«Πολλά ενοχλητικά και κουραστικά πράγματα υπάρχουν στη ζωή· και στους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν είναι το ίδιο άσχημα τα πράγματα;
Δε σε ψήνει η ζέστη; Δε σε τσαλαπατάει το πλήθος;
Δεν είναι δύσκολο να πλυθείς;
Η βροχή δε σε μουσκεύει ως το κόκαλο;
Δε σε πειράζει ο θόρυβος, η φασαρία και οι άλλες ενοχλήσεις;
Κι όμως, μου φαίνεται πως άνετα, μετά χαράς μάλιστα, τ' ανέχεσαι όλα αυτά μόλις σκεφτείς το μοναδικό θέαμα που θ' αντικρίσεις».
Επίκτητος, 1ος αιώνας μ.Χ.
Οι πηγές αναφέρουν πολλούς σαν ιδρυτές των Ολυμπιακών Αγώνων, όπως το
βασιλιά Πέλοπα, τον Ιδαίο Ηρακλή, τον Αέθλιο (βασιλιά της Ήλιδας, απ'
όπου προήλθε και η λέξη αθλητής), τον γνωστό μας Ηρακλή, τους βασιλιάδες
της Ηλιάδας Νηλέα και Πελία κ.ά.
Όπως αναφέρει ο Στράβωνας, οι αγώνες ξεκίνησαν από τους Ηρακλείδες και
αρχικά είχαν καθαρά τοπικό χαρακτήρα για να φθάσουμε στο βασιλιά Ίφιτο,
απόγονο του Όξυλου (ο οποίος φέρεται ως εμπνευστής) που φέρεται σαν ο
ανακαινιστής του θεσμού. Η αρχή των αγώνων θα πρέπει να αναζητηθεί μετά
το 1.253 π.Χ.
Ο Ίφιτος είχε αποκάμει να βλέπει το βασίλειό του, την Ήλιδα, όπου
βρίσκονταν το θρησκευτικό κέντρο της Ολυμπίας, να λεηλατήται αδιάκοπα
από τους στρατούς των μεγάλων γειτονικών κρατών, που πολεμούσαν μεταξύ
τους, και πήγαιναν να λύσουν τις διαφορές τους στο έδαφός του.
Μη ξέροντας τι να κάνει, ο Ίφιτος πήγε το έτος 784 π.Χ. στο μαντείο των
Δελφών, στις πλαγιές του Παρνασσού, όπου υψώνονταν ο ναός του Απόλλωνα,
του Θεού του Φωτός και των Τεχνών. Στην ερώτηση του Ίφιτου: «Τι πρέπει
να κάνω για να γλιτώσω το λαό μου από τα δεινά του πολέμου;», ο
Απόλλωνας αποκρίθηκε: «Να οργανώσεις στην Ολυμπία αθλητικούς αγώνες που
τόσο τους αγαπούν οι Θεοί».
Εντυπωσιασμένος από αυτό το χρησμό, ο Ίφιτος επισκέφτηκε έναν από τους
ισχυρότερους γείτονές του, το Λυκούργο, βασιλιά και νομοθέτη της
Σπάρτης, και του εξέθεσε την κατάσταση. Ο Λυκούργος αφού τον άκουσε με
ενδιαφέρον αποφάσισε να θεωρήσει την Ήλιδα ουδέτερο έδαφος, για να
μπορεί ο Ίφιτος να οργανώσει αβίαστα τους αγώνες που άρεσαν στους Θεούς.
Καθώς ο Λυκούργος ήταν ισχυρός βασιλιάς, με μεγάλη επιρροή, όλοι οι
άλλοι βασιλιάδες των Ελληνικών κρατών συμφώνησαν μαζί του. Έτσι η Ήλιδα
γίνονταν απαραβίαστη.
Το κείμενο της συνθήκης γράφτηκε πάνω σε έναν δίσκο που φυλασσόταν στο
Ηραίον. Σε αυτή τη συνθήκη, που αποτέλεσε αποφασιστικό γεγονός για τη
μετέπειτα ανάδειξη του Ηραίου σε Πανελλήνιο κέντρο, συμφωνήθηκε η «Ιερή
Ανακωχή», δηλαδή η κατάπαυση του πυρός και απαγόρευση εκτέλεσης της
θανατικής ποινής σε όλο τον Ελληνικό κόσμο κατά τη διάρκεια της
διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων. Για 12 αιώνες η ανακωχή αυτή
παραβιάστηκε μόνο μία φορά: τo 364 π.X, στην διάρκεια της 103ης
Ολυμπιάδας, από τους Αρκάδες που κατέλαβαν την Ολυμπία. Αυτή η πράξη
προκάλεσε την οργή όλων των υπόλοιπων Ελλήνων. Έτσι οι Αρκάδες
τιμωρήθηκαν αυστηρά.
Ο Ίφιτος, γεμάτος ευγνωμοσύνη, αποφάσισε την τέλεση στην Ολυμπία,
κάθε τέσσερα χρόνια, κατά την πρώτη πανσέληνο μετά το θερινό ηλιοστάσιο,
έναν αγώνα ανάμεσα στους δρομείς δύο πόλεων: της Πίσας και της Ήλιδας. Ο
αμετάβλητος αυτός ρυθμός -κάθε τέσσερα χρόνια- μας επέτρεψε να
γνωρίζουμε με ακρίβεια τη χρονολογία μεγάλων ιστορικών γεγονότων της
αρχαιότητας. Το διάστημα που μεσολαβούσε από τη λήξη των αγώνων έως την
αρχή των επόμενων, ονομάζονταν Ολυμπιάς, όρος που χρησιμοποιούνταν για
να δηλώσει και τους ίδιους τους αγώνες. Τις Ολυμπιάδες πρώτος αρίθμησε ο
Ιππίας ο Ηλείος και μετά συνέχισε ο Αριστοτέλης.
Χρειάστηκαν οχτώ χρόνια στον Ίφιτο για να ετοιμάσει τους αγώνες ως το
776 π.Χ. όπου και πραγματοποιήθηκαν οι πρώτοι επίσημοι Ολυμπιακοί
Αγώνες και οι οποίοι ήταν αφιερωμένοι στον Δία, του οποίου το τεράστιο
άγαλμα στεκόταν στην Ολυμπία.
Πραγματοποιήθηκε το πρώτο αγώνισμα ταχύτητας σε απόσταση 192,27 μέτρων.
Αλλά, γιατί αυτή η παράξενη απόσταση που την ονόμαζαν «στάδιο», και που
σήμερα σημαίνει τον ίδιο τον αγωνιστικό χώρο; Δεν την είχαν διαλέξει
στην τύχη: Αντιπροσώπευε 600 φορές το μήκος του ποδιού του Ηρακλή. Οχτώ
αιώνες νωρίτερα, σύμφωνα με το θρύλο, ο Ηρακλής είχε φτάσει στην
Ολυμπία, και αφού εξόντωσε τον τύραννο Αυγεία και καθάρισε τους
περίφημους σταύλους του, οργάνωσε έναν αγώνα δρόμου για να ευχαριστήσει
τους Θεούς.
Ο Ηρακλής μέτρησε σε ευθεία γραμμή 300 αχνάρια με το πόδι του και
σημείωσε έτσι μία απόσταση -το στάδιο- στην οποία συναγωνίστηκαν τα
αδέλφια του, ο Επίδημος, ο Ίδας, ο Αϊονος και ο Λάσος. Από αυτό βγαίνει
το συμπέρασμα ότι ο Ηρακλής είχε μεγάλα πόδια. Σήμερα θα φορούσε 50
νούμερο παπούτσι.
Έτσι την επόμενη μέρα, μετά την πανσέληνο του θερινού ηλιοστασίου (μία
μέρα του σημερινού Ιουλίου), εκείνη την χρονιά του 776 π.Χ., ένας μικρός
βοσκός από την Ήλιδα, ο Κόροιβος, νίκησε τους αντιπάλους του και έγινε ο
πρώτος Ολυμπιονίκης της ιστορίας.
Η επιτυχία των αγώνων μεγάλωσε γρήγορα. Σε λίγο πήραν μέρος όλα τα
Ελληνικά κράτη. Ο αριθμός των αγωνισμάτων αυξήθηκε (δρόμος 2 έως και 24
σταδίων, άλματα, ακοντισμός, παλή κ.λ.π.).
Οι αθλητές παρουσιάζονταν ένα μήνα πριν αρχίσουν οι Αγώνες στην
«Ελίν» (ον. Η Ελίς), δηλαδή την πόλη που τους φιλoξενούσε, αλλά η
οργάνωση και η επίβλεψη της τήρησης των κανόνων ανατιθόταν στους
Ελλανοδίκες (Ελλανόδικος Επιτροπή). Αρχικά ο θεσμός ήταν κληρονομικός
και ισόβιος, αργότερα όμως η εκλογή τους γινόταν με κλήρο ανάμεσα σε
όλους τους Ηλείους Πολίτες. Εκλέγονταν για μια Ολυμπιάδα και η
εκπαίδευσή τους διαρκούσε δέκα μήνες. Εκτός όμως από την οργάνωση των
αγώνων έργο τους ήταν και η απονομή βραβείων. Μπορούσαν ακόμα να
επιβάλλουν ποινές ή και να αποκλείσουν αθλητές.
Δύο ημέρες μετά την έναρξη των αγώνων η πομπή των αθλητών ξεκινούσε από
την Ελίν για να καταλήξει στην Ολυμπία όπου την υποδέχονταν τα πλήθη των
θεατών που είχαν έρθει για να παρακολουθήσουν τους Αγώνες. Οι τελετές
άρχιζαν με τον επίσημο όρκο που απαγγέλλονταν από τους αθλητές στο Βωμό
του Ορκίου Διός, στο Βουλευτήριον, όπου ορκίζονταν ότι θα διαγωνιστούν
τίμια και ότι θα σεβαστούν τους κανόνες.
Μέχρι το 632 π.Χ. οι Αγώνες διαρκούσαν 1 έως 3 ημέρες, ενώ από τον 5ο
αιώνα και έπειτα η διάρκειά τους επεκτάθηκε στις 5 ημέρες. Αυτό άλλαξε
και πάλι κατά την αλλαγή της χιλιετίας και επεκτάθηκε ακόμα περισσότερο,
στις 7 ημέρες. Οι απόψεις πάντως διίστανται όσον αφορά το πρόγραμμα. Τα
προγράμματα έγιναν γνωστά χάρη σε αποαπάσματα του Φιλόστρατου, του
Παυσανία, του Πλούταρχου και του Λουκιανού.
Στη διάρκεια των αγώνων η Ολυμπία, που τον άλλο καιρό ήταν μια
θρησκευτική πόλη όπου έμεναν μόνο ιερείς για να εκτελούν τις λατρείες
και να φυλάνε τους τάφους, γίνονταν ένας πολυάνθρωπος τόπος, όπου
ανθούσε το εμπόριο. Γύρω από το Ολυμπιακό Στάδιο που μπορούσε να χωρέσει
40 - 60.000 θεατές, ξεφύτρωνε ένα χωριό από σκηνές που στέγαζε τους
επισκέπτες.
Όταν πλησίαζε ο καιρός για την διεξαγωγή των αγώνων οι σπονδοφόροι,
οι οποίοι κρατούσαν κλαδιά ελιάς, διαλαλούσαν το μήνυμα της Ολυμπιακής
Εκεχειρίας (αρχικά η Ιερή Εκεχειρία είχε διάρκεια ενός μήνα και αργότερα
έφτασε τους τρεις) στο πανελλήνιο, που σήμαινε διακοπή στις
εχθροπραξίες και απαγόρευση εκτέλεσης της θανατικής ποινής.
Στους αγώνες συμμετείχαν μόνο οι ελεύθεροι Έλληνες πολίτες. Για να
γίνει κανείς δεκτός σε αυτούς, έπρεπε επίσης να έχει γυμναστεί σοβαρά
επί δέκα μήνες και να έχει πάρει μέρος σε μία προεξάσκηση 30 ημερών πριν
από την έναρξη των αγώνων. Δικαίωμα συμμετοχής είχαν όλοι οι Έλληνες
πολίτες που δεν είχαν διαπράξει φόνο ή ιεροσυλία. Απαγορεύονταν η
συμμετοχή στους βάρβαρους και στους δούλους. Στις μέρες των αγώνων
απαγορευόταν η είσοδος στις γυναίκες (εκτός κι αν ήταν ιππείς), μόνο η
Ιέρεια της Θεάς Δήμητρας, Χαμύνης μπορούσε να τους παρακολουθήσει
καθισμένη στον βωμό της Θεάς. Η τιμωρία των γυναικών που θα παρέβαιναν
τον απαγορευτικό νόμο ήταν θάνατος με κατακρήμνισμα από το όρος Τυπαίο.
Ωστόσο, η μητέρα ενός αθλητή, η Καλλιπάτειρα, δεν άντεξε στην
ευχαρίστηση να δει το γιο της που αγωνίζονταν. Έτσι μεταμφιέστηκε σε
γυμναστή και τρύπωσε στο στάδιο, αναμειγμένη με το πλήθος. Για κακή της
τύχη την αναγνώρισαν και την καταδίκασαν αρχικά να την πετάξουν από το
όρος Τυπαίον, όπως όριζε ο νόμος. Τελικά όμως της έδωσαν χάρη, γιατί
ανήκε σε οικογένεια διάσημων αθλητών, μια και ο πατέρας της και τα
αδέλφια της είχαν στεφανωθεί νικητές στους προηγούμενους αγώνες. Στο
εξής για να αποφύγουν τέτοιου είδους περιστατικά, υποχρέωσαν τους
γυμναστές και τους αθλητές να παρουσιάζονται στο στάδιο ολόγυμνοι.
Οι
αθλητές στην αρχαιότητα αγωνίζονταν μόνο για την δόξα αφού μοναδικό
έπαθλο ήταν ο κότινος, ένα στεφάνι αγριελιάς από το ιερό δέντρο της
Ολυμπίας. Το έπαθλο αυτό θεσπίστηκε κατόπιν εντολής του Μαντείου των
Δελφών.
Ανυπολόγιστη όμως ήταν η ηθική σημασία της νίκης. Ο Ολυμπιονίκης όταν
επέστρεφε στην πόλη απολάμβανε μεγάλες τιμές. Κατεδαφιζόταν ένα μέρος
των τειχών της πόλης, εφόσον η πόλη που γέννησε τον Ολυμπιονίκη δεν είχε
ανάγκη από τείχη, και από την νέα είσοδο έμπαινε ο νικητής. Σε άλλες
πόλεις αναγράφονταν τα ονόματά τους σε στήλες, οι γλύπτες φιλοτεχνούσαν
ανδριάντες τους και ακόμα λατρεύονταν σαν ήρωες μετά τον θάνατό τους. Ο
Ολυμπιονίκης γίνονταν εξαιρετική προσωπικότητα και η πόλη του έμπενε
αμέσως κάτω από την προστασία των Θεών. Τον θεωρούσαν ημίθεο. Του
έστηναν άγαλμα και τον απάλλασσαν από τους φόρους για όλη του τη ζωή.
Ωστόσο η σημαντικότερη τιμή για έναν Ολυμπιονίκη ήταν το δικαίωμα να
τοποθετήσει το άγαλμά του στην ιερή Άλτη.
Ένα μεγάλο ερώτημα που παραμένει ακόμα και σήμερα είναι οι επιδόσεις των
αθλητών κατά την αρχαιότητα. Τα στοιχεία που έχουμε προέρχονται από
μύθους, οι οποίοι απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Σύμφωνα με έναν
από αυτούς ένας αθλητής με το όνομα Πόλυμος Νέστορας μπορούσε να πιάσει
έναν λαγό στο τρέξιμο, πράγμα που υποθέτει μία επίδοση της τάξης των έξι
δευτερολέπτων στα εκατό μέτρα, πράγμα που αποτελεί ένα κατόρθωμα πέρα
από τις ανθρώπινες δυνατότητες.
Γύρω στα 350 π.Χ. οι Ολυμπιακοί Αγώνες έφτασαν στο αποκορύφωμά τους.
Έπειτα η Ελλάδα κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους. Τότε άλλαξαν όλα.
Εμφανίστηκαν νέα αθλήματα, όπως αρματοδρομίες, ξιφομαχίες,πάλη ανθρώπων
με θηρία. Οι αγώνες αρχίζουν να φθείρονται μετά την ρωμαϊκή εισβολή το
146 π.Χ. και αρχίζουν να μετατρέπονται σε δημόσια θεάματα, οι αθλητές
και οι κριτές εξαγοράζονται και φυσικά χάνεται η ομορφιά και η αίγλη του
θεσμού. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ανοίχτηκαν σε όλους, και όχι μόνο στους
Έλληνες. Ο Νέρων, για να λάβει μέρος ως αθλητής στους αγώνες διέταξε να
εκτελεστούν οι αγώνες κατά το τρίτον έτος της Ολυμπιάδας εκείνης (το 67
μετά Χριστόν) και όχι κατά το πρώτο ως ήτανε και απαιτούσε ο
καθιερωμένος κανονισμός, επέβαλε μάλιστα ακόμα και την τέλεση μη
επιτρεπόμενων μουσικών αγώνων, ο οποίος ανεδείχθη, ως εικός, νικητής ως
τραγωδός και κιθαρωδός. Ο αυτοκράτορας Νέρων ανακηρύχτηκε επίσης
«ολυμπιονίκης» στις αρματοδρομίες αφού όλοι οι υπόλοιποι που λάμβαναν
μέρος, αποχώρησαν ξέροντας πως θα εκτελούνταν αμέσως σε περίπτωση που
τολμούσαν να διεκδικήσουν την πρωτιά από τον αυτοκράτορα.
Ο Τιβέριος μολαταύτα -νικητής τεθρίππου πρότερον- γενόμενος Αυτοκράτορας
ανασυνέστησε τον ιππικό αγώνα. Παρόλα αυτά, οι αγώνες παρέμεναν πολύ
δημοφιλείς και συγκέντρωναν πολύ κόσμο, ενώ υπήρχαν αυτοκράτορες που
εμφανίσθηκαν ως φίλοι και υποστηρικτές της Ολυμπίας. Ως παράδειγμα
αναφέρεται ο Σύλλας το 80 π.Χ. που κάλεσε τους αθλητές της Ολυμπίας στη
Ρώμη, για να κοσμήσει το θρίαμβό τους.
Γεννημένοι για να ευχαριστήσουν τους Θεούς των αρχαίων Ελλήνων, οι
Ολυμπιακοί αγώνες της αρχαιότητας πέθαναν επίσης για θρησκευτικούς
λόγους. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού, ο αυτοκράτορας Ανατολής και
Δύσης, Θεοδόσιος Α', θεωρώντας πως οι αγώνες ήταν ένα υπόλειμμα της
ειδωλολατρείας αποφάσισε να τους καταργήσει. Έτσι οι αγώνες της 286ης
Ολυμπιάδας το 393 μ.Χ. υπήρξαν οι τελευταίοι της αρχαιότητας.
Ο
χώρος της Ολυμπίας δεν άντεξε στην εξαφάνιση των Ολυμπιακών Αγώνων. Ένα
έτος μετά την κατάργησή τους, η Ολυμπία λεηλατήθηκε, εξαιτίας μίας
μάχης ανάμεσα σε Βυζαντινούς και Γότθους. Το 426 ο Θεοδόσιος πρόσταξε να
ξηλώσουν και να κάψουν ότι απέμεινε από τον ένδοξο τόπο της Ολυμπίας.
Εκατό χρόνια αργότερα, το 526, ο ποταμός Αλφειός ξεχείλισε, σκεπάζοντας
τον Ολυμπιακό χώρο με άμμο και λάσπη. Μια σελίδα της Ιστορίας είχε πλέον
κλείσει. Θα εξαφανίζονταν λοιπόν για πάντα εκείνη η μεγάλη και θαυμαστή
ανθρώπινη ιδέα; Μάλλον όχι...
Είναι γνωστό ότι κατά τον 17ο αιώνα γινόταν κάποια γιορτή η οποίο
έφερε το όνομα «Ολυμπιακοί αγώνες» στην Αγγλία. Παρόμοιες εκδηλώσεις
ακολούθησαν στους επόμενους αιώνες στην Γαλλία και Ελλάδα οι οποίες όμως
ήταν μικρής έκτασης και σίγουρα όχι διεθνείς.
Δεκατρείς αιώνες μετά την ολοκληρωτική καταστροφή της Ολυμπίας, ανάμεσα
στο 1875 και στο 1881, μια ομάδα Γερμανών αρχαιολόγων, κάτω από τη
διεύθυνση του ιστορικού Έρνστ Κούρτιους, έβγαζε στο φως τα ερείπια της
Ολυμπίας, ξεθάβοντας 130 αγάλματα και πολυάριθμα ίχνη της μεγάλης
εποχής. Αυτή η ανακάλυψη προκάλεσε στην Ευρώπη μία αναζωογόνηση του
ενδιαφέροντος για τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Το
ίδιο διάστημα, ο βαρώνος Πιέρ ντε Κουμπερτέν προσπαθούσε να
δικαιολογήσει την ήττα των Γάλλων στον Γαλλοπρωσικό πόλεμο (1870-1871).
Πίστευε ότι ο λόγος της ήττας ήταν επειδή οι Γάλλοι δεν είχαν αρκετή
φυσική διαπαιδαγώγηση και ήθελε να την βελτιώσει. Ο Κουμπερτέν ήθελε
επίσης να ενώσει της εθνότητες και να φέρει μαζί την νεολαία με τον
αθλητισμό παρά να γίνονται πόλεμοι. Πίστευε ότι η αναβίωση των
Ολυμπιακών Αγώνων θα πετύχαινε και τους δύο πιο πάνω σκοπούς του.Ο
Κουμπερτέν το 1892 ανακοινώνει την ιδέα και προσπαθεί να βρει
υποστηρικτές. Σε ένα συνέδριο στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης στο Παρίσι
που έγινε από τις 16 μέχρι τις 23 Ιουνίου, το 1894 παρουσίασε τις ιδεές
του σε ένα διεθνές ακροατήριο. Την τελευταία μέρα του συνεδρίου
αποφασίστηκε να διεξαχθούν οι πρώτοι μοντέρνοι Ολυμπιακοί αγώνες το 1896
στην Αθήνα, την πόλη και την χώρα που τους γέννησε. Έτσι γεννήθηκε η
Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) για να διοργανώσει τους Αγώνες με πρώτο
πρόεδρο τον Έλληνα Δημήτριο Βικέλα.
Οι
πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Χάρις στην
βοήθεια του εθνικού ευεγέρτη Γεωργίου Αβέρωφ και τον ελληνικό
ενθουσιασμό, το Παναθηναϊκό Στάδιο ετοιμάστηκε να φιλοξενήσει την μεγάλη
κοσμοπολίτικη αυτή εκδήλωση. Ο στίβος είχε κατασκευαστεί από έναν
βρετανό, τον Charles Perry, που λόγω του περιορισμένου χρόνου που είχε
μπροστά του, δεν μπόρεσε να τον τελειοποιήσει και έτσι οι επιδόσεις ήταν
πολύ χαμηλές στους αγώνες. Στις 6-15 Απριλίου 1896 η τέλεση των πρώτων
σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων πραγματοποιήθηκε με μεγάλη λαμπρότητα στην
Αθήνα, την γενέτειρα του Ολυμπιακού Πνεύματος και των Ολυμπιακών
Ιδεωδών, στο Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο. Η νίκη του Λούη, ενός
νερουλά από το Μαρούσι, αποτέλεσε το μεγάλο γεγονός των πρώτων εκείνων
Ολυμπιακών Αγώνων και το όνομα του Σπύρου Λούη πέρασε στην ιστορία. Οι
πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες είχαν πετύχει απόλυτα.
Έκτοτε ο θεσμός των αγώνων ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο μεταφέροντας τις
πανανθρώπινες και διαχρονικές αξίες του Ολυμπισμού σε όλους τους λαούς
και τους πολιτισμούς. Αν και οι αθλητές που πηραν μέρος δεν ξεπερνούσαν
τους 250, ήταν η μεγαλύτερη αθλητική διοργάνωση που έγινε ποτέ. Οι
Έλληνες αξιωματούχοι και το κοινό ήταν ενθουσιασμένοι και ζήτησαν να
έχουν το μονοπώλιο των αγώνων. Η ΔΟΕ όμως είχε διαφορετική γνώμη.
Αποφασίστηκε ότι οι αγώνες θα άρχιζαν ξανά και θα διεξάγονταν κάθε
τέσσερα χρόνια σε διαφορετική χώρα.
Ο σύγχρονος αθλητισμός, που, σαν οργανωμένη σωματική δραστηριότητα,
είχε αναπτυχθεί πλατιά στην Αγγλία, στις αρχές του 19ου αιώνα, θα
έβρισκε σε αυτή τη νέα εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων μία καινούρια
αφερηρία, ένα νέο κίνητρο και μία μεγάλη γιορτή.
Όπως και στην αρχαιότητα, οι Ολυμπιακοί αγώνες θα τελούνταν κάθε τέσσερα
χρόνια, με τη διαφορά πως, ενώ οι αρχαίοι Αγώνες άρχιζαν απαρέγκλιτα
την εντέκατη μέρα του μήνα Εκατομβαιώνα, που αντιστοιχεί στο δικό μας
Ιούλιο, οι σύγχρονοι, δεν θα είχαν καθορισμένη ημερομηνία. Παράλληλα, θα
γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια σε διαφορετική χώρα, αντίθετα από τους
Ελληνικούς που τελούνταν πάντα στην Ολυμπία.
Η Ολυμπιακή φλόγα
Η Ολυμπιακή φλόγα είναι σύμβολο των Ολυμπιακών Αγώνων. Αποτελώντας
ανάμνηση της κλοπής της φωτιάς του θεού Δία από το Προμηθέα, η καταγωγή
της οποίας βρίσκεται στην αρχαία Ελλάδα, οπότε και μια ιερή φλόγα
αναβόταν από τις ακτίνες του ηλίου στην Ολυμπία και κρατούταν αναμμένη
καθ’ όλη τη διάρκεια των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων.
Η φλόγα αντιπροσώπευε την «προσπάθεια για τη νίκη». Πρωτοεισήχθη στους
σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1928 στο Άμστερνταμ. Από τότε η φλόγα
συμβολίζει «το φώς του πνεύματος, τη γνώση και τη ζωή».
Η
λαμπαδηδρομία ξεκίνησε στους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες και
επανεμφανίστηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936. Αρχικά, ο
δάδα αναβόταν στην Ολυμπία και έπειτα μεταφερόταν στην πόλη που θα
φιλοξενούσε τους Αγώνες (λαμπαδηδρομία). Ο τελευταίος λαμπαδηδρόμος
μεταφέρει τη δάδα μέσα στο Ολυμπιακό Στάδιο κατά τη διάρκεια της τελετής
έναρξης. Έπειτα η Ολυμπιακή φλόγα ανάβεται με τη βοήθεια της δάδας και
παραμένει αναμμένη έως ότου σβηστεί κατά την τελετή λήξης. Η
λαμπαδηδρομία συμβολίζει το πέρασμα των Ολυμπιακών παραδόσεων από τη μία
γενιά στην επόμενη.
Στην Ολυμπία βρίσκεται επίσης ο βωμός της Ολυμπιακής φλόγας, που
μεταφέρεται κάθε τέσσερα χρόνια στην πόλη που φιλοξενεί τους Ολυμπιακούς
Αγώνες. Το άναμμα της φλόγας γίνεται στω βωμό του Ναού της Ήρας και
επιτυγχάνεται μέσω της σύγκλισης των ηλιακών ακτινών σε ένα μεταλλικό
ανακλαστήρα. Αυτή η διαδικασία είναι μέρος μιας τελετουργίας που
περιλαμβάνει την προσευχή και τον ύμνο προς τον θεό Απόλλωνα. Έπειτα η
πρωθιέρεια μπαίνει στο στάδιο κρατώντας την, αναμμένη πλέον, δάδα την
οποία παραδίδει στον πρώτο λαμπαδηδρόμο για να αρχίσει το ταξίδι της στα
πέρατα της Γης.
Η Ολυμπιακή φλόγα σήμερα ανάβεται αρκετούς μήνες πριν από την τελετή
έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στην τοποθεσία διεξαγωγής των αρχαίων
Ολυμπιακών Αγώνων στην Ολυμπία. Έντεκα ιέρειες, που απαρτίζονται από
ηθοποιούς, ανάβουν τη φωτιά τοποθετώντας τη δάδα σε κοίλο παραβολικό
καθρέπτη που συγκεντρώνει τις ακτίνες του ηλίου.
Η
δάδα ύστερα μεταφέρεται στην πόλη που θα φιλοξενήσει τους επερχόμενους
Ολυμπιακούς Αγώνες με τη μορφή λαμπαδηδρομίας. Αν και παραδοσιακά η
φλόγα μεταφέρεται με τα πόδια, έχουν χρησιμοποιηθεί και άλλοι τρόποι
μεταφοράς. Λαμπαδηδρόμοι έχουν διατελέσει αθλητές και σημαντικές
προσωπικότητες, αλλά και πολλοί ανώνυμοι.
Η Ολυμπιακή λαμπαδηδρομία ολοκληρώνεται την ημέρα της τελετής έναρξης στο κύριο στάδιο διεξαγωγής των Αγώνων.
Ο
τελικός λαμπαδηδρόμος συνήθως κρατείται μυστικός μέχρι την τελευταία
στιγμή και είναι συνήθως αθλητική προσωπικότητα της διοργανώτριας χώρας.
Ο τελικός κομιστής της φλόγας τρέχει προς τον λέβητα, που είναι συνήθως
τοποθετημένος στην κορυφή σειράς σκαλιών, και έπειτα χρησιμοποιεί τη
δάδα για να ανάψει τη φωτιά μέσα στο στάδιο.
Είναι μεγάλη τιμή το να κληθεί κάποιος να ανάψει την Ολυμπιακή φλόγα.
Αφότου αναφθεί, η φλόγα συνεχίζει να καίει καθ’ όλη τη διάρκεια των
Ολυμπιακών Αγώνων και σβήνεται κατά την τελετή λήξης τους.
Ο Ολυμπιακός όρκος
Ο Ολυμπιακός όρκος απαγγέλλεται από έναν αθλητή και έναν κριτή κατά την
ναρκτήρια τελετή των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο αθλητής, μέλος ομάδας της
διοργανώτριας χώρας, κρατά μια γωνία της Ολυμπιακής σημαίας ενώ
απαγγέλει τον όρκο:
Στο όνομα όλων των αθλητών, υπόσχομαι να πάρω μέρος σ’
αυτούς τους Ολυμπιακούς Αγώνες, σεβόμενος τους κανονισμούς που τους
διέπουν, μετέχοντας στους αγώνες χωρίς τη χρήση πρόσθετων ουσιών και
ναρκωτικών, σύμφωνα με το αληθινό πνεύμα της ευγενούς άμιλλας για τη
δόξα του αθλητισμού και την τιμή των ομάδων μας.
Ο κριτής, που κατάγεται επίσης από τη διοργανώτρια χώρα, κάνει το ίδιο, αλλά απαγγέλοντας έναν διαφοροποιημένο όρκο:
Στο όνομα όλων των κριτών και επισήμων, υπόσχομαι ότι θα
διευθύνουμε σε αυτούς τους Ολυμπιακούς Αγώνες με πλήρη αμεροληψία,
σεβόμενοι και μένοντας πιστοί στους Κανόνες που τους διέπουν, στο
πλαίσιο του αληθινού φίλαθλου πνεύματος.
Ο Ολυμπιακός όρκος, γραμμένος από τον Βαρώνο Pierre de Coubertin, τον
εμπνευστή των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, απαγγέλθηκε για πρώτη φορά
από έναν αθλητή στους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες το 1920 σην Αμβέρσα. Ο
πρώτος όρκος κριτή απαγγέλθηκε στους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του
Μονάχου το 1972. Το κείμενο του όρκου έχει υποστεί μικρές αλλαγές από
τότε. Ο όρκος που απαγγέλθηκε από τον Victor Boin το 1920 ήταν:
Ορκιζόμαστε ότι θα πάρουμε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες
σε πνεύμα ιπποτισμού. Για την τιμή της χώρας μας και για τη δόξα του
αθλητισμού.
Αργότερα ο όρος «όρκος» αντικαταστάθηκε με τον όρο «υπόσχεση» και ο
όρος «χώρα» με τον όρο «ομάδα». Η φράση σχετικά με τη χρήση ουσιών
προστέθηκε το 2000 στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σύδνεϋ.
Ο Ολυμπιακός Ύμνος
Ο Έλληνας εθνικός ποιητής, Κωστής Παλαμάς, συνέθεσε το ποίημα «Αρχαίο
πνεύμα αθάνατο», το οποίο μελλοποίησε ο Σπύρος Σαμαράς για την πρώτη
ολυμπιάδα, όπου τραγουδήθηκε ως ο επίσημος Ολυμπιακός Ύμνος κατά την
εναρκτήρια τελετή. Στις μετέπειτα Ολυμπιάδες τραγουδήθηκαν άλλοι ύμνοι.
Πάντως, η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή ομόφωνα ενέκρινε την υιοθέτηση του
έργου των Σαμαρά-Παλαμά ως τον επίσημο Ολυμπιακό Ύμνο, το 1958. Όταν η
Ολυμπιακή Σημαία υψώνεται κατά την τελετή έναρξης, ακούγεται ο
Ολυμπιακός Ύμνος, όπως άλλωστε και στην τελετή λήξης, κατά την υποστολή
της Ολυμπιακής Σημαίας.
Αρχαίο Πνεύμ' αθάνατον, αγνέ πατέρα του ωραίου, του
μεγάλου και τ' αληθινού, κατέβα, φανερώσου κι άστραψ' εδώ πέρα στη δόξα
της δικής σου γης και τ' ουρανού.
Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι, στων ευγενών Αγώνων λάμψε
την ορμή, και με τ' αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι και σιδερένιο πλάσε κι
άξιο το κορμί και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου.
Αρχαίο Πνεύμ' αθάνατο, κάθε λαός.
Η Ολυμπιακή Σημαία
Ο Βαρώνος de Coubertin σχεδίασε την Ολυμπιακή σημαία το 1913-14.
Απεικονίζει πέντε αλληλοεμπλεκόμενους δακτυλίους σε λευκό φόντο. Τα
χρώματα των δακτυλίων βασίζονταν στο γεγονός ότι τουλάχιστον ένα από
αυτά υπάρχει στη σημαία κάθε συμμετέχουσας χώρας. Οι πέντε
αλληλοεμπλεκόμενοι κύκλοι αντιπροσωπεύουν των πέντε ηπείρων (ο μπλέ την
Ευρώπη, ο κίτρινος την Ασία, ο μαύρος την Αφρική, ο πράσινος την
Αυστραλία, και ο κόκκινος την Αμερική) και τη συνάντηση των αθλητών του
κόσμου στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η Ολυμπιακή Σημαία χρησιμοποιήθηκε για
πρώτη φορά το 1920 κατά την 7η Ολυμπιάδα στην Αμβέρσα του Βελγίου.
Μεταφέρεται με τη συνοδεία πομπής κατά την εναρκτήρια τελετή κάθε
Ολυμπιάδας. Στο τέλος των Αγώνων, η Ολυμπιακή Σημαία παρουσιάζεται στη
διοργανώτρια πόλη των επόμενων Ολυμπιακών Αγώνων από την τωρινή πόλη
διεξαγωγής των Αγώνων.
Το Ολυμπιακό σύνθημα
Ένας φίλος του Βαρώνου Pierre de Coubertin, ο ιερέας Henri Martin Didon
της Δομινικανής αρχής, διατελούσε ως διευθυντής του Κολλεγίου Arcueil
κοντά στο Παρίσι. Όντας ένας ενεργητικός καθηγητής, χρησιμοποιούσε την
πειθαρχία του αθλητισμού ως ένα ισχυρό εκπαιδευτικό εργαλείο.
Κάποια ημέρα, συμμετέχοντας σε ένα μια ενδοσχολική αθλητική διοργάνωση,
τέλειωσε την ομιλία του με τρόπο ρητορικό, προφέροντας τις λατινικές
λέξεις «Citius, Altius, Fortius» (γρηγορότερα, ψηλότερα, δυνατότερα).
Εντυπωσιασμένος από αυτή τη φράση, ο Βαρώνος de Coubertin την έκανε
σύνθημα των Ολυμπιακών Αγώνων, τονίζοντας ότι «οι αθλητές χρειάζονται
ελευθερία για την υπέρβαση. Αυτός είναι και ο λόγος που τους απευθύνουμε
αυτά τα λόγια...λόγια για ανθρώπους που τολμούν να προσπαθήσουν για να
σπάσουν τα ρεκόρ».
Η φράση «Citius, Altius, Fortius» αποτελεί το Ολυμπιακό σύνθημα από τότε.
Η Ολυμπιακή ιδεολογία
Ο Pierre de Coubertin συνέλαβε την ιδέα για την παρακάτω φράση από έναν
λόγο που εκφώνησε ο Επίσκοπος Ethelbert Talbot κατά τη διάρκεια μίας
τελετής απονομής στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1908. Η Ολυμπιακή
ιδεολογία αναφέρει ότι:
Το σημαντικότερο πράγμα στους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν
είναι η νίκη αλλά η συμμετοχή, όπως και το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή
δεν είναι ο θρίαμβος, αλλά ο αγώνας. Ο ουσιώδης σκοπός δεν είναι η
κατάκτηση, αλλά η σκληρή μάχη.