Eιν ολ' αυτά τα πράγματα πολύ παλιά, οι Προέλληνες και o πολιτισμός
τους και η γλώσσα τους, όχι όμως και στερημένα γι' αυτό από
ενδιαφέρον.
Στην επιστήμη το παλιό και το νέο είναι ισοδύναμα και ισότιμα.
Γιατί το παλιό είναι το θεμέλιο του νέου, και το νέο στηρίζεται στο παλιό και προσδιορίζεται από αυτό ανέκκλητα και παντοτινά.
Να γιατί δε φοβάμαι, μιλώντας για τους Προέλληνες μπροστά σε καλλιεργημένο κοινό, να πω πράγματα ξένα προς το ενδιαφέρον του.
Οι Ινδοευρωπαίοι, που τμήμα τους είναι η ελληνική φυλή, ήταν ως την
5η χιλιετηρίδα π. Χ. μια από τις πολλές γλωσσικές φυλές που κατοικούσαν
στην Ευρώπη.
Η φυλή όμως αυτή φαίνεται πως ήταν προικισμένη με μια κατακτητική
και αφομοιωτική ικανότητα, που από τα αποτελέσματα της θα μπορούσε να
χαρακτηριστή εκπληκτική.
Όταν μετά την 5η χιλιετηρίδα π. Χ. άρχισε να διασπάται και να
σχηματίζη τους επί μέρους Ινδοευρωπαικούς λαούς, δηλ. τους Έλληνες,
Ίνδοιρανούς, Θρακοιλλυριούς, Ίταλοκέλτες, Τεύτονες, Βαλτοσλάβους κ. α.,
και να απλώνεται προς όλες τις γεωγραφικές κατευθύνσεις, οι άλλες
γλωσσικές φυλές της Ευρώπης και της Ασίας που βρέθηκαν στα βήματα της,
άλλες αργά και άλλες γρήγορα, δεν μπόρεσαν να αποφύγουν την υποταγή και
τη γλωσσική αφομοίωση τους από τους Ίνδοευρωπαίους.
Έτσι στην Ασία οι Ινδοί αφομοίωσαν τους μογγολικούς λαούς που κατοικούσαν την απέραντη χώρα του Ινδικού πενταποτάμου.
Οι Χεττίτες, τους παλαιοτέρους λαούς της Μ. Ασίας. Στην Ευρώπη οι
Τεύτονες αφομοίωσαν παλαιοτέρους λαούς της βόρειας Ευρώπης, οι Κέλτες
τους Λίγυες της Γαλατίας και τους Pritu, δηλ. τους παλαιούς Βρεττανούς
της Αγγλίας,
οι Ιταλοί τους Έτρούσκους κ.ο.κ.
Οι Έλληνες, αφού πέρασαν την πρωτοελληνική, όπως τη λέμε, περίοδο
στους κάμπους της Ουγγαρίας και της Σερβίας, και πληθύνοντας αριθμητικά
απλώθηκαν γεωγραφικά σε βαθμό ώστε ν° αρχίση η γλώσσα τους να
διαφοροποιείται σε διαλέκτους, εμφανίστηκαν γύρω από τον 20° αιώνα π. Χ.
στα σημερινά βόρεια σύνορα της χώρας που έμελλε να ονομαστή απ' αυτούς
Ελλάδα και να γίνη η οριστική ιστορική τους κοιτίδα επί 4 000 χρόνια
αδιάκοπα, από τότε ως σήμερα.
Η είσοδο τους στην Ελλάδα δεν έγινε μεμιάς, αλλά σε τρία κύματα, με τρεις διαδοχικές κατακτήσεις.
Πρώτα κατέβηκαν οι Ίωνες 1 κατόπι, γύρω στον 17° αιώνα π. Χ., οι Αχαιοί, και τελευταίοι, γύρω στον 12° αιώνα π. Χ., οι Δωριείς.
Τη νέα και τελική τους πατρίδα δεν τη βρήκαν οι Έλληνες ακατοίκητη.
Οι χώρες που περιβάλλουν τη Μεσόγειο είναι, όπως όλοι ξέρουμε, κατοικίες αρχαιότατων λαών και κοιτίδες πανάρχαιων πολιτισμών.
Και φυσικά δεν μπορούσε να συμβή διαφορετικά με τη χώρα την πιο
επίκεντρη και πιο ευνοημένη από τη φύση και τους κλιματολογικούς όρους,
την Ελλάδα.
Αρχαιότατοι μεσογειακοί λαοί μελαχροινοί 2 με δέρμα ψημένο επί
χιλιετηρίδες από τον καυτόν ήλιο και την αρμύρα των κυμάτων, φυλετικά
και γλωσσικά άσχετοι με τους ξανθογάλανους Ινδοευρωπαίους, ασκώντας
τέχνες, ναυτικό εμπόριο και πειρατεία στις θάλασσες που συνδέουν τις
τρεις παλιές ηπείρους, κοσμογυρισμένοι θαλασσοκράτορες, ήταν
εγκαταστημένοι ήδη από την 47π χιλιετηρίδα π. Χ. στις ακτές και στα
νησιά που περιβρέχονται από το Αιγαίο, το Λιβυκό και το Ιόνιο πέλαγο,
δηλ. στα δυτικά της Μ. Ασίας, στην Ελλάδα και στην Ιταλία.
Ήταν οι φορείς του πολιτισμού που στην αρχαιολογία λέγεται
μινωικός η αιγαίος. Τού πολιτισμού με τα πελώρια και πλούσια βασιλικά
παλάτια, τα ζωγραφισμένα με τους κρίνους και τα λείρια των κήπων και με
τους κρόκους των βουνών, με τους ψηλόλιγνους νέους και τις υπέρκομψες
κυρίες.
Της αγγειογραφίας με τα θαλάσσια φυτά, ζώα και κοχύλια, που αναδίνουν ακόμα τη θαμπή δροσιά των βυθών4.
Όταν οι αιώνες έσβησαν από τη μνήμη των Ελλήνων κάθε θύμηση της
καθόδου των από το βορρά, o απλός ελληνικός λαός νόμιζε πιά πως ήταν
ανέκαθεν ιθαγενής στη χώρα αυτή, κι έπλασε η ιδιοποιήθηκε από τους
εξελληνισμένους τώρα προκατόχους του, ντόπιους κοσμογονικούς μύθους, που
τον παρουσίαζαν φυσικό γέννημα και θρέμμα της γης του.
Γιά το λαό οι Προέλληνες είναι απλώς οι πανάρχαιοι πρόγονοι, και η
αντίληψη του αυτή βρίσκει κάποτε θέση και στην ποίηση εκείνη που απηχεί
λαικές δοξασίες, όπως λ. χ. στον Ησίοδο και στις Ικέτιδες του Αισχύλου,
καθώς και στην απλοϊκή Ιστοριογραφία του Ηροδότου (1,56), που ταυτίζει
τους Ίωνες με τους Πελασγούς, δηλ. με τους Προέλληνες 5.
Άλλα οι Έλληνες συγγραφείς, και ιδίως οι ιστορικοί, δεν ήταν απ'
εκείνους που θα μπορούσε να διαφυγή την προσοχή τους ένα τόσο σημαντικό
γεγονός, κι ας είχαν περάσει πια τόσοι αιώνες από την εποχή της πρώτης
καθόδου. Ούτε ήταν δυνατό να μην τους κάνη εντύπωση το ότι ως την εποχή
τους σώζονταν εδώ κι εκεί ανάμεσα τους υπολείμματα αλλόγλωσσων
Προελλήνων. Ήδη ο ποιητής της 'Οδύσσειας έλεγε για την Κρήτη :
Κατοίκους έχει αρίθμητους και χώρες ενενήντα.
Κάθε λαός κι η γλώσσα του.
Ζουν Άχαιοι στον τόπο, ζοϋνε νησιώτες Κρητικοί, παλληκαριάς ξεφτέρια, και Κύδωνες και Δωρικοί, και Πελασγοί λεβέντες 6.