Κατά την παράδοση, ιδρυτής των μυστηρίων της Ελευσίνας ήταν ο Εύμολπος,αρχηγέτης του γένους των Ευμολπιδών, ευσεβής βασιλιάς και αρχιερέας στον οποίο η Δήμητρα εμπιστεύθηκε τα σεμνά όργια , αλλά και φιλόπατρις , πεσών υπέρ πατρίδος στον αγώνα εναντίον των Αθηναίων.Το όνομά του το πήρε λόγω της ευφωνίας του η οποία εκληροδοτείτο για όλους τους διαδόχους του, ως απαραίτητο λειτουργικό εφόδιο μέχρι των εσχάτων των μυστηρίων χρόνων. ΄Έτσι και ο Κήρυξ, ο γενάρχης των Κηρύκων είχε το όνομά του από το κηρύττειν και οι Κροκωνίδες από το κρουκούν τους μύστες.
Το γένος των Ευμολπιδών ήταν από τα επιφανέστατα όχι μόνο στην Ελευσίνα, αλλά και μεταξύ των ευγενέστατων οίκων των Αθηνών, και γι΄αυτό οι Ευμολπίδες ασκούσαν σπουδαία επί τα δημόσια επιρροή, και μαζί με τους Κήρυκες ήσαν οι κύριοι επιμεληταί των μιστηρίων, όλα δε τα μέλη του οίκου ακόμα και αυτά που δεν είχαν ιερατικό αξίωμα, είχαν το δικαίωμα να μυούν, ώφειλαν να λογοδοτούν και πολλές φορές τους βρίσκομε συγκεντρωμένους σε κοινές συσκέψεις. Ως προς τη διοίκηση των μυστηρίων και την ερμηνεία των άγραφων νόμων είχαν κληρονομικά δικαιώματα κατωχυρωμένα από την πολιτεία . Αλλά και δικαστική εξουσία είχαν, αποτελούντες δικαστιό σώμα, το οποίο υπό την προεδρία του βασιλιά έκρινε δίκες θρησκευτικής φύσεως και ασέβειας στα μυστήρια.
Από τον οίκο των Ευμολπιδών ελαμβάνετο ο Ιεροφάντης, ο πρώτος τη τάξει στην Ελευσινιακή ιεραρχία, ισότιμος με τον pontificem maximum των Ρωμαίων. Προίστατο των μυστηρίων ως υπέρτατη αρχή . Η Αθηναϊκή πολιτεία παρείχε στους Ιεροφάντες τις ίδιες τιμές με αυτές των ανώτατων πολιτικών αρχόντων, και μάλιστα ανώτερες από αυτές των ιερέων των αρχαίων επιχωρίων θεοττήτων.Στους δε καταλόγους των αεισίτων, και των σιτουμένων στο πρυτανείο, πρώτοι αναγράφονταν οι ιερείς της Ελευσίνας, ενώ οι ιερείς της Πολιούχου ούτε καν μνημονεύονται.
Στον καθημερινό βίο και στην μυσταγωγική λειτουργία ο Ιεροφάντης φέρει, χιτώνα ποδήρη και επενδύτη με φαρδιά ημιβραχιόνια,αξίωμα του Δαδούχου, το οποίο διετηρείτο στον ίδιο οίκο διατηρουμένων επί δύο αιώνες κατ΄εναλλαγ ζωσμένο με ζώνη περιεστραμμένη και δεμένη πίσω σε κόμπο. Η μακριά κόμη έχει δεθεί σε κρωβύλο, συνεχόμενο με περίδεσμο. Η αρχαιότροπη αυτή περιβολή και η διάταξη της κόμης, δεν υπήρχαν πιά στα χρόνια του Θουκυδίδη, ωστόσο διατηρήθηκαν στα μυστήρια και στην ορχήστρα και γι΄αυτό δεν είναι αλήθεια αυτό που λέγεται από τον Αθήναιο ότι οι ιερείς της Ελευσίνας έλαβαν τον τύπο της στολης τους από τη θεατρική περιβολή του Αισχύλου. Στα μεγάλα μυστήρια και μάλιστα στα εποπτικά έφερε βαρύτιμη πορφυρή περιβολή κατάστικτη από χρυσά άστρα.
Το αξίωμα του Ιεροφάντη ήταν ισόβιο, όπως μαρτυρούν οι επιγραφές και κληρονομικό εντός του γένους των Ευμολπιδών, όπως μπορούμε να εικάσουμε και από τογεγονός ότι για δύο αίώνες εναλλάσονται δύο ονόματα αυτά του Ιππονίκου και Καλλίου.
Από πολλές αρχαίες μαρτυρίες βεβαιούται ότι ο Ιεροφάντης είχε αυστηρή υποχρέωση να είναι έγγαμος, μνημονεύονται γιοί και θυγατέρες αυτών, αλλά αφ΄ετέρου ώφειλε κατά την περίοδο των εορτών να αγνεύει και να απέχει από τα αφροδίσια, καταστέλλοντας με κώνειο κάθε σαρκική διέγερση και περιερχόμενος σε κατάσταση ανικανότητας.
Ο Ιεροφάντης κατά την περίοδο των μυστηρίων γινόταν ιερώνυμος, αποβάλλοντας το κοσμικό όνομα και προσαγορευόμενος δια του τίτλου του ή καλούμενος ίσως Ποσειδώνιος ( ο Εύμολπος θεωρείτο γιός του Ποσειδώνα) όπως συνάγεται από επιγραφή συν δε Ποσειδάωνι φερώνυμος ευ παρεκλήθη.Προς ακριβέστερο καθορισμό πρσετίθετο το όνομα του πατρός μεταξύ του τίτλου και του δημοτικού, Ιεροφάντης Εύστροφου Πειραιεύς - Ιεροφάντης Μενεκλείδου Κυδαθηναιεύς κ.λπ.
Το σπουδαιότατο από τα έργα του ήταν το φαίνειν τα ιερά, απ΄όπου είχε και το όνομα. κατά τον οργανικό νόμο των μυστηρίων ώφειλε με τον Δαδούχο να μεριμνά για την αθροώτερη προσέλευση των Ελλήνων στα μυστήρια, και για τις απαρχές κατά τα πάτρια και την μαντεία από τους Δελφούς και για τούτo έδινε συστατικές επιστολές στους σπονδοφόρους που καλούσαν τους ΄Ελληνες να μετέχουν στα μυστήρια "ως πας Ευμολπίδης και Κήρυξ εμύει μύστας και ο Ιεροφάντης, αμειβόμενος δι΄ οβολού καθ΄ημέραν". Επιμελείτο με όλους τους Ευμολπίδες για την εύκοσμη παραπομπή των ιερών από την Ελευσίνα στην πόλη και το αντίθετο. Μαζί με τον Δαδούχο συνέτασσε την πρόρρηση, την οποία εκήρυττε στην Ποικίλη στοά ο Ιεροκήρυξ. Εάν γεννιόταν αμφισβήτηση για το αποδεκτό κάποιου μύστη, έκρινε ο Ιεροφάντης. Ερμήνευε ως νομικός σύμβουλος της πολιτείας τους άγραφους θείους νόμους σύμφωνα με τις παραδόσεις που επιζούσαν από γενιά σε γενιά, και περιβάλλονταν από μυστήριο και ιερότητα και ευλάβεια, οι οποίες καλούνταν νόμοι, αρχαία νόμιμα, τα πάτρια Ευμολπιδών, τα ιερά και πάτρια. Το δικαίωμα αυτό δεν το είχαν οι Δαδούχοι. Επειδή η αισχροκέρδεια ωργίαζε στην πανήγυρη της Ελευσίνας, ασκούσαν αυστηρή εποπτεία με τους αρμόδιους άρχοντες στους δούλους ( αστυφύλακες της αγορανομίας) που είχαν ορισθεί να επιβλέπουν την ακρίβεια των μέτρων και σταθμών, για να μην δυσφημείται η πόλη και προκαλείται δυσαρέσκεια στους ξένους. Επιμελείτο με όλους τους Ευμολπίδες και Κήρυκες του ιερού της Ελευσίνας. ΄Οπως στους θεράποντες κάθε θεότητας, έτσι και στους ιερείς απαγορευόταν να περιβάλλονται και άλλο ιερατικό αξίωμα, στον δε Ιεροφάντη απαγορευόταν απολύτως να περιβάλλεται άλλα αξιώματα.Ο Ιεροφάντης είχε προεδρία στο Θέατρο και ο θρόνος του αποτελούσε διπλό θρόνο με τον Ιερέα του Δηλίου Απόλλωνα . Ευρισκοταν δε πολύ κοντά στο θρόνο του Ιερέα του Διονυσίου του Ελευθερέως και ήταν αέισιτος , μπορούσε δε να τύχει και αδριάντος στην Ελευσίνα.
Οι Ευμολπίδες διατήρησαν το αξίωμα αυτό μέχρι την κατάλυση των μυστηρίων πλην του τελευταίου Ιεροφάντη.
Με το βαθμό του Ιερφάντη αντιστοιχεί κι΄αυτός της Ιεροφάντιδος. Αυτές φαίνεται ότι ήταν δύο, η μεν της Δήμητρας , η δε της Κόρης. ΄Ηταν ισόβιες , από τον οίκο των Ευμολπιδών και ιερώνυμοι από τη στιγμή που αναλάμβαναν το αξίωμά τους, τουλάχιστον δε τους ύστερους χρόνους, μπορούσαν να είναι έγγαμοι, εφόσον μνημονεύονται τα τέκνα και οι απόγονοί τους. Από τους αδριάντες των Ιεροφαντίδων που βρέθηκαν στην Ελευσίνα, βλεπουμε ότι αξιούνταν αυτής της τιμής. Κατά τον Φώτιο, οι Ιεροφάντιδες φανέρωναν τα ιερά στους μυούμενων, μιάς δε από αυτές εξαίρεται το άσμα.' ΄Άλλη καυχάται ότι εμύησε τον Αδριανό, άλλη ότι έστεψε τον Αντωνίνο και τον Κόμμοδο.