«Αυτοί λέγεται ότι είναι οι Διόσκουροι. Αφού ανατράφηκαν
στην Λακωνική, απέκτησαν φήμη. Ως προς την φιλαδέλφεια υπερείχαν από όλους γιατί
ούτε για την εξουσία, ούτε για κάτι άλλο μάλωσαν. Επειδή ο Ζευς ήθελε να
θυμούνται την ομόνοιά τους, τους ονόμασε Διδύμους και τους τοποθέτησε στα
άστρα. Έχουν δε αστέρες, αυτός μεν που είναι ανεβασμένος στον Καρκίνο έναν
λαμπρό αστέρα στην κεφαλή, σε κάθε ώμο από έναν λαμπρό, στο δεξί χέρι έναν, σε
κάθε γόνατο έναν.
Ο επόμενος έχει στην κεφαλή έναν λαμπρό. Στον αριστερό ώμο έναν λαμπρό σε κάθε μαστό από έναν. Στον αριστερό αγκώνα από έναν, στο άκρο του χεριού έναν. Στο αριστερό γόνατο έναν. Σε κάθε πόδι έναν κάτω από το αριστερό πόδι έναν, ο οποίος ονομάζεται Πρόπους. Σύνολο δεκαεφτά».
Ο επόμενος έχει στην κεφαλή έναν λαμπρό. Στον αριστερό ώμο έναν λαμπρό σε κάθε μαστό από έναν. Στον αριστερό αγκώνα από έναν, στο άκρο του χεριού έναν. Στο αριστερό γόνατο έναν. Σε κάθε πόδι έναν κάτω από το αριστερό πόδι έναν, ο οποίος ονομάζεται Πρόπους. Σύνολο δεκαεφτά».
Το όνομα του Αστερισμού των Διδύμων δεν μπορεί να αποδοθεί
σε κάποιον συγκεκριμένο αστρονόμο ή συγγραφέα, καθώς η έννοιά τους αναφέρεται
στα δύο κυρίαρχα άστρα τους, στον Κάστορα (α Διδύμων) και στον Πολυδεύκη
(β Διδύμων).
Για τους Αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους ήταν οι Διόσκουροι,
οι δίδυμοι γυιοι της Λήδας και του Διός, ο οποίος συνευρέθη με την Λήδα μεταμορφωμένος σε κύκνο.
Ο Πλούταρχος τους αποκαλούσε Σιώ από τους δύο θεούς των Σπαρτιατών και Άνακες (βασιλιάδες), ο δε Θεοδώρητος Εφεστίους, δηλαδή Θεούς της οικογένειας.
Ο Πλούταρχος τους αποκαλούσε Σιώ από τους δύο θεούς των Σπαρτιατών και Άνακες (βασιλιάδες), ο δε Θεοδώρητος Εφεστίους, δηλαδή Θεούς της οικογένειας.
Σχετικά λατινικά ονόματα είναι τα Dii Samothraces, από τον τόπο λατρείας των Καβείρων στην Σαμοθράκη, μία εκδοχή κατά την
οποία ο αστερισμός παριστάνει δύο Καβείρους, γυιους του Ηφαίστου και της
Καβείρας των οποίων η λατρεία ξεκίνησε στην Σαμοθράκη από τους Πελασγούς ή στην
Ιταλία από τον Αινεία και Dii Germany (οι Αδελφοί Θεοί ή Πανόμοιοι Θεοί).(2)
Αντιθέτως ο Μανίλιος αποκαλούσε τους Διδύμους Phoebi Sidus (άστρο του Φοίβου), ως υποκείμενους στην προστασία του Απόλλωνος.
Σπανιότερα, δυάδες μη διδύμων μυθολογικών προσώπων
έπαιρναν την θέση των Διοσκούρων, όπως οι:
Απόλλων και Ηρακλής,
Τριπτόλεμος και Ιασίων,
Θησεύς και Πειρίθοος.
Ως ζωδιακός αστερισμός οι Διόσκουροι συνδέθηκαν με την
Αστρολογία για την αποτελεσματική τους βοήθεια στους συντρόφους τους, Αργοναύτες,
κατά την καταιγίδα που έθεσε σε κίνδυνο την «Αργώ». Για τον λόγο αυτό ο
αστερισμός συμβολιζόταν αρκετές φορές με δύο αστέρες επάνω από ένα πλοίο.
Ποιοί, όμως, ήταν οι Διόσκουροι και ποιό είναι το νόημά
τους μεταφυσικά;
Αρχικά, αν θέλουμε να χωρίσουμε την λέξη στα συνθετικά της
μας φανερώνει ότι είναι οι:
Διός - Κούροι =
νέοι του Διός.
Έχω αναφέρει ότι ο Δίας σε ένα επίπεδο, όχι μεταφυσικό,
αλλά γήινο, αντιπροσωπεύει το φυσικό και αστρικό σώμα. Όταν, λοιπόν, το αστρικό
σώμα καλύπτεται με στερεά σάρκα, ο άνθρωπος αναπτύσσει ένα φυσικό σώμα. Επειδή
δεν υπάρχει περίπτωση να αναφερθώ σε αυτό το μυστήριο, εδώ, είναι σκόπιμο να
τονίσω την σημασία της αλληγορίας των Διοσκούρων, όπως πολύ ωραία μάς την
αναπτύσσει η ΄Ελενα Μπλαβάτσκυ:
«Στο βιβλίο ΧΙ, 298 – 304 της Οδύσσειας, η Λήδα
αναφέρεται σαν σύζυγος του Τυνδάρεω, η οποία γέννησε από τον σύζυγό της «δύο
γυιους με γενναία καρδιά», τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη. Ο Δίας, αμέσως, μετά
την γέννησή τους τους προικίζει με το δώρο τού να παραμείνουν ημι–αθάνατοι
δηλαδή, να ζουν και να πεθαίνουν, καθένας με την σειρά, μέρα παρά μέρα (ετερήμεροι).
Οι Τυνδαρίδες, οι δίδυμοι αδελφοί είναι ένα αστρονομικό σύμβολο και συμβολίζουν
την ημέρα και την νύχτα, έτσι και οι γυναίκες τους, η Φοίβη και η Ιλάειρα,
θυγατέρες του Απόλλωνος ή του Ηλίου, ήταν η προσωποποίησις της Αυγής και του
Λυκόφωτος. Ο Πίνδαρος εμφανίζει την Λήδα να ενώνεται το ίδιο βράδυ με τον σύζυγό
της καθώς και με τον πατέρα των Θεών, τον Δία. Έτσι ο Κάστωρ είναι γυιος θνητού,
ενώ ο Πολυδεύκης γυιος αθανάτου. Στην αλληγορία αναφέρεται ότι σε ένα ξέσπασμα
εκδικήσεως εναντίον των Αφαριδών, ο Πολυδεύκης σκοτώνει τον Λυγκέα «Λυγκέως
οξυωπέστερον βλέπεις», «εκείνος που το βλέμμα του από όλους τους θνητούς ήταν το
πιο διαπεραστικό» αλλά και ο Κάστωρ πληγώνεται από τον Ίδα «εκείνον που βλέπει
και γνωρίζει». Ο Δίας τελειώνει αυτό το δυσάρεστο γεγονός ρίχνοντας τον κεραυνό
του και σκοτώνοντας τον Ίδα και τον Λυγκέα. Ο Πολυδεύκης απελπισμένος που χάνει
τον αδελφό του παρακαλεί τον πατέρα του τον Δία να σκοτώσει και αυτόν. Όμως αυτό
δεν μπορούσε να γίνει γιατί ο Πολυδεύκης ήταν αθάνατος. Δέχθηκε, όμως, ο Δίας
να περνά ο Πολυδεύκης την μισή του ζωή στον Ουράνιο Όλυμπο και την άλλη μισή
στον τάφο με τον αδελφό του.
Πρόκειται για μυθολογική φαντασία;
Στην πραγματικότητα είναι κάτι πολύ πιο σημαντικό. Δεν
είναι η εξήγηση που δίνει ο Πλούταρχος για την πραγματική φιλία, αλλά είναι ο
Πολυδεύκης η «Ψυχή» που θέλει να μείνει πάντοτε ενωμένη με τον φορέα της,
Κάστορα, «σώμα». «Με αυτόν τον τρόπο προσφέρει στον λιγότερο ευνοημένο, θνητό
αδελφό του ένα μέρος της δικής του Θείας φύσεως, συνδέοντάς τον έτσι με την δική
του αθανασία». (3)