Κατέστρεψαν πραγματικά οι Χριστιανοί χιλιάδες αρχαία μνημεία ή πρόκειται για συκοφαντίες των εχθρών του Χριστιανισμού;
Το σημερινό μας άρθρο, είναι σίγουρο ότι θα προκαλέσει πολλές αντιδράσεις και συζητήσεις. Και είμαστε βέβαιοι ότι θ’ ακούσουμε τα εξ αμάξης από ορισμένους. Σε παλιότερο άρθρο μας άλλωστε για την Αλεξανδρινή φιλόσοφο και μαθηματικό Υπατία, που σκοτώθηκε από το μαινόμενο χριστιανικό πλήθος, οι κατηγορίες εναντίον μας ήταν πολλές. Δυστυχώς, ορισμένες και ορισμένοι, δεν έχουν μάθει ότι δεν πρέπει να αποκρύπτονται σημαντικά γεγονότα της ιστορίας ακόμα κι αν αυτά μας δυσαρεστούν ή μας στενοχωρούν.

Θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο, με τις καταστροφές που διαπράχθηκαν κατά των αρχαίων ελληνικών μνημείων, μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού.

Τι ακολούθησε την επικράτηση του Χριστιανισμού

Μέγας ΚωνσταντίνοςΟ Χριστιανισμός δεν εδραιώθηκε παντού με ειρηνικό τρόπο. Δεν υπήρξε ελεύθερος και ειρηνικός ο ενστερνισμός των νέων θρησκευτικών ιδεών, σε όλα τα μέρη. Στους τρεις πρώτους αιώνες της ύπαρξής του, ο Χριστιανισμός ήταν μειοψηφία στον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Μετά την ανακήρυξή του ως επίσημη θρησκεία στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ο Χριστιανισμός άρχισε να διαδίδεται σταδιακά. Είχε μεγαλύτερη απήχηση στους ελληνόφωνους πληθυσμούς, παρά στους λατινόφωνους. Περισσότερο στα αστικά κέντρα, παρά στις αγροτικές περιοχές. Περισσότερο στις κατώτερες και μεσαίες τάξεις, παρά στις ισχυρές και τις προνομιούχες.

Στις αγροτικές περιοχές, η λατρεία των αρχαίων θεών, παρέμεινε “ζωντανή” ως τον 6ο-7ο αιώνα. Τον 4ο αιώνα, όταν απαγορεύτηκε η αρχαία λατρεία και διατάχθηκε το κλείσιμο ή η κατεδάφιση των αρχαίων ναών και η καταστροφή των αγαλμάτων, σε ελάχιστες περιπτώσεις εκδηλώθηκαν δυναμικές αντιδράσεις για την καταστροφή των ιερών.

Οι Χριστιανοί ιεραπόστολοι, με τις ένοπλες ακολουθίες τους, κατέστρεφαν κατά τις προσηλυτιστικές τους εκστρατείες όλα τα σύμβολα των αλλοθρήσκων. Γκρέμιζαν τα ιερά, εστίες λατρείας, τρομοκρατούσαν τους γεωργούς, ερήμωναν την ύπαιθρο, προκαλούσαν κοινωνική αναταραχή και οικονομική κρίση.

Ο ρήτορας Λιβάνιος (314-393), γνωστός αρχαιολάτρης και φίλος του αυτοκράτορα Ιουλιανού, στην περίφημη επιστολή του στον Μέγα Θεοδόσιο, γράφει χαρακτηριστικά για τους Χριστιανούς:

“Σαρώνουν τα πάντα σαν αφηνιασμένοι χείμαρροι και ερημώνουν την ύπαιθρο. Οι ναοί, αυτοκράτορά μου, είναι κτίσματα των αγρών, η ψυχή τους. Αυτές οι αγριότητες αφανίζουν τους γεωργούς, τους εξαθλιώνουν, καθώς χάνουν το θάρρος τους. Και το αποτέλεσμα: ξεπέφτουν οι χωρικοί, χάνει το Δημόσιο...Επιχειρούν (οι τοπικές εκκλησιαστικές αρχές) τον βίαιο προσηλυτισμό, εισορμούν στα χωριά και με το πρόσχημα του “σωφρονισμού”, επιδίδονται σε ληστείες”. Αυτές οι βαρβαρότητες, προκάλεσαν συσπείρωση και αντίσταση των γεωργικών πληθυσμών.

Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, καλεί τους γαιοκτήμονες του Βυζαντίου να εκχριστιανίσουν τους δουλοπάροικους και τους κολίγους στα φέουδά τους, να προσλάβουν ιερείς και να χτίσουν εκκλησίες. Ο Ιωάννης της Εφέσου (6ος αι.), περηφανευόταν ότι κατά την προσηλυτιστική του εκστρατεία, βάφτισε 70.000 ειδωλολάτρες, συχνά με κνούτο και τρομοκρατία. Ο πάπας Γρηγόριος ο Μέγας (5ος αι.), ανακάλυψε ότι στη Σαρδηνία οι χωρικοί δωροδοκούσαν τον κυβερνήτη του νησιού για να τους επιτρέπει να συνεχίζουν ανενόχλητοι την παραδοσιακή τους λατρεία.

Ο Λιβάνιος, στην επιστολή του προς τον Μέγα Θεοδόσιο, είναι καταπέλτης για τον Μέγα Κωνσταντίνο. “...βωμούς εφήκε λακτίζουσιν ανατρέπειν, ιερά δε και νεώς τους μεν έκλεισε, τους δε κατέκαυσε”. Φτάνει μάλιστα να τον κατηγορήσει ότι μετέτρεψε ναούς σε πορνεία: “τους δε βεβήλους αποφοίνας πόρνοις ενοικείν έδωκε” (Λόγος υπέρ των ναών, XVII, 7).


Υπήρξαν βέβαια ορισμένοι φωτισμένοι Χριστιανοί, που προσπάθησαν να συγκεράσουν τη νέα θρησκεία με τις πλούσιες ιδεολογικές παραδόσεις του κλασικού πνεύματος. Σχεδόν πάντα όμως, επικρατούσαν όσοι δεν δέχονταν καν να μελετήσουν τα αρχαία ελληνικά Γράμματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο επίσκοπος της Βιέννης ο οποίος εντρυφούσε στα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Ο πάπας Γρηγόριος Α’ τον επέπληξε σκληρά, λέγοντάς του ότι “είναι απαράδεκτο τα ίδια χείλη να δοξολογούν τον Χριστό και τον Δία”.

Στην Κύζικο του Ελλησπόντου, ο επίσκοπος Ελεύσιος (4ος αι.) γκρέμισε όλους τους αρχαίους ναούς φανατίζοντας τους εκχριστιανισμένους εργάτες του τοπικού νομισματοκοπείου και της βιοτεχνίας ενδυμάτων. Ο σοφιστής Σώπατρος από την Απάμεια, μαθητής του Ιάμβλιχου (4ος αι.), θανατώθηκε με εντολή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, κατηγορούμενος ότι “κατέδησε τους ανέμους δι’ υπερβολήν σοφίας” (“έδεσε τους ανέμους με τη μεγάλη σοφία του”) και εμπόδισε τους νοτιάδες να φυσήξουν για να αρμενίσουν τα καράβια προς την πρωτεύουσα.

Ο Συνέσιος ο Κυρηναίος, κατηγορεί τον διοικητή της λιβυκής Πεντάπολης Ανδρόνικο, ότι μετέβαλε “την βασίλειον στοάν, το παλαιόν κριτήριον”, σε τόπο μαρτυρίων.

Ο Ευσέβιος κατηγορεί τον Μέγα Κωνσταντίνο, ότι πρώτος απαγόρευσε να στήνονται αγάλματα θεών, τη λατρεία τους σε ναούς των “εθνικών” και τις ειδωλολατρικές τελετουργίες. Κατέστρεψε το ιερό της Αφροδίτης όπου οι πιστοί έκαναν σπονδές “επί βεβήλων και εναγών βωμών την ακόλαστον τιμώντες Αφροδίτην” .

Κατά τον Ιουλιανό, ο Κωνσταντίνος επέτρεψε να λεηλατηθούν όλοι οι θησαυροί των αρχαίων ναών για να διακηρύξει την περιφρόνησή του προς την αρχαία θρησκεία. Αυτό δεν έγινε όμως από προσωπική απέχθεια του Κωνσταντίνου, άλλωστε ο ίδιος ήταν “εθνικός” και βαφτίστηκε Χριστιανός λίγο πριν τον θάνατό του, αλλά για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους: προσπορισμός εσόδων, προπαγάνδα και ικανοποίηση των τοπικών εκκλησιαστικών Αρχών. Όπως γράφει ο χρονογράφος Ιωάννης Μαλάλας, στην Κωνσταντινούπολη δημεύτηκαν οι περιουσίες των αρχαίων ιερών.

Από τους γιους του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο Κώνστας έδωσε εντολή να μην θιγούν οι ναοί έξω από τα τείχη των πόλεων, επειδή εκεί βρίσκονταν τα λαϊκά κέντρα ψυχαγωγίας, ενώ προστατεύονταν στην εποχή του και τα μνημεία των πόλεων. Αντίθετα, ο Κωνστάντιος έδωσε εντολή να κλείσουν όλοι οι αρχαίοι ναοί στις πόλεις και στην ύπαιθρο, απαγόρευσε τη λατρεία των αρχαίων θεών και διέταξε να θανατώνονται όσοι τελούσαν δημόσια λατρευτικές πράξεις. Σύμφωνα με τον Λιβάνιο, επέτρεψε την αρπαγή και καταστροφή των μνημείων που είχαν απομείνει και φρόντισε για τη διανομή των θησαυρών στους έμπιστους της εξουσίας. Με τη συγκατάθεση του Κωνστάντιου, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Γεώργιος λεηλάτησε πολύτιμα έργα τέχνης και αναθήματα των ναών( Σωζομενός, «Εκκλησιαστική Ιστορία», V, 71, Σωκράτης, «Εκκλησιαστική Ιστορία», III 2). Κατά τον Λιβάνιο η βασιλεία του Κωνστάντιου ήταν ολέθρια για τα αρχαία μνημεία. Κατεδαφίστηκαν ναοί και ιερά, ενώ καταστράφηκαν πολλά αγάλματα. Επίσης, σκοτώθηκαν πολλοί ιερείς. Μετά το «διάλειμμα» του Ιουλιανού (361-363), ακολούθησε ο Ιοβιανός (363-364), ο οποίος «την των ειδώλων εκώλυσε θεραπείαν» (Θεοδώρητος Κύρου, V, 21) και άφησε τις τοπικές εκκλησιαστικές ηγεσίες, να καταστρέφουν ναούς και αγάλματα.

Μέγας Θεοδόσιος: οι διώξεις και οι καταστροφές των αρχαίων μνημείων εντείνονται

Μέγας ΘεοδόσιοςΣτα χρόνια του Μεγάλου Θεοδοσίου, η αρχαία λατρεία ποινικοποιείται, ισοδυναμεί με έγκλημα καθοσιώσεως. Καταστράφηκαν ακόμη και τα μη λατρευτικά αγάλματα. Ο έπαρχος Κυνήγιος, ανέλαβε με αυτοκρατορική εντολή το 384, την εξαφάνιση της παλαιάς θρησκείας με βία, τρομοκρατία και βανδαλισμούς, σύμφωνα με τον Λιβάνιο.