Δεν είναι δική μου αυτή η απορία. Εμένα δεν με νοιάζει, πού μπορεί να βρήκε κάποιος τα λεφτά του.
Η προβοκατόρικη ερώτηση του συμπαθούς δημοσιογράφου Δημήτρη Καμπουράκη,
απευθύνεται στους φιλελεύθερους αναγνώστες του site που αρθρογραφεί.
Και δεν θα καθόμουν να απαντήσω στον αγωνιώδη προβληματισμό του
κύριου Καμπουράκη, τον οποίο εκτιμώ απεριόριστα, όπως και όλοι
φαντάζομαι οι αναγνώστες του Πιτσιρίκου, αν στη σελίδα μου δεν
εμφανιζόταν μια πληρωμένη διαφήμιση του Liberal, που μου πρότεινε να
διαβάσω το άρθρο του. Προφανώς για να ανοίξουν τα μάτια μου.
Προσωπικά, για να πω την αλήθεια μου, δεν μπήκα ποτέ στη σελίδα του
Liberal για να διαβάσω άρθρα του Μαυρίδη, του Πανούτσου και του Χειμωνά.
Αν το είχα κάνει, μέσα από τα cookies τους, θα με είχαν φακελώσει σαν
ένα εν δυνάμει αναγνώστη τους.
Είναι προφανές ότι, στην χορηγούμενη καμπάνια τους, θα έστειλαν το
περί ου ο λόγος άρθρο στους ακόλουθους της σελίδας τους και στους φίλους
των ακολούθων.
Δεν αποκλείεται κάποιος από τους φίλους μου να είναι ακροδεξιός ή και
φασίστας, και έτσι να μπήκα, άθελα μου, στο κοινό επιλογής του
Facebook.
Επίσης, αν και ψάχνω για πελάτες με λεφτά, δεν καταχώρησα ποτέ
διαφήμιση της δουλειάς μου, ούτε στο Liberal ούτε και σε κανένα άλλο
φιλελέδικο site.
Εντάξει, μπορεί πολιτικά να είμαι αντίθετος με τις απόψεις κομματικών
sites, αλλά δεν εγκλημάτησαν κιόλας οι άνθρωποι με το να μου μοστράρουν
την άποψη ενός συνεργάτη τους.
Στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτισμού που διακρίνει εμάς τους
ευγενείς αριστερούς, και μιας και το Liberal μπήκε στη σελίδα μου
προτείνοντας μου ένα κείμενο του εκλεκτού συνεργάτη του Δημήτρη
Καμπουράκη, σκέφθηκα να λύσω την απορία του αρθρογράφου, γιατί οι
πατριώτες μας απευθύνουν το ερώτημα του σε κάποιον, που δεν ήξερε
προηγούμενα ούτε η ίδια του η μάνα και σήμερα φυσάει τον παρά.
Το ρεζουμέ του άρθρου είναι η καχυποψία που δείχνουν οι Έλληνες για
τους συμπατριώτες τους, που κατάφεραν και έκαναν περιουσία, και η άρνησή
τους να παραδεχθούν ότι κάποιος μπορεί να κάνει λεφτά επειδή είναι
τσακάλι και δεν είναι κακομοίρης.
Να κάθεται, δηλαδή, και να κλαίει τη μοίρα του, αντί να στύψει το κεφάλι του για να βγάλει λεφτά.
Για να γίνει πιο πειστικός, ή και να μου ανοίξει την όρεξη να διαβάσω
αυτά που ήθελε να πει, ο Δημήτρης ξεκινάει το κείμενό του με μια
βιωματική του εμπειρία:
«Γνώρισα κάποτε έναν τύπο που, αν και ήταν καταφανώς φαιδρή και
αλλοπρόσαλλη προσωπικότητα, είχε βγάλει πολλά λεφτά στην ζωή του».
Καταρχάς, το ότι γνώρισε ένα φαιδρό τύπο, δεν μου κάνει καμία
εντύπωση. Θα μου έκανε εντύπωση, αν, από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα που
πέρασε, γνώρισε κάποιον που να μην ήταν φαιδρός.
Το ότι, όμως, ήταν φαιδρός ο γνωστός του, δεν σημαίνει ότι είναι και λαμόγιο.
«Όχι με κομπίνες» μας λέει στη συνέχεια -αυτό έλειπε, ένας έντιμος
δημοσιογράφος σαν τον Δημήτρη να γνώριζε κομπιναδόρους- «αλλά με πολλές
και απανωτές δουλειές που όλες του ‘βγαίναν. Πέτρα έπιανε ο άτιμος,
χρυσάφι γινόταν».
Τους θαυμάζω κάτι τέτοιους ανθρώπους. Και ήταν λάθος του Δημήτρη που
δεν κουβάλησε πέτρες στο Mega, ώστε να του πει, ο φαιδρός αυτός τύπος,
πώς να τις πιάσει για να τις κάνει χρυσάφι.
Θα ξοφλούσε τα χρέη των προηγούμενων αφεντικών του, θα γινόταν
καναλάρχης, και δεν θα ‘χε ανάγκη να κλαίγεται από το δελτίο, για το τι
μπορεί να κάνει στα πενηνταπέντε του.
Για να σοβαρευτούμε, όμως, γιατί αυτά που γράφει ο Δημήτρης δεν είναι
της πλάκας, ο κύριος Καμπουράκης, στο κατεβατό που αράδιασε στη σελίδα
μου, αναφέρει τις συνέπειες του εθισμού των Ελλήνων που καλλιεργήθηκε
-εννοείται επί ΣΥΡΙΖΑ- να δαιμονοποιούν την ικανότητα ενός ανθρώπου να
βγάζει χρήματα.
Ο εθισμός αυτός, κατά τον αρθρογράφο, έχει σαν συνέπεια την εκδήλωση
ενός κόμπλεξ απέναντι σε ανθρώπους ικανούς να δημιουργούν πλούτο.
Ο κύριος Καμπουράκης, στην επικεφαλίδα του άρθρου, δεν είναι ο
ερωτών. Ο φουκαράς, που δαιμονοποιεί τους πλούσιους, είναι αυτός που
ρωτάει.
Γιατί, αν ρωτούσε ο ίδιος, πώς μπορεί κάποιος να βγάλει χρήματα, θα
του έλεγα να πάει να ρωτήσει τον συνάδελφό του τον Οικονομέα, αυτόν με
τον οποίο κάνανε την πρωινή κατήχηση, να του πει εκείνος πού τα βρήκε.
Και αν ο Οικονομέας, με τον οποίο χωρίσανε τα τσανάκια τους, δεν του
έδινε απάντηση, θα του πρότεινα να ανατρέξει στους συναδέλφους του, που
με sites των πεντακοσίων αναγνωστών πήραν δεκάδες χιλιάδες ευρώ ο
καθένας τους, από τις διαφημίσεις του
ΚΕΕΛΠΝΟ.
Επειδή, όμως, ο κύριος Καμπουράκης δεν ρωτάει ό ίδιος, αλλά κάποιος
τρίτος, και στο θράσος αυτού του τρίτου που θα τολμήσει να ρωτήσει έναν
οποιονδήποτε λεφτά, πού βρήκε τα χρήματα και ζει άνετα, γράφει μια
ολόκληρη ιδεολογική ανάλυση, χωρίς να δίνει απάντηση στο ερώτημα που
βάζει, θα απαντήσω εγώ ο ίδιος.
Για λογαριασμό του λεφτά, που τον ρωτάει ένας κομπλεξικός αριστερός.
Τι θα έλεγα στον αναιδή αριστερό; Να σας πω τι θα του έλεγα:
-Πώς έβγαλα λεφτά; Εγώ που ξεκίνησα από μια μικρή βιοτεχνία;
Ε να, έστηνα την μία εταιρία πίσω από την άλλη. H μία έκοβε στην άλλη
εικονικά τιμολόγια. Ο τζίρος ανέβαινε σαν αλβανική πυραμίδα. Με βάλανε
στο Χρηματιστήριο την καλή εποχή, πήρα λεφτά από βλάκες και με τα λεφτά
άρχισα να εξαγοράζω ψοφίμια ή ετοιμοθάνατες επιχειρήσεις. Έφτιαξα όμιλο
εταιρειών, ο όμιλος μπήκε και αυτός στο Χρηματιστήριο, έκανε συνεχείς
αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και οι μετοχές μου ανέβαιναν σαν τρελές.
Πώς ανέβαιναν;
Να, ένας Πρωθυπουργός, κάποιος Σημίτης, και ένας σήμερα
καταδικασμένος υπουργός Οικονομικών, για να ξαναβγεί η κυβέρνησή τους
στις εκλογές, κάνανε τα παπαγαλάκια μας. Στο πανηγύρι που γινότανε
εκείνη την εποχή στη Σοφοκλέους, πούλησα μετοχές σε ηλίθιους και μάζεψα
τόσα χρήματα, που με τα χρήματα εξαγόρασα μια πεθαμένη τράπεζα.
Η τράπεζα, που είχα πιά στα χέρια μου, χρηματοδοτούσε τις παναμέζικες
offshore μου και οι παναμέζικες εξαγόραζαν τις ατομικές εταιρείες μου.
Με τα λεφτά που είχα από τις εξαγορές, αγόραζα μετοχές της δικής μου τράπεζας, για να ανέβει η αξία των μετοχών της.
Τις παλιές μου εταιρείες, που τώρα ανήκαν στις παναμέζικες offshore
τις δάνειζε άλλη τράπεζα, και τον διοικητή της τράπεζας που δάνειζε τις
εταιρείες μου, τον δάνειζε η νέα δική μου τράπεζα.
Για να αγοράσει και αυτός την τράπεζα στην οποία ήταν διοικητής της.
Το ξέρω, μπερδεύτηκες.
Γιατί λεφτά δεν βάζαμε, και λεφτά βγάζαμε.
Μήπως νομίζεις η Τράπεζα της Ελλάδος δεν είχε μπερδευτεί;
Πού να βρει άκρη μέσα σε όλο αυτό το αλισβερίσι;
Όταν οι μετοχές φτάσανε στα ύψη βάλαμε στο κόλπο και την Εκκλησία.
Δανείσαμε την Εκκλησία, να αγοράσει μετοχές της τράπεζάς μας, και τις
μετοχές της Εκκλησίας τις βάζαμε ενέχυρο για να πάρει νέα δάνεια η
Εκκλησία, και να αγοράσει ακίνητα που θα τα νοίκιαζε στο Δημόσιο.
Τα ακίνητα που έπαιρνε η Εκκλησία τα έκανε, με τη σειρά της, ανταλλαγή με ακίνητα που ήταν ιδιοκτησίας μοναστηριακών μονών.
Οι μοναστηριακές μονές είχαν και αυτές τα δικά τους ακίνητα. Τα είχαν
πάρει από το Δημόσιο, δίνοντας τους αποξηραμένες λίμνες και
βαλτότοπους.
Εκείνη την εποχή, είχαμε μπλεχτεί τόσο πολύ που δεν ξεχωρίζαμε ποιος ήταν μέτοχος ποιανού.
Εμείς είχαμε την Εκκλησία μέτοχο και η Εκκλησία είχε εμάς μετόχους.
Όλος ο κόσμος μιλούσε για το επιχειρηματικό μου δαιμόνιο.
Με βράβευσε, σαν επιχειρηματία της χρονιάς, επιχειρηματίας-εκδότης που έριξε την δική του εταιρεία έξω.
Δυο Πατριαρχεία με ανακήρυξαν εθνικό ευεργέτη.
Το λάθος μου ξέρεις ποιο ήταν;
Ότι πήγα να αγοράσω από Αμερικάνους στο ένα τρίτο της τιμής την ίδια εταιρεία που τους είχα πουλήσει πριν δύο χρόνια.
Τα πήραν οι Αμερικάνοι -αυτοί δεν αστειεύονται με τέτοια κόλπα- και έβαλαν το FBI.
Να ξέρεις κάτι. Όταν το FBI μπαίνει σε υποθέσεις απάτης, δεν υπάρχει περίπτωση να βγεις καθαρός.
Αποτέλεσμα;
Αναγκάστηκε η Τράπεζα της Ελλάδος, που ήταν εξαφανισμένη όλα τα
προηγούμενα χρόνια να ελέγξει την Τράπεζά μου. Χρεοκόπησε η Τράπεζα,
μπήκα στον Κορυδαλλό για κανένα χρόνο, και στο χρόνο πάνω αποφυλακίστηκα
με περιοριστικούς όρους.
Ξέρεις ποιο είναι το παράπονό μου; Εμένα που έριξα μια τράπεζα έξω, με πιάσανε.
Αυτούς που έριξαν μια ολόκληρη χώρα έξω, γιατί δεν τους πιάνουν;
-Τα λεφτά τα έφτιαξα μέσα από την δουλειά μου. Ήμουνα σύζυγος
Διοικητή τραπέζης, που έβαζε ψοφίμια στη Σοφοκλέους και αναλάμβανα να
φτιάχνω τα ενημερωτικά έντυπα, για να πείθω αφελείς να ποντάρουν τις
αποταμιεύσεις τους.
Και όταν αργότερα ο σύζυγος μου έγινε Υπουργός Οικονομικών και
κανόνιζε τις πληρωμές φαρμακευτικών εταιρειών, εγώ αναλάμβανα να τους
διοργανώνω συνέδρια και να βάζω τον άντρα μου αβανταδόρο-ομιλητή. Όλες
μου οι συναλλαγές ήταν νόμιμες και απορώ για την ερώτησή σας.
-Και εγώ από την δουλειά μου, τα έφτιαξα. Μπορεί να ήμουνα κόρη
Υπουργού από οικογένεια με πολιτική παράδοση, αλλά έφτιαξα μια εταιρεία
που κάνει εράνους για ιδρύματα.
Ιδρύματα σοβαρά, που είχαν στην κυριότητά τους νοσοκομεία.
Ο διοικητής του Ιδρύματος -είναι στη φυλακή σήμερα ο κακομοίρης- έριξε το νοσοκομείο τελείως έξω.
Γιατί; Προφανώς από κακοδιαχείριση.
Α ναι, δεν έπαιρνε νοσήλια από τους πολιτικούς και φίλους ψηφοφόρους ή γνωστούς των πολιτικών του κόμματος της μητέρας μου.
Το νοσοκομείο φορτώθηκε με δάνεια από μια τράπεζα, που στο διοικητή
της έχει σήμερα ασκηθεί ποινική δίωξη, αλλά αυτό εμένα δεν με αφορά.
Με δάνεια, χωρίς έσοδα και απλήρωτους τους εργαζόμενούς του, δεν
ήθελε και πολύ το νοσοκομείο να υποθηκευτεί και να βγει στο σφυρί.