Ο ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ
ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΠΑΙΔΕΙΑ ή αλλιώς Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ ΕΞΙΣΤΟΡΕΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΦΟΙΝΙΚΑ
Ίσως σε κάποιους φάνηκαν απόλυτα ή υπερβολικά όσα λέγαμε στο προηγούμενο
για το πώς οι 36 της Επιτροπής (που διεξάγουν το 1/3 του εθνικού
διαλόγου για την παιδεία), θα εκτελέσουν ένα προαποφασισμένο σχέδιο
ορισμένων σημείων, αφήνοντας στην ελεύθερη βούληση οποιοδήποτε άλλο
περιφερειακό θέμα, έτσι ώστε να υποστηριχθεί η έννοια “διάλογος”. Ήρθε η
στιγμή της εξήγησης. Είναι εκτεταμένη, αλλά πιστεύουμε ότι είναι
αναγκαία.
Οι 36 αποτελούν το “Εκτελεστικό” του
διαλόγου, ενώ το “Βουλευτικό” τυπικά αποτελείται από το ΕΣΥΠ, την
αρμόδια Επιτροπή της Βουλής και την κοινωνία, ουσιαστικά από την
τελευταία. Το “ένα και μόνον προαπαιτούμενο” που έθεσε ο
υπουργός (την ικανοποίηση της δημοκρατικής αξίωσης για ισότητα μέσω και
του σχολείου) δείχνει καθαρά ότι βρισκόμαστε σε μια “Επίδαυρο” της
νομοθεσίας για την παιδεία. Όπως το 1822, υπό το βάρος της “αποτυχίας”
του Υψηλάντη στην Μολδοβλαχία οι πρόσκαιρες πολιτικές ισορροπίες
επιχειρούν να εμφανίσουν ως βούληση της Επανάστασης το κεντρικό Σύνταγμα
(του Γκαλίνα, του Νέγρη και του Μαυροκορδάτου), ώστε να δηλωθεί στη
συνέχεια ότι ο πολιτισμικός στόχος της Επανάστασης ήταν ό,τι υπήρχε μέσα
σ’ αυτό, έτσι και σήμερα, η κυβέρνηση χρησιμοποιεί πολλαπλά σώματα
διαλόγου, ενώ δηλώνει ότι συζητούνται μόνον όσα δεν αφορούν στην
ισότητα· ο κορμός έχει τεθεί από την Ε.Ε., τον Ο.Ο.Σ.Α. και τις διεθνείς
τάσεις. Και τι το κακό σ’ αυτό; Το πρώτο είναι ότι παρακάμπτεται η
συνταγματική νομιμότητα. Χωρίς να λέγεται ξεκάθαρα, επί πολλά χρόνια, ο
ευρωπαϊκός νόμος υπερέχει σε καίρια θέματα του εθνικού συντάγματος. Το
δεύτερο έχει να κάνει με την ουσία, που λέει ότι ο ευρωπαϊκός νόμος
παραδοσιακά υπερτερεί του εθνικού. Η αποδοχή αυτού του επιχειρήματος
βασίζεται στην ψυχολογία. Η “ισότητα” είναι μια
παραπλανητική λέξη-κλειδί που κρύβει πίσω της την “πολυπολιτισμικότητα”
και δεν περιέχει τίποτε θετικό για τον Έλληνα. Είναι σα να λες ότι
αναζητάς μια “δίκαιη και βιώσιμη” λύση για το κυπριακό
μέσα από τον ΟΗΕ, ενώ είναι αυτός, το ΝΑΤΟ και τα άλλα διεθνή φόρουμ που
από το 1974 παίρνουν καθαρά το μέρος της Τουρκίας, για να μην πούμε ότι
εξ’ αρχής αποτελούσαν το μέσο επιβολής μιας προειλημμένης απόφασης. Ως
συμπλήρωμα, η πλήρης νομιμοποίηση της προειλημμένης απόφασης περνάει από
τον αυτοχειριασμό· την δημοκρατική επικύρωση του κυπριακού παράγοντα
που στο μεταξύ έγινε ελληνοκυπριακός. Τι δηλώνει συνεχώς η Ευρώπη ότι
θέλει; Δημοκρατία. Τι πραγματικά θέλει η Ευρώπη σε σχέση με την Ελλάδα;
Την αφομοίωση του πολιτισμού της. Πώς ωθεί την Ελλάδα να αποδεχτεί
δημοκρατικά αυτή την αφομοίωση; Επηρεάζοντας την δημοκρατική επιλογή των
προσώπων, κυρίως όμως, παρουσιάζοντας το παρελθόν διαφορετικό από ό,τι
είναι. Τον λόγο έχει τώρα ο Αντώνης Λιάκος. Παρουσιάζει
τον δρόμο που οδηγεί σ’ αυτήν την ευρωπαϊκή βούληση, όχι μόνο ως
ελληνική άποψη, αλλά και ως προϊόν επιστημονικής έρευνας.
ΤΙ ΤΑΧΑ ΝΑ ‘ΝΑΙ Η ΕΥΡΩΠΗ; ΑΣ ΜΑΣ ΤΟ ΠΕΙ ΤΟ Π.Ι.
Τις
παραμονές της ένταξης της Ελλάδας στο ευρώ εκδίδεται ένα σχολικό βιβλίο
για την Α΄ Λυκείου που επιχειρεί να δώσει απάντηση στο ερώτημα: “τι είναι Ευρώπη;”. Το βιβλίο έχει τίτλο “Ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός και οι ρίζες του”. Το κείμενο αποτελείται από 181 σελίδες και ήδη στην 4η
σελίδα του ο βασικός συγγραφέας Α. Λιάκος χειραγωγεί στο έπακρο την
μαθητική σκέψη, έχοντας καταλήξει στο πρώτο (εξαιρετικά καίριο)
συμπέρασμα:
“Η διάκριση της Ευρώπης ως γης των
ελεύθερων ανθρώπων από την Ασία ως χώρα του δεσποτισμού θα γίνει ένα
στερεότυπο, το οποίο θα αναβιώσει στα νεότερα χρόνια. Θα χρησιμοποιηθεί
από τον Μακιαβέλλι, το Μοντεσκιέ κ.α. Οι νεότεροι Ευρωπαίοι θα
ανακαλύψουν στην αρχαία Ελλάδα τα στοιχεία εκείνα με τα οποία θα
δημιουργήσουν μια ιδανική εικόνα προς την οποία θα προσπαθήσουν να
μοιάσουν” (σ.10-11).
Αυτά τα λέει, μετά από μια ελάχιστη
αναφορά στον Ισοκράτη και τον Αριστοτέλη. Η Ελλάδα ταυτίζεται με την
Ευρώπη και διαχωρίζεται από την Ασία (σωστά), αλλά ούτε Περσικοί πόλεμοι
εξηγούνται, ούτε Αλέξανδρος υπάρχει. Η παράλειψη του “γιατί ο
Αλέξανδρος” και “γιατί ο Δημοσθένης και οι Θηβαίοι” προφανέστατα
τερματίζουν σιωπηρά τον ελληνικό πολιτισμό στο 338 π.Χ. Ως κλασικός
φιλέλληνας, ο Α. Λιάκος συνεχίζει να εκθειάζει τους μορφωμένους Ευρωπαίους του 16ου-18ου
αιώνα δείχνοντας ήδη ότι δεν θα τον απασχολήσει καθόλου ο ελληνικός
πολιτισμός τον οποίον πολεμούν και απορρίπτουν οι Ευρωπαίοι. Και ο
πολιτισμός αυτός δεν αφορά μόνον στους 15 αιώνες του χριστιανισμού, αλλά
και στο “μακεδονικό” που δημιουργεί την πρώτη οικουμενικότητα του
ελληνισμού.
Όντως, ο Αλέξανδρος μένει όχι μόνον
ανεξήγητος, αλλά ανύπαρκτος για το αντιθετικό σχήμα “Ελλάδα-Ασία”. Γιατί
άραγε, όταν αυτός εξουδετερώνει τον κίνδυνο της Ευρώπης που λέγεται
«Περσική αυτοκρατορία» και όταν αυτός διαδίδει τον ευρωπαϊκό (ελληνικό)
πολιτισμό στην Ασία; Βιαστικά περνάει ο Α. Λιάκος στην “Ρωμαϊκή Οικουμένη” για την οποία τονίζει: “Η πολιτική ιδιότητα αποτελούσε το μόνο κοινό χαρακτηριστικό που συνέδεε τους κατοίκους της Ευρώπης…”. Σπεύδει μάλιστα να σχολιάσει: “Η Ρώμη άφησε μια μεγάλη κληρονομιά, που τη μοιράστηκε στη συνέχεια η ανατολική και η δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία”. Ήδη στη σελίδα 12 (6η
από τις 181 σελίδες) ο μαθητής οφείλει να κατανοήσει ότι “Ρώμη” είναι
μόνον το κράτος της ιστορικής (πρώτης) Ρώμης το οποίο έχει ένα θετικό
στοιχείο. Αλλά κι αυτή η ανακριβέστατη πληροφορία είναι λίγη, μπροστά σ’
αυτό που ακολουθεί. Ο Α. Λιάκος αναφέρει ότι η “μεγάλη κληρονομιά” της
πολιτικής οργάνωσης έγινε “έμμονη ιδέα” σ’ όλους τους κυρίαρχους ως τις
αρχές του 20ου αιώνα. Αναφέρονται ο Ναπολέων, οι Τσάροι, οι
Κάιζερ, ο Καρλομάγνος, ενώ η αρχή αποδίδεται στους Πάπες της Ρώμης και
στους Αυτοκράτορες της Νέας Ρώμης, Κωνσταντινούπολης. Το πρώτο
συμπέρασμα είναι ότι οι μόνοι που στερούνται “εμμονών” είναι οι
πρωταγωνιστές των παγκόσμιων πολέμων και οι ιδρυτές της Ε.Ε.. Το δεύτερο
συμπέρασμα είναι ότι αν “Πάπες” και Αυτοκράτορες συγκρούονταν για ένα
θέμα από διαμετρικά αντίθετες θέσεις, το ίδιο θα έπρεπε να γίνεται και
μεταξύ Τσάρων και Βοναπάρτη (Α΄ παγκόσμιος πόλεμος;). Το τρίτο
συμπέρασμα είναι ότι ο κ. Λιάκος σε ζητήματα όπως αυτό χρησιμοποιεί τις
γυμνασιακές του γνώσεις. Εξακολουθεί να πιστεύει ότι η διαμάχη
Ανατολής-Δύσης διεξαγόταν μεταξύ επισκόπων της Δύσης και Αυτοκρατόρων
της Ανατολής και επειδή κάτι τέτοιο είναι πολύ χοντρό, ακόμη και ως
καλοστημένο επιστημονικό ψέμα, σταματάει την εξέλιξη της Ρώμης,
παρεμβάλλοντας ένα κεφάλαιο για τον Ερατοσθένη και τον Στράβωνα.
Όταν αναγκαστεί να μιλήσει για την “χριστιανική Ευρώπη” αυτό θα γίνει υπό τον τίτλο “Η Ευρώπη στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες” και μέσα από τον Εβραίο ιστορικό Φλάβιο Ιώσηπο και τον επίσκοπο της Αλγερίας Αυγουστίνο.
Δεν υπάρχουν διωγμοί και μαρτύρια των Χριστιανών, ούτε περιγραφή της
αποδοχής που έχει η διδασκαλία των Αποστόλων. Δεν υπάρχει το καίριο
ιστορικό γεγονός του 70 (αν και στην εξέλιξη του βιβλίου οι Εβραίοι θα
αναφερθούν πολλές φορές ως διωκόμενοι). Δεν υπάρχει ούτε διάταγμα
Μεδιολάνων, ούτε Κωνσταντίνος Α΄, ούτε οικουμενικές Σύνοδοι, ούτε
Ωριγένης και Άρειος, ούτε Μέγας Βασίλειος και Ιωάννης Χρυσόστομος. Δεν
υπάρχει Αλάριχος, ούτε Οδόακρος. Δεν υπάρχει Καινή Διαθήκη, μόνον
Παλαιά, αλλά κι αυτή στριμωγμένη, για να μην πούμε πρεσαρισμένη. Δεν
υπάρχει σχέση Ελληνισμού-Χριστιανισμού ακόμα και στο πλέον οφθαλμοφανές.
Γιατί η ελληνική χριστιανοσύνη απεικονίζει τον Χριστό, την Παναγία,
τους Αγίους; Υπάρχει η φράση “Μετά την κατάκτηση της Ρώμης από τους
Γότθους πολλοί κατηγορούσαν τους χριστιανούς ως υπαίτιους της παρακμής
και της απώλειας του Ρωμαϊκού μεγαλείου”, αλλά δεν εξηγείται το πώς
κατορθώνει η Ανατολή να αυξάνει το Ρωμαϊκό μεγαλείο και να αντιστέκεται
στις τευτονικές ορδές, ούτε εξηγείται ότι οι Γότθοι κατακτητές της πρώτης Ρώμης είναι “χριστιανοί” (αρειανιστές).
Πολύ δε περισσότερο, δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στις χριστιανικές
κοινότητες που αναπτύσσονται προ και μετά της ίδρυσης της Νέας Ρώμης.
Αντίθετα, ο όρος “Εκκλησία” δηλώνει την σύγχρονη πρόσληψη του ιερατείου
(σ. 17) και όχι την “Εκκλησία του Δήμου”. Στην ίδια σελίδα αξιωματικά
πρωτοδιατυπώνεται και το χριστιανικό σκότος που έσβησε
τα φώτα της αρχαιότητας. Δίπλα στην φράση αυτή ο Α. Λιάκος αναγκαστικά
ξεροβήχει για μια Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης που δέχεται
επιδρομές μόνον από ανατολή και βορρά και δεν αναφέρεται ως Ρωμαϊκή.
Κάθε φορά που η επιστήμη του Α. Λιάκου
φαίνεται να έχει εξαντλήσει την επιλεκτικότητα και την μονομέρεια, ένα
επόμενο στάδιο έρχεται να διαψεύσει την προσδοκία για λίγες σταγόνες
ορθού λόγου. Το παραταξιακής έμπνευσης και υστερόπρωτο σχήμα του
“Μεσαίωνα” που έχει ήδη πονηρά εμφανιστεί, γίνεται τίτλος κεφαλαίου. “Η Ευρώπη του Μεσαίωνα”.
“Μεσαίωνα”, δηλαδή “ενδιάμεση περίοδο” ονόμασε εκ των υστέρων η Δύση
την χριστιανική της περίοδο, θέλοντας να δηλώσει ότι ο αποχριστιανισμός
κοινωνίας και κράτους που συστηματικά προωθείται από τον 15ο
αιώνα συνιστά μια αναβάθμιση του ανθρώπου. Αν αυτή η ανάγνωση, υπό
προϋποθέσεις και μόνο, αφορά στην Δύση, υπό ποια λογική μπορεί να αφορά
και στην Ανατολή; Ένα καίριο, θετικό σημείο του βιβλίου πάει τελείως
χαμένο. Ποιο; Στο τέλος του προηγούμενου κεφαλαίου διαπιστώθηκε ότι η Δύση σχηματίζεται ως αντίπαλο σχήμα της Ανατολής, όπου η τελευταία ταυτίζεται με τον ελληνικό πολιτισμό
(πολλοί σήμερα θεωρούν ότι ο ελληνικός πολιτισμός κείται μεταξύ Δύσης
και Ανατολής). Όμως ο δοτός όρος “Βυζάντιο” υιοθετείται χωρίς εξήγηση
από τον Α. Λιάκο και έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η Ανατολή δεν έχει
ακριβή ταυτότητα, όπως δηλαδή επιθυμεί η Δύση τουλάχιστον από την εποχή
του Καρλομάγνου. Έτσι παραμένουμε Γραικοί για το εξωτερικό, ενώ στο
εσωτερικό ονομαζόμαστε Έλληνες. Στο 2ο κεφάλαιο η Δύση
παρουσιάζεται πρώτη και σωστά ταυτίζεται με την “Φραγκιά”, χωρίς αυτό να
λέγεται καθαρά. Αντίθετα, αποσιωπάται το στάδιο που έφερε τους Φράγκους
στον Καρλομάγνο και αυτό είναι η “βάπτιση του Κλόβις”. Ο συγγραφέας
παίρνει θέση μόνο σε ό,τι εξυπηρετεί την ιδεολογία του. Ο Πάπας
εμφανίζεται αυτόνομος από τους Φράγκους. Δηλαδή, σε κανένα σημείο δεν
διαπιστώνεται ταύτιση των επισκόπων της Ρώμης με την Κωνσταντινούπολη.
Σιωπηρά αναδεικνύεται και αναχρονιστικά υπονοείται μια σταθερά εχθρική
προς το Πατριαρχείο παποσύνη. Σε κανένα σημείο δεν διαπιστώνεται
προσπάθεια της Δύσης να ανατρέψει τον χριστιανικό χαρακτήρα της Νέας
Ρώμης, με την υιοθέτηση νέας στάσης μετά τον Αρειανισμό: τον
Χριστιανισμό! Ένα “Χριστιανισμό” που μέσα σε 3 αιώνες καταλήγει σε έναν
αποσιωπημένο filioque Καρλομαγνοχριστιανισμό. Αυτός είναι που
κατηγορεί τους Ρωμαίους της Κωνσταντινούπολης ως αιρετικούς χριστιανούς,
άρα είναι αυτός ο λόγος που δίνει το δικαίωμα στους Φράγκους να
ονομάζουν τους Χριστιανούς (στους οποίους πριν 3 αιώνες προσχώρησαν) “Γραικούς” δηλαδή “μη Ρωμαίους”.
Το κομβικό σημείο το οποίο εξηγεί πώς ο Έλληνας δέχεται από το 1833 να
ετεροκαθορίζεται ως Greek, Grec, Grieche και ως τέτοιος να εντάσσεται
στην Ευρώπη, θεωρείται ανούσιο και δεν περιλαμβάνεται στο ερώτημα “τι
είναι Ευρώπη;”. Αντίστοιχα παραμερίζεται το γιατί ο Έλληνας μόνον
μετονομάζει τον Φράγκο ως Γάλλο. Η Νέα Ρώμη, όχι μόνον κατηγορείται στο
βιβλίο με πλάγιο τρόπο (“λέγεται, παρουσιάζεται, θεωρείται…”) αλλά
τίθεται και εκτός Ευρώπης. Ο Α. Λιάκος τοποθετεί το Σχίσμα δυόμιση
αιώνες αργότερα (1054), κι αυτό το κάνει στο υποκεφάλαιο της Ανατολής,
όπου μιλάει ελάχιστα γι’ αυτήν και όχι απ’ ευθείας. Κυρίως την
παρουσιάζει μέσα από τα μάτια της Δύσης, δίνοντας την εντύπωση ότι η
Ανατολή μπορεί, πρέπει ή οφείλει να ενταχθεί στην Δύση. Στις σελίδες
28-29 υπάρχουν δυο αναφορές στη σχέση (δυτικής) Ευρώπης-Χριστιανισμού.
Κάθε μια κλείνει ένα υποκεφάλαιο. Η πρώτη λέει ότι ο πρώτος όρος
παρέμενε υποδεέστερος του δεύτερου, ενώ η επόμενη τονίζει την τάση
απεξάρτησης των δυο όρων. Μια τρίτη αναφορά στο ίδιο θέμα (συνοδευμένη
από μια ασαφή πληροφορία στην υπέρ Ανατολής Σταυροφορία του Πάπα Πίου ΙΙ
μετά το 1453) καταλήγει στον εξής σχολιασμό:
Οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται συχνά την
πραγματικότητα όχι όπως είναι, αλλά όπως νομίζουν ή φαντάζονται με την
περιορισμένη εμπειρία τους πως είναι. Στη συνέχεια, αυτή η κατά φαντασία
πραγματικότητα γίνεται τόσο ισχυρή, ώστε οι άνθρωποι δρουν με βάση
αυτή. Έτσι συμβαίνει και με την ταύτιση της Ευρώπης και δυτικής
Χριστιανοσύνης.
Η αρχική παρατήρηση αληθεύει και μάλλον
δεν αναφέρεται στη σχέση ανθρώπινων αισθήσεων και πραγματικότητας αλλά
στην σκόπιμη παραπληροφόρηση. Όσο για το υπόλοιπο: πέρα από όσα αρνείται
να διαπιστώσει ο συγγραφέας για τον δυτικό χριστιανισμό και τη σχέση
του με τους Φράγκους, είναι και όσα αδυνατεί, λόγω προσωπικής του
εμπειρίας και προκατάληψης. Δεν υπάρχουν Ρωμαίοι της Δύσης που
αντιπαλεύουν την Χριστιανική Ρώμη (με κέντρο την Κωνσταντινούπολη).
Υπάρχει μόνον μια Φραγκική ελίτ που ελέγχει τη Δύση και διεκδικεί τον
τίτλο της Ρώμης προσχηματικά υπέρ του αληθούς χριστιανισμού, ουσιαστικά
εναντίον του. Μη παραδεχόμενος αυτή την πραγματικότητα ο Α. Λιάκος,
χωρίς να το καταλάβει, περιγράφει στο χωρίο που παραθέσαμε την δική του
φαντασιακή θέση και το τι θα υποστούν οι μαθητές που θα πιστέψουν στο
βιβλίο του.