολογικά άνδρας το 1818
εξέδωσε στο Παρίσι, όπου και διέμενε, ένα βιβλίο υπό τον τίτλο «Μελέτη
τῆς Κοινῆς Ἑλληνικῆς Διαλέκτου», στο οποίο ανέφερε ότι η νέα γλώσσα
έπρεπε να βασίζεται μόνον στο ύφος τής λογίας τού Πατριαρχείου γλώσσας
και τής Πόλεως, ενώ δεν είναι δυνατόν η χύδην γλώσσα τού λαού
να συνεχίσει να ομιλείται σε όλες τις περιστάσεις. Μέσα από πολλές
αντιφάσεις, προτείνων ουσιαστικά ένα ύφος ελάχιστα αποκλίνον τού ύφους
τού Κοραή, θα μείνει στην ιστορία απλώς ως ο πολέμιος του Ἀδαμαντίου
Κοραή με μοναδικό σκοπό να επιτεθεί άνευ πραγματικής αιτίας (όπως
επεσήμηνε και ο Δ. Βερναρδάκης). Κάτι παρόμοιο ανέφερε και ο Κ. Δημαράς,
αναφέρων ότι όλος αυτός ο πόλεμος μόνον τον ίδιο αδίκησε, καθώς τού
άξιζε να μείνει στην ιστορία ως κάτι παραπάνω από ένας απλός
λιβελλογράφος.
Ένα χαρακτηριστικό
παράδειγμα παρέχει ο Browning όπου ο Κοραής διορθώνει το «ψάρι» σε
«ὀψάριον» ενώ ο Κοδρικάς σε «ἰχθύς». Φυσικά η επίθεση τού Κοδρικά
παρείχε σε πολλούς λογίους και δημοτικιστές τον γέλωτα καθώς συνέκλινε
σε ενενηνταοκτώ πράγματα και πολεμούσε σφοδρά για τα δύο. Κάτι το οποίο
φαίνεται και από τον τρόπο καθ’ όν έγραφαν καθώς εν πολλοίς ήταν σχεδόν
αδύνατο να διαχωρίσεις ποιος έγραψε τί βάσει του ύφους. Όπως ήταν φυσικό
οι επιθέσεις εκατέρωθεν δεν ήταν δυνατόν να πάψουν. Έτσι η καθαρεύουσα
αυτή τού Κοραή ονομάσθηκε «Κορακίστικα» από τον Φαναριώτη Ρίζο Νερουλό
(ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα συνετάχθη με αυτόν!), «τρακαριστά» (διότι
τρικλίζει ακροβατούσα μεταξύ δύο αντιθέτων υφών) από τόν Νεόφυτο Δούκα
κτλ.
Εξαιρετικώς άστοχα τον ταύτιζε και
ο ακραίος δημοτικιστής Σολωμός με τους πλέον σκληρούς τών αρχαϊστών.
Αντίθετα ο Δ. Γληνός, μετά από μερικά έτη, ήταν αυτός ο οποίος, καίπερ
απέχων ιδεολογικώς από τις θέσεις τού Κοραή, τον τοποθέτησε στο Πάνθεον
ως μέγα ανθρωπιστή, γνώστη τής εποχής και «άστρο λαμπρό πάλω απ’ όλους
τους συγχρόνους και κατοπινούς φιλολόγους».
Αυτό,
σύμφωνα με την Γληνό, δεν σημαίνει ότι τα έκανε όλα σωστά, καθώς
σταμάτησε στην μέση λόγω τής υπέρμετρης συμβιβαστικότητός του. Καθ’
όμοιον τρόπον παρουσιάστηκε και από τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη στα
τελευταία έτη τού γλωσσικού ζητήματος. Ο απώτερος και άμεσος σκοπός του
Κοραή ήταν ο περιορισμός των άκρων, π.χ. χαρακτηριστικά ψέγει μία
μετάφραση του Θουκυδίδου όπου ο (μακαρονιστής) μεταφραστής φοβούμενος μη
δεν γίνει αντιληπτή η λέξη «ὀργίζομαι» την μετέφρασε «χαλεπαίνω»!
Το ίδιο ψέγει και τους μαλλιαριστές
που αντί να χρησιμοποιούν τις λέξεις λ.χ. «σημαία» και «κήρυκας» (κῆρυξ
τότε) χρησιμοποιούσαν τις λέξεις «παρντιέρα» καί «κράχτης». Οι βασικές
σκέψεις του Κοραή επί του παρόντος ζητήματος συνοψίζονται από τον Beaton
και περιέχονται στα εξής τρία στοιχεία. 1ον. Ο Εθνικός
αυτοπροσδιορισμός βασίζεται στην επανεκτίμηση της αρχαίας Ελληνικής.
«Η
φρικτοτέρα χυδαιότης είναι η έλλειψις του απαρεμφάτου. Η απαιδευσία θα
εξαφανιζόταν με τον γλωσσικό «καλλωπισμό» και την διόρθωση των
βαρβαρικών στοιχείων. Πρέπει να φύγουν όλα τα «σαπημένα της γλώσσης», τα
«ζιζάνια της χυδαιότητος», ώσπου να περάσουν λέξεις και φράσεις
διορθωμένες «από το βιβλίον του λαού εις του λαού τα στόματα». Για τον
λόγο αυτόν πρότεινε τον καθαρισμό και τη μορφολογική διόρθωση των
βαρβαρικών στοιχείων. Πρότεινε: όχι πια άρτος, οίνος, πτηνόν, ιχθύς,
χοίρος, ούτε ψωμί, κρασί, ψάρι, γουρούνι, αλλά ψωμίον, κρασίον, ψάριον,
γουρούνιον»
Η νέα γραπτή γλώσσα
πρέπει να συμβαδίζει με την γραμματική της σύγχρονης ομιλουμένης των
μορφωμένων τάξεων των πόλεων ως αναπόσπαστα στοιχεία του λαού. Οι δυο
προτάσεις συνδυάζονται με ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα, το οποίο θα
διορθώνει τα κακώς έχοντα της προφορικής εκείνης γλώσσας και την
καθιστούν όλως απέναντι της κλασσικής Ελληνικής (π.χ. τουρκικό και
γενικά αλλοδαπό λεξιλόγιο το οποίο εχρησιμοποιείτο αυτολεξεί στην
ομιλουμένη όπως δεπαρταμένα αντί dipartemento, ἀπελατζιόνε αντί
appelazione, κεχαγιάς, τζέργα κ.ο.κ.)
Εκτός των ανωτέρω ο Κοραής θεωρούσε αναγκαία την εισαγωγή λεξιλογίου από την αρχαία
προς κάλυψιν βασικών αναγκών της γλώσσας όπως φάνηκε από τα
προηγούμενα. Θεωρούσε επίσης και δήλωνε ότι η άποψη των ακραίων λογίων
περί βαθμιαίας επιστροφής στην κλασσική ως σύμβολο εθνικής υπερηφανείας
και όχι δουλείας δεν είχε καμμία σχέση με την πραγματικότητα και μάλιστα
ετάσσετο κατά της συγγραφής βιβλίων στην κλασσική «Τίς εἶναι τόσον
μωρὸς ἢ εἰς τίνα περισσεύει τόσος καιρὸς, ὥστε ν’ ἀφήσῃ τοὺς Ὁμήρους,
τοὺς Πλάτωνας… διὰ νὰ ἀναγινώσκῃ τὸν νέον τοῦτον Ἑλληνιστήν;» Το δε
γεγονός ότι προσπαθούσε να ταυτίσει έμπρακτα την γλώσσα με το έθνος σε
όλες του τις βαθμίδες και τάξεις βρήκε ευήκοα ώτα σε μερίδα λογίων και
δημοτικιστών. Ένα παράδειγμα της γραπτής του γλώσσας είναι το κάτωθι:
«Ἡ
μήτηρ μου ἔλαβεν ἐλευθερωτέραν ἀνατροφήν, διότι εὐτύχησε νὰ ἔχῃ πατέρα
Ἀδαμάντινον τὸν Ῥύσιον, τὸν σοφώτατον ἐκείνου τοῦ καιροῦ εἰς τὴν
ἑλληνικὴν φιλολογίαν ἄνδρα, ὅστις ἀπέθανεν ἓν ἔτος (1747) πρὸ τῆς
γεννήσεώς μου. Αὐτὸς ἐχρημάτισε ἔτι νέος ὤν, διδάσκαλος τῆς ἑλληνικῆς
φιλολογίας εἰς Χίον· Μετὰ ταῦτα ἦλθεν εἰς Σμύρνην, ὅπου ἐνυμφεύθη χήραν
τινὰ Ἀγκυριανήν…». Όπως φαίνεται αποφεύγει την χρήση της δοτικής
όπου σύμφωνα με την σύνταξη θα έπρεπε να βρίσκεται σε μερικά σημεία, την
απλή αντικατάσταση μεμονωμένων λέξεων με πιο λόγιες χωρίς όμως να
αλλάζει την σύνταξη αποβλέπων στην κλασσική. Όπως υποστήριζε «ἐὰν τὸ
βιβλίον εἶναι γραμμένον μὲ προσοχὴν καί εἰς γλῶσσαν μετρίως
καλλωπισμένην μανθάνουν καὶ αὐτοὶ (οι αγράμματοι) κατὰ μικρὸν νὰ
καλλωπίσωσι τὴν ὁμιλίαν των»
Το
γεγονός ότι είχε φίλους εκατέρων των παρατάξεων δεν σημαίνει ότι δεν
είχε και εχθρούς. Πράγματι λοιπόν πολεμήθηκε και από τους δύο για
τελείως διαφορετικούς λόγους. Οι μεν δημοτικίζοντες τον εγκαλούσαν ότι
προσπαθεί να δώσει μια μορφή της γλώσσας η οποία δεν εξελίχτηκε με
φυσιολογικό τρόπο όπως η τότε δημοτική ή η καθαρεύουσα των λογίων.
Πόλεμος
φυσικά ξέσπασε και με τον Π. Σοῦτσο, και όπως συνηθίζετο εκείνη την
περίοδο ο Σοῦτσος εξέδωσε ένα βιβλίο με το οποίο όχι απλώς επεσήμαινε
αλλά και έψεγε τους σολοικισμούς άλλων συγγραφέων. Τον χαρακτήριζε η παραδοχή του ότι η λανθασμένη χρήση της γλώσσας θα λυνόταν με την στενότερη επαφή αυτής με την αρχαία.
Μεγάλο μέρος αυτών των λαθών κατ’ αυτόν υπήρχε λόγω της αθέμιτης
προσμίξεως της κλασσικής με την καθαρεύουσα του Κοραή, την οποία
χαρακτήριζε ως «ἀνεπαρκῆ συμβιβασμόν». Το ίδιο συνεχίστηκε καθώς πολλοί
διόρθωναν τα έργα του Κοραή με πρότυπο την κλασσική και άλλοι με πρότυπο
την δημοτικίστικη. Οι πρώτοι κατηγορούσαν τον Κοραή όχι τόσο για την
έλλειψη των γνώσεών του (αυτό σε σπάνιες περιπτώσεις σημείωνε ο Γ.
Χατζιδάκις) όσο για την πορεία του στην «μέσην ὁδόν» απέχων εξ ίσου από
τους πλέον αγραμμάτους και τους λογίους (σοφούς) του έθνους. Η μέση αυτή
οδός βασιζόταν στην ερώτηση: